Άρειος πάγος 1365/2022    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Περίληψη

Εργατικό ατύχημα θεωρείται και η σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του εργαζομένου, που είχε ως συνέπεια (μερική ή ολική) ανικανότητα για εργασία, εάν επήλθε από αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός, ήτοι από βίαιη – έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου. Εξ άλλου, ο εργοδότης έχει έναντι του εργαζομένου του την υποχρέωση πρόνοιας.

Συγκεκριμένα, ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει και τα σχετικά με την παροχή της εργασίας ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου [άρθρο 662 ΑΚ]. Επί σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας από εργατικό ατύχημα, η αξίωση του παθόντος εργαζομένου για εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο, με τη συνδρομή των όρων της αδικοπραξίας

Απαιτείται δηλ. παράνομη συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), υπαιτιότητα (δόλος ή αμέλεια) και αιτιώδης σύνδεσμος συμπεριφοράς και τελικού ζημιογόνου αποτελέσματος. Αρκεί οποιασδήποτε μορφής αμέλεια του υπαίτιου εργοδότη ή των προσώπων που αυτός έχει προστήσει στην υπηρεσία του (ΑΠ 18/2008, ΑΠ 910/2015), ενώ δεν απαιτείται το ειδικό πταίσμα της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας

Στην βλάβη της υγείας περιλαμβάνεται και η εξ αιτίας της αδικοπραξίας προκληθείσα ψυχική ή πνευματική διαταραχή του εργαζομένου. Ο ειδικότερος προσδιορισμός των μέτρων που οφείλει να λάβει ο υπαίτιος, με αντικειμενικά κριτήρια ώστε να ισχύουν αορίστως σε περισσότερες όμοιες περιπτώσεις, αποτελεί εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της παράνομης συμπεριφοράς, ως όρου της αδικοπραξίας στην οποία θα πρέπει να μπορούν να υπαχθούν τα πραγματικά περιστατικά της ατομικής περιπτώσεως προς θεμελίωση του πιο πάνω στοιχείου της αδικοπρακτικής ευθύνης.

Εάν δεν καθορίσθηκαν με θετικές διατάξεις συγκεκριμένα μέτρα ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων σε συγκεκριμένο εργοδότη, ο προσδιορισμός των μέτρων, που ο υπαίτιος οφείλει να λάβει, με αντικειμενικά κριτήρια, γίνεται κατ’ εφαρμογή της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας του εργοδότη ως άνω που απορρέει (και) από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 662 ΑΚ, και 42 παρ. 1 του ν. 3856/2010 “Κώδικας νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων (ΦΕΚ Α 84/2-6-2016), καθώς και κατ’ εφαρμογή της αρχής της καλής πίστεως υπό την αντικειμενική της έννοια, δηλ. της συναλλακτικής ευθύτητας που κάθε συνετός και εχέφρων συναλλασσόμενος οφείλει κατά τα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ να επιδεικνύει (ΑΠ 1415/2018).

Προϋποθέσεις για την αξίωση της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος εργαζομένου και παθόντος από εργατικό ατύχημα έναντι του εναγομένου εργοδότη είναι η σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, η οποία (σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας)δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτελέσεώς της καθώς και πταίσμα του εργοδότη, ήτοι κατά τα παραπάνω οποιασδήποτε μορφής αμέλεια του εργοδότη ή των προστηθέντων στην υπηρεσία του. Έτσι, το ότι η σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του εργαζομένου δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις δεδομένες περιστάσεις εκτελέσεώς της, δηλ. η (πρόσφορη) αιτιώδης συνάφεια – αιτιώδης σύνδεσμος των περιστάσεων της εργασίας και του τελικού ζημιογόνου αποτελέσματος, το οποίο διαφορετικά εκτός της εργασίας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν θα είχε επέλθει, συγκροτεί την ιστορική και νομική αιτία του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ 1287/1986, ΑΠ 981/2015).

Το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τελέσεως του εργατικού ατυχήματος, η βαρύτητα του πταίσματος ή ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπόχρεου, η κοινωνική θέση και η οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών καθώς και το (τυχόν) συντρέχον πταίσμα του παθόντος εργαζομένου στην επέλευση του εργατικού ατυχήματος, εφ’ όσον προταθεί παραδεκτώς κατ’ ένσταση από τον εναγόμενο υπόχρεο [άρθρα 330 ΑΚ, 262 παρ.1 ΚΠολΔ] λαμβάνονται υπ’ όψη από το δικαστήριο της ουσίας για τον καθορισμό του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη [άρθρο 932 ΑΚ].

Στην συγκεκριμένη υπόθεση, το εφετείο δέχθηκε με πλήρεις αιτιολογίες σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας της ενάγουσας κατά την εκτέλεση της εργασίας της, η οποία (σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας) δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτελέσεώς της καθώς και πταίσμα (αμέλεια) των οργάνων του εναγομένου νομικού προσώπου – εργοδότη δηλ. δέχθηκε τον πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο των δεδομένων περιστάσεων της εργασίας και του τελικού ζημιογόνου αποτελέσματος (σωματικής κακώσεως και βλάβης της υγείας), το οποίο διαφορετικά εκτός εργασίας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν θα είχε επέλθει.

Ακολούθως, το εφετείο αφού δέχθηκε ότι η ενάγουσα, συνεπεία του εργατικού ατυχήματος υπέστη ηθική βλάβη, καθόρισε το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως στο ποσό των 40.000 ευρώ, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, λαμβάνοντας υπ’ όψη ιδίως τις συνθήκες τελέσεως του ατυχήματος και την αποκλειστική υπαιτιότητα (βαρεία αμέλεια) των οργάνων του εναγομένου νομικού προσώπου, το είδος της προσβολής και την έκταση της βλάβης, την αποχή – ανικανότητα της ενάγουσας από την εργασία της, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της ενάγουσας, ως ηλικίας 35 ετών, διαζευγμένης μητέρας δύο ανηλίκων τέκνων, εργαζομένης του αναιρεσείοντος έναντι συνολικής αμοιβής 5.017,30 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.9.2012 μέχρι 30.6.2013 καθώς και την οικονομική κατάσταση του αναιρεσείοντος.

Με την κρίση αυτή, το εφετείο δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας ούτε υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, αφού το πιο πάνω ποσό των 40.000 ευρώ της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση δεν υπερβαίνει και μάλιστα καταφανώς του συνήθους επιδικαζόμενου σε παρόμοιες περιπτώσεις.

ΑΠ  1365/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρετή Παπαδιά, Πελαγία Ακάσογλου, Δήμητρα Ζώη και Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 8η Δεκεμβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “ΕΝΙΑΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΗΜΟΥ ΝΕΑΠΟΛΗΣ ΣΥΚΕΩΝ”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Νεάπολη Θεσσαλονίκης και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Σαφέτη, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Δ. Κ. του Α., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Πέτρου Ταρνατώρου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-7-2015 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν η 10500/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1163/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί το αναιρεσείον με την από 10-9-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Πελαγία Ακάσογλου.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

(Ι).- Η ευθεία παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, δηλ. κανόνα που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις, προβλέπεται ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ. Κανόνας του ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται ευθέως, αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα καθώς και αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του δηλ. αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αν αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα, που ο ουσιαστικός νόμος απαιτεί προς θεμελίωση του δικαιώματος. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε στον ουσιαστικό νόμο έννοια διαφορετική από την αληθινή είτε ως κακή εφαρμογή, όταν το δικαστήριο της ουσίας έκανε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της ένδικης υποθέσεως σε διάταξη ουσιαστικού νόμου, στο πραγματικότης οποίας δεν υπάγονται και έτσι κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού [άρθρο 578 ΚΠολΔ]. Δια του λόγου αυτού αναιρέσεως, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότηταςτης αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων ή αντενστάσεων) των διαδίκων καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών δηλ. αποκλειστικά των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν καθώς και της υπαγωγής αυτών στο νόμο (ΑΠ ολ. 3/2020). Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο (και) την αιτίαση ότι παραβιάσθηκε συγκεκριμένος κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ως άνω, με αποτέλεσμαη αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία (ΑΠ ολ. 28/1998). Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία τηνυπόθεση για να είναι ορισμένος (παραδεκτός) αυτός ο λόγος αναιρέσεως και, συνεπώς, να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος [άρθρα 118 αριθμός 4, 566 παρ.1 ΚΠολΔ],πρέπει στο έγγραφο (δικόγραφο) της αναιρέσεως να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το νομικό σφάλμα που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου, δηλ. η πλημμέλεια, που αποδίδεται και η έννομη συνέπεια που διαγνώσθηκε από την πλημμέλεια, επίσης, να εκτίθενται πλήρως και σαφώς οι κρίσιμες ουσιαστικές – πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας ώστε η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη ή να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία (ΑΠ ολ. 11/2017, ΑΠ 109/2020).Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, συνεπώς, εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού (δικανικού) συλλογισμού της, δηλ. στοαιτιολογικό της, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται δεν καλύπτουν όλα τα αναγκαία στοιχεία κατά το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής ή ελλιπής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ιδρύεται έτσι αυτός ο λόγος μόνο όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Για να είναι ορισμένος (παραδεκτός) τέτοιος λόγος πρέπει στο δικόγραφο της αναιρέσεως να αναφέρονται [άρθρα 118 αριθμός 4, 566 παρ.1 ΚΠολΔ], ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου, σχετικά με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως καθώς και οι (ουσιαστικές) παραδοχές της αποφάσεως με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών δηλ. ποια στοιχεία αναγκαία για την επάρκεια των αιτιολογιών λείπουν, σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια μέρη τους προκύπτει (ΑΠ ολ. 1/1999,ΑΠ ολ. 30/1997, ΑΠ 109/2020).

(ΙΙ).- Η εφαρμογή του ν. 551/31.12.1914 (ΦΕΚ Α. 11 / 8.1.1915), ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7. / 25.8.1920 (ΦΕΚ Α. 191 / 25.8.1920) και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 εδ. (α) ΕισΝΑΚ, προϋποθέτει “εργατικό ατύχημα”, δηλ. ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργαζόμενο, εργάτη ή υπάλληλο, με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου εξηρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου (και) με εργοδότη νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου [άρθρα 1, 2, 3 ν. 551/1914].

Εργατικό ατύχημα θεωρείται και η σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του εργαζομένου, που είχε ως συνέπεια (μερική ή ολική) ανικανότητα για εργασία, εάν επήλθε από αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός, ήτοι από βίαιη – έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου. Εξ άλλου, ο εργοδότης έχει έναντι του εργαζομένου του την υποχρέωση πρόνοιας.

Συγκεκριμένα, ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει και τα σχετικά με την παροχή της εργασίας ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου [άρθρο 662 ΑΚ]. Επί σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας από εργατικό ατύχημα, η αξίωση του παθόντος εργαζομένου για εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο, με τη συνδρομή των όρων της αδικοπραξίας [άρθρα 1, 2 ν. 551/1914, 288, 648, 662, 914, 71, 932, 299, 330, 922 ΑΚ].

Απαιτείται δηλ. παράνομη συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), υπαιτιότητα (δόλος ή αμέλεια) και αιτιώδης σύνδεσμος συμπεριφοράς και τελικού ζημιογόνου αποτελέσματος. Αρκεί οποιασδήποτε μορφής αμέλεια του υπαίτιου εργοδότη ή των προσώπων που αυτός έχει προστήσει στην υπηρεσία του (ΑΠ ολ. 18/2008, ΑΠ 910/2015), ενώ δεν απαιτείται το ειδικό πταίσμα της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας [άρθρα 1, 2, 16 παρ.1 ν. 551/1914].

Στην βλάβη της υγείας περιλαμβάνεται και η εξ αιτίας της αδικοπραξίας προκληθείσα ψυχική ή πνευματική διαταραχή του εργαζομένου. Ο ειδικότερος προσδιορισμός των μέτρων που οφείλει να λάβει ο υπαίτιος, με αντικειμενικά κριτήρια ώστε να ισχύουν αορίστως σε περισσότερες όμοιες περιπτώσεις, αποτελεί εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της παράνομης συμπεριφοράς, ως όρου της αδικοπραξίας στην οποία θα πρέπει να μπορούν να υπαχθούν τα πραγματικά περιστατικά της ατομικής περιπτώσεως προς θεμελίωση του πιο πάνω στοιχείου της αδικοπρακτικής ευθύνης.

Εάν δεν καθορίσθηκαν με θετικές διατάξεις συγκεκριμένα μέτρα ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων σε συγκεκριμένο εργοδότη, ο προσδιορισμός των μέτρων, που ο υπαίτιος οφείλει να λάβει, με αντικειμενικά κριτήρια, γίνεται κατ’ εφαρμογή της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας του εργοδότη ως άνω που απορρέει (και) από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 662 ΑΚ, και 42 παρ. 1 του ν. 3856/2010 “Κώδικας νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων (ΦΕΚ Α 84/2-6-2016), καθώς και κατ’ εφαρμογή της αρχής της καλής πίστεως υπό την αντικειμενική της έννοια, δηλ. της συναλλακτικής ευθύτητας που κάθε συνετός και εχέφρων συναλλασσόμενος οφείλει κατά τα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ να επιδεικνύει (ΑΠ 1415/2018).

Προϋποθέσεις για την αξίωση της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης του ενάγοντος εργαζομένου και παθόντος από εργατικό ατύχημα έναντι του εναγομένου εργοδότη είναι η σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, η οποία (σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας)δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτελέσεώς της καθώς και πταίσμα του εργοδότη, ήτοι κατά τα παραπάνω οποιασδήποτε μορφής αμέλεια του εργοδότη ή των προστηθέντων στην υπηρεσία του. Έτσι, το ότι η σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του εργαζομένου δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις δεδομένες περιστάσεις εκτελέσεώς της, δηλ. η (πρόσφορη) αιτιώδης συνάφεια – αιτιώδης σύνδεσμος των περιστάσεων της εργασίας και του τελικού ζημιογόνου αποτελέσματος, το οποίο διαφορετικά εκτός της εργασίας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν θα είχε επέλθει, συγκροτεί την ιστορική και νομική αιτία του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ ολ. 1287/1986, ΑΠ 981/2015).

Το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τελέσεως του εργατικού ατυχήματος, η βαρύτητα του πταίσματος ή ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπόχρεου, η κοινωνική θέση και η οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών καθώς και το (τυχόν) συντρέχον πταίσμα του παθόντος εργαζομένου στην επέλευση του εργατικού ατυχήματος, εφ’ όσον προταθεί παραδεκτώς κατ’ ένσταση από τον εναγόμενο υπόχρεο [άρθρα 330 ΑΚ, 262 παρ.1 ΚΠολΔ] λαμβάνονται υπ’ όψη από το δικαστήριο της ουσίας για τον καθορισμό του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη [άρθρο 932 ΑΚ].

Συγκεκριμένα, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία εργατικού ατυχήματος, ο παθών εργαζόμενος υπέστη ηθική βλάβη, στη συνέχεια καθορίζει το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής λαμβάνοντας υπ’ όψη ιδίως τα πιο πάνω κριτήρια (είδος προσβολής, έκταση βλάβης, συνθήκες τελέσεως του εργατικού ατυχήματος, βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, κοινωνική θέση και οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος εργαζομένου στην επέλευση του εργατικού ατυχήματος).

Συνεπώς, εφ’ όσον ο προσδιορισμός του χρηματικού ποσού για εύλογη χρηματική ικανοποίηση επαφίεται στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας που σχηματίζεται ύστερα από εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια το “εύλογο” του επιδικαζόμενου χρηματικού ποσού δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και η σχετική κρίση δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, οπότε δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη κατά τούτο εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 932 ΑΚ. Πλην όμως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το “εύλογο” του ποσού το οποίο επιδικάζεται πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ως γενικής (νομικής) αρχής και δη αυξημένης τυπικής ισχύος που εκφράζει τη γενικότερη ελευθερία του ατόμου και έχει την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντισταθμίσεως προσφοράς και οφέλους [άρθρα 2 παρ.1, 25 παρ.1 εδ. τελευταίο Συντάγματος] ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας [άρθρο 932 ΑΚ]. Η κρίση δηλ. του δικαστηρίου της ουσίας πρέπει:

(i).- Να τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς αντίστοιχο πραγματικό ώστε να μην υπερβαίνει τα όρια που διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνειδήσεως σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με τη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων και αυτό γιατί η απόφαση που επιδικάζει ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο χρηματικό ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση όσον αφορά τον δικαιούχο παθόντα, τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και, στην δεύτερη περίπτωση όσον αφορά τον υπόχρεο, το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στην διαφορά οφείλει να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

(ii).- Να μην υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας που αποτελεί και μέσο ελέγχου της κρίσεώς του χωρίς να υπάγεται στην υπό στοιχείο (i) εκτεθείσα έννοια της αναλογικότητας.
Έτσι, η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του “ευλόγου” και συνακόλουθα το “εύλογο” εμπεριέχεται αναγκαίως στο “ανάλογο”. Η παραβίαση από το δικαστήριο της ουσίας της αρχής της αναλογικότητας [άρθρα 2 παρ.1, 25 παρ.1 εδ. τελευταίο Συντάγματος], αλλά και η υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας [άρθρο 932 ΑΚ] ελέγχονται ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθμοί 1 και 19 ΚΠολΔ (ΑΠ ολ. πλ. 9/2015).
Υπόκειται προς κρίση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η από 10.9.2019 (Γ.Α.Κ. 2486/Ε.Α.Κ. 283/10.9.2019 – Εφετείο Θεσσαλονίκης) αίτηση αναιρέσεως. Με αυτή προσβάλλεται η 1163/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δημοσιεύθηκε στις 10.5.2019, αντιμωλία των διαδίκων, επί των αντιθέτων εφέσεων (i).- από 3.11.2017 του εκκαλούντος ν.π.δ.δ. – ήδη αναιρεσείοντος και(ii).- από 11.4.2018 της εκκαλούσας – ήδη αναιρεσίβλητης. Εκκαλούμενη ήταν η10500/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που δημοσιεύθηκε στις 30.6.2017, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 2.7.2015 αγωγής της ενάγουσας – ήδη αναιρεσίβλητης κατά του εναγομένου ν.π.δ.δ. – ήδη αναιρεσείοντος καθώς και κατά των εναγομένων (μη εδώ διαδίκων) νομικών προσώπων ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ και ΔΗΜΟΣ ΝΕΑΠΟΛΗΣ – ΣΥΚΕΩΝ, νομίμως εκπροσωπηθέντων.

Αφορά δε, η αγωγή χρηματικές απαιτήσεις της ενάγουσας συνολικού ποσού 234.281,06 ευρώ (κεφάλαιο) έναντι των εναγομένων από εργατικό ατύχημα. Με την 10500/2017πρωτόδικη απόφαση, η υπόθεση “χωρίζεται”, ως προς τα πιο πάνω (μη εδώ διάδικα) νομικά πρόσωπα και “παραπέμπεται προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύληκαι κατά τόπο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης”, ενώ ως προς το εναγόμενο ν.π.δ.δ. (ήδη αναιρεσείον) η αγωγή έγινε μερικώς δεκτή στην ουσία (μόνο για το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας, επιδικασθέντος ως ευλόγου του ποσού των 10.000 ευρώ αντί του τελικώς αιτηθέντος με την από 2.7.2015 αγωγή ποσού των 100.000 ευρώ).

Με την 1163/2019 απόφαση του εφετείου, οι αντίθετες εφέσεις, αφού συνεκδικάσθηκαν, έγιναν τυπικά δεκτές στη συνέχεια, η από 3.11.2017 έφεση απορρίφθηκε στην ουσία και η από 11.4.2018 έφεση έγινε δεκτή και στην ουσία, εξαφανίσθηκε η 10500/2017 απόφαση καθ’ όσοναφορά το ως άνω κεφάλαιο (για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας – εκκαλούσας), κρατήθηκε η υπόθεση κατά τούτο και η αγωγή έγινε μερικώς δεκτή στην ουσία (για το ποσό των 40.000 ευρώ). Στους πρώτο και δεύτερο βαθμούς δικαιοδοσίας, η υπόθεση εκδικάσθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών [άρθρα 663 – 676 ΚΠολΔ, όπως ίσχυσαν πριν από το άρθρο 1 -άρθρο τέταρτο ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α. 87 / 23.7.2015), ισχύον για την ειδική αυτή διαδικασία από 1.1.2016, κατά το άρθρο 1 – άρθρο ένατο ν. 4335/2015]. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε, ως άνω, στις 10.9.2019, νομίμως και εμπροθέσμως, δηλ. στην καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από την 10.5.2019 -ημερομηνία δημοσιεύσεως της 1163/2019 αποφάσεως- δεδομένου ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της αποφάσεως αυτής ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοσή της. Μετά ταύτα, η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της [άρθρα 495, 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1, 144, 145 παρ.1, 577 παράγραφοι 1 και 3, 591 παρ.7 ΚΠολΔ].

Στην προκειμένη περίπτωση, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με την επίκληση του άρθρου 559 αριθμοί 1 εδ. (α) και 19 ΚΠολΔ περιέχει την αιτίαση ότι το εφετείο στην 1163/2019 απόφαση και κατά τις πραγματικές παραδοχές της, όπως πλήρως και σαφώς εκτίθενται στο έγγραφο αναιρέσεως, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου(με ανεπαρκείς αιτιολογίες), τα άρθρα 25 παρ.1 εδ. τελευταίο Συντάγματος και 932 ΑΚ (σε συνδυασμό προς τα άρθρα 914 ΑΚ και 1 ν. 551/1914) και, συγκεκριμένα, όσον αφορά το κεφάλαιο της ένδικης αγωγής, το οποίο (κεφάλαιο) αφορά χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη της ενάγουσας εργαζομένης και παθούσας από εργατικό ατύχημα, το εφετείο ευθέως και εκ πλαγίου παραβίασε, ως προς τον προσδιορισμό του χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την “αρχή της αναλογικότητας και τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας”. Έτσι, δέχθηκε την ένδικη αγωγή μερικώς στην ουσία και επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το “συναισθηματικώς διογκωμένο” ποσό των 40.000 ευρώ (σελίδες 4, 18, 19).
Κατά τα εκτεθέντα στην (Ι) μείζονα σκέψη, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός (ορισμένος). Περαιτέρω, από την 1163/2019 απόφαση, την οποία ο Άρειος Πάγος παραδεκτώς επισκοπεί, χάριν της εξετάσεως του λόγου αναιρέσεως [άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ], προκύπτει ότι το εφετείο, αφού στο σκεπτικό διέλαβε μείζονα σκέψη (και) για τα άρθρα 1 ν. 551/1914, 32 (στοιχείο ‘Α’) ν. 1568/1985, 7 παράγραφοι 1, 5 και 6 π.δ. 17/ 1996, 914, 932, 662 ΑΚ, 25 παρ.1 Συντάγματος, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, τα παρακάτω κρίσιμα (σελίδες 15 – 23):
“Δυνάμει της από 1.9.2012 σύμβασης, που καταρτίσθηκε εγγράφως μεταξύ της ενάγουσας Δ. Κ. (ήδη αναιρεσίβλητης) … και του δευτέρου εναγομένου ν.π.δ.δ. “ΕΝΙΑΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΗΜΟΥ ΝΕΑΠΟΛΗΣ ΣΥΚΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ” (ήδη αναιρεσείοντος) … ανατέθηκε στην ενάγουσα το έργο του καθαρισμού δώδεκα (12) αιθουσών διδασκαλίας, στις οποίες λειτουργούν τμήματα του ολοήμερου σχολείου, των γραφείων, του προαύλειου χώρου καθώς και όλων των κοινοχρήστων χώρων του σχολείου, που κείται στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης καθημερινά μετά τη λήξη της σχολικής εργασίας για το χρονικό διάστημα από 1.9.2012 έως 30.6.2013, έναντι αμοιβής συνολικής ύψους 5.017,30 ευρώ. Μετά την κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης υποδείχθηκαν στην ενάγουσα από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του δευτέρου εναγομένου ν.π. οι ακριβείς χώροι, τους οποίους θα καθάριζε και ήταν αυτοί που χρησιμοποιούσε το ΙΕΚ Νεάπολης, συνιστάμενοι σε 20 αίθουσες και εργαστήρια, στους οποίους έπρεπε να προσέρχεται μετά τη λήξη των μαθημάτων στις 20.30’καθημερινά, από τη Δευτέρα έως την Παρασκευή και από ώρα 20.30′ έως 24.00′, προκειμένου να τους καθαρίσει (σκούπισμα, σφουγγάρισμα – ξεσκόνισμα) κατά τις υποδείξεις του Διευθυντή του Σχολείου, με υλικά καθαριότητας χορηγούμενα από τον εργοδότη. Το κτίριο του ΙΕΚ Νεάπολης αποτελεί τμήμα του πολυκλαδικού σχολικού συγκροτήματος, που κείται σε έκταση 27 στρεμμάτων στην περιοχή Στρεμπενιώτη Νεάπολης και περιβάλλεται από τις οδούς Διγενή, Οδ. Ελύτη και ανώνυμη οδό, φέρει πέντε κύριες εξωτερικές θύρες, ενώ τα έτερα σχολεία που απαρτίζουν το εν λόγω σχολικό συγκρότημα είναι το ΕΠΑΛ Νεάπολης, το ΕΠΑΣ Νεάπολης και το ΣΕΚ Νεάπολης που καταλαμβάνουν την Α’ Πτέρυγα του συγκροτήματος, το 2ο ΓΕΛ Νεάπολης, που καταλαμβάνει τη Β’ Πτέρυγα του συγκροτήματος που απέχει περί τα 100 μέτρα από την Α’ Πτέρυγα και το Πειραματικό Γυμνάσιο και Πειραματικό Λύκειο του Πανεπιστημίου Μακεδονίας που καταλαμβάνουν τη Γ’ Πτέρυγα. Η ενάγουσα ήταν εφοδιασμένη με τα κλειδιά των κτηρίων όπου στεγάζονταν οι αίθουσες διδασκαλίας και τα εργαστήρια που καθάριζε, δεν της είχαν όμως προμηθεύσει κλειδιά για τις εξωτερικές καγκελόπορτες του σχολικού συγκροτήματος. Ο καθαρισμός διενεργούνταν αυτοπροσώπως από την ενάγουσα και μόνον κατ’ εξαίρεση και συγκεκριμένα σε περίπτωση ασθένειας της ενάγουσας θα μπορούσε να αντικατασταθεί από άλλο πρόσωπο που θα υποδείκνυε η ίδια και θα ενέκρινε το αρμόδιο όργανο του εργοδότη ν.π. (βλ. 8ο όρο της σύμβασης).

Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα, η σύμβαση που συνέδεε την ενάγουσα με το δεύτερο εναγόμενο ν.π. ήταν αυτή της σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου … Το γεγονός ότι η πρόσληψη της ενάγουσας έγινε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1 επ. του ν. 2190/1994, αφού η χρονική διάρκεια ισχύος της επίμαχης έγγραφης σύμβασης ορίσθηκε για εννέα μήνες, καθιστά αυτήν άκυρη και της προσδίδει τον χαρακτηρισμό της απλής εργασιακής σχέσης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 20.3.2013 και περί ώρα 21.45, η ενάγουσα, ενώ καθάριζε ευρισκόμενη σε απόσταση μικρότερη του ενός μέτρου από την είσοδο του εργαστηρίου Πληροφορικής, που βρίσκεται στην αρχή του κακοφωτισμένου διαδρόμου Β’, στο Υπόγειο της Α’ Πτέρυγας, στο τέλος του ανοικτού διαδρόμου, ο οποίος έχει μήκος 35 μ. και πλάτος4 μ. είναι σκεπαστός, χωρίς θύρες και ενώ επικρατούσε σκοτάδι λόγω της ώρας και της εποχής και η αυλή του σχολείου και η περιοχή γύρω από αυτό ήταν σκοτεινή και έρημη, αντιλήφθηκε την παρουσία ενός άγνωστου άνδρα πίσω της, ηλικίας περίπου 25 ετών, ο οποίος απρόκλητα επιτέθηκε βίαια σ’ αυτήν.
Όταν σήκωσε το χέρι της ν’ αμυνθεί δέχθηκε το πρώτο κτύπημα με μαχαίρι και ο άγνωστος, αφού τη γύρισε από την πλευρά της πλάτης της, συνέχισε να τη κτυπά με το μαχαίρι. Προσπαθώντας να ξεφύγει εισήλθε στην αίθουσα Πληροφορικής, όπου βρισκόταν η συνάδελφός της καθαρίστρια Κ. Γ., αλλά κατέρρευσε στο πάτωμα στην είσοδο της αίθουσας συνεχίζοντας ν’ αμύνεται, όταν δέχθηκε ακόμη ένα κτύπημα με το μαχαίρι στο αριστερό της γόνατο. Μόνο όταν άρχισε να φωνάζει η Κ. Γ. ο άγνωστος άνδρας τράπηκε σε φυγή.

Στον άνω τόπο αφίχθη κατόπιν κλήσης η Κινητή Ιατρική Μονάδα (Κ.Ι.Μ.) στις 21.53′ και το ασθενοφόρο στις 21.57′ και κατά την εκτίμηση της ιατρού της Κ.Ι.Μ. η ενάγουσα είχε πολλαπλά τραύματα από νύσσον όργανο (μαχαίρι) στη ραχιαία επιφάνεια του θώρακος, στην πρόσθια επιφάνεια του θώρακος, η κλίμακα Γλασκώβης ήταν 15, ο σφυγμός της νηματοειδής, οπότε τέθηκε ορός Ringer και μεταφέρθηκε στο εφημερεύον νοσοκομείο ‘ΑΧΕΠΑ’ στις 22.15′ …Από τη διενεργηθείσα στο άνω νοσοκομείο ακτινογραφία διαγνώσθηκε αιμοθώρακας αριστερού ημιθωρακίου, χωρίς να αναφέρονται βλάβες κοιλίας και τοποθετήθηκε άμεσα σωλήνας θωρακικής παροχέτευσης στο αριστερό ημιθωράκιο, ωστόσο, παρά τη χορήγηση ενδοφλέφια υγρών και μετάγγιση αίματος, η ενάγουσα σταδιακά άρχισε να είναι αιμοδυναμικά ασταθής. Κατόπιν τούτου οδηγήθηκε άμεσα στο χειρουργείο και υποβλήθηκε σε αριστερή ερευνητική θωρακοτομή, όπου διαπιστώθηκαν δύο εστίες αιμορραγίας από το θωρακικό τοίχωμα (κλάδοι μεσοπλευρίων αγγείων), οι οποίες και αντιμετωπίσθηκαν αποτελεσματικά. Μετά από την πλήρη απομάκρυνση των αιματοπηγμάτων πραγματοποιήθηκε σχολαστική έκπλυση της υπεζωκοτικής κοιλότητας και ενδελεχής έλεγχος όλων των οργάνων του αριστερού ημιθωρακίου χωρίς να ευρεθεί άλλη εστία αιμορραγίας. Η μετεγχειρητική της πορεία υπήρξε ομαλή και εξήλθε της κλινικής στις 27.3.2013 σε καλή γενική κατάσταση με οδηγίες επανεξέτασης σε μία εβδομάδα με νέα ακτινογραφία θώρακος, αιματολογικό και βιοχημικό έλεγχο και πηκτικό μηχανισμό, φαρμακευτική αγωγή και εκτίμηση από ειδικό ψυχίατρο λόγω των αναφερομένων φοβιών … Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/29.3.2013 ιατροδικαστική έκθεση που συνέταξε ο ιατροδικαστής της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης Μ. Γ., η ενάγουσα φέρει πολλαπλές κακώσεις θώρακος και οσφυϊκής χώρας δια νύσσοντος και τέμνοντος οργάνου, ήτοι τραύματα δια νύσσοντος και τέμνοντος οργάνου χειρουργικά συρραμένα στην αριστερή υποκλείδια χώρα μήκους 2 εκ. περίπου, στη δεξιά ωμοπλατιαία χώρα πλάτους 1,2 εκ. περίπου, στην αριστερή ωμοπλατιαία χώρα πλάτους 2 εκ., στην οσφυϊκή πλάγια επιφάνεια θρωακοοσφυϊκά μήκους 1,5 εκ. περίπου, στη ραχιαία οσφυϊκή χώρα μήκους 1,5 εκ. περίπου, τραυματικές τρώσεις μεσοπλεύριων μυών και αγγείων, τραυματική τρώση ου υπεζωκότα αριστερού ημιθωρακίου, αιμοθώρακα αριστερού ημιθωρακίου, τραύμα επιφανειακό δια τέμνοντος οργάνου στο κάτω τριτημόριο του αριστερού αντιβραχίου μήκους 2,5 εκ. περίπου, στο δεξιό αντιβράχιο πηχεοκαρπικά και στο αριστερό γόνατο στην πρόσθια επιφάνεια μήκους 1,5 εκ. περίπου.

Αρχικά της χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια τριάντα (30) ημερών και ακολούθως διαδοχικά μέχρι τις 13.6.2013 κατόπιν των από 27.3.2013 και 14.5.2013 γνωματεύσεων του Διευθυντή της προαναφερθείσης Κλινικής του νοσοκομείου “ΑΧΕΠΑ” Κ. Α., στο διάστημα δε αυτό χορηγήθηκε στην ενάγουσα από το Ι.Κ.Α. (Οργανική Μονάδα Νεάπολης) επίδομα ανικανότητας προς εργασία ύψους 110,36 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 23.3.2013 έως 10.4.2013, ύψους 143,85 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 11.4.2013 έως 25.4.2013, ύψους 191,80 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 28.4.2013 έως 15.5.2013 και ύψους 278,11 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 16.5.2013 έως 13.6.2013. Πέραν των προαναφερθεισών σωματικών βλαβών η ενάγουσα υπέστη διαταραχή stress μετά από τραυματική εμπειρία, σύμφωνα με το πόρισμα του εξετάσαντος αυτήν στις 22.3.2013 ψυχιάτρου της Ψυχιατρικής Κλινικής του νοσομομείου ‘ΑΧΕΠΑ’ και της χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή, αποτελούμενη από Entact των 10 mg και Xanax των 0,5 mg, η οποία θεραπεία συνεχίσθηκε με Xanax των 0,5 mg μέχρι και το τέλος του έτους 2013 …

Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ο τραυματισμός της ενάγουσας, ο οποίος συνέβη κατά την απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος της, όπως η πράξη αυτή χαρακτηρίσθηκε από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ωστόσο από τη διενεργηθείσα προανάκριση δεν διακριβώθηκε η ταυτότητα του δράστη, αποτελεί εργατικό ατύχημα, το οποίο συνδέεται αιτιωδώς με βαρεία αμέλεια των φυσικών προσώπων που εκφράζουν τη βούληση του δευτέρου εναγομένου ν.π., τα οποία δεν κατέβαλαν την κατ’ αντικειμενική κρίση απαιτούμενη επιμέλεια, την οποία όφειλαν ως συνετά κι ευσυνείδητα όργανα του εργοδότη ν.π. να καταβάλουν με βάση την κοινή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική ώστε να αποφευχθεί το άνω παράνομο αποτέλεσμα, που παράχθηκε και βρίσκεται σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με τις πράξεις και παραλείψεις των εν λόγω υπαιτίων προσώπων υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους. Ειδικότερα, η βαρεία αμέλεια των οργάνων του εργοδότη ν.π., η οποία ήταν πρόσφορη στην επέλευση του άνω επιζήμιου αποτελέσματος, συνίσταται στο ότι ενώ υπήρχε, κατά την καλή πίστη υπό την αντικειμενική αυτής έννοια που απαιτείται κατά τα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, δηλαδή τη συναλλακτική ευθύτητα που οφείλει να επιδεικνύει κάθε συνετός και εχέφρων συναλλασσόμενος, υποχρέωση λήψης μέτρων ασφάλειας του εργαζόμενου στους χώρους του άνω σχολικού συγκροτήματος προσωπικού και τουλάχιστον κατά τις νυκτερινές ώρες να είναι επαρκώς φωτισμένοι αυτοί, να υπάρχει φύλακας και στην περίπτωση απουσίας του, όπως στη συγκεκριμένη (περίπτωση) κατά την οποία ήταν αδειούχος ο φύλακας, να αναπληρωθεί αυτός, να εφοδιασθεί η ενάγουσα, εν όψει της ώρας παροχής της εργασίας της, με κλειδιά των έξω θυρών – πυλών ώστε να κλειδώνονται αυτές, δεν ελήφθησαν τα στοιχειώδη αυτά μέτρα. Την επικινδυνότητα της παροχής εργασίας στους χώρους αυτούς κυρίως κατά τις νυκτερινές ώρες γνώριζαν τα όργανα του εργοδότη ν.π. καθ’ όσον ήδη είχαν σημειωθεί, καταγγελθεί και δημοσιευθεί στον τύπο εισβολές στους χώρους αυτούς κατά τη διάρκεια των σχολικών μαθημάτων από κακοποιά εξωσχολικά στοιχεία, τα οποία οπλοφορούσαν και έκαναν χρήση των όπλων αυτών προκειμένου να ληστέψουν ή έκαναν χρήση ναρκωτικών ουσιών, επισημάνθηκε μάλιστα από τους εκδηλώσαντες τα παράπονα και υπαβάλλοντες τα αιτήματα η έλλειψη αστυνόμευσης. Ουδεμία αμέλεια αποδείχθηκε ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο της ενάγουσας στην επέλευση του επίδικου εργατικού ατυχήματος, η οποία, συμμορφούμενη προς τις υποδείξεις των αρμοδίων οργάνων του εργοδότη της, παρείχε την εργασία της πιστεύοντας στο αυτονόητο της εξασφάλισης των όρων παροχής αυτής σε προστατευμένο περιβάλλον, δεν μπορούσε εξ άλλου να αξιωθεί από αυτήν ούτε όμως και παρείχε κάποια ασφάλεια σε αυτήν, το κλείδωμα από την ίδια κάθε αίθουσας που καθάριζε καθ’ όλο το διάστημα καθαρισμού αυτής, αφού σε κάθε περίπτωση μετά το πέρας του καθαρισμού θα έπρεπε να βγεί στον κακοφωτισμένο διάδρομο είτε για να εισέλθει στην επόμενη αίθουσα είτε για να καθαρίσει τον ίδιο τον διάδρομο ούτε αποδείχθηκε ότι το υπόψη ατύχημα ήταν αποτέλεσμα ερίδων της προσωπικής ερωτικής ζωής της ενάγουσας. Μετά την επέλευση του επίδικου ατυχήματος έσπευσε το εναγόμενο ν.π. να φωτίσει επαρκώς τους εξωτερικούς και αύλειους χώρους του σχολικού συγκροτήματος και το χώρο που παρείχε την εργασία της η ενάγουσα και να εξασφαλίσει την παρουσία φύλακα σε κάθε περίπτωση. Δεν αποδείχθηκε ωστόσο ότι το επίδικο εργατικό ατύχημα οφείλεται σε ενδεχόμενο δόλο των οργάνων του εναγομένου εργοδότη ν.π. … Δικαιούται … η ενάγουσα να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από το υπόψη εργατικό ατύχημα, για τον καθορισμό της οποίας το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψη του τα προσδιοριστικά αυτής επί μέρους στοιχεία, όπως το βαθμό πταίσματος των οργάνων του εργοδότη ν.π., την έλλειψη οποιουδήποτε πταίσματος από πλευράς της ενάγουσας στην πρόκληση του τραυματισμού της, ο οποίος έλαβε χώρα κατά το χρόνο παροχής της εργασίας της, την ηλικία της των 35 ετών, τη βαρύτητα και το είδος των σωματικών κακώσεων και τον τρόπο πρόκλησης αυτών, την εξ αυτών αποχή από την εργασία της, την υπεραλγησία, τη στενοχώρια που δοκίμασε και θα δοκιμάζει και την ψυχολογική της κατάσταση μετά από το ψυχοτραυματικό αυτό γεγονός, που της προκάλεσε κατάθλιψη σε αντιδραστικό επίπεδο με έντονα φοβικά στοιχεία, εξ αιτίας της οποίας της χορηγείται και μετά την παρέλευση έτους από το επίδικο ατύχημα φαρμακευτική αγωγή με Xanax των 0,5 mg και Entact των 10 mg … την κοινωνικοοικονομική θέση της ενάγουσας, η οποία τυγχάνει διαζευγμένη μητέρα δύο τέκνων, ηλικίας κατά τον χρόνο του ατυχήματος δεκαέξι ετών και έντεκα ετών, αντιστοίχως, την οικονομική θέση του δεύτερου εναγομένου ν.π. και βάσει αυτών κρίνει ότι εύλογο ποσό αυτής είναι αυτό των 40.000 ευρώ.
Συνεπώς, … έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του εργοδότη ν.π. να καταβάλει στην ενάγουσα ως χρηματική της ικανοποίηση το ποσό των 10.000 ευρώ, … όπως ορθά διατείνεται η εκκαλούσα με τον σχετικό λόγο της (από 11.4.2018) έφεσης, η οποία κατόπιν τούτων πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη κατά το μέρος, που ασκείται κατά του ν.π.δ.δ. “ΕΝΙΑΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΗΜΟΥ ΝΕΑΠΟΛΗΣ ΣΥΚΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ” … Ακολούθως, … η από 2.7.2015 αγωγή … κατά το μέρος που ασκείται κατά του (ως άνω) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου “ΕΝΙΑΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΔΗΜΟΥ ΝΕΑΠΟΛΗΣ ΣΥΚΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ” … πρέπει να κριθεί ουσιαστικά βάσιμη εν μέρει και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του δευτέρου εναγομένου ν.π. να καταβάλει στην ενάγουσα … το ποσό των (40.000) ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω του επίδικου εργατικού ατυχήματος …”.

Κρίνοντας, έτσι, το εφετείο, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην (ΙΙ) μείζονα σκέψη, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 932 ΑΚ και 25 παρ.1 εδ. τελευταίο Συντάγματος, όπως το αναιρεσείον επικαλείται ούτε ευθέως, αφού ορθώς υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ανελέγκτως, ως αποδεδειγμένα, στο πραγματικό των εφαρμοστέων άρθρων 932 ΑΚ και 25 παρ.1 εδ. τελευταίο Συντάγματος ούτε εκ πλαγίου, αφού διέλαβε πλήρεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο.

Ειδικότερα, το εφετείο δέχθηκε με πλήρεις αιτιολογίες σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας της ενάγουσας κατά την εκτέλεση της εργασίας της, η οποία (σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας) δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτελέσεώς της καθώς και πταίσμα (αμέλεια) των οργάνων του εναγομένου νομικού προσώπου – εργοδότη δηλ. δέχθηκε τον πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο των δεδομένων περιστάσεων της εργασίας και του τελικού ζημιογόνου αποτελέσματος (σωματικής κακώσεως και βλάβης της υγείας), το οποίο διαφορετικά εκτός εργασίας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων δεν θα είχε επέλθει.

Ακολούθως, το εφετείο αφού δέχθηκε ότι η ενάγουσα, συνεπεία του εργατικού ατυχήματος υπέστη ηθική βλάβη, καθόρισε το ύψος της χρηματικής ικανοποιήσεως στο ποσό των 40.000 ευρώ, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, λαμβάνοντας υπ’ όψη ιδίως τις συνθήκες τελέσεως του ατυχήματος και την αποκλειστική υπαιτιότητα (βαρεία αμέλεια) των οργάνων του εναγομένου νομικού προσώπου, το είδος της προσβολής και την έκταση της βλάβης, την αποχή – ανικανότητα της ενάγουσας από την εργασία της, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της ενάγουσας, ως ηλικίας 35 ετών, διαζευγμένης μητέρας δύο ανηλίκων τέκνων, εργαζομένης του αναιρεσείοντος έναντι συνολικής αμοιβής 5.017,30 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.9.2012 μέχρι 30.6.2013 καθώς και την οικονομική κατάσταση του αναιρεσείοντος.

Με την κρίση αυτή, το εφετείο δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας ούτε υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, αφού το πιο πάνω ποσό των 40.000 ευρώ της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποιήσεως για ηθική βλάβη κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση δεν υπερβαίνει και μάλιστα καταφανώς του συνήθους επιδικαζόμενου σε παρόμοιες περιπτώσεις.

Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

Πρέπει, επομένως να απορριφθεί η από10.9.2019 αίτηση για αναίρεση της 1163/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης στο σύνολό της.
Το αναιρεσείον, ως ηττηθέν, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το βάσιμο αίτημα της τελευταίας, που ορίζεται στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ [άρθρα 106, 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10.9.2019 αίτηση για αναίρεση της 1163/2019αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, που ορίζει το ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Μαΐου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Αυγούστου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή