Απόφαση 461 / 2022

(Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Περίληψη

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 Α.Κ., ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του Α.Κ., που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης σύμβασης εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει.

Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επίσχεσης δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ’ αυτόν αντιπαροχής. Κατ’ ακολουθία, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξίωσής του αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επίσχεσης.

Το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του Α.Κ.
Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Τούτο δε διότι, ενώ κατά κανόνα, η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για το δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής, χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η παροχή εργασίας για όσο χρόνο διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικά.

Η συνέπεια αυτή δεν αποκλείει την επίσχεση εργασίας, λόγω όμως της ιδιοτυπίας της παροχής, πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 Α.Κ. όρια.
Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη (ΑΠ 788/2020, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017, ΑΠ 447/2015, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 790/2014).

Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ145/2019, ΑΠ 836/2019, ΑΠ 949/2019, ΑΠ 680/2017, ΑΠ 114/2017, 940/2015, ΑΠ 2094/2014).

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το αξιόλογο της καθυστέρησης πληρωμής των αποδοχών ή το δικαιολογημένο αυτής, κρίνεται τελικά από το δικαστήριο της ουσίας και συναρτάται προς τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του εργαζόμενου, σε σχέση προς το ύψος του καθυστερούμενου ποσού αποδοχών του και τους λόγους της καθυστέρησης πληρωμής τους (ΑΠ 1114/2017). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου.

Αριθμός 461/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου και Τριανταφυλλιά Πατρώνα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 21η Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Α. Κ. του Ε., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου ……….., ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Φιλανθρωπικού σωματείου με την επωνυμία “…………”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου …….., η οποία κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-1-2013 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1360/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2415/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητά η αναιρεσείουσα με την από 22-9-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 22.9.2019 και με αριθμό κατάθεσης 1200/2019 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθμ. 2415/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε τυπικά και κατ’ ουσία δεκτή η από 16.12.2013 και με αριθμ. κατάθεσης ………/19.12.2013 έφεση του εναγομένου – εκκαλούντος και ήδη αναιρεσιβλήτου Φιλανθρωπικού σωματείου με την επωνυμία “………………….” και μετά από εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 1360/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η με αριθμό κατάθ. 15420/386/2013 αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας για το ποσόν των 8.356,99 ευρώ. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 και 144 του ΚΠολΔ ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 648 Α.Κ., ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληρώσει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές του, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 325 του Α.Κ., που εφαρμόζονται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της εργασιακής σύμβασης, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 329, 353 και 656 του ίδιου Κώδικα, υφισταμένης σύμβασης εργασίας, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλόμενη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος) δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει.

Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση όσο διαρκεί η υπερημερία του, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά. Το δικαίωμα επίσχεσης δεν χρησιμεύει προς ευθεία ικανοποίηση εκείνου που το ασκεί, αλλά μόνο προς εξασφάλιση της ανταπαιτήσεώς του, δηλαδή χρησιμεύει απλώς ως έμμεσος εξαναγκασμός του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλόμενης απ’ αυτόν αντιπαροχής. Κατ’ ακολουθία, αν υφίσταται ασφάλεια ως προς την εκπλήρωση της ανταξίωσής του αίρεται το δικαίωμα περαιτέρω επίσχεσης. Το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του Α.Κ.
Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Τούτο δε διότι, ενώ κατά κανόνα, η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης συνεπάγεται για το δανειστή τη μετάθεση του χρονικού σημείου εκπλήρωσης της οφειλόμενης προς αυτόν παροχής, χωρίς κατά τα λοιπά να θίγεται η αξίωσή του, στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η παροχή εργασίας για όσο χρόνο διαρκεί η επίσχεση καθίσταται αδύνατη και ο εργαζόμενος απαλλάσσεται οριστικά.

Η συνέπεια αυτή δεν αποκλείει την επίσχεση εργασίας, λόγω όμως της ιδιοτυπίας της παροχής, πρέπει να ασκείται μέσα στα διαγραφόμενα από το άρθρο 281 Α.Κ. όρια. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη (ΑΠ 788/2020, 117/2017, 114/2017, 447/2015, 940/2015, 1248/2015, 790/2014). Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ145/2019, 836/2019, 949/2019, 680/2017, 114/2017, 940/2015, 2094/2014).

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το αξιόλογο της καθυστέρησης πληρωμής των αποδοχών ή το δικαιολογημένο αυτής, κρίνεται τελικά από το δικαστήριο της ουσίας και συναρτάται προς τις ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες του εργαζόμενου, σε σχέση προς το ύψος του καθυστερούμενου ποσού αποδοχών του και τους λόγους της καθυστέρησης πληρωμής τους (ΑΠ 1114/2017). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου.

Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, 2/2013, 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, 1420/2013). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 (560 αρ. 6) ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ’ αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 117/2017, 114/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, κρίνοντας επί έφεσης του αναιρεσιβλήτου – εργοδότη, επί αγωγής της αναιρεσείουσας – εργαζόμενης για την καταβολή των αποδοχών της από την υπερημερία του αναιρεσιβλήτου – εργοδότη της, στην οποία αυτό περιήλθε κατά το χρονικό διάστημα της επίσχεσης εργασίας της εξαιτίας της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων απαιτήσεών της, δέχθηκε, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ανελέγκτως τα ακόλουθα, σε σχέση με τους ερευνωμένους αναιρετικούς λόγους ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα της καταχρηστικής ή μη άσκησης του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας από μέρους της αναιρεσείουσας: “Η ενάγουσα – (εφεσίβλητη) προσλήφθηκε από το εναγόμενο – (εκκαλούν – φιλανθρωπικό σωματείο) στις 13.3.2006 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αρχικά ορισμένου (μέχρι τις 15.5.2006) και ακολούθως αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί ως πρακτική αδελφή στον οίκο ευγηρίας (γηροκομείο – πτωχοκομείο), που το εκκαλούν διατηρεί στην Αθήνα επί της … αριθ. …. Το εκκαλούν λειτουργεί ως φιλανθρωπικό σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, δεν χρηματοδοτείται από το κράτος ούτε από άλλη πηγή, τα έσοδά του δε προέρχονται αποκλειστικά από δωρεές, από την εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας του και από τα τροφεία που καταβάλλουν οι τρόφιμοί του. Από την έναρξη της εργασίας της και μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 2010 το εκκαλούν κατέβαλλε στην εφεσίβλητη κανονικά τις αποδοχές της. Κατά το έτος 2010, ωστόσο, το εκκαλούν, εξαιτίας της γενικότερης οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα, στερήθηκε άμεσα και αιφνίδια τη δυνατότητα να εισπράξει τόσο τις απαιτήσεις του από την εκμίσθωση των ακινήτων του, λόγω της οικονομικής αδυναμίας των μισθωτών να καταβάλλουν μισθώματα, όσο και τις απαιτήσεις του από τροφεία και από παροχή υπηρεσιών που παρείχε, καθώς και παλαιότερες οφειλές τροφίμων του, λόγω της μείωσης των συντάξεων των τελευταίων, με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με τη διακοπή των χρηματοδοτήσεων από τις τράπεζες, να στερείται διαθέσιμων κεφαλαίων προς αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών του. Ταυτόχρονα κατέβαλλε τα έξοδα διατροφής των τροφίμων του και εξοφλούσε τις οφειλές του στους οργανισμούς κοινής ωφέλειας, ώστε να μη διακοπεί η λειτουργία του γηροκομείου και να μη μείνουν χωρίς στέγη οι τρόφιμοί του, με συνέπεια να αντιμετωπίζει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες. Εξαιτίας των ανωτέρω γεγονότων, από τους τελευταίους μήνες του έτους 2010 το εκκαλούν είχε μεγάλες οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία και το δημόσιο και έπαυσε εν όλω ή μερικώς να καταβάλλει τη μισθοδοσία των υπαλλήλων του. Όσον αφορά την εφεσίβλητη, από το Νοέμβριο του έτους 2010 το εκκαλούν έπαψε να της καταβάλλει τις δεδουλευμένες αποδοχές της, μολονότι η τελευταία εξακολουθούσε να παρέχει προσηκόντως τις υπηρεσίες της προς αυτό, εξυπηρετώντας τις ανάγκες των τροφίμων του γηροκομείου, προκειμένου να καταστεί δυνατή η εξακολούθηση της λειτουργίας του, με αποτέλεσμα αυτή να προβεί τελικά στις 29.7.2011 σε επίσχεση εργασίας. Μέχρι τότε το εκκαλούν εξακολουθούσε να της οφείλει, το ποσό των 8.356,99 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το επίδομα άδειας 2011. Το εν λόγω δικαίωμα επίσχεσης ασκήθηκε με τις από 15.7.2011 και 28.7.2011 εξώδικες δηλώσεις της εφεσίβλητης προς το εκκαλούν, πλην όμως το τελευταίο εξακολούθησε να μην της καταβάλλει τις οφειλόμενες αποδοχές της. Σύμφωνα με τα παραπάνω αποδειχθέντα, η εφεσίβλητη άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας της με δήλωσή της προς το εκκαλούν ΝΠΙΔ προς εξασφάλιση της ικανοποίησης ληξιπρόθεσμων αξιώσεών της κατ’ αυτού και συγκεκριμένα για την καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών της του διαστήματος Νοεμβρίου 2010 – Ιουλίου 2011, καθώς το εκκαλούν καθυστερούσε την καταβολή τους, όπως συνομολογείται από αυτό, και η εφεσίβλητη αντιμετώπιζε αδυναμία να αντιμετωπίσει τις ατομικές και οικογενειακές της ανάγκες. Ωστόσο, το δικαίωμα αυτό της εφεσίβλητης ασκήθηκε, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, καθ’ υπέρβαση των διαγραφόμενων από το άρθρο 281 Α.Κ. ορίων, καθόσον, αφενός η μέχρι τότε καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών της, ύψους 8.000 ευρώ περίπου, που αφορούσε διάστημα εννέα (9) μηνών, δεν οφειλόταν σε δυστροπία ή υπαιτιότητα του εκκαλούντος, το οποίο αποτελεί φιλανθρωπικό σωματείο και όχι κερδοσκοπική επιχείρηση, αλλά στην ιδιαίτερα δυσμενή οικονομική κατάσταση, στην οποία αυτό είχε περιέλθει, όπως ειδικότερα εκτέθηκε, γεγονός που ήταν γνωστό στην εφεσίβλητη, καθώς και στους άλλους εργαζόμενους, η μισθοδοσία των οποίων είχε επίσης διακοπεί, αφετέρου δε η επίσχεση μπορούσε να προξενήσει, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, που είχε θέσει ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση των τρεχουσών αναγκών του, ώστε να εξακολουθήσει η λειτουργία του και να συνεχίσει να περιθάλπει ηλικιωμένα, άπορα και εγκαταλελειμμένα από τις οικογένειές τους άτομα. Εφόσον δε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε αντίθετα, δέχθηκε δηλαδή ότι δεν ήταν καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης, απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμη την ένσταση του άρθρου 281 Α.Κ., καθώς και ότι το εκκαλούν από την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος περιήλθε σε υπερημερία, και επιδίκασε τις αιτούμενες με την αγωγή αποδοχές υπερημερίας, έσφαλε κατά τους σχετικούς λόγους της έφεσης, εκτιμώμενους συνολικά και σε συνδυασμό μεταξύ τους”. Στη συνέχεια το Μονομελές Εφετείο εξαφάνισε στο σύνολό της την εκκαλούμενη απόφαση και, αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε την προαναφερθείσα αγωγή, την έκανε δεκτή μόνο κατά το κεφάλαιο των δεδουλευμένων αποδοχών ήτοι για το ποσό των 8.356,99 ευρώ, απορρίπτοντας το αίτημα για την επιδίκαση μισθών υπερημερίας. Υπό τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε ως αποδειχθέντα, στις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 281 του Α.Κ., σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648, 325, 329, 353 και 656 Α.Κ., τις οποίες δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή. Ειδικότερα, πληρούν το πραγματικό της νομικής έννοιας της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος και δικαιολογούν την απόρριψη της αγωγής της αναιρεσείουσας τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ήτοι: α) ότι η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών της αναιρεσείουσας δεν οφειλόταν σε δυστροπία ή υπαιτιότητα του αναιρεσιβλήτου, το οποίο αποτελεί φιλανθρωπικό σωματείο και όχι κερδοσκοπική επιχείρηση, αλλά στην ιδιαίτερα δυσμενή οικονομική κατάσταση, στην οποία αυτό είχε περιέλθει, λόγω του ότι, συνεπεία της οικονομικής κρίσης, στερήθηκε άμεσα και αιφνίδια τη δυνατότητα να εισπράξει τις απαιτήσεις του από την εκμίσθωση των ακινήτων του ήτοι μισθώματα καθώς και τροφεία από παροχή υπηρεσιών του σε τρόφιμους, με αποτέλεσμα την έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων προς αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών του, β) ότι η μέχρι τότε καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών της αναιρεσείουσας ύψους 8.000 ευρώ περίπου, που αφορούσε διάστημα εννέα (9) μηνών, δεν οφειλόταν σε δυστροπία ή υπαιτιότητα του αναιρεσιβλήτου, το οποίο αποτελεί φιλανθρωπικό σωματείο και όχι κερδοσκοπική επιχείρηση, αλλά στην ιδιαίτερα δυσμενή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, από το έτος 2010, εξ αιτίας της γενικότερης οικονομικής κρίσης και της μη δυνατότητας αξιοποίησης μέρους της ακίνητης περιουσίας του με πώληση αυτής αντί επωφελούς τιμήματος, γ) ότι η δυσμενής οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει το αναιρεσίβλητο σωματείο λόγω διακοπής των χρηματοδοτήσεων από τις τράπεζες και οφειλών του στα ασφαλιστικά Ταμεία και το Δημόσιο σε συνάρτηση με την επίσχεση εργασίας εκ μέρους της αναιρεσείουσας μπορούσε να προξενήσει σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στο αναιρεσίβλητο, που είχε θέσει ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση των τρεχουσών αναγκών του, ώστε να εξακολουθήσει η λειτουργία του και να συνεχίσει να περιθάλπει ηλικιωμένα, άπορα και εγκαταλελειμμένα από τις οικογένειές τους άτομα. Περαιτέρω το Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθ’ όσον διέλαβε σε αυτή, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος, την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των προδιαληφθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων και καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής αυτών, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Τούτο δε, διότι αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια και επάρκεια τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το σαφώς διατυπούμενο αποδεικτικό της πόρισμα, ότι δηλαδή η αξίωση μισθών υπερημερίας από την αναιρεσείουσα, λόγω μη αποδοχής των υπηρεσιών της εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου σωματείου, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.
Συνεπώς, ο λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, κατ’ εκτίμηση του νοηματικού του περιεχομένου, μόνον εκ του αριθμού 19 και όχι και εκ του αριθμού 1 εδ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δια του οποίου προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση η αιτίαση της ανεπαρκούς, ασαφούς και αντιφατικής αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη της προβληθείσας από το αναιρεσίβλητο ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος επισχέσεως εργασίας της αναιρεσείουσας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου που κατέθεσε προτάσεις σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 22.9.2019 αίτηση της Α. Κ. για αναίρεση της 2415/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Και Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου σε βάρος της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2022.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2022.

Πηγή