Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]


Ήταν  26 Ιουλίου του 2012 όταν ο Μάριο Ντράγκι έριξε το γάντι ενάντια στον κίνδυνο κατάρρευσης της ευρωζώνης και χρεοκοπίας του ευρώ: «Εντός του πλαισίου της εντολής μας, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειαστεί για να προστατεύσει το ευρώ. Και πιστέψτε με, θα είναι αρκετό», προειδοποίησε τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε μια εκδήλωση επενδυτών στο Λονδίνο.

Σήμερα, 10 χρόνια μετά, το ευρώ καταγράφει νέο χαμηλό 20 ετών έναντι του δολαρίου και είναι ένα βήμα μακριά από την πλήρη ισοτιμία. Σύμφωνα με τις προβλέψεις πολλών αναλυτών μάλιστα, η υπέρβαση  αυτή μπορεί να γίνει τον Αύγουστο, τον μήνα που ιστορικά είναι ο πιο ευνοϊκός για ανατροπές στα νομίσματα. Η ιαπωνική εταιρεία Nomura, προβλέπει ότι στο τέλος του έτους, το ευρωπαϊκό νόμισμα θα υποχωρήσει στο 0.95 έναντι του αμερικανικού, υποχωρώντας στα χαμηλότερα επίπεδα από τότε που έκανε την εμφάνισή του.

Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, το δολάριο έχει κερδίσει δέκα σεντς έναντι του ευρώ, παρά το γεγονός ότι η αμερικανική  οικονομία, όπως και η ευρωπαϊκή, αντιμετωπίζει αρκετές κρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών της πανδημίας και του πληθωρισμού.
 

Διαφορετικές ταχύτητες

Η Αμερικανική και η ευρωπαϊκή οικονομία ταξιδεύουν όμως με διαφορετικές ταχύτητες. Η  επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας θα μπορούσε να ωθήσει την ΕΚΤ σε μια λιγότερο επιθετική πολιτική για τα επιτόκια, αλλά μένει να φανεί.

Με αριθμητικούς όρους, δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί η πτώση του ευρώ. Η Federal Reserve επιταχύνει τη δράση για την αύξηση των επιτοκίων: 75 μονάδες τον Ιούνιο, άλλες 75 σε λίγες εβδομάδες, τουλάχιστον μισή μονάδα τον Σεπτέμβριο για να φτάσει τουλάχιστον το 3,50% στο τέλος του έτους. Από την άλλη πλευρά, η ΕΚΤ θα περιοριστεί σε μια ελάχιστη αύξηση 0,25%, η πρώτη μετά από οκτώ χρόνια, συν μια δεύτερη τον Σεπτέμβριο, συνοδευόμενη από την αύξηση των επιτοκίων των καταθέσεων στην ΕΚΤ. Μετά από χρόνια δηλαδή χωρίς κέρδος, οι τράπεζες, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλοι χρηματοοικονομικοί παράγοντες θα λάβουν μέτριους τόκους από τις καταθέσεις τους στην κεντρική τράπεζα. Ουσιαστικά, τα επιτόκια στην περιοχή του δολαρίου θα είναι τουλάχιστον 2% πιο ελκυστικά από αυτά του ενιαίου ευρωπαϊκού  νομίσματος.Η τεράστια ισχύς του δολαρίου ΗΠΑ δείχνει την έλξη των κεφαλαιαγορών προς την κατεύθυνση της ζώνης του δολαρίου.
 

Οι σχέσεις με τη Ρωσία

Τις προσδοκίες των επενδυτών έχουν επηρεάσει επίσης ότι οι ραγδαία μειωμένοι δεσμοί μεταξύ ορισμένων ευρωπαϊκών οικονομιών -κυρίως της Γερμανία και της Ιταλίας -με τη Ρωσία σε ενεργειακά θέματα, και η δυνατότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να εξάγουν υγροποιημένο φυσικό αέριο και πετρέλαιο στην Γηραιά ήπειρο. Η Ευρώπη βρίσκεται πολύ περισσότερο αντιμέτωπη με τις δισεπίλυτες συνέπειες της πανδημίας, τον πόλεμο στην Ουκρανία και αμφισβητούμενες επιλογές σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο  πληθωρισμός έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ + 8,6% τον Ιούνιο, λόγω των πιο πρόσφατων γεωπολιτικών εξελίξεων που προκάλεσαν την αύξηση του ενεργειακού κόστους μεταξύ 2021 και 2022. Στην επιδείνωση της κατάστασης συνέβαλε η ανισορροπία προσφοράς-ζήτησης στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού λόγω των lockdown, της κλιματικής  αλλαγής αλλά και της κερδοσκοπίας.
 

Διπλή όψη

Η αδυναμία του ευρώ έχει φυσικά διπλή όψη: Από τη μία πλευρά βοηθά τις μεγάλες εξαγωγικές δυνάμεις της ηπείρου να είναι πιο ανταγωνιστικά τα προϊόντα τους στις διεθνείς αγορές. Από την άλλη όμως, όσο πιο αδύναμο είναι το ευρώ, τόσο ισχυρότερη είναι η επίδραση του εισαγόμενου πληθωρισμού στις τιμές καταναλωτή στην Ευρώπη. Όσο πιο αδύναμο είναι το ευρώ, τόσο ακριβότερο είναι το πετρέλαιο για παράδειγμα, που αγοράζουν οι Ευρωπαίοι στην παγκόσμια αγορά. Φυσικά, αυτές οι υψηλότερες τιμές αγοράς μετακυλίονται στον τελικό καταναλωτή, αυξάνοντας τον πληθωρισμό.

Η ώρα της Λαγκάρντ

Η διάδοχος του Ντράγκι, Κριστίν Λαγκάρντ αγωνίζεται να σταματήσει αυτή την κλιμακούμενη δυναμική του πληθωρισμού αυξάνοντας τα επιτόκια κατά 25  μονάδες βάσης στις 21 Ιουλίου. Τα «γεράκια» πιέζουν για μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων στις 21 Ιουλίου. Ηδη η Bundesbank,έχει ξεσκονίσει τη ρητορική κατά των παρεμβάσεων για τη στήριξη της Νότιας Ευρώπης. Αλλά οι αναλυτές εκτιμούν ότι η Κριστίν Λαγκάρντ θα παραμείνει αδρανής και δεν θα αυξήσει  περισσότερο τα επιτόκια σε 11 ημέρες από τώρα.

Η ΕΚΤ υπό τη Λαγκάρντ και πριν με τον Ντράγκι, δεν είχε ποτέ μια άκαμπτη στάση, όσον αφορά την αύξηση των επιτοκίων. Πάνω από όλα, υπήρχε και υπάρχει η άρρητη υποστήριξη της ΕΚΤ στις υπερχρεωμένες νότιες χώρες της ευρωζώνης, οι οποίες θα έπρεπε να δανείζονται όσο το δυνατόν φθηνότερα. Εάν τα επιτόκια αυξάνονταν πολύ γρήγορα και πολύ απότομα, το κόστος χρηματοδότησης αυτών των χωρών θα γινόταν γρήγορα πιο ακριβό.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ αναμένεται να επαναλάβει ότι αν αυξήσουμε πολύ γρήγορα τα επιτόκια τώρα, απλώς θα επιδεινώναμε την οικονομική ύφεση.

Ωστόσο, η τρέχουσα ενεργειακή κρίση (αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας) και ο αυξανόμενος εισαγόμενος πληθωρισμός ασκούν τεράστιες πληθωριστικές πιέσεις αυτή τη στιγμή, ακόμη κι αν οι μακροπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό δείχνουν διαφορετικά.

Η  ΕΚΤ γνωρίζει οτι:

-Κάθε αύξηση των επιτοκίων θέτει σε κίνδυνο την ενότητα της ευρώζώνης, δεδομένου ότι, 10 χρόνια μετά την έκκληση του Ντράγκι, η κατάσταση των δημόσιων οικονομικών των 19 χωρών της κοινότητας της Φρανκφούρτης εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά κατακερματισμένη.

– Η ευθραυστότητα του ενιαίου νομίσματος αντανακλά την αδυναμία της ευρωπαϊκής οικονομίας. Κινδυνεύει από την τριψήφια αύξηση των τιμών της ενέργειας, ιδιαίτερα του φυσικού αερίου, που κορυφώθηκε με την εμφάνιση για πρώτη φορά εμπορικού  ελλείμματος της Γερμανίας εδώ και 30 χρόνια.

Ο εκβιασμός της Μόσχας λειτουργεί προς το παρόν. Θα χρειαστεί χρόνος και μεγάλη υπομονή, ιδιαίτερα, για να μπορέσει η Λαγκάρντ να αλλάξει την μεγάλη εικόνα της ευρωζώνης. Το επόμενο, « ό,τι κι αν χρειαστεί», από τη Λαγκάρντ αυτή τη φορά, θα πρέπει πρώτα  να αντιμετωπίσει την ενεργειακη εξάρτηση της ΕΕ από την Μόσχα (και όχι μόνο). Και ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά το ταξίδι δεν θα σταματήσει στα μισά του δρόμου. Γιατί  η κρίση, ίσως, δεν θα μας επιτρέψει να περιμένουμε άλλα 10  χρόνια.

Πηγή