ΣΤΑΘΗΣ Ι. ΚΡΙΑΡΑΣ*
Κοστολόγος-Φοροτεχνικός-Εισηγητής Σεμιναρίων
Ένα από τα σοβαρότερα και επίκαιρα ζητήματα που απασχολούν την Ελληνική κοινωνία είναι το θέμα της απότομης ανόδου των τιμών των αγαθών, με αποτέλεσμα να προβληματίζονται πολλά νοικοκυριά βλέποντας την αδυναμία τους να ικανοποιήσουν βασικές βιοτικές ανάγκες τους.
Οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών επηρεάζονται από αρκετούς παράγοντες, κυριότεροι από τους οποίους είναι η προσφορά και η ζήτηση, το κόστος παραγωγής και ο πληθωρισμός.
Στην συγκεκριμένη ανάλυση θα επικεντρωθούμε στο ρόλο που διαδραματίζει το κόστος παραγωγής.
Η κοστολόγηση βοηθάει τις βιομηχανίες και τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών να προσεγγίζουν αξιόπιστα το κόστος των προϊόντων και των υπηρεσιών τους, με αποτέλεσμα να ασκούν αποτελεσματική διοίκηση και να οριοθετούν σωστά την τιμολόγησή τους.
Τα κόστη των προϊόντων και των υπηρεσιών διαχωρίζονται σε δύο μέρη: στα σταθερά και στα μεταβλητά.
Σταθερά είναι τα κόστη τα οποία μένουν ανεπηρέαστα από την αυξομείωση του όγκου της παραγωγής, μέχρι εξάντλησης της υπάρχουσας παραγωγικής δυναμικότητας της επιχείρησης. Τέτοια κόστη είναι τα ενοίκια, τα ασφάλιστρα και οι αποσβέσεις.
Αντίθετα, τα μεταβλητά κόστη μεταβάλλονται όταν μεταβάλλεται ο όγκος της παραγωγής. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν κόστη όπως είναι οι πρώτες ύλες, το φυσικό αέριο και η ηλεκτρική ενέργεια.
Όσον αφορά την τιμολόγηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με βάση την κοστολόγηση, δύο παράγοντες διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο: η σύνθεση τους κόστους και ο όγκος της παραγωγής.
Υποθέτουμε για απλοποίηση ότι μία βιομηχανία παράγει ένα μόνο προϊόν και ότι σε μια συγκεκριμένη περίοδο παράγει 10.000 μονάδες από αυτό. Μετά από κοστολογική ανάλυση διαπιστώνεται ότι το συνολικό σταθερό κόστος του προϊόντος ανέρχεται σε 40.000 ευρώ και το μεταβλητό κόστος σε 6 ευρώ ανά μονάδα. Το συνολικό κόστος παραγωγής οριοθετείται σε 40.000+6Χ10.000=100.000 ευρώ ή κόστος ανά μονάδα 100.000/10.000=10 ευρώ. Με βάση τα συγκεκριμένα στοιχεία, η Ελληνική βιομηχανία έχει τις ακόλουθες επιλογές στην τιμολόγηση:
α) Να πουλάει αποκλειστικά στην Ελληνική αγορά, να έχει ως βάση τιμολόγησης το πλήρες κόστος και να προσθέσει ένα περιθώριο κέρδους για παράδειγμα 5 ευρώ και έτσι πουλώντας στα 15 ευρώ την μονάδα να έχει θετικά αποτελέσματα.
Το μικρό μέγεθος της Ελληνικής αγοράς δεν δημιουργεί κίνητρο για μεγάλο ανταγωνισμό στις τιμές και δεν ευνοεί την ύπαρξη χαμηλών περιθωρίων κέρδους ανά μονάδα (μικτά αποτελέσματα). Το συνολικό περιθώριο κέρδους πρέπει να είναι ικανό να καλύψει και τα υπόλοιπα λειτουργικά κόστη εκτός της παραγωγικής δραστηριότητας, όπως είναι τα έξοδα διοικήσεως, διαθέσεως, χρηματοοικονομικά και παράλληλα να αφήνει και ένα λελογισμένο κέρδος.
β) Λόγω της μικρής Ελληνικής αγοράς να υπάρχει δυνατότητα η βιομηχανία να πωλήσει στην Ελλάδα μόνο τις 7.000 μονάδες και για τις υπόλοιπες 3.000 να αναζητήσει αγορά στο εξωτερικό. Τις 7.000 μονάδες τις πουλάει κανονικά στα 15 ευρώ και προκύπτουν έσοδα 105.000 ευρώ. Με τις συγκεκριμένες πωλήσεις στην Ελλάδα έχει καλύψει το σύνολο των σταθερών εξόδων της παραγωγής.
Επειδή στις μεγάλες αγορές του εξωτερικού ο ανταγωνισμός είναι πιο έντονος, προκειμένου οι εξαγωγικές εταιρείες να διεισδύσουν, να αποκτήσουν και να διατηρήσουν ένα ικανοποιητικό μερίδιο αγοράς, έχουν ως βασικό όπλο την μειωμένη τιμή. Από την στιγμή κατά την οποία η συγκεκριμένη βιομηχανία έχει καλύψει το σταθερά κόστη παραγωγής από την Ελληνική αγορά, οποιαδήποτε τιμή πετύχει πάνω από το μεταβλητό κόστος των 6 ευρώ ανά μονάδα, για παράδειγμα 8 ή 9 ευρώ, η διαφορά της τιμής από το μεταβλητό κόστος θα μεταφρασθεί σε κερδοφορία.
Το μεγάλο μέγεθος αυτών των αγορών επιτρέπει τα πολύ χαμηλά περιθώρια κέρδους ανά μονάδα (μικτά αποτελέσματα), διότι ο μεγάλος όγκος των πωλήσεων δημιουργεί περιθώρια κέρδους τέτοια, ώστε να είναι να ικανά να καλύψουν τα υπόλοιπα λειτουργικά κόστη και να δίνουν την επιθυμητή κερδοφορία.
Αυτός είναι ο βασικός κοστολογικός λόγος που μερικές φορές βλέπουμε Ελληνικά προϊόντα να πωλούνται φθηνότερα στο εξωτερικό, παρότι μεσολαβεί και ένα σοβαρό κόστος μεταφοράς.
Εάν υποθέσουμε ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση διπλασιάσει την παραγωγή της, επειδή της το επιτρέπει η υπάρχουσα παραγωγική δυναμικότητά της, θα αυξηθούν μόνο τα μεταβλητά κόστη ενώ τα σταθερά έξοδα θα μείνουν ανεπηρέαστα. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να μειωθεί και το πλήρες κόστος, από 10 ευρώ σε 160.000(40.000 Σ.Κ.+6Χ20.000 Μ.Κ.)/20.000=8 ευρώ ανά μονάδα.
Ο μεγαλύτερος όγκος παραγωγής της δίνει την δυνατότητα να τιμολογεί με μικρότερη τιμή ακόμη και όταν θα έχει ως βάση τιμολόγησης το πλήρες κόστος. Είναι πασιφανές ότι όσο πιο μεγάλος όγκος παραγωγής πραγματοποιείται τόσο πιο χαμηλά διαμορφώνεται το κόστος παραγωγής ανά μονάδα και τόσο πιο μεγάλη δυνατότητα δημιουργείται για επίτευξη χαμηλότερης τιμής στην αγορά. Η μείωση του κόστους παραγωγής οφείλεται στο ότι τα σταθερά κόστη κατανέμονται σε μεγαλύτερο όγκο παραγωγής. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν την δυνατότητα να ικανοποιούν τις ανάγκες των χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων με ευνοϊκότερες τιμές έναντι των μικρομεσαίων.
Προ ημερών έγινε αντικείμενο των ειδήσεων, ότι πολυεθνική επιχείρηση πουλούσε στην Ελλάδα τα προϊόντα της σε διπλάσια τιμή από ότι σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Η κοστολογική εξήγηση του φαινομένου είναι ότι οι εταιρείες αυτές βολιδοσκοπούν κράτη με μικρή συνήθως αγορά και εκτός της κεντρικής Ευρώπης, χαρακτηριστικά που πληροί η Ελληνική αγορά και τιμολογούν τα προϊόντα τους στο πλήρες κόστος, προκειμένου να καλύψουν και τα σταθερά κόστη και επιλέγουν τα κράτη που διαθέτουν μεγάλες αγορές όπου ο ανταγωνισμός είναι πιο ισχυρός και τιμολογούν με βάση μόνο το μεταβλητό κόστος.
Παρατηρούμε ότι όχι μόνο για τις Ελληνικές επιχειρήσεις αλλά και για τις πολυεθνικές, η Ελλάδα λόγω των χαρακτηριστικών της αγοράς της (μικρή αγορά και περιφερειακή χώρα), μπορεί να είναι μία χώρα που θα επιλεγεί για να καλύψουν και τα σταθερά κόστη τους.
Ίσως η συγκεκριμένη κοστολογική ανάλυση να δίνει μία ερμηνεία, εάν οι τιμές των βασικών βιοτικών αγαθών στην Ελλάδα συγκαταλέγονται μεταξύ των υψηλότερων που επικρατούν στα κράτη της Ευρώπης.
Ο σωστός κοστολογικός προσδιορισμός των προϊόντων και των υπηρεσιών καθώς και η σύγκριση-έλεγχος μεταξύ ομοειδών επιχειρήσεων, μπορεί να αποτελέσει βάση για μία δίκαιη τιμολόγηση, εις τρόπον ώστε να υπάρχει αμοιβαίο όφελος μεταξύ των επιχειρήσεων και των καταναλωτών.
*Ο Δρ Στάθης Ι. Κριαράς ασχολείται με την κοστολογική οργάνωση των επιχειρήσεων, οργανώνει και διδάσκει σε επαγγελματικά σεμινάρια στους τομείς της φορολογίας, λογιστικής και κοστολόγησης και ασχολείται με τη σύνταξη οικονομοτεχνικών μελετών στα πλαίσια των αναπτυξιακών νόμων. www.kriaras.gr