Από την έντυπη έκδοση

Του Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]

Βαθύ είναι το αποτύπωμα της πανδημίας για τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων, οι οποίες είδαν τους τζίρους να μειώνονται δραστικά και την απαισιοδοξία να εκτοξεύεται στα ύψη, ανατρέποντας άρδην το θετικό μομέντουμ που προέκυψε το 2019. Αυτό είναι ένα από τα συμπεράσματα της ετήσιας έκθεσης του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ).

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στην έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το πρώτο εξάμηνο του 2020 οι 8 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (80,6%) δήλωσαν πως ο κύκλος εργασιών τους μειώθηκε, ενώ το δεύτερο εξάμηνο του ίδιου έτους δήλωσαν μείωση τζίρου 7 στις 10 επιχειρήσεις (70,7%) και το πρώτο εξάμηνο του 2021 περισσότερες από 1 στις 2 επιχειρήσεις (55%). Η μεσοσταθμική μείωση του κύκλου εργασιών για τις επιχειρήσεις αυτές ήταν 46,4% το πρώτο εξάμηνο του 2020, 47,8% το δεύτερο περσινό εξάμηνο και 41,4% το πρώτο εξάμηνο του 2021. Συνεπώς, φαίνεται πως σε όλη τη διάρκεια της πανδημίας η πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων σημείωσε σοβαρή μείωση του κύκλου εργασιών, που σε έναν βαθμό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις αυτές για μεγάλα χρονικά διαστήματα είτε δεν λειτούργησαν είτε υπολειτούργησαν.

Όπως αναφέρει το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, για να γίνει περισσότερο αντιληπτό το πρόβλημα που αντιμετώπισε η πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αρκεί να συγκριθούν οι παραπάνω μεσοσταθμικές μεταβολές στον κύκλο εργασιών με εκείνες στο σύνολο των ΜμΕ, ώστε να αποτυπωθούν οι σοβαρές δυσκολίες που αντιμετώπισε ένα σημαντικό μέρος των επιχειρήσεων χωρίς να επισκιαστεί από τη γενική εικόνα. Ως εκ τούτου, η μεσοσταθμική μείωση του κύκλου εργασιών τα τρία προαναφερόμενα εξάμηνα στο σύνολο των ΜμΕ ήταν 40,1% το πρώτο εξάμηνο του 2020, 32,4% το δεύτερο εξάμηνο της περσινής χρονιάς και 16,7% το πρώτο εξάμηνο του 2021.

Με βάση αυτά φαίνεται πως οι απώλειες στον κύκλο εργασιών που βίωσε η πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από τη μέση μείωση του κύκλου εργασιών στο σύνολο των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα το δεύτερο εξάμηνο του 2020 και το πρώτο εξάμηνο του 2021, όπου παρατηρούνται οι μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ της μεσοσταθμικής μεταβολής του κύκλου εργασιών στο σύνολο των επιχειρήσεων σε σχέση με τη μεσοσταθμική μεταβολή του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων που δήλωσαν μείωσή του.

Όπως προκύπτει, μάλιστα, από τα επιμέρους ευρήματα των ερευνών κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, οι επιχειρήσεις που παρουσίασαν τις μεγαλύτερες απώλειες στον κύκλο εργασιών ήταν εκείνες που ανέστειλαν τη λειτουργία τους με κρατική εντολή και οι μικρότερες με βάση τον κύκλο εργασιών (έως 50 χιλ. ευρώ) και τον αριθμό εργαζομένων (χωρίς προσωπικό και επιχειρήσεις με 1 έως 5 εργαζόμενους).

Οι επιπτώσεις στον τζίρο

Ένα άλλο στοιχείο που δείχνει τις σοβαρές επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στις ΜμΕ είναι η μεταβολή που παρατηρήθηκε στο ύψος του ετήσιου κύκλου εργασιών μεταξύ των ετών 2019 και 2020, καθώς οι επιχειρήσεις που δηλώνουν ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50 χιλ. ευρώ αυξήθηκαν το 2020 σε σχέση με το 2019 κατά 11,7 ποσοστιαίες μονάδες.

Συγκεκριμένα οι ΜμΕ με ετήσιο κύκλο εργασιών:

– έως 50 χιλ. ευρώ, από 34,1% το 2019 ανήλθαν στο 45,8% το 2020,

– 50 έως 100 χιλ. ευρώ, από 15,9% το 2019 κατήλθαν στο 14,8% το 2020,

– 100 έως 300 χιλ. ευρώ, από 19,9% το 2019 κατήλθαν στο 15,3% το 2020,

– 300 έως 500 χιλ. ευρώ, από 8,7% το 2019 κατήλθαν στο 5,2% το 2020,

– 500 χιλ. έως 1 εκατ. ευρώ, από 5,1% το 2019 κατήλθαν στο 4,6% το 2020,

– πάνω από 1 εκατ. ευρώ, από 8,2% το 2019 κατήλθαν στο 4,2% το 2020.

Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται πως κατά τη διάρκεια του 2020 μειώθηκε δραματικά και οριζόντια ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων, καθώς η μοναδική κατηγορία κύκλου εργασιών που παρουσιάζει αύξηση επιχειρήσεων -και μάλιστα σημαντική- είναι αυτή των επιχειρήσεων που δήλωσαν ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50 χιλ. ευρώ.

Από τα επιμέρους στοιχεία, οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις επιχειρήσεων στη χαμηλότερη κατηγορία ετήσιου κύκλου εργασιών, δηλαδή κάτω από 50 χιλ. ευρώ, παρατηρήθηκαν στις υπηρεσίες (61,4%), στις επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (76%) και στις επιχειρήσεις που ανέστειλαν τη λειτουργία τους με κρατική εντολή (57,6%).

Όσον αφορά τις επιχειρήσεις εστίασης, από τα ευρήματα της έρευνας (Ιούλιος 2021) φαίνεται πως υπερδιπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50 χιλ. ευρώ. Από το 23% που ήταν το 2019 ανήλθε στο 50,5% το 2020, στοιχείο που καταδεικνύει την καθίζηση που υπέστη ο κλάδος αυτός λόγω των περιοριστικών μέτρων που υιοθετήθηκαν για την αποτροπή εξάπλωσης του κορονοϊού.

Πλήγμα στην κερδοφορία

Ανάλογα είναι και τα ευρήματα σχετικά με την κερδοφορία των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, τα οποία δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις που το 2020 δήλωναν πως είχαν ζημιές ή μηδενικό αποτέλεσμα σε σύγκριση με το 2019 (63,9% το 2020 έναντι 36,1% το 2019) σχεδόν διπλασιάστηκαν.

Συγκεκριμένα, οι ΜμΕ που κατέγραψαν ζημιά το 2020 αντιστοιχούσαν στο 47,8% των επιχειρήσεων έναντι 27,6% το 2019, ενώ οι επιχειρήσεις που είχαν μηδενικό αποτέλεσμα αντιστοιχούσαν το 2020 στο 16,1% έναντι 8,5% το 2019. Από την άλλη πλευρά υποδιπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν κέρδη το 2020 σε σχέση με το 2019 (27,3% το 2020 από 55,2% το 2019).

Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ανά κατηγορία επιχειρήσεων που παρουσίασαν ζημιές το 2020 παρατηρήθηκαν στον τομέα των Υπηρεσιών (50,8%), στις επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50 χιλ. ευρώ (59,4%), στις επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (59,4%), στις προσωπικές (Ο.Ε., Ε.Ε.) εταιρείες (54,3%) και στις ατομικές επιχειρήσεις (51,5%). Επιπλέον, με ζημιές έκλεισε το 2020 για το 66,5% των επιχειρήσεων που ανέστειλαν τη λειτουργία τους με κρατική εντολή και για το 69,1% των επιχειρήσεων εστίασης, ούσες οι επιχειρήσεις που επλήγησαν πολλαπλάσια από την πανδημία.

Πόσο απέδωσαν τα μέτρα στήριξης

Οι πρωτοφανείς περιορισμοί στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα που υιοθετήθηκαν για την αντιμετώπιση του πανδημικού φαινομένου, ιδίως τα lockdowns, οδήγησαν και σε ανάλογα μέτρα στήριξης της οικονομίας προκειμένου να μετριασθούν οι επιπτώσεις από την απότομη και βαθιά ύφεση στην οποία περιήλθε η ελληνική οικονομία, με την επιστρεπτέα προκαταβολή να αποτελεί το πιο δημοφιλές μέτρο για τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, παρότι δεν ήταν αρκετή για να καλύψει τις ανάγκες τους.

Αναλυτικά, τα μέτρα που υιοθέτησε η ελληνική κυβέρνηση για τη στήριξη των επιχειρήσεων από τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης μπορούν σε γενικές γραμμές να χωριστούν σε δύο κατηγορίες:

* Μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων και συγκεκριμένα οι επιστρεπτέες προκαταβολές, η μείωση/απαλλαγή ενοικίου, η αναστολή φορολογικών υποχρεώσεων, η τραπεζική δανειοδότηση με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου ή η επιδότηση δόσεων δανείου και η αναστολή πληρωμής επιταγών για 75 ημέρες.

* Μέτρα για τη στήριξη της απασχόλησης και συγκεκριμένα η αναστολή συμβάσεων εργασίας, το πρόγραμμα «Συν-Εργασία», τα προγράμματα του ΟΑΕΔ για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και το πρόγραμμα δημιουργίας 100.000 νέων θέσεων εργασίας.

Ευρεία χρήση

Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, όπως προκύπτει από έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Φεβρουάριος 2021) έκαναν ευρεία χρήση των μέτρων στήριξης που ελήφθησαν. Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων (83,8%) αξιοποίησε τουλάχιστον ένα από τα μέτρα στήριξης, ενώ μία στις τρεις επιχειρήσεις (33%) αξιοποίησε τουλάχιστον τρία από τα μέτρα στήριξης που έλαβε η κυβέρνηση.

Οι επιστρεπτέες προκαταβολές, πάντως, ήταν το μέτρο που αξιοποίησε η πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, καθώς η παράκαμψη του τραπεζικού συστήματος αποτέλεσε τον κρίσιμο παράγοντα για την αποτελεσματικότητά του. Με βάση την έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το 63,7% των επιχειρήσεων χρηματοδοτήθηκαν μέσω των επιστρεπτέων προκαταβολών. Το 38,8% αξιοποίησε το μέτρο της μείωσης/απαλλαγής ενοικίου, το 22,5% της αναστολής φορολογικών υποχρεώσεων και το 9,5% της αναστολής πληρωμής επιταγών.

Όπως διαπιστώθηκε, λοιπόν, η επιστρεπτέα προκαταβολή υπήρξε το μέτρο με τη μεγαλύτερη απήχηση στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και εκείνο το οποίο αξιοποιήθηκε από τη συντριπτική πλειονότητα αυτών. Αναμφίβολα, αναφέρεται στην έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, οι επτά κύκλοι των επιστρεπτέων προκαταβολών προσέφεραν ρευστότητα στις επιχειρήσεις και ιδιαίτερα στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που διαχρονικά είναι «αποκλεισμένες» από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μετριάζοντας έτσι τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας. Η αποτελεσματικότητα του μέτρου έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι οι χρηματοδοτήσεις δεν χορηγούνταν μέσω των τραπεζών, ενώ τα κριτήρια για τη χορήγηση της ενίσχυσης βασίζονταν κυρίως στις απώλειες που κατέγραψαν οι επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Μερική κάλυψη αναγκών

Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας, για την πλειονότητα των επιχειρήσεων που αξιοποίησαν το μέτρο, το ύψος της ενίσχυσης που τους χορηγήθηκε δεν ήταν αρκετό ώστε να καλύψουν ένα κρίσιμο μέρος των αναγκών τους. Ειδικότερα, το 59% του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που εντάχθηκαν στο μέτρο των επιστρεπτέων προκαταβολών έλαβαν ποσά που δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Με βάση τα στοιχεία, οι ανάγκες των ως άνω επιχειρήσεων ήταν κατά μέσο όρο δυόμισι φορές μεγαλύτερες από το ποσό που τους δόθηκε.

Δεδομένου ότι μέχρι εκείνη την περίοδο (το τέλος του 2020) είχαν υλοποιηθεί τέσσερις κύκλοι επιστρεπτέων προκαταβολών (1ος, 2ος, 3ος και 4ος) με συνολικό ύψος ενισχύσεων 5,5 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι απαιτούνταν επιπλέον 5 δισ. ευρώ ενισχύσεων.

Με τους επόμενους τρεις κύκλους επιστρεπτέων προκαταβολών (5ος, 6ος και 7ος), συνολικού ύψους ενισχύσεων 2,8 δισ. ευρώ που χορηγήθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2021, καθώς και με τα επιπρόσθετα προγράμματα που εκπονήθηκαν, όπως το πρόγραμμα κάλυψης παγίων δαπανών (450 εκατ. ευρώ), το πρόγραμμα επιδότησης κεφαλαίου κίνησης για την εστίαση (330 εκατ. ευρώ), το πρόγραμμα επιδότησης κεφαλαίου κίνησης για τις τουριστικές επιχειρήσεις (350 εκατ. ευρώ), αλλά και τα προγράμματα των μη επιστρεπτέων προκαταβολών των Περιφερειών (περίπου 800 εκατ. ευρώ), ένα σημαντικό μέρος των χρηματοδοτικών αναγκών των ΜμΕ καλύφθηκε. Ωστόσο, παρ’ όλο που η ρευστότητα για ένα σημαντικό μέρος των επιχειρήσεων αυτών βελτιώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2021, δεν έφτασε στο επίπεδο που ήταν το αντίστοιχο εξάμηνο του 2020. Αυτό πιθανόν να οφείλεται στον οριζόντιο χαρακτήρα που έλαβε το μεγαλύτερο μέρος των ενισχύσεων (επιστρεπτέες προκαταβολές) με αποτέλεσμα να μη χρηματοδοτηθεί επαρκώς ένα σημαντικό μέρος των επιχειρήσεων.

Επιπλέον, φαίνεται πως και το συνολικό ύψος των ενισχύσεων δεν έφτασε σε τέτοιο επίπεδο ώστε να καλύψει τις ανάγκες του συνόλου των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα κατά το 2020, όπως προκύπτει τόσο από τη σχετική έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (2021) αλλά και σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ, όπου αναφέρεται ότι στο τέλος του 2020 η πλειονότητα των ΜμΕ εξακολουθούσε να χρειάζεται υποστήριξη.

Πηγή