ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα) της 7ης Ιουλίου 2022  «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 97/81/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Αρχή prorata temporis – Συνεκτίμηση, για τον υπολογισμό των αποδοχών ενός επαγγελματία πυροσβέστη πλήρους απασχολήσεως, της προϋπηρεσίας του ως εθελοντή πυροσβέστη, βάσει της αρχής prorata temporis»

Στην υπόθεση C‑377/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour du travail de Mons (εφετείο εργατικών διαφορών της Μονς, Βέλγιο) με απόφαση της 15ης Ιουνίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Ιουνίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

Ville de Mons,

Zone de secours HainautCentre

κατά

RM,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Passer, πρόεδρο τμήματος, N. Wahl και M. L. Arastey Sahún (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        o ville de Mons, εκπροσωπούμενος από τους N. Fortemps και O. Vanleemputten, avocats,

–        o RM, εκπροσωπούμενος από τον P. Joassart, avocat,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον D. Martin και την D. Recchia,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης η οποία συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και η οποία έχει προσαρτηθεί στο παράρτημα της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (ΕΕ 1998, L 14, σ. 9).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του RM, ενός επαγγελματία πυροσβέστη, και, αφετέρου, του ville de Mons (Δήμου Mons, Βέλγιο) και της Zone de secours Hainaut-Centre (Ζώνης επεμβάσεως Hainaut‑Centre, Βέλγιο) σχετικά με τον συνυπολογισμό της προϋπηρεσίας του, την οποία απέκτησε ως εθελοντής πυροσβέστης, για τον υπολογισμό των αποδοχών του.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά τη ρήτρα 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, σκοπός της είναι «η εξάλειψη των διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων μερικής απασχόλησης και η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας με μερική απασχόληση».

4        Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει:

«1.      Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται για όλους τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας προσδιοριζόμενη από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος.

2.      Τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές ή/και οι κοινωνικοί εταίροι στο αντίστοιχο επίπεδο, σύμφωνα με τις εθνικές εφαρμοζόμενες εργασιακές σχέσεις, μπορούν, για αντικειμενικούς λόγους, να εξαιρέσουν εντελώς ή εν μέρει από τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας εργαζόμενους με μερική απασχόληση που εργάζονται σε ευκαιριακή βάση. Οι εξαιρέσεις αυτές θα πρέπει να επανεξετάζονται περιοδικά, προκειμένου να διαπιστώνεται αν οι αντικειμενικοί λόγοι που συνέτρεχαν για τη θέσπισή τους εξακολουθούν να υφίστανται.»

5        Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, νοούνται ως:

1)      “Εργαζόμενος με μερική απασχόληση”: ο εργαζόμενος που οι ώρες εργασίας του, υπολογιζόμενες σε εβδομαδιαία βάση ή κατά μέσο όρο για μια περίοδο απασχόλησης ενός έτους, είναι λιγότερες από τις κανονικές ώρες εργασίας ενός συγκρίσιμου εργαζόμενου με πλήρη απασχόληση.

2)      “Συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση”: ο εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση που εργάζεται στην ίδια επιχείρηση, έχει την ίδια μορφή σύμβασης ή σχέσης απασχόλησης και εκτελεί τα ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, λαμβανομένων υπόψη και άλλων παραγόντων, όπως η αρχαιότητα και η ειδίκευση.

Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση ή, όπου δεν υφίσταται εφαρμοστέα συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.»

6        Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει:

«1.      Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο λιγότερο ευνοϊκό απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για το λόγο και μόνον ότι εργάζονται με μερική απασχόληση, εκτός και αν η διαφορετική τους μεταχείριση δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

2.      Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή pro rata temporis.

[…]»

 Το βελγικό δίκαιο

 Ο νόμος της 5ης Μαρτίου 2002

7        Η οδηγία 97/81 μεταφέρθηκε στη βελγική έννομη τάξη με τον νόμο της 5ης Μαρτίου 2002, περί της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων υπέρ των εργαζομένων με μερική απασχόληση (Moniteur belge της 13ης Μαρτίου 2002, σ. 10641, στο εξής: νόμος της 5ης Μαρτίου 2002). Ο νόμος αυτός έχει εφαρμογή, κατά το άρθρο 2, μόνο στον εργαζόμενο ο οποίος, δυνάμει συμβάσεως εργασίας, παρέχει εργασία, έναντι αμοιβής και υπό την εποπτεία άλλου προσώπου, ήτοι στον εργαζόμενο που συνδέεται με σύμβαση εργασίας.

 Το βασιλικό διάταγμα της 20ής Μαρτίου 2002, όπως τροποποιήθηκε με τοβασιλικό διάταγμα της 2ας Ιουνίου 2006

8        Κατά το άρθρο 1 του βασιλικού διατάγματος της 20ής Μαρτίου 2002 περί καθορισμού των γενικών διατάξεων σχετικά με τη συνεκτίμηση των προγενέστερων υπηρεσιών που παρείχαν οι εθελοντές πυροσβέστες σε δημόσιες πυροσβεστικές υπηρεσίες οι οποίοι προσλαμβάνονται ως επαγγελματικά στελέχη, για τη μισθολογική τους κατάταξη (Moniteur belge της 30ής Μαρτίου 2002, σ. 13592), όπως τροποποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 2ας Ιουνίου 2006 (Moniteur belge της 22ας Ιουνίου 2006, σ. 31874):

«Οι εθελοντές πυροσβέστες σε δημόσιες πυροσβεστικές υπηρεσίες οι οποίοι προσλαμβάνονται ως επαγγελματικά στελέχη […] λαμβάνουν τις αποδοχές που αντιστοιχούν στον βαθμό στον οποίο προσελήφθησαν.

[…] αναγνωρίζεται στο επαγγελματικό προσωπικό των δημοσίων πυροσβεστικών υπηρεσιών το οποίο προσλαμβάνεται από τις 9 Απριλίου 2002, για τον υπολογισμό των αποδοχών αυτών, προϋπηρεσία ίση προς τον αριθμό των ετών υπηρεσίας τα οποία συμπλήρωσε, σε εθελοντική βάση, σε δημόσια πυροσβεστική υπηρεσία.

[…] προϋπηρεσία ίση προς τον αριθμό των ετών υπηρεσίας που συμπλήρωσε, σε εθελοντική βάση, σε δημόσια πυροσβεστική υπηρεσία μπορεί να αναγνωρισθεί, για τον υπολογισμό των αποδοχών του, στο επαγγελματικό προσωπικό των δημοσίων πυροσβεστικών υπηρεσιών το οποίο ανέλαβε υπηρεσία πριν από τις 9 Απριλίου 2002. Η ως άνω συνεκτίμηση της προϋπηρεσίας για τη μισθολογική κατάταξη εφαρμόζεται μόνο στις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν από 1ης Ιανουαρίου 2005.»

9        Από τις νομοπαρασκευαστικές εργασίες σχετικά με την τροποποίηση του εν λόγω άρθρου 1 με το βασιλικό διάταγμα της 2ας Ιουνίου 2006 προκύπτει ότι το διάταγμα αυτό «επιτρέπει στους δήμους, χωρίς ωστόσο να τους επιβάλλει σχετική υποχρέωση, να αναγνωρίζουν και στους πυροσβέστες που κατέστησαν επαγγελματίες πριν από την έναρξη ισχύος του βασιλικού διατάγματος προϋπηρεσία η οποία λαμβάνει υπόψη όλα τα έτη που συμπλήρωσαν ως εθελοντές. Επομένως, η προϋπηρεσία αυτή δεν αναγνωρίζεται αυτομάτως σε όλους τους πυροσβέστες. […] Λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών του δυνατοτήτων, κάθε δήμος μπορεί να αποφασίσει εάν θα εφαρμόσει ή όχι τη νέα ρύθμιση».

 Ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως και ο κανονισμός αποδοχών του Δήμου Mons

10      Το άρθρο 12 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και του κανονισμού αποδοχών του μη διδακτικού προσωπικού του Δήμου Mons (στο εξής: κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως και κανονισμός αποδοχών του Δήμου Mons) ορίζει τα εξής:

«Οι επιλέξιμες υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο πλήρους απασχολήσεως […] μπορούν να ληφθούν υπόψη στο σύνολό τους.

Οι επιλέξιμες υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο μερικής απασχολήσεως […] μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον αριθμό των ετών που θα αντιπροσώπευαν αν είχαν παρασχεθεί στο πλαίσιο πλήρους απασχολήσεως, πολλαπλασιαζομένου επί κλάσμα του οποίου ο αριθμητής είναι ο πραγματικός αριθμός ωρών εβδομαδιαίας εργασίας και του οποίου ο παρονομαστής είναι ο αριθμός ωρών εβδομαδιαίας εργασίας που αντιστοιχεί σε εργασία πλήρους απασχολήσεως.»

11      Το άρθρο 13bis των ως άνω κανονισμών έχει ως εξής:

«Αρχής γενομένης από της 1ης Ιουλίου 2007 και κατ’ εφαρμογήν [του βασιλικού διατάγματος της 20ής Μαρτίου 2002, όπως τροποποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 2ας Ιουνίου 2006], αναγνωρίζεται στα προσληφθέντα επαγγελματικά στελέχη της πυροσβεστικής υπηρεσίας, […] για τον υπολογισμό των αποδοχών τους, προϋπηρεσία ίση προς τον αριθμό των ετών υπηρεσίας που συμπληρώθηκαν στο πλαίσιο εθελοντικής εργασίας σε δημόσια πυροσβεστική υπηρεσία, ως ακολούθως:

1.      για τους υπαλλήλους που εισήλθαν στην υπηρεσία πριν από τις 9 Απριλίου 2002: κατ’ αναλογίαν προς την πραγματικά παρασχεθείσα εργασία (ετήσιος αριθμός πράγματι δεδουλευμένων ωρών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του κανονισμού αποδοχών)·

2.      για τους υπαλλήλους που εισήλθαν στην υπηρεσία μετά από τις 9 Απριλίου 2002: δεν λαμβάνεται υπόψη ο όγκος της παρασχεθείσας εργασίας (κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις οι οποίες ορίζουν ότι οι επιλέξιμες υπηρεσίες λαμβάνονται υπόψη κατ’ αναλογίαν του όγκου της παρασχεθείσας εργασίας: άρθρο 12 του κανονισμού αποδοχών),

[…]».

12      Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, των εν λόγω κανονισμών:

«Είναι επιλέξιμες επίσης, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, μέχρι έξι έτη κατ’ ανώτατον όριο, για τον υπολογισμό των αποδοχών, οι υπηρεσίες στο πλαίσιο πλήρους ή μερικής απασχολήσεως οι οποίες παρασχέθηκαν στον βελγικό ιδιωτικό τομέα, σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, υπό την προϋπόθεση ότι μπορούν να θεωρηθούν άμεσης χρησιμότητας, ήτοι ότι έχουν προσπορίσει στον υπάλληλο εμπειρία αξιοποιήσιμη για την άσκηση των καθηκόντων που αναλαμβάνει στη διοίκηση […]».

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

13      Κατά την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1982 έως την 31η Ιουλίου 2002, ο RM απασχολήθηκε ως εθελοντής πυροσβέστης στον Δήμο Mouscron (Βέλγιο).

14      Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, εργάσθηκε, στο πλαίσιο συμβάσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, ως οδηγός βαρέος οχήματος, από τις 30 Ιουλίου 1990 έως τις 11 Φεβρουαρίου 1995 και από τις 23 Μαρτίου 1995 έως τις 8 Φεβρουαρίου 1998, καθώς και ως φύλακας, από τις 9 Φεβρουαρίου 1998 έως τις 30 Μαρτίου 2001.

15      Ο RM προσελήφθη υπό δοκιμή την 1η Απριλίου 2001 ως επαγγελματίας πυροσβέστης οδηγός στον Δήμο Mons και εν συνεχεία οριστικώς, από 1ης Απριλίου 2002.

16      Για τον υπολογισμό των αποδοχών των επαγγελματιών πυροσβεστών λαμβάνεται υπόψη η «προϋπηρεσία για τη μισθολογική κατάταξη», η οποία καθορίζεται κατόπιν συνεκτιμήσεως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, της διάρκειας των υπηρεσιών που παρείχαν στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.

17      Σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως και τον κανονισμό αποδοχών του Δήμου Mons, ο εν λόγω Δήμος αναγνώρισε στον RM, όσον αφορά την περίοδο πριν από τον διορισμό του ως επαγγελματία πυροσβέστη, την ακόλουθη προϋπηρεσία για τη μισθολογική του κατάταξη:

–        για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1982 έως την 29η Ιουλίου 1990: 3 μήνες και 17 ημέρες, που αντιστοιχούν στην αναλογία των 811 ωρών που συμπλήρωσε ως εθελοντής πυροσβέστης στην πυροσβεστική υπηρεσία του Mouscron (σύμφωνα με το άρθρο 13bis των εν λόγω καταστατικών), και

–        για την περίοδο από την 30ή Ιουλίου 1990 έως την 30ή Μαρτίου 2001: έξι έτη που αντιστοιχούν στη μέγιστη διάρκεια που μπορεί να ληφθεί υπόψη όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα (όπως προβλέπεται στο άρθρο 14 των εν λόγω καταστατικών).

18      Την 1η Ιανουαρίου 2015, οι πυροσβεστικές υπηρεσίες του Βελγίου έπαυσαν να είναι δημοτικός φορέας και αναδιαρθρώθηκαν βάσει ενός συστήματος «ζωνών», το οποίο περιελάμβανε 34 «ζώνες επεμβάσεως», οι δε υπηρετούντες στους δήμους επαγγελματίες πυροσβέστες εντάχθηκαν ως στελέχη του επιχειρησιακού προσωπικού της ζώνης επεμβάσεως στην οποία ανήκει ο συγκεκριμένος δήμος.

19      Ως εκ τούτου, από την ημερομηνία αυτή, ο RM εντάχθηκε ως πυροσβέστης στη Ζώνη επεμβάσεως Hainaut-Centre η οποία του αναγνώρισε για τη μισθολογική του κατάταξη την ίδια προϋπηρεσία με εκείνη την οποία του είχε αναγνωρίσει προηγουμένως ο Δήμος Mons.

20      Στις 14 Ιουλίου 2015, ο RM ζήτησε από τη Ζώνη επεμβάσεως Hainaut-Centre να διορθώσει το ύψος των αποδοχών του, με το αιτιολογικό ότι δεν είχε ληφθεί δεόντως υπόψη για τη μισθολογική του κατάταξη η προϋπηρεσία του ως εθελοντή πυροσβέστη. Ζήτησε να ληφθεί υπόψη καθ’ ολοκληρίαν η περίοδος κατά την οποία άσκησε καθήκοντα εθελοντή πυροσβέστη, ήτοι την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1982 έως την 31η Ιουλίου 2002, η οποία αντιστοιχεί σε σύνολο 20 ετών και 7 μηνών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο ακριβής όγκος της παρασχεθείσας εργασίας. Συγκεκριμένα, θεωρούσε ότι η συνεκτίμηση των συγκεκριμένων υπηρεσιών σύμφωνα με την αρχή prorata temporis ισοδυναμούσε με διαφορετική μεταχείριση μη δικαιολογουμένη μεταξύ των εργαζομένων πλήρους και μερικής απασχολήσεως. Ως εκ τούτου, θεωρούσε ότι είχε δικαίωμα επί των ετήσιων αποδοχών που αντιστοιχούσαν στο υψηλότερο κλιμάκιο, ήτοι στο κλιμάκιο που συνδεόταν με προϋπηρεσία 25 ετών και άνω, στο μέτρο που, λαμβανομένων υπόψη όλων των ετών υπηρεσίας του ως εθελοντή πυροσβέστη, η προϋπηρεσία του ήταν, κατά την 1η Ιανουαρίου 2015, 33 έτη.

21      Με απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου 2016, η Ζώνη επεμβάσεως Hainaut-Centre απέρριψε την εν λόγω αίτηση διορθώσεως βάσει του άρθρου 13bis του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και του κανονισμού αποδοχών του Δήμου Mons, διαπιστώνοντας ότι, εφόσον ο RM είχε αναλάβει υπηρεσία πριν από τις 9 Απριλίου 2002, η προϋπηρεσία του ως εθελοντή πυροσβέστη έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τη μισθολογική του κατάταξη μόνον κατ’ αναλογίαν προς τις πράγματι παρασχεθείσες από αυτόν υπηρεσίες.

22      Εξάλλου, στις 15 Απριλίου 2016, ο RM ζήτησε από τον Δήμο Mons καθυστερούμενες αποδοχές που οφείλονταν από την είσοδό του στην υπηρεσία, επικαλούμενος επιχειρήματα κατ’ ουσίαν πανομοιότυπα με εκείνα που προέβαλε προς στήριξη της αιτήσεως διορθώσεως που είχε υποβάλει στη Ζώνη επεμβάσεως Hainaut-Centre.

23      Στις 6 Μαΐου 2016, ο Δήμος Μονς απέρριψε την αίτηση για λόγους κατ’ ουσίαν πανομοιότυπους με εκείνους που προέβαλε η Ζώνη επεμβάσεως Hainaut-Centre και οι οποίοι εκτίθενται στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, ήτοι την υποχρέωση, σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως και τον κανονισμό αποδοχών του Δήμου Mons, να λαμβάνονται υπόψη τα έτη υπηρεσίας που συμπλήρωσε ο εθελοντής πυροσβέστης κατ’ αναλογίαν προς τις πράγματι παρασχεθείσες υπηρεσίες.

24      Στις 23 Μαΐου 2016, ο RM άσκησε ενώπιον του tribunal du travail du Hainaut, division de Mons (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών του Hainaut, τμήμα Μονς, Βέλγιο) αγωγή κατά του Δήμου Mons και της Ζώνης επεμβάσεως Hainaut-Centre.

25      Με απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2019, το εν λόγω δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή του RM και έκρινε ότι τα έτη υπηρεσίας που αυτός είχε συμπληρώσει ως εθελοντής πυροσβέστης έπρεπε να ληφθούν υπόψη στο σύνολό τους στο πλαίσιο του προσδιορισμού της προϋπηρεσίας του για τη μισθολογική του κατάταξη, χωρίς να ληφθεί υπόψη ο όγκος της εργασίας που πράγματι παρέσχε ο RM.

26      Ο Δήμος Mons και η Ζώνη επεμβάσεως Hainaut-Centre άσκησαν έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του cour du travail de Mons (εφετείου εργατικών διαφορών της Μονς, Βέλγιο).

27      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από απόφαση του Cour constitutionnelle (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Βέλγιο) της 9ης Ιουλίου 2013 προκύπτει ότι οι εθελοντές πυροσβέστες και οι επαγγελματίες πυροσβέστες επιτελούν παρόμοια καθήκοντα στο ίδιο σώμα και ότι, ως εκ τούτου, αποτελούν παρεμφερείς κατηγορίες. Κατά την εν λόγω απόφαση, «[ο]ι εθελοντές πυροσβέστες αφιερώνουν ένα μέρος του ελεύθερου χρόνου τους σε πυροσβεστική υπηρεσία έναντι της οποίας αναλαμβάνουν μια δέσμευση […]· [ε]ισπράττουν επίδομα υπολογιζόμενο κατ’ αναλογίαν του αριθμού των ωρών επεμβάσεως, επί της ελαχίστης βάσεως του μέσου όρου των ωριαίων αποδοχών οι οποίες προβλέπονται για το ομοιόβαθμο επαγγελματικό προσωπικό […], το οποίο υπάγεται σε ειδικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως». Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει επίσης ότι οι εθελοντές πυροσβέστες ασκούν, εθελοντικώς, δραστηριότητα παρεπόμενη επαγγελματικής δραστηριότητας ή άλλου καθεστώτος και, ως εκ τούτου, υπάγονται σε καθεστώς εργασίας και διάρκειας της εργασίας διαφορετικό από εκείνο των επαγγελματιών πυροσβεστών.

28      Εξάλλου, τα βελγικά δικαστήρια, και ιδίως το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Βέλγιο), διευκρίνισαν ότι η δραστηριότητα του εθελοντή πυροσβέστη είναι παρεπόμενη δραστηριότητα εντασσόμενη σε σχέση εργασίας καταστατικής και όχι συμβατικής φύσεως.

29      Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο καθορισμός της προϋπηρεσίας των εργαζομένων με μερική απασχόληση η οποία λαμβάνεται υπόψη για τη μισθολογική τους κατάταξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου, δεδομένου ότι οι αποδοχές αποτελούν μέρος των «συνθηκών απασχόλησης», κατά την έννοια της ρήτρας αυτής, όπως προκύπτει από την απόφαση της 10ης Ιουνίου 2010, Bruno κ.λπ. (C‑395/08 και C‑396/08, EU:C:2010:329).

30      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι, μολονότι η εθνική ρύθμιση με την οποία μεταφέρθηκε η εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο στη βελγική έννομη τάξη, ήτοι ο νόμος της 5ης Μαρτίου 2002, έχει εφαρμογή μόνο στους εργαζομένους οι οποίοι έχουν προσληφθεί με σύμβαση εργασίας, εντούτοις εκτιμά ότι οι εθελοντές πυροσβέστες εμπίπτουν στην εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο, καθόσον η σχέση εργασίας τους καθορίζεται από την εθνική νομοθεσία, κατά την έννοια της ρήτρας 2, σημείο 1, της ίδιας συμφωνίας-πλαισίου.

31      Επιπλέον, το γεγονός ότι οι υπηρεσίες του RM υπόκεινται, από τον διορισμό του ως επαγγελματία πυροσβέστη, σε καθεστώς εργασίας πλήρους απασχολήσεως ουδόλως τον εμποδίζει να επικαλεσθεί, όσον αφορά τον καθορισμό της προϋπηρεσίας του για τη μισθολογική του κατάταξη σε σχέση με την περίοδο κατά την οποία εργάσθηκε με μερική απασχόληση, τη νομοθεσία περί των εργαζομένων μερικής απασχολήσεως.

32      Τούτου δοθέντος, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου, και ιδίως ως προς το περιεχόμενο της αρχής prorata temporis, για τον καθορισμό της προϋπηρεσίας του RM για τη μισθολογική του κατάταξη.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour du travail de Mons (εφετείο εργατικών διαφορών της Μονς) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου […] την έννοια ότι δεν αντίκειται σε αυτή εθνική νομοθετική ρύθμιση δυνάμει της οποίας, για τον υπολογισμό των αποδοχών των επαγγελματιών πυροσβεστών που προσλαμβάνονται με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, λαμβάνεται υπόψη, για τους σκοπούς της υπαγωγής σε μισθολογικό κλιμάκιο, η εργασία που παρασχέθηκε υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως, ανάλογα με τον όγκο εργασίας, ήτοι βάσει της διάρκειας της πράγματι παρασχεθείσας εργασίας, σύμφωνα με την αρχή prorata temporis, και όχι σε συνάρτηση με την χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας παρασχέθηκε η εργασία;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

34      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία, για τον υπολογισμό των αποδοχών των επαγγελματιών πυροσβεστών που προσλαμβάνονται με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, λαμβάνονται υπόψη για τη μισθολογική τους κατάταξη οι υπηρεσίες που αυτοί παρείχαν προηγουμένως ως εθελοντές πυροσβέστες υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως, σύμφωνα με την αρχή prorata temporis, ήτοι βάσει των υπηρεσιών που πράγματι παρείχαν, και όχι σε συνάρτηση με την περίοδο κατά την οποία παρασχέθηκαν οι εν λόγω υπηρεσίες.

35      Κατά πρώτον, πρέπει να καθορισθεί αν η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου.

36      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου ορίζεται στη ρήτρα 2, σημείο 1, αυτής (απόφαση της 1ης Μαρτίου 2012, O’Brien, C‑393/10, EU:C:2012:110, σκέψη 28). Κατά τη διάταξη αυτή, η εν λόγω συμφωνία εφαρμόζεται «για όλους τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση, που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας προσδιοριζόμενη από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος».

37      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο όρος «εργαζόμενοι με μερική απασχόληση που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας» πρέπει να ερμηνεύεται κατά το εθνικό δίκαιο (απόφαση της 1ης Μαρτίου 2012, O’Brien, C‑393/10, EU:C:2012:110, σκέψη 32). Πράγματι, από το ίδιο το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής της ορίζεται κατά τρόπο ευρύ. Επιπλέον, ο ορισμός της εννοίας του «εργαζομένου με μερική απασχόληση» κατά τη συμφωνία-πλαίσιο, ο οποίος περιλαμβάνεται στη ρήτρα 3, σημείο 1, καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εργοδότη με τον οποίο συνδέονται (απόφαση της 1ης Μαρτίου 2012, O’Brien, C‑393/10, EU:C:2012:110, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η εθνική ρύθμιση περί μεταφοράς της συμφωνίας-πλαισίου στη βελγική έννομη τάξη, ήτοι ο νόμος της 5ης Μαρτίου 2002, έχει εφαρμογή μόνο στους εργαζομένους που έχουν προσληφθεί με σύμβαση εργασίας. Τα βελγικά δικαστήρια διευκρίνισαν πάντως ότι η δραστηριότητα των εθελοντών πυροσβεστών εντάσσεται στο πλαίσιο εκ του νόμου προβλεπόμενης σχέσεως εργασίας και όχι σχέσεως εργασίας συμβατικής φύσεως.

39      Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 36 και 37 της παρούσας αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, οι εθελοντές πυροσβέστες εμπίπτουν στη συμφωνία-πλαίσιο, καθόσον η εργασιακή τους σχέση ορίζεται από την εθνική νομοθεσία, κατά την έννοια της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

40      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει ότι, όσον αφορά τις συνθήκες απασχολήσεως, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με λιγότερο ευνοϊκό τρόπο απ’ ό,τι οι συγκρίσιμοι εργαζόμενοι με πλήρη απασχόληση για τον λόγο και μόνον ότι εργάζονται με μερική απασχόληση, εκτός αν η διαφορετική μεταχείρισή τους δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

41      Εν προκειμένω, στη διαφορά της κύριας δίκης, ο RM αμφισβητεί τη μέθοδο υπολογισμού των αποδοχών που του οφείλονται ως επαγγελματία πυροσβέστη, ήτοι ως εργαζομένου με πλήρη απασχόληση. Επικαλείται, προς τούτο, την ύπαρξη διαφορετικής μεταχειρίσεως αντίθετης προς τη ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου, καθόσον η εφαρμογή των κανόνων σχετικά με τον συνυπολογισμό της προϋπηρεσίας του για τη μισθολογική του κατάταξη κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία εργάσθηκε με μερική απασχόληση ως εθελοντής πυροσβέστης έχει αρνητική επίπτωση στο ύψος των εν λόγω αποδοχών.

42      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η συμφωνία-πλαίσιο αποσκοπεί, αφενός, στην προαγωγή της εργασίας μερικής απασχολήσεως και, αφετέρου, στην εξάλειψη των διακρίσεων μεταξύ των εργαζομένων μερικής και πλήρους απασχολήσεως (αποφάσεις της 10ης Ιουνίου 2010, Bruno κ.λπ., C‑395/08 και C‑396/08, EU:C:2010:329, σκέψη 24, και της 5ης Μαΐου 2022, Universiteit Antwerpen κ.λπ., C‑265/20, EU:C:2022:361, σκέψη 41).

43      Λαμβανομένων υπόψη των σκοπών αυτών, η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να νοηθεί ως έκφραση μιας αρχής του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης η οποία δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2010, Bruno κ.λπ., C‑395/08 και C‑396/08, EU:C:2010:329, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Πάντως, το γεγονός και μόνον ότι ένας εργαζόμενος απέκτησε την ιδιότητα του εργαζομένου πλήρους απασχολήσεως δεν αίρει τη δυνατότητά του να επικαλεσθεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου, όταν η προβαλλόμενη δυσμενής διάκριση αφορά περιόδους τις οποίες συμπλήρωσε ως εργαζόμενος μερικής απασχολήσεως [βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου), η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43), απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ., C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψεις 34 και 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

45      Πράγματι, ο εξ ορισμού αποκλεισμός της εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου σε περιπτώσεις όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης θα περιόριζε, κατά παράβαση του σκοπού για τον οποίο έχει συνομολογηθεί η εν λόγω ρήτρα 4, την έκταση της παρεχόμενης στους οικείους εργαζομένους προστασίας έναντι των δυσμενών διακρίσεων και θα είχε ως συνέπεια την άνευ λόγου συσταλτική ερμηνεία της ρήτρας αυτής, σε αντίθεση με όσα επιτάσσει η νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza κ.λπ., C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Ως εκ τούτου, η συμφωνία-πλαίσιο έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, δεδομένου ότι ο RM, μολονότι είναι πλέον εργαζόμενος πλήρους απασχολήσεως, επικαλείται την εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο όσον αφορά την περίοδο κατά την οποία ήταν εργαζόμενος μερικής απασχολήσεως.

47      Τρίτον, με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η Επιτροπή υποστηρίζει, παραπέμποντας στη ρήτρα 2, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου, ότι ο RM δεν εμπίπτει στην έννοια του «εργαζομένου με μερική απασχόληση» της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, λόγω του περιστασιακού χαρακτήρα της δραστηριότητάς του.

48      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, βεβαίως, η ρήτρα 2, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου επιτρέπει στα κράτη μέλη ή στους κοινωνικούς εταίρους να εξαιρούν εν όλω ή εν μέρει από τις διατάξεις της τους εργαζομένους μερικής απασχολήσεως που εργάζονται περιστασιακά. Ωστόσο, ο αποκλεισμός αυτός δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτόματος, εφόσον εξαρτάται, όπως αναγνωρίζει η Επιτροπή, από ορισμένες διαδικασίες και προϋποθέσεις.

49      Εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο της αποφάσεως περί παραπομπής και των γραπτών παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου έκανε χρήση της ευχέρειας που προβλέπει η συγκεκριμένη διάταξη. Εν πάση περιπτώσει, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο αιτούν δικαστήριο να προβεί στους απαραίτητους ελέγχους για να εκτιμήσει αν αυτό συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης (πρβλ. απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Wippel, C‑313/02, EU:C:2004:607, σκέψη 39).

50      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου.

51      Κατά δεύτερον, για την ερμηνεία της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει να εξετασθεί, κατ’ αρχάς, αν η επίμαχη στην κύρια δίκη προϋπηρεσία που λαμβάνεται υπόψη για τη μισθολογική κατάταξη εμπίπτει στην έννοια των «συνθηκών απασχόλησης» της εν λόγω ρήτρας 4, σημείο 1.

52      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι οικονομικές παράμετροι όπως αυτές που αφορούν τις αμοιβές εμπίπτουν στην έννοια των «συνθηκών απασχόλησης» (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2010, Bruno κ.λπ., C‑395/08 και C‑396/08, EU:C:2010:329, σκέψη 33).

53      Επιπλέον, κατά τον καθορισμό τόσο των συστατικών στοιχείων της αμοιβής όσο και του επιπέδου των στοιχείων αυτών, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να εφαρμόζουν επί των εργαζομένων με μερική απασχόληση την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που καθιερώνει η ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2010, Bruno κ.λπ., C‑395/08 και C‑396/08, EU:C:2010:329, σκέψη 40), λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη, εφόσον απαιτείται, την αρχή prorata temporis (απόφαση της 10ης Ιουνίου 2010, Bruno κ.λπ., C‑395/08 και C‑396/08, EU:C:2010:329, σκέψη 38).

54      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η σχετική με τη μισθολογική κατάταξη προϋπηρεσία λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των αποδοχών των επαγγελματιών πυροσβεστών, οπότε αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για το ύψος των αποδοχών αυτών.

55      Ως εκ τούτου, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης προϋπηρεσία που λαμβάνεται υπόψη για τη μισθολογική κατάταξη εμπίπτει στην έννοια των «συνθηκών απασχόλησης» της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου.

56      Εν συνεχεία, προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι όροι συνυπολογισμού της επίμαχης στην κύρια δίκη προϋπηρεσίας όσον αφορά τη μισθολογική κατάταξη πληρούν τις απαιτήσεις της ρήτρας 4 της συμφωνίας-πλαισίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απαίτηση ισοτιμίας μεταξύ εργαζομένων πλήρους και εργαζομένων μερικής απασχολήσεως όσον αφορά τις συνθήκες απασχολήσεως, η οποία απορρέει από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που προβλέπεται στην εν λόγω ρήτρα 4, σημείο 1, θεσπίζεται υπό την επιφύλαξη της προσήκουσας εφαρμογής της αρχής prorata temporis, βάσει του σημείου 2 της εν λόγω ρήτρας 4 (πρβλ. διάταξη της 3ης Μαρτίου 2021, Fogasa, C‑841/19, EU:C:2021:159, σκέψεις 41 και 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Πράγματι, ο συνυπολογισμός του πραγματικού χρόνου εργασίας του εργαζομένου μερικής απασχολήσεως, σε σύγκριση προς τον χρόνο εργασίας του εργαζομένου πλήρους απασχολήσεως, συνιστά αντικειμενικό λόγο, κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, ο οποίος δικαιολογεί αναλογική μείωση των δικαιωμάτων και των συνθηκών απασχολήσεως εργαζομένου μερικής απασχολήσεως (διάταξη της 3ης Μαρτίου 2021, Fogasa, C‑841/19, EU:C:2021:159, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση προβλέπει ότι, για τον υπολογισμό των αποδοχών των επαγγελματιών πυροσβεστών οι οποίοι, όπως ο RM, προσελήφθησαν πριν από τις 9 Απριλίου 2002, αναγνωρίζεται προϋπηρεσία ίση προς τον αριθμό των ετών υπηρεσίας τα οποία συμπλήρωσαν ως εθελοντές πυροσβέστες, η οποία καθορίζεται κατ’ αναλογίαν των υπηρεσιών τις οποίες πράγματι παρείχαν.

59      Εν προκειμένω, η εφαρμογή, όσον αφορά τέτοιους επαγγελματίες πυροσβέστες, ενός στοιχείου που καθορίζει το ύψος των αποδοχών τους, όπως η προϋπηρεσία που λαμβάνεται υπόψη για τη μισθολογική κατάταξη, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσοστό του χρόνου εργασίας που παρείχαν ως εργαζόμενοι μερικής απασχολήσεως σε σχέση με τον χρόνο εργασίας των εργαζομένων πλήρους απασχολήσεως που ασκούν την ίδια δραστηριότητα συνιστά προσήκουσα εφαρμογή της αρχής prorata temporis, κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου (πρβλ. διάταξη της 3ης Μαρτίου 2021, Fogasa, C‑841/19, EU:C:2021:159, σκέψη 45).

60      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, η εφαρμογή της αρχής prorata temporis, προκειμένου να καθορισθεί, ενόψει μισθολογικής κατάταξης, η προϋπηρεσία των επαγγελματιών πυροσβεστών οι οποίοι παρείχαν υπηρεσίες στο πλαίσιο εργασίας μερικής απασχολήσεως ως εθελοντές πυροσβέστες, συνιστά προσήκουσα εφαρμογή της ως άνω αρχής, κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου.

61      Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, το οποίο προέβαλε ο RM με τις γραπτές παρατηρήσεις του, ότι, για τους επαγγελματίες πυροσβέστες που προσλήφθηκαν από τις 9 Απριλίου 2002, λαμβάνεται υπόψη για τη μισθολογική κατάταξή τους προϋπηρεσία ίση προς τον αριθμό των ετών υπηρεσίας που αυτοί συμπλήρωσαν ως εθελοντές πυροσβέστες, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο όγκος της πράγματι παρασχεθείσας εργασίας.

62      Πράγματι, η ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει ότι η αρχή prorata temporis εφαρμόζεται «όπου κρίνεται αναγκαίο». Επομένως, η διάταξη αυτή δεν επιβάλλει την εφαρμογή της αρχής αυτής ούτε εμποδίζει, κατά μείζονα λόγο, την κατάργηση της εφαρμογής της σε τομέα στον οποίο εφαρμοζόταν προηγουμένως. Η υποστήριξη του αντιθέτου θα αντέβαινε στους σκοπούς της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία αποβλέπει, μεταξύ άλλων, όπως ορίζει η ρήτρα 1, στοιχείο αʹ, στη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας μερικής απασχολήσεως.

63      Εν πάση περιπτώσει, τυχόν διαφορετική μεταχείριση μεταξύ δύο κατηγοριών εργαζομένων μερικής απασχολήσεως δεν εμπίπτει στο πεδίο της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων την οποία καθιερώνει η συμφωνία-πλαίσιο (βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Εξάλλου, όσον αφορά τον υπολογισμό των υπηρεσιών τις οποίες πράγματι παρέσχε ο RM ως εθελοντής πυροσβέστης, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για την περίπτωση ενός εθελοντή πυροσβέστη του Δήμου Nivelles (Βέλγιο), το Δικαστήριο έκρινε ότι ο χρόνος κατά τον οποίον ένας εργαζόμενος υποχρεούται να διανύσει περίοδο εφημερίας στην οικία του, να βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη του και να μπορεί να μεταβεί στον τόπο εργασίας του εντός οκτώ λεπτών πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια του «χρόνου εργασίας» του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9). Τούτο δεν ισχύει, ωστόσο, στην περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος πραγματοποιεί εφημερίες υπό καθεστώς επιφυλακής το οποίο απαιτεί να υφίσταται διαρκώς δυνατότητα επικοινωνίας με αυτόν, χωρίς όμως να υποχρεούται να είναι παρών στον τόπο εργασίας (βλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018, Matzak, C‑518/15, EU:C:2018:82, σκέψεις 60 και 65).

65      Τέλος, πρέπει επίσης να διευκρινισθεί ότι η διαπίστωση στη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως, κατά την οποία η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση συνιστά προσήκουσα εφαρμογή της αρχής prorata temporis, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο καθορισμός της προϋπηρεσίας που λαμβάνεται υπόψη για τη μισθολογική κατάταξη εξαρτάται άμεσα από τον πραγματικό χρόνο εργασίας του οικείου εργαζομένου και όχι αποκλειστικώς από τη διάρκεια της αποκτηθείσας προϋπηρεσίας του. Πράγματι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η αρχή prorata temporis δεν έχει εφαρμογή (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2010, Bruno κ.λπ., C‑395/08 και C‑396/08, EU:C:2010:329, σκέψεις 65 και 66).

66      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής φαίνεται να προκύπτει ότι ο καθορισμός της προϋπηρεσίας του RM ενόψει της μισθολογικής του κατάταξης εξαρτάται άμεσα από τον όγκο της παρασχεθείσας εργασίας του. Εντούτοις, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στις αναγκαίες προς τούτο εξακριβώσεις.

67      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία, για τον υπολογισμό των αποδοχών των επαγγελματιών πυροσβεστών που προσλαμβάνονται με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, λαμβάνονται υπόψη ως προϋπηρεσία για τη μισθολογική τους κατάταξη οι υπηρεσίες που οι πυροσβέστες αυτοί παρείχαν προηγουμένως ως εθελοντές πυροσβέστες υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως, σύμφωνα με την αρχή prorata temporis, ήτοι επί τη βάσει των υπηρεσιών που πράγματι παρείχαν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

68      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης, η οποία συνήφθη στις 6 Ιουνίου 1997 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία, για τον υπολογισμό των αποδοχών των επαγγελματιών πυροσβεστών που προσλαμβάνονται με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, λαμβάνονται υπόψη ως προϋπηρεσία για τη μισθολογική τους κατάταξη οι υπηρεσίες που οι πυροσβέστες αυτοί παρείχαν προηγουμένως ως εθελοντές πυροσβέστες υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως, σύμφωνα με την αρχή prorata temporis, ήτοι επί τη βάσει των υπηρεσιών που πράγματι παρείχαν.

Πηγή