Επιχειρώντας μια ανασκόπηση, δίκην η κατάσταση του Έθνους (State of the Nation), διαπιστώνει κανείς ότι η χώρα μας συγκυριακά έχει να επιδείξει βελτίωση σε ορισμένους μακροοικονομικούς δείκτες, σε ό,τι αφορά όμως τη διαχρονική της πορεία τα τελευταία χρόνια, απώλεσε σημαντικό έδαφος σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας αποτελούμε ένα από τα παλαιότερα μέλη.
Έτσι, ενώ πριν από την οικονομική κρίση είχαμε προσεγγίσει κατά 93,2% (2002), το μέσο επίπεδο ευημερίας της Ένωσης, αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στο καθόλου κολακευτικό 68%. Αποτέλεσμα αυτού είναι η διολίσθηση στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των 27 χωρών στους περισσότερους συγκριτικούς δείκτες, μαζί με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Το βασικό πρόβλημα συνεπώς της χώρας είναι η αναζήτηση πολιτικών που θα διευκολύνουν την ανάκτηση του χαμένου εδάφους και την επιστροφή τουλάχιστον το ταχύτερο στα προ κρίσης επίπεδα. Για να γίνει αυτό απαιτείται μια αναπτυξιακή ώθηση κατά περίπου 3% το χρόνο στο Ακαθάριστο Εθνικό μας Προϊόν επί μια δεκαετία. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: Υπάρχουν οι δυνατότητες για να συμβεί αυτό και αν ναι με ποιες προϋποθέσεις;
Αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων
Για να καλυφθεί το χάσμα μεταξύ της προόδου των άλλων ευρωπαϊκών χωρών και της υστέρησης της ελληνικής οικονομίας των τελευταίων 15 ετών, απαιτούνται κεφάλαια, μεταρρυθμίσεις και παραγωγικές επενδύσεις. Επιβάλλεται η ταυτόχρονη κινητοποίηση όλων των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, κυβέρνηση, τράπεζες, επιχειρηματικότητα και εργαζόμενοι, με στόχο το μετασχηματισμό του οικονομικού υποδείγματος προς την κατεύθυνση δημιουργίας μιας παραγωγικής και εξωστρεφούς οικονομίας που, αποτελεί sine qua non για να οδηγηθούμε από τις ευκαιριακές πολιτικές σε περιβάλλον διατηρήσιμης ανάπτυξης, η οποία θα μας διασφαλίσει μια θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Σε ό,τι αφορά τα απαιτούμενα κεφάλαια, αυτή τη στιγμή και για τα επόμενα 4 χρόνια η Ελλάδα βρίσκεται στην ευτυχή συγκυρία να διαθέτει, ελέω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης, ευρωπαϊκά κεφάλαια (Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ, Διαρθρωτικά Ταμεία) αθροιζόμενα με την αντίστοιχη τραπεζική μόχλευση περί τα 90-100 δις Ευρώ. Όσα δηλαδή, αναφέρονται ότι απαιτούνται για την αλλαγή του οικονομικού μας υποδείγματος σε σχετική μελέτη του ΣΕΒ του 2015. Το πρόβλημα δεν είναι πλέον η εξεύρεση πόρων, αλλά η σωστή αξιοποίησή τους. Η τελευταία μας ευκαιρία για να οδηγηθεί η χώρα στη νέα εποχή.
Να περάσουμε στην οικονομία της γνώσης
Με ορόσημο το καλοκαίρι του 2026, η χώρα μας θα πρέπει να έχει απορροφήσει τα 30,9 δις Ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης, δημιουργώντας ταυτόχρονα συνθήκες αειφόρου μελλοντικής ανάπτυξης. Μέχρι στιγμής, παρά την υστέρηση 1,5 δις από το πρόγραμμα για το 2023 στην απορρόφηση, έχουν εισρεύσει στη χώρα 11,5 δις. Εκείνο όμως που προβληματίζει, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του συγκεκριμένου επενδυτικού προγράμματος είναι η ικανότητά του, να αλλάξει πράγματι το οικονομικό μοντέλο. Πράγματι, παρά τη σταδιακή βελτίωση των οικονομικών μεγεθών, διαπιστώνουμε, ότι η σύνθεση του ΑΕΠ δεν έχει αλλάξει. Συνεχίζει η κατανάλωση να κυριαρχεί με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη, πάνω από 70%, ενώ οι επενδύσεις συμμετέχουν μόνο με 13, 8% έναντι του 23% του μέσου όρου των ευρωπαϊκών χωρών. Επίσης, η όποια βελτίωση στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, προέρχεται βασικά από τη μεγάλη μείωση του μισθολογικού κόστους, κάτι που δυσχεραίνει περαιτέρω τη σύγκλιση με τις άλλες χώρες.
Εξάλλου, ο σχεδιασμός της επόμενης μέρας σκοντάφτει σε σημαντικές στρεβλώσεις και διαρθρωτικές αδυναμίες. Εκτός από την ποσότητα, υπάρχει ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα με την ποιότητα των επενδύσεων. Το μεγαλύτερο κομμάτι, 40% περίπου, κατευθύνεται στην αγορά ακινήτων, όπως επίσης και στην τουριστική βιομηχανία, η οποία από μόνη της είναι ευάλωτη στις διεθνείς αναταράξεις, με εμφανή σημεία κορεσμού επίσης σε αρκετές περιοχές.
Είναι πασιφανές, ότι η χώρα κινείται σε τροχιά αναπαραγωγής του παλιού αντιπαραγωγικού μοντέλου με όλες τις οργανωτικές και δομικές αδυναμίες, οι οποίες μας καθηλώνουν σε χαμηλό ανταγωνιστικό επίπεδο και συντηρούν την παραγωγικότητα εργασίας περίπου στο 1/3 του μέσου όρου των ευρωπαϊκών χωρών (23.000 έναντι 60.000). Είναι εκ των πραγμάτων αναγκαίος συνεπώς ο μετασχηματισμός του οικονομικού αλλά και επιχειρηματικού μοντέλου στην κατεύθυνση της εξωστρέφειας, της γνώσης και της καινοτομίας σε όλα τα τεχνολογικά επίπεδα, με έμφαση μάλιστα στην Τεχνητή Νοημοσύνη, για την ανάπτυξη προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας. Μιας επιχειρηματικότητας μακριά από τις κρατικοδίαιτες και προστατευτικές πρακτικές του παρελθόντος, με ενίσχυση των βέλτιστων πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης.
Προαπαιτούμενο είναι αρχικά να κατευθυνθούν πόροι για την τεχνολογική και οργανωτική αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης, που αποτελεί προϋπόθεση για τη μετάβαση στη μεταεποχή. Δεν υπάρχει άλλωστε χώρα, που να ξεχωρίζει με τις σημαντικές της επιδόσεις, που να μη στηρίζεται σε ένα καλά οργανωμένο κράτος. Το αυτό ισχύει και για τον παραγωγικό ιστό της χώρας, ο οποίος χρήζει αναβάθμισης με την ανάπτυξη νέων μεθόδων παραγωγής, την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και της γνώσης, την καινοτομία να προτάσσεται σε κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα παλιά ή νεοφυή και την έρευνα που διασφαλίζει το συγχρονισμό στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Έτσι θα επιτύχουμε και τη βελτίωση της παραγωγικότητας της οικονομίας συνολικά και θα απομακρυνθούμε από τα μεγάλα ελλείμματα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών, τα οποία οδήγησαν την περίοδο 2007-2009 τη χώρα στο χείλος της de jure χρεοκοπίας και τα οποία συνεχίζουν να διαμορφώνονται ακόμη σε πολύ ανησυχητικά επίπεδα και σήμερα.
Χρειάζεται συνεπώς άμεσα μια εθνική κινητοποίηση πόρων αλλά και κινήτρων μέσα από ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις, για την εγκαθίδρυση ενός αποτελεσματικότερου παραγωγικού μοντέλου που εκτός από εξωστρεφές και καινοτόμο θα πρέπει να πληροί και τις απαιτήσεις της νέας εποχής που προσδιορίζονται στις αρχές του Ταμείου Ανάκαμψης. Να είναι δηλαδή βιώσιμο και ανθεκτικό, εστιάζοντας ιδιαίτερα στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Πέρα και πάνω από όλα όμως το νέο μοντέλο θα στηριχθεί στη γνώση, την καινοτομία και την εφαρμοσμένη έρευνα. Στην άρτια και συνεχή βελτίωση των γνώσεων και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας, το οποίο σε σύγκριση με άλλους τομείς κατέχει μια αξιοπρεπή θέση, κάτι που επιτυγχάνεται μέχρι τώρα με πενιχρά μέσα.
Ας ενισχύσουμε συνεπώς με πόρους και ανθρώπινο δυναμικό τα πανεπιστήμιά μας, τα πολυτεχνεία και τα ερευνητικά ιδρύματα και ας στρέψουμε την προσοχή μας στην πρώτο- και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η οποία φαίνεται ότι υστερεί. Όμως, θα πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι η συμμετοχή του επιστημονικού δυναμικού στο μετασχηματισμό που απαιτείται, εξαρτάται και από τις προσφερόμενες αποδοχές, το επίπεδο των οποίων αντιστρατεύεται δυστυχώς την παραμονή των νέων μας στη χώρα. Εδώ, επιβάλλεται να προχωρήσουμε, πέρα από βερμπαλιστικές εκκλήσεις, σε μέτρα θεσμικού χαρακτήρα, που να είναι ελκυστικά για να προσελκύσουν ικανά στελέχη τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.
Αλλαγή περιβάλλοντος με μεταρρυθμίσεις
Για τη μετάβαση στο νέο μοντέλο και τη σύγκλιση με τις άλλες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης η χώρα μας χρειάζεται μια δυναμική αναπτυξιακή προσπάθεια τουλάχιστον 10ετίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, πέρα από τις επενδύσεις, με τη διενέργεια ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα απελευθερώσουν τις προωθητικές δυνάμεις της οικονομίας και της κοινωνίας. Επιβάλλεται άμεσα η κατάρτιση μιας μακρόχρονης στρατηγικής για τη βελτίωση των δομών του κράτους. Πέρα από την ψηφιοποίηση, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω, η οποία θα μειώσει τη γραφειοκρατία και το κόστος των υπηρεσιών για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, θα πρέπει να επιταχυνθεί η εκτέλεση σημαντικών έργων υποδομής, όπως για παράδειγμα τα σχετικά με τη συνδεσιμότητα των παραγωγικών μονάδων με τα δίκτυα διανομής στον ενεργειακό τομέα, να αναπτυχθούν κέντρα καινοτομίας στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών Business Innovation Centers κ.α.
Επίσης, μετά από την εφαρμογή (;) τριών αναγκαστικών μνημονίων, μας ταλανίζουν ακόμη σημαντικές μεταρρυθμίσεις που προβλέπονταν ήδη στο πρώτο μνημόνιο, όπως το κτηματολόγιο σε όλη την επικράτεια, η απονομή δικαιοσύνης, της οποίας οι μνημειώδεις καθυστερήσεις δεν οφείλονται, όπως άδικα υποστηρίζεται, στην…αμέλεια των δικαστών, αλλά κυρίως σε νομικές ρυθμίσεις που διευκολύνουν τις καθυστερήσεις μέσω κυρίως αλλεπάλληλων αναβολών, συνήθως χωρίς σοβαρή αιτία.
Ακόμη, ένας τομέας στον οποίο απαιτούνται νομοθετικές πρωτοβουλίες είναι η ενίσχυση του ανταγωνισμού μέσω εξάλειψης ολιγοπωλιακών αναχωμάτων, τα οποία εμποδίζουν τη διείσδυση και συμμετοχή σε συγκεκριμένες αγορές νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι κανένας ξένος επενδυτής δεν διανοείται να ξεκινήσει μια νέα παραγωγική μονάδα στη χώρα, αλλά αρκείται στη συμμετοχή χαρτοφυλακίου σε υπάρχουσες επιχειρήσεις.
Ακόμη, επειδή η ανάπτυξη από μόνη της δεν είναι αρκετή για τη βελτίωση της ευημερίας του κοινωνικού συνόλου, που είναι το ζητούμενο, υπάρχει ανάγκη για μια εκ βάθρων αναδόμηση του φορολογικού συστήματος της χώρας. Ουδείς υποστηρίζει ότι στη χώρα μας εφαρμόζεται στο ελάχιστο η επιταγή του συντάγματος για συμμετοχή στα κοινά, σύμφωνα με τη φοροδοτική ικανότητα του καθενός. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα συμβαίνει. Άρα, θα πρέπει να δούμε από μηδενική βάση τις πηγές άντλησης φόρων και να επικεντρώσουμε κυρίως στους άμεσους φόρους, το μέγεθος των οποίων υστερεί. Η διαπίστωση, ότι παρά τα μνημόνια αλλά και τις αλλεπάλληλες κυβερνήσεις όλων των χρωματισμών, η σχέση άμεσων προς έμμεσους φόρους παραμένει η ίδια, 40%:60% για δεκαετίες, συνηγορεί στην ανάγκη για βαθιά μεταμόρφωση του φορολογικού μας συστήματος.
Τέλος, η ανάγκη για ανασχεδιασμό εκ βάθρων της οικονομικής πολιτικής, υπαγορεύεται και από τους περιορισμούς που περιέχονται σε δύο σταθμούς ορόσημα τα επόμενα χρόνια. Το καλοκαίρι του 2026, όταν τελειώνει η εισροή πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και το 2032, όταν τελειώνει η περίοδος χάριτος για την πληρωμή τόκων στο υπέρογκο χρέος μας. Και τα δύο απαιτούν την υλοποίηση σχεδίου δημιουργίας συνθηκών διατηρήσιμης ανάπτυξης υψηλών αποδόσεων. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο, ότι κανένας σχετικός υπερεθνικός οργανισμός, ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΟΟΣΑ, δεν προβλέπει ανάπτυξη γιαμετά το 2026, μεγαλύτερη του 1,1%. Αυτό και μόνο θα έπρεπε να έχει θέσει προ πολλού τους φορείς της οικονομικής πολιτικής σε κινητοποίηση.