Με την προτεινόμενη διάταξη θεσπίζεται η διαδικασία για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, ενσωματώνοντας το άρθρο 5 της Οδηγίας (ΕΕ) 2022/2041 στην ελληνική έννομη τάξη.
Το άρθρο 5 της Οδηγίας θέτει ως στόχο την επίτευξη αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου, την επάρκεια των εισοδημάτων των εργαζομένων, καθώς και την προώθηση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής σύγκλισης προς τα πάνω και τη μείωση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων μέσω της θέσπισης των αναγκαίων διαδικασιών για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση των νόμιμων κατώτατων μισθών και ημερομισθίων. Περαιτέρω, με την παρ. 3 του άρθρου 5 της Οδηγίας δίδεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν μηχανισμό αυτόματης αναπροσαρμογής των νομοθετημένων κατώτατων μισθών και ημερομισθίων, εφόσον η εφαρμογή του δεν οδηγεί σε μείωσή τους. Η επικαιροποίηση πρέπει να πραγματοποιείται τουλάχιστον ανά διετία ενώ, για τα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν μηχανισμό αυτόματης αναπροσαρμογής, τουλάχιστον ανά τετραετία.
Προς αυτόν τον σκοπό, τα κράτη μέλη καθορίζουν, κατά τρόπο σαφή, τα εθνικά κριτήρια τα οποία θα ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό καθώς και την επικαιροποίηση των νομοθετημένων κατώτατων μισθών και ημερομισθίων και τα οποία πρέπει να περιλαμβάνουν, κατά ρητή επιταγή της Οδηγίας, τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) την αγοραστική δύναμη των νομοθετημένων κατώτατων μισθών, λαμβανομένου υπόψη του κόστους διαβίωσης,
β) το γενικό επίπεδο των μισθών και την κατανομή τους, γ) τον ρυθμό αύξησης των μισθών και
δ) τα εθνικά επίπεδα και τις εξελίξεις, μακροπρόθεσμα, στην παραγωγικότητα.
Για την καθοδήγηση της εκτίμησής τους ως προς την επάρκεια των νομοθετημένων κατώτατων μισθών και ημερομισθίων, τα κράτη μέλη οφείλουν να χρησιμοποιούν ενδεικτικές τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε διεθνές επίπεδο, όπως για παράδειγμα το 60 % του ακαθάριστου διάμεσου μισθού και το 50 % του ακαθάριστου μέσου μισθού, και/ή ενδεικτικές τιμές αναφοράς που χρησιμοποιούνται σε εθνικό επίπεδο.
Επιπλέον, τα κράτη μέλη οφείλουν να ορίσουν είτε ένα είτε περισσότερα συμβουλευτικά όργανα για να συνδράμουν τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά στα ζητήματα που σχετίζονται με τους νομοθετημένους κατώτατους μισθούς και ημερομίσθια.
Με την προτεινόμενη διάταξη, αντικαθίσταται το άρθρο 134 του Κ.Α.Ε.Δ και εισάγεται το σύστημα αυτόματης αναπροσαρμογής του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου.
Με το νέο σύστημα αυτόματης αναπροσαρμογής, ο καθορισμός και η αναπροσαρμογή του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου γίνονται αυτόματα, με βάση συντελεστή που προκύπτει από το άθροισμα
α) του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή μεταξύ της 1ης Ιουλίου του προηγούμενου έτους και της 30ης Ιουνίου του τρέχοντος έτους για το χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών και
β) του ημίσεος του ετήσιου ποσοστού μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών κατά την ίδια χρονική περίοδο (πρόταση ευνοϊκότερη για τους εργαζομένους από το γαλλικό σύστημα, το οποίο περιορίζει τη ληπτέα υπόψη αύξηση στο δείκτη μισθών όχι όλων των εργαζομένων, αλλά των πλέον χαμηλά αμειβόμενων).
O μαθηματικός αυτός τύπος λαμβάνει υπόψη όλα τα κριτήρια που απαιτεί η Οδηγία στην παρ. 2 του άρθρου 5 αυτής, ενώ τίθεται ως ασφαλιστική δικλείδα ο αποκλεισμός της αναπροσαρμογής σε περίπτωση που ο συντελεστής οδηγεί σε μείωση του νομοθετημένου κατώτατου μισθού ή του νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου.
Επιπλέον, προβλέπεται ότι οι ατομικές συμβάσεις εργασίας και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεν επιτρέπεται να ορίζουν μισθούς και ημερομίσθια που υπολείπονται του νομοθετικά καθορισμένου μισθού και ημερομισθίου ή της αντίστοιχης αναλογίας για συμβάσεις μερικής απασχόλησης.
Προς τον σκοπό αυτό συστήνονται δύο Επιτροπές:
Α) Η Επιστημονική Επιτροπή, η οποία αντικαθιστά την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, έργο της οποία είναι να γνωμοδοτεί σχετικά με
α) το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου,
β) την επιλογή και την εφαρμογή των κριτηρίων για τον καθορισμό και την επικαιροποίηση του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και του νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου,
γ) την επιλογή και την εφαρμογή ενδεικτικών τιμών αναφοράς για την αξιολόγηση της επάρκειας του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου,
δ) τη θέσπιση των διαφοροποιήσεων στον νομοθετημένο κατώτατο μισθό και στο νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο και των κρατήσεων από αυτούς, και
ε) τη συλλογή δεδομένων και την εκπόνηση μελετών και αναλύσεων για την παροχή πληροφοριών στις αρχές και σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με τον νομοθετημένο κατώτατο μισθό και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο.
Β) Η Επιτροπή Διαβούλευσης, η οποία λειτουργεί στον Ο.ΜΕ.Δ. και αποτελείται από τον Πρόεδρο του Ο.ΜΕ.Δ. και εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων (οι οποίοι μετείχαν στη διαβούλευση αυτή μέχρι σήμερα), καθώς και εκπρόσωπο της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. (δεδομένου ότι ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο του ιδιωτικού τομέα πλέον αποτελούν τα ελάχιστα όρια αποδοχών για τους απασχολούμενους στον δημόσιο τομέα). H Επιτροπή Διαβούλευσης γνωμοδοτεί για όλα τα θέματα για τα οποία γνωμοδοτεί η Επιστημονική Επιτροπή.
Προβλέπεται, επίσης, η κατ’ εξαίρεση δυνατότητα παρέκκλισης από τον κανόνα της αυτόματης αναπροσαρμογής της παρ. 1, αν οι οικονομικές συνθήκες εξαιρετικώς δεν επιτρέπουν την αναπροσαρμογή βάσει αυτού. Αυτό πρέπει να τεκμηριωθεί με πληρότητα σε έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής, με την οποία εκκινεί η διαδικασία έως την 31η Αυγούστου κάθε έτους.
Ρυθμίζεται η διαδικασία, αν η Επιστημονική Επιτροπή εισηγηθεί να ακολουθηθεί ο κανόνας της αυτόματης αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου κατά την παρ. 1. Προβλέπεται η αμελλητί διαβίβαση της γνώμης της Επιστημονικής Επιτροπής στην Επιτροπή Διαβούλευσης για να διατυπώσει τη γνώμη της και στη συνέχεια ο Πρόεδρος του Ο.ΜΕ.Δ, ως Πρόεδρος της Επιτροπής Διαβούλευσης, διαβιβάζει εντός μηνός την Έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής και τη Γνώμη της Επιτροπής Διαβούλευσης στους Υπουργούς Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών για να εισηγηθούν στο Υπουργικό Συμβούλιο και να εκδοθεί η προβλεπόμενη στην παρ. 12 κοινή υπουργική απόφαση.
Κατά τα λοιπά η διαδικασία διαβούλευσης, όταν η Επιστημονική Επιτροπή εισηγείται ότι κατ’ εξαίρεση συντρέχει περίπτωση παρέκκλισης από την εφαρμογή του κανόνα, παραμένει κατ’ ουσίαν όμοια, με μικρή προσαρμογή των προθεσμιών, προκειμένου να μπορεί να προετοιμασθεί από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. ο αναφερόμενος στην παρ. 1 συντελεστής αναπροσαρμογής. Η διαδικασία και το χρονοδιάγραμμα έχουν συνοπτικά ως εξής:
α) Εντός της πρώτης εβδομάδας του Σεπτεμβρίου, o Πρόεδρος του Ο.ΜΕ.Δ. αποστέλλει έγγραφη πρόσκληση προς εξειδικευμένους επιστημονικούς και ερευνητικούς φορείς για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου και για την αναπροσαρμογή του.
β) Έως την 7η Οκτωβρίου, ο Πρόεδρος του Ο,ΜΕ.Δ σχηματίζει φάκελο με τις ανωτέρω εκθέσεις των εξειδικευμένων επιστημονικών και ερευνητικών φορέων και τον αποστέλλει προς την Επιστημονική Επιτροπή και την Επιτροπή Διαβούλευσης για την έκφραση γνώμης σε σχέση με την αναπροσαρμογή. Οι γνώμες αυτές αποστέλλονται από τις Επιτροπές στον Πρόεδρο του Ο.ΜΕ.Δ έως την 31η Οκτωβρίου.
γ) Έως την 7η Νοεμβρίου, ο Πρόεδρος του Ο.ΜΕ.Δ διαβιβάζει τις γνώμες της Επιστημονικής Επιτροπής και της Επιτροπής Διαβούλευσης, καθώς και όλες τις εκθέσεις των εξειδικευμένων επιστημονικών και ερευνητικών φορέων, στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), προς σύνταξη του Πορίσματος Διαβούλευσης από αυτό, σε συνεργασία με την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων.
δ) Έως την 30η Νοεμβρίου, ολοκληρώνεται το Πόρισμα Διαβούλευσης και διαβιβάζεται αμελλητί στον Πρόεδρο του Ο.ΜΕ.Δ., προς διαπίστωση της ολοκλήρωσης της διαδικασίας.
ε) Έως την 5η Δεκεμβρίου, ο Πρόεδρος του Ο.ΜΕ.Δ. υποβάλλει το Πόρισμα Διαβούλευσης στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, και τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.
στ) Εντός του δευτέρου δεκαπενθημέρου του μηνός Δεκεμβρίου κάθε έτους ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών εισηγούνται στο Υπουργικό Συμβούλιο τον κατώτατο νομοθετημένο μισθό και το κατώτατο νομοθετημένο ημερομίσθιο.
ζ) Έως το τέλος κάθε ημερολογιακού έτους, ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, μετά τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου, εκδίδουν κοινή απόφαση καθορισμού του νομοθετημένου κατωτάτου μισθού και του νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου, που θα ισχύσουν για όλο το επόμενο ημερολογιακό έτος.
Επισημαίνονται επίσης τα εξής σχετικά με τον λόγο για τον οποίο το νέο σύστημα ισχύει από τον κατώτατο μισθό του 2028 και όχι άμεσα και για το ότι το χρονοδιάγραμμα στην περίπτωση της παρέκκλισης από τον κανόνα της αυτόματης αναπροσαρμογής δεν εκκινεί από την αρχή του έτους αλλά αργότερα.
α) Επειδή το νέο σύστημα αυτόματης αναπροσαρμογής στηρίζεται σε σειρά στοιχείων και δεδομένων και απαιτείται ικανός χρόνος προσαρμογής, ιδίως της ΕΛ.ΣΤΑΤ, προτείνεται αυτό να εφαρμοσθεί από την 1η.6.2027.
β) Το χρονοδιάγραμμα από 1ης.6.2027 διαφοροποιείται από το προϊσχύον για λόγους που αφορούν στη διαθεσιμότητα των απαιτούμενων στοιχείων, καθώς και τις απαραίτητες επεξεργασίες για την κατάρτιση των δεικτών που θα απαρτίζουν τον παραγόμενο συντελεστή.
Αν η διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου άρχιζε τον Ιανουάριο ή στο πρώτο τρίμηνο κάθε έτους αντί τον Αύγουστο (έτους Τ) με υποχρέωση υποβολής των σχετικών στοιχείων 25 Σεπτεμβρίου (έτους Τ), τον Ιανουάριο (έτους Τ) ή άλλο μήνα εντός του πρώτου τριμήνου (Τ), το ετήσιο ποσοστό μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή για το χαμηλότερο εισοδηματικά 20% του πληθυσμού θα αφορά στο ημερολογιακό έτος Τ-1 (αντί της περιόδου 1ης Ιουλίου του έτους (Τ-1) και 30ης Ιουνίου του τρέχοντος έτους (Τ) της πρώτης πρότασης).
Αντίστοιχα ο γενικός δείκτης μεταβολής μισθών που θα παραχθεί από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. θα αφορά επίσης στο ημερολογιακό έτος Τ-1. Ο δε συντελεστής αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού και του κατώτατου ημερομισθίου θα εφαρμόζεται το έτος Τ+1. Θα υπήρχε δηλαδή χρονική υστέρηση αναφοράς και των δύο δεικτών. Αντίθετα στην πρόταση που το νομοσχέδιο υιοθετεί οι δείκτες είναι επίκαιροι και κατ’ επέκταση το ίδιο είναι και ο παραγόμενος συντελεστής. Εμπλουτίζονται τα κριτήρια, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, με ειδική έμφαση στην επάρκεια των τελευταίων.
Τέλος, ορίζονται μισθολογικές διαφοροποιήσεις και κρατήσεις επί του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, προσαρμόζοντας το περιεχόμενο του άρθρου 6 της Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη. Το άρθρο 6 της Οδηγίας επιτρέπει τη χρήση διαφοροποιήσεων και κρατήσεων επί του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, αν δεν δημιουργούν κίνδυνο για την επάρκεια αυτών και αν τηρούνται οι αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας. Η ρύθμιση αυτή εμπνέεται από τη Δ.Σ.Ε. 131/1970 και τη Δ.Σ.Ε. 135/1971. Οι μισθολογικές διαφοροποιήσεις για νέους μπορεί να είναι δικαιολογημένες, ομοίως και οι διαφοροποιήσεις για τις κρατήσεις φόρου και ασφαλιστικών εισφορών.
Οι αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας καθώς και η ίση αμοιβή για ίσης αξίας παρεχόμενη εργασία καθιερώνονται στο ελληνικό Σύνταγμα (βλ. τα άρθρα 4 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 22 παρ. 1, αντίστοιχα). Τα δικαστήρια ελέγχουν κατά περίπτωση τον κοινό νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση ως προς την τήρηση του Συντάγματος.
Στο πλαίσιο αυτό ο κατώτατος μισθός και το κατώτατο ημερομίσθιο δεν επιδέχονται διαφοροποιήσεις, αν εισάγονται διακρίσεις ή αν οι διαφοροποιήσεις είναι δυσανάλογες.
Ειδικότερα, συνάδουν με το Σύνταγμα και την Οδηγία οι εξής μισθολογικές διαφοροποιήσεις:
α) Της αμοιβής των εργαζομένων ανάλογα με το αν είναι υπάλληλοι ή εργατοτεχνίτες. Ο μηνιαίος μισθός υπαλλήλου πλήρους απασχόλησης, δεν αναλογεί στο ημερομίσθιο μιας ημέρας πλήρους απασχόλησης εργατοτεχνίτη, δηλαδή 8 ωρών εργασίας για πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία και 6 ωρών και 40 λεπτών για εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία.
Ωστόσο, η διαφοροποίηση αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια (τη φύση της εργασίας) και ισχύει για όλους τους ανά κατηγορία εργαζόμενους χωρίς να παραβιάζονται οι αρχές της μη διάκρισης και της αναλογικότητας.
β) Της αμοιβής των μαθητευομένων, ηλικίας 15 έως 18 ετών, με το 70% του κατώτατου μισθού ή ημερομισθίου, δεδομένου ότι η σύμβαση μαθητείας είναι ειδική έννομη σχέση, στην οποία η εργατική νομοθεσία εφαρμόζεται αναλογικά και με τους ειδικούς όρους που ορίζει ο νόμος.
γ) Της καταβολής κατώτατου μισθού ανάλογου με τη διάρκεια της μειωμένης απασχόλησης σε σύγκριση με την πλήρη ημερήσια ή εβδομαδιαία απασχόληση και της καταβολής μέρους του κατωτάτου μισθού σε είδος καθώς τηρούνται οι αρχές που θέτει η Οδηγία και η επάρκεια κρίνεται σε σχέση με την πλήρη απασχόληση.
Εξάλλου, με τον παρόντα ρυθμίζεται σύμφωνα με την Οδηγία το ζήτημα της διαφοροποίησης του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου στον δημόσιο τομέα, ώστε να μην παρουσιάζει υστέρηση σε σχέση με τον κατώτατο μισθό και το κατώτατο ημερομίσθιο που ισχύουν στον ιδιωτικό τομέα.
Περαιτέρω η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης καθορίζει τις ασφαλιστικές εισφορές χωρίς διαφοροποίηση σε σχέση με το ύψος της αμοιβής, αλλά αναλόγως του ασφαλιστικού φορέα υπαγωγής του ασφαλιζομένου και ως εκ τούτου πληροί τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Επίσης, η φορολογική νομοθεσία καθορίζει τη φορολογία εισοδήματος ανάλογα με την κλίμακα στην όποια εντάσσεται το φορολογητέο εισόδημα του φορολογουμένου και για τον λόγο αυτό πληρούνται οι αρχές της μη διάκρισης και της αναλογικότητας.
Επομένως, η προτεινόμενη διάταξη αποδίδει την υφιστάμενη τήρηση των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων και της αναλογικότητας ως προς τον κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο.