Όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τοποθετούσε, το 1961, τον Ανδρέα Παπανδρέου επικεφαλής στο νεοσύστατο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, δεν το έκανε για ρουσφέτι στον πατέρα του και ηγέτη της Ένωσης Κέντρου. Αναγνώριζε την αξία του ως επιστήμονα και την ακαδημαϊκή εμπειρία του στις Ηνωμένες Πολιτείες, στοιχεία που ήταν χρήσιμα στην προσπάθεια ανοικοδόμησης της καταστραμμένης από τον πόλεμο και τον εμφύλιο Ελλάδας. Δεν τον άντεχε όμως ως πολιτικό αντίπαλο, ούτε και κανέναν άλλον βεβαίως, κάτι που δεν είχε τα καλύτερα αποτελέσματα για τον τόπο.

Άλλοι καιροί, άλλα ήθη; Θα αποδειχτεί στο άμεσο μέλλον. Η χώρα βρίσκεται στην κρισιμότερη μετά την επιβολή των μνημονίων φάση της, με την οικονομία να βρίσκεται σε στασιμότητα, τα μεγάλα επενδυτικά πλάνα να πηγαινοέρχονται και οι στόχοι για ανασύνταξη και δημιουργία να παραμένουν μακρινοί. Το κακό δεν είναι ότι υπάρχει απάθεια από τους διεθνείς επενδυτές. Ίσα-ίσα το ενδιαφέρον τους παραμένει ζωντανό, όπως προέκυψε και από την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Λονδίνο με την ευκαιρία του ειδικού φόρουμ που συνδιοργάνωσαν το Χρηματιστήριο της Αθήνας με τη Morgan Stanley. Δεν το κάνουν για την ψυχή της μάνας τους. Βλέπουν ότι οι προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης το 2023 πέραν του ότι είναι βάσιμοι, είναι και αρκετά υψηλότεροι από τον μέσο όρο της ΕΕ. Την ίδια ώρα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, όσο και αν είναι «σφιχτό» με τους δανειολήπτες δημιουργώντας επιχειρηματικά και κοινωνικά προβλήματα, οι ξένοι το βλέπουν σταθερό και δείχνουν να ξέρουν τον τρόπο να το «μαλακώσουν».

Η ελληνική ιδιοσυγκρασία

Οι ευκαιρίες για τοποθετήσεις σε μια οικονομία που διψάει μετά τα όσα προηγήθηκαν τα μνημονιακά χρόνια, είναι το ένα θέμα. Το άλλο ισχυρό ατού αποτελεί η ελληνική ιδιοσυγκρασία, η οποία πρέπει να προσμετρηθεί, αφού αυτή αποτελεί ένα ακόμα γερό σανίδι στη βάση των επενδύσεων. Σε όλες τις βαθμίδες της παραγωγικότητας, όταν βάζει στόχους, τους πετυχαίνει με το παραπάνω. Το παρατήρησε και η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι καλώντας τους συμπατριώτες της να ακολουθήσουν την ελληνική νοοτροπία. «Είναι η εποχή κατά την οποία θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε εκείνη την προσέγγιση που οι Έλληνες προσδιορίζουν τέλεια, με μια εξαιρετική λέξη: “μεράκι”, δηλαδή να κάνεις κάτι με όλο σου το είναι, με πάθος, με την ψυχή σου», επισήμανε μιλώντας σ’ ένα άλλο οικονομικό φόρουμ, στην πατρίδα της.

Πέρα από όλα αυτά όμως-τα όμορφα και αγαπησιάρικα-υπάρχει ένα «αλλά». Οι επενδύσεις χρειάζονται σιγουριά σε βάθος χρόνου. Να προχωρήσει ο προγραμματισμός, να εξασφαλιστεί και η απόδοση. Αυτό δεν το παρέχει η ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Σε κάθε κυβέρνηση κυριαρχεί η λογική της μοναδικότητας: μόνο αυτή φροντίζει το μέλλον του τόπου και των παιδιών της, μόνο αυτή έχει τη δύναμη να ξεχωρίζει το καλό από το κακό, μόνο αυτή έχει την ικανότητα να ξεχωρίζει τους αρίστους από τους σκάρτους ή ύπουλους υπονομευτές. Έτσι λέει. Στην πραγματικότητα, πέρα από κάποιες παραμέτρους των συμφωνιών και των προγραμματισμένων επενδύσεων, που μπορούν να επιφέρουν επιπλέον όφελος στην ελληνική οικονομία, κρύβεται ένας επιζήμιος εγωϊσμός, τέτοιος που αποθαρρύνει τους επενδυτές και πάνε τα πλάνα τους στον «κουβά».

Εκείνο που μετράει είναι το απαραίτητο για την οικονομία κλίμα μιας στοιχειώδους σύμπνοιας. Μπορεί να προκύψει; Μπορεί, όταν συνομολογήσουν οι πολιτικές δυνάμεις, ότι η εποχή της αυτοδυναμίας (και αυθαιρεσίας) έκλεισε οριστικά. Όχι μόνο λόγω απλής αναλογικής αλλά και απλής λογικής. Οι μεγάλες συμφωνίες για τα εξοπλιστικά προγράμματα, και κυρίως αυτές με τη Γαλλία ή την Ιταλία και πίσω απ’ αυτήν οι ΗΠΑ, στέκουν στον προθάλαμο αναμονής μέχρι να ολοκληρωθούν οι εκλογικές διαδικασίες. Σ’ αυτήν την παράμετρο στοιχίζονται οι υπολειπόμενες αποκρατικοποιήσεις κι οι άλλες επενδύσεις στη βαριά βιομηχανία, όπως στα ναυπηγεία κλπ. Ακόμα πιο σπουδαίο-το οποίο κινείται μόνο στα παρασκήνια-είναι το θέμα της εκμετάλλευσης των πηγών ενέργειας των ελληνικών θαλασσών. Εδώ υπάρχει μια ιδιομορφία, αφού η καταλληλότερη για τα εθνικά συμφέροντα λύση είναι αμφισβητήσιμη όχι τόσο μεταξύ κορυφών των μεγάλων κομμάτων όσο μεταξύ δυνάμεων στο εσωτερικό τους που κατά το κοινώς λεγόμενο «έχουν γράψει ιστορία» στην προάσπιση της εθνικής θέσης και του εθνικού πλούτου.

Ένα χαμένο εξάμηνο;

Ο χρόνος τρέχει και η Ελλάδα έχει τραβήξει χειρόφρενο περιμένοντας την ώρα της κάλπης και τα αποτελέσματά της. Ο,τι χειρότερο. Αν πιστέψει κανείς τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Γ. Οικονόμου, θα περιμένουμε 4-5 μήνες συν 1 μήνα ακόμα για τον αποκαλούμενο δεύτερο γύρο, μπας και προκύψει η πολυπόθητη αυτοδυναμία του ενός. Η οποία δεν προκύπτει ούτε με το εκλογικό σύστημα που εισήγαγε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Μιλάει δηλαδή για ένα χαμένο εξάμηνο, μετά την παρέλευση του οποίου επίσης θα αναζητηθεί σχήμα συνεργασίας. «Προς τι λοιπόν τα μίση και ο αλληλοσπαραγμός», όπως θα έλεγε και ο κορυφαίος Χρήστος Τσαγανέας στην προφητική ταινία του μεγάλου Αλέκου Σακελλάριου «Οι Γερμανοί ξανάρχονται»;

Το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής προσφέρει μια θαυμάσια ευκαιρία για τις πολιτικές δυνάμεις που θα έχουν τη δυνατότητα να σχηματίσουν πλειοψηφία: να συνυπολογίσουν τις εσωτερικές δυναμικές τους, να συμφωνήσουν στο σχηματισμό κυβέρνησης μακράς πνοής με κριτήριο την εθνική οικονομική ανάταση-απαραίτητη μετά τα μνημόνια-μαζί με την ανάκτηση των κοινωνικών ισορροπιών. Να βρεθεί λύση, ει δυνατόν, και πριν τις εκλογές, ώστε να παρουσιαστεί στο εκλογικό σώμα ως διαυγής πρόταση, για να μπορέσει κι αυτό με ευθύνη να εκφράσει την προτίμησή του. Να τη μετρήσουν και οι επενδυτές, διεθνείς και εντόπιοι, για να κάνουν τα πλάνα τους.

Δεν χρειάζονται δεύτερες εκλογές αναζητώντας τη χίμαιρα μιας νέας αυτοδυναμίας. Δεν χρειάζεται απόλυτη κυριαρχία του ενός. Δεν χρειάζεται έπαρση νεο-καισαρισμού. Αρκεί να λειτουργήσει η δημοκρατία. Έστω και με τις εναπομείνασες δυνάμεις της.

Πηγή