Από την έντυπη έκδοση

Του Ανέστη Ντόκα
[email protected]

Χωρίς επενδυτική ικμάδα το χρηματιστήριο δείχνει να έχει χάσει τον βηματισμό του, αφού έχει επιστρέψει στον φετινό Ιούλιο.

Μάλιστα ο Γενικός Δείκτης υπολείπεται 10,66% από την αρχή της χρονιάς και κινδυνεύει να βιώσει άλλον έναν χαμένο χρόνο, αφού το 2020 οι συνολικές απώλειες ήταν 11,75%.Εξάλλου απομένουν μόλις 68 συνεδριάσεις και τα 2/3 των συνεδριάσεων της χρονιάς έχουν ήδη πραγματοποιηθεί (180 συν.). Αρνητικός πρωταγωνιστής ο τραπεζικός κλάδος, με απώλειες μέχρι σήμερα 8,65%. Η χαμένη κεφαλαιοποίηση στις πρώτες 180 συνεδριάσεις της χρονιάς αγγίζει πλέον τα 8 δισ. ευρώ.

Οι 6 βασικοί λόγοι αδυναμίας του Χ.Α.

1) Το χρηματιστήριο έχει αποδείξει στο φετινό εννεάμηνο, που ολοκληρώνεται την ερχόμενη Παρασκευή, ότι δεν έχει τη δυνατότητα ούτε να προσελκύσει διεθνή κεφάλαια, ούτε και να συντηρήσει βιώσιμες προσδοκίες σοβαρής ανάταξης των τιμών. Ειδικά μάλιστα όταν διεθνώς η ψυχολογία είναι αρνητική, με τις αγορές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού να υποφέρουν.

2) Θεσμικοί επενδυτές και διαχειριστές χαρτοφυλακίων επισημαίνουν ότι, αν και διεθνώς υπάρχει υπερβάλλουσα ρευστότητα, εν τούτοις αυτή δεν έχει αποδέκτη τις χρηματιστηριακές αγορές, διότι οι φόβοι μιας μεγάλης βουτιάς υπερνικούν τις όποιες βλέψεις για υπεραξίες.

3) Οι «μαύροι κύκνοι» που έχουν απλωθεί πάνω από την παγκόσμια οικονομία, με μεγαλύτερο την ενεργειακή κρίση και την αύξηση του κόστους χρήματος λόγω πληθωρισμού, φέρνουν όλο και πιο κοντά το ζοφερό ενδεχόμενο της ύφεσης.

4) Κάτω από αυτό το πρίσμα θεώρησης των εξελίξεων, η χωρίς βάθος και μη ανεπτυγμένη ελληνική αγορά δεν είναι σε θέση να προσδοκά επενδυτικά κεφάλαια από διεθνή χαρτοφυλάκια. Αυτό έχει ως συνέπεια να άγεται και να φέρεται από τις συγκυρίες, που αν επιδεινωθούν στο διεθνοποιημένο περιβάλλον των αγορών, μπορεί να οδηγήσουν τις ελληνικές μετοχές σε νέα χαμηλά έτους.

5) Οι πιο παλαιοί και έμπειροι χρηματιστές συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι μόνο από τη στιγμή που η χώρα θα ανακτήσει επενδυτική βαθμίδα μπορεί να υπάρξει μια σημαντική ροή κεφαλαίων στον αθηναϊκό «ναό» του χρήματος.

6) Πλέον, στις εκτιμήσεις των αναλυτών για την ελληνική πραγματικότητα έχει μπει και ο παράγοντας πολιτικό ρίσκο, με τη χώρα να βρίσκεται σε μια πολύμηνη προεκλογική περίοδο και την κυβέρνηση, εμφανώς, να μην πατάει καλά στα πόδια της. Άνθρωποι της αγοράς θεωρούν ότι κατά μία έννοια όλα αυτά είναι «συμβατά» με τον κύκλο φθοράς που μαστίζει τις ελληνικές κυβερνήσεις και κορυφώνεται κατά κανόνα μετά από μια πενταετία διακυβέρνησης.

Τα αποτελέσματα α’ εξαμήνου

Μπροστά σε αυτήν την εικόνα που περιγράψαμε, τα φετινά αποτελέσματα εισηγμένων α’ εξαμήνου, που η δημοσίευσή τους ολοκληρώνεται εκτός απροόπτου τη Παρασκευή -εκτός αν δοθεί ολιγοήμερη παράταση μέχρι τη Δευτέρα 3 Οκτωβρίου-, δίνουν ισχυρές άμυνες στις επιχειρήσεις. Ήδη αρκετές έχουν αρχίσει να «καίνε» μετρητά από το πρώτο εξάμηνο, αφού τα δύο τελευταία τρίμηνα της χρονιάς θα είναι απαιτητικά σε ίδια κεφάλαια, καθώς καταρρέει η καταναλωτική δαπάνη.

Στο καθαρά επιχειρηματικό πεδίο των εισηγμένων εταιρειών, τα μεγέθη του πρώτου φετινού εξαμήνου ήταν εξαιρετικά για σειρά εταιρειών όπως είναι ο ΟΠΑΠ, τα ΕΛΠΕ, η Motor Oil, η Mytilineos.

Οι συγκεκριμένες εταιρείες θα έπρεπε να δουν υψηλότερες αποτιμήσεις, αλλά είναι ιδιαίτερα χαμηλές οι ροές επενδυτικών κεφαλαίων στο χρηματιστήριο.

Και τούτο γιατί σε περιβάλλον αδύναμων οικονομιών, μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών και αύξησης των επιτοκίων, το ρίσκο των μετοχών φαντάζει αυξημένο σε σχέση με άλλες αποδόσεις, όπως είναι αυτές των ομολόγων.

Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα σαφώς και δεν είναι ευνοϊκή για το ελληνικό χρηματιστήριο, ενώ στο «μέτωπο» των κυοφορούμενων deals η εικόνα είναι διττή. Ζήτημα φαίνεται να υπάρχει για νέες κινήσεις προς την ίδια κατεύθυνση, αν δεν ξεκαθαρίσει το διεθνές σκηνικό.

Στις τράπεζες, η αποσυμπίεση από τον μεγάλο όγκο των κόκκινων δανείων έχει επέλθει, όπως επίσης και η βελτίωση του οικονομικού τους υπόβαθρου. Ωστόσο, ελλοχεύει ο κίνδυνος εμφάνισης και νέων προβληματικών χορηγήσεων, μεσούσης της ενεργειακής κρίσης και της αύξησης του πληθωρισμού, που είναι αδύνατον να καλυφθεί με ισοϋψείς μισθολογικές αυξήσεις.

Πηγή