Η συνεργασία με τον δισεκατομμυριούχο σύμβουλο της αμερικανικής κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ, Έλον Μασκ, και η κακή χρήση της τεχνητής νοημοσύνης είναι από τους πιο σίγουρους τρόπους με τους οποίους οι εταιρείες μπορούν να βλάψουν brand name τους, σύμφωνα με έρευνα στην οποία συμμετείχαν πάνω από 100 κορυφαία στελέχη στον τομέα των δημοσίων σχέσεων.

Τα ευρήματα αυτά προκύπτουν από μια εκτίμηση που διενεργήθηκε από το Global Risk Advisory Council, του οποίου προήδρευσε η επικεφαλής της αμερικανικής διοίκησης μικρών επιχειρήσεων επί προεδρίας Τζο Μπάιντεν, Ιζαμπέλ Γκούζμαν.

Σχεδόν το 30% των 117 μελών που προέρχονται από 17 διαφορετικές χώρες και 58 βιομηχανίες – μεταξύ των οποίων πρώην αρχηγοί κρατών και αξιωματούχοι των ΗΠΑ -ανέφεραν ότι η ευθυγράμμιση με τον Μασκ ή η στοχοποίησή του δημιουργούσε τις μεγαλύτερες πιθανότητες να τεθεί υπό αυξημένο έλεγχο.

Ο Μασκ, ο οποίος είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, δώρισε μέρος της περιουσίας του για την επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Μετά την επιστροφή του στο Οβάλ Γραφείο τον Ιανουάριο, ο Μασκ ανέλαβε να επιβλέπει τις περικοπές του αμερικανικού Δημοσίου και το προσωπικό που εποπτεύει το λεγόμενο «τμήμα κυβερνητικής αποτελεσματικότητας» (DOGE) του προέδρου, δίνοντάς του αυτό που η Γκουσμάν χαρακτηρίζει «αμφιλεγόμενη πανταχού παρουσία στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης».

Η παρατήρηση αυτή συνάδει με ορισμένες δημοσκοπήσεις που υποδηλώνουν έντονη αποδοκιμασία του έργου που έχει κάνει ο Μασκ για τον Τραμπ. Η μετοχή της Tesla- που ανήκει τον Μασκ- δεν έχει μείνει αλώβητη. Αντιθέτως έχει πληγεί σημαντικά και κατρακύλησε εν μέσω των αντιδράσεων.

«Ο αντίκτυπος της σύνδεσης με σημαίνοντα πρόσωπα στο σημερινό έντονα διχασμένο περιβάλλον δεν μπορεί να υποτιμηθεί, ειδικά με έναν βαθιά πολωτικό ηγέτη όπως ο … Μασκ», σχολίασε η Γκούζμαν.

Πάντως ακόμα μεγαλύτερη απειλή για το brand name των επιχειρήσεων συνιστά η ανάμειξή τους με τη «δημιουργία deepfakes, παραπληροφόρηση, μεροληπτική λήψη αποφάσεων ή ανήθικες εφαρμογές που προκαλούν ζημιά ή χειραγωγούν τη δημόσια γνώμη».

Η προσέλκυση αυτού του είδους της κάλυψης φέρεται να θεωρήθηκε «ως η πιο πιθανή για να κερδίσουν αρνητική προσοχή οι ειδήσεις στο διαδίκτυο», αναφέρεται στα συμπεράσματα της έρευνας.

Ο τρίτος κορυφαίος κίνδυνος για το brand name των επιχειρήσεων είναι η ανατροπή των πρωτοβουλιών για την ποικιλομορφία, την ισότητα και την ένταξη (DEI) με στόχο «τη διασφάλιση δίκαιης μεταχείρισης και πλήρους συμμετοχής για όλα τα άτομα». Η κυβέρνηση Τραμπ έχει κινηθεί επιθετικά προς αυτή την κατεύθυνση.

Οι αντιανταγωνιστικές πρακτικές και οι ισχυρισμοί για συκοφαντική δυσφήμιση συμπληρώνουν τους πέντε κορυφαίους κινδύνους για το brand name των επιχειρήσεων.

«Αυτά τα δεδομένα δεν είναι απλώς αριθμοί. Υποδεικνύουν τις περίπλοκες επικοινωνιακές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν συνεχώς οι οργανισμοί», έγραψε η Γκούζμαν.

Πηγή