Ο κοινωνικός διάλογος που πραγματοποιεί τις τελευταίες ημέρες το υπουργείο Εργασίας, μοιάζει να έχει βγει από τη «μέρα της Μαρμότας», με την έννοια της επανάληψης μια ήδη γνωστής κατάστασης.

Σε μία παράδοξη συμφωνία, ΓΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ και ΕΣΕΕ επιμένουν, σχεδόν μονότονα να ζητούν να επανέλθει ο καθορισμός του κατώτατου μισθού στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ). Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ζητούν να αναλάβουν οι ίδιοι οι συνδικαλιστές (εργοδοτών και εργαζομένων), τις τύχες των βασικών αποδοχών στον Ιδιωτικό Τομέα, όπως ακριβώς γινόταν μέχρι το 2012. Πρόκειται για την πολλοστή φορά που οι συγκεκριμένοι εκπρόσωποι των Κοινωνικών Εταίρων, επιμένουν να ζητούν το αυτονόητο: Θέλουν να αναλάβουν οι ίδιοι τις τύχες των μισθών, καθώς στα 12 χρόνια που λειτουργεί το μοντέλο που επέβαλλαν στη χώρα τα Μνημόνια, οι αποδοχές δεν βελτιώθηκαν όσο θα έπρεπε.

Έτσι, τα επίπεδα φτώχειας των πολιτών αυξάνονται, ειδικά όσων υπόκεινται στις βασικές αποδοχές. Ποιος ξεχνάει άλλωστε ότι «μέσα σε μια νύχτα» με μια Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, τα 751 ευρώ που είχαν συμφωνηθεί ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζόμενους, ως κατώτατος μισθός, μετατράπηκαν σε 586 ευρώ, με παράλληλη ενεργοποίηση του υπο – κατώτατου μισθού των 511 ευρώ για νέους έως 25 ετών! Η συνέχεια είναι γνωστή: Όχι μόνο δεν συγκρατήθηκε η ανεργία, αλλά εκτοξεύθηκε στα επίπεδα του 28% οδηγώντας δεκάδες χιλιάδες νέους συμπολίτες μας, προς αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό. Τώρα, μάταια τους παρακαλούμε να γυρίσουν πίσω. Τα λάθη, πληρώνονται και ενίοτε, με τόκο και σε σκληρό νόμισμα.

Τότε όμως ήταν Φεβρουάριος του 2012 και η χώρα βρισκόταν στο βάλτο των Μνημονίων. Σήμερα είναι Οκτώβριος του 2024 και η χώρα συνεχίζει να καταγράφει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Από την άλλη πλευρά, το υπουργείο Εργασίας, επίσης μονότονα, επιμένει να θέλει την εφαρμογή ενός μαθηματικού τύπου, κατά το Γαλλικό μοντέλο. Μόνο που, ήδη έχουν καταγραφεί διαφωνίες ως προς αυτή την επιλογή. Αρχικά, επειδή περιλαμβάνει δύο κεντρικές παραδοχές: τον πληθωρισμό και την παραγωγικότητα της Οικονομίας. Οι ενστάσεις επικεντρώνονται κυρίως στο πεδίο της παραγωγικότητας, καθώς δεν είναι σαφές πώς θα προσδιορίζεται. Επίσης, μοιάζει μάταιο να καθορίζεται με κάποιον τρόπο, ο κατώτατος μισθός και να μην υπάρχει ανάλογη μέριμνα για το μέσο μισθό, που τον προσδιορίζουν οι Συλλογικές Συμβάσεις.

Ειδικά αυτό το πεδίο, αποτελεί σημείο τριβής, ανάμεσα στους συνδικαλιστές και στο υπουργείο Εργασίας: Διαπιστώνεται απουσία διάθεσης, από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας, ώστε να λυθούν – διορθωθούν χρόνια προβλήματα που εμποδίζουν τη σύναψη Κλαδικών Συμβάσεων. Μόνο το γεγονός ότι φέτος έχουν υπογραφεί μόλις οκτώ τέτοιες συμβάσεις, από τις οποίες μόνο οι δύο έχουν κηρυχθεί ως γενικώς υποχρεωτικές, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.

Χωρίς έμπρακτη στήριξη των κλαδικών συμβάσεων, δεν πρόκειται να βελτιωθούν σημαντικά οι μέσοι μισθοί. Ο κίνδυνος να αυξηθεί το πλήθος των εργαζομένων που θα αμείβονται με τον κατώτατο, ή πολύ κοντά στον κατώτατο μισθό, είναι υπαρκτός. Και τότε, οι «φτωχοί εργαζόμενοι» θα αυξηθούν και αυτό δεν (πρέπει να) είναι στατιστικό μέγεθος. Είναι η σκληρή πραγματικότητα.

Πηγή