Ήταν στο μακρινό 1994 όταν ο Ρόμπερτ Ρούμπιν διεκήρυττε πως «ένα ισχυρό δολάριο είναι προς το εθνικό συμφέρον», σηματοδοτώντας μια στροφή στην έως τότε στάση των ΗΠΑ. Έκτοτε η επίσημη γραμμή της Ουάσινγκτον ήταν είτε η επανάληψη αυτού του δόγματος είτε η αποφυγή οποιασδήποτε δημόσιας συζήτησης για την κατάλληλη ισοτιμία του δολαρίου.
Σήμερα η πολιτική αυτή τίθεται υπό αμφισβήτηση. Με το εμπορικό δόγμα των ΗΠΑ να γίνεται όλο και πιο προστατευτικό και το δολάριο να εξασθενεί απότομα, οι σταθερές των τελευταίων τριών δεκαετιών φαίνεται να καταρρέουν. Η κυβέρνηση Τραμπ δεν μιλά με ενιαία φωνή.
Ο νέος υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, επιμένει ότι η πολιτική του ισχυρού δολαρίου εξακολουθεί να ισχύει. Ωστόσο, τόσο ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ όσο και ο αντιπρόεδρός, Τζέι Ντι Βανς έχουν παραδεχθεί δημοσίως ότι η δύναμη του δολαρίου αποτελεί πρόβλημα για τη βιομηχανία των ΗΠΑ.
Ακόμη και εάν οι ΗΠΑ επιστρέψουν – σε επίπεδο ρητορικής – στο δόγμα του 1994, οι πολιτικές που προωθούν – σε συνδυασμό με την «αφύπνιση» της Ευρώπης και την αιφνίδια στροφή σε αύξηση των αμυντικών δαπανών, πυροδοτούν ανατροπές στην αγορά συναλλάγματος.
Οι νέες πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ και η πτώση του δολαρίου
Η αγορά συναλλάγματος αντιδρά έντονα στις νέες, επιθετικές εμπορικές πολιτικές των ΗΠΑ. Το δολάριο έχει υποχωρήσει σε χαμηλό πενταμήνου έναντι του γεν, ενώ το ευρώ σημείωσε την περασμένη εβδομάδα άνοδο 4,5% έναντι του αμερικανικού νομίσματος – τη μεγαλύτερη εβδομαδιαία άνοδό του από το 2009. Εάν η τάση αυτή συνεχιστεί, θα αποτελέσει μια από τις μεγαλύτερες μεταβολές της ισοτιμίας του δολαρίου μετά από πάνω από μια δεκαετία ισχύος.
Αξίζει να σημειωθεί πως παραδοσιακά, οι δασμοί ενισχύουν το εγχώριο νόμισμα, καθώς μειώνουν τη ζήτηση για ξένα αγαθά και, κατά συνέπεια, για ξένα νομίσματα. Όμως, εάν οι εμπορικοί περιορισμοί πλήξουν σοβαρά την αμερικανική οικονομία, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) ενδέχεται να μειώσει τα επιτόκια, κάτι που θα εξασθενήσει περαιτέρω το δολάριο.
Ο ρόλος της Ευρώπης
Οι νομισματικές μεταβολές δεν οφείλονται μόνο στις πολιτικές των ΗΠΑ. Χωρίς να είναι σε εμπόλεμη κατάσταση, έχοντας αντιληφθεί πως δεν μπορεί πια να στηρίζεται στις ΗΠΑ για την άμυνά της, η ΕΕ εισέρχεται σε μία φάση που θυμίζει πολύ τις οικονομίες εν καιρώ πολέμου. Οι δαπάνες σε οπλικά συστήματα είναι εκείνες που στηρίζουν την ανάπτυξη και τα κέρδη στα χρηματιστήρια. Το σήμα το έδωσε η Γερμανία. Ο Φρίντριχ Μερτς έδωσε το σήμα, ανακοινώνοντας ένα ταμείο 500 δισ. ευρώ.
Οι εξελίξεις προσελκύουν επενδυτές και ενισχύουν το ευρώ, όπως και τις ευρωπαϊκές μετοχές, που καταγράφουν άνοδο 14% σε όρους δολαρίου φέτος, τη στιγμή που ο S&P 500 έχει υποχωρήσει κατά 2%.
«Η δημοσιονομική ανακοίνωση της Γερμανίας ισοδυναμεί με μια ενδεχομένως τεράστια αύξηση της ζήτησης στον δημόσιο τομέα και της έκδοσης ομολόγων και θα μπορούσε να οδηγήσει στο μεγαλύτερο διαρκές έλλειμμα από την επανένωση», επισημαίνει η Capital Economics.
Υπό τις συνθήκες αυτές η Capital Economics αναθεωρεί τις εκτιμήσεις τόσο για τα μακροοικονομικά δεδομένα της Ευρωζώνης όσο και για την επιτοκιακή πολιτική της ΕΚΤ και κατά συνέπεια για την ισοτιμία ευρώ/ δολαρίου.
«Το δολάριο υπέστη μία από τις μεγαλύτερες εβδομαδιαίες πτώσεις στην ιστορία του, καθώς η νέα ανατροπή του προέδρου Τραμπ στους δασμούς, η αβεβαιότητα γύρω από την αμερικανική οικονομία και – το πιο σημαντικό – η ιστορική αλλαγή στη δημοσιονομική πολιτική της Γερμανίας διαμορφώνουν ένα νέο τοπίο στις αγορές συναλλάγματος», σημειώνουν οι αναλυτές της σε χθεσινό report.
«Αναθεωρήσαμε προς τα πάνω τις προβλέψεις μας για το επιτόκιο πολιτικής της ΕΚΤ και την ισοτιμία ευρώ/δολαρίου, καθώς οι προοπτικές της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης βελτιώνονται. Δεδομένων των σαρωτικών αλλαγών στη δημοσιονομική πολιτική της Ευρώπης, της διαρκούς αβεβαιότητας για τις ΗΠΑ και της ασάφειας της αμερικανικής κυβέρνησης ως προς το εμπόριο, οι προοπτικές του δολαρίου φαίνονται όλο και πιο δυσοίωνες», προσθέτουν.
Η ιστορική άνοδος του ευρώ
Η κλίμακα της μεταβολής στις αγορές συναλλάγματος είναι δύσκολο να υποτιμηθεί, τονίζει η CE. Η άνοδος του ευρώ κατά περίπου 4,5% έναντι του δολαρίου αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες εβδομαδιαίες ανόδους που έχουν καταγραφεί ποτέ. Ανάλογες κινήσεις στο παρελθόν σημειώθηκαν είτε σε περιόδους ακραίας μεταβλητότητας λόγω κρίσεων είτε σε κομβικά σημεία, όπως η Συμφωνία της Πλάζα το 1985 ή οι προσπάθειες της ΕΚΤ να ενισχύσει το ευρώ το 2000, όταν η ισοτιμία EUR/USD είχε πέσει κάτω από το 0,85.
Παραμένει αβέβαιο αν αυτή η εξέλιξη σηματοδοτεί μια ανάλογη καμπή. Ωστόσο, οι προοπτικές υπάρχουν. Το γερμανικό φρένο χρέους – ένα συνταγματικό όριο που περιορίζει τις δαπάνες του κράτους από το 2009 – είχε λειτουργήσει ως βαρίδι για το ευρώ. Η πρόθεση της νέας γερμανικής κυβέρνησης να τροποποιήσει αυτόν τον κανόνα και να προωθήσει ένα μεγάλο δημοσιονομικό πακέτο, αλλάζει τα δεδομένα για το κοινό νόμισμα.
Επιπλέον, οι ευρύτερες ευρωπαϊκές προσπάθειες για αύξηση των αμυντικών δαπανών, μέσω χαλάρωσης των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, θα ενισχύσουν περαιτέρω το ευρώ, εκτιμά η CE. Η πρόσφατη πρόταση των Ευρωπαίων ηγετών για χρηματοδότηση μέρους αυτών των αμυντικών δαπανών μέσω κοινής έκδοσης χρέους (έως 150 δισ. ευρώ, περίπου 1% του ΑΕΠ της ΕΕ) δημιουργεί ένα κρίσιμο προηγούμενο, όπως τονίζει. Η κοινή έκδοση χρέους κατά την πανδημία το 2020 συνέβαλε στην ενίσχυση του ευρώ, και κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να συμβεί ξανά.
Αλλαγή ρότας από την ΕΚΤ
Προς το παρόν η CE αναθεωρεί την πρόβλεψή της για την ισοτιμία EUR/USD στο τέλος του 2025 από απόλυτη ισοτιμία 1:1 σε 1,05 δολάριο ανά ευρώ. Αυτή η εκτίμηση βασίζεται στην πρόβλεψη για το τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ στο 2% έναντι προηγούμενης εκτίμησης ότι θα υποχωρήσει στο 1,5%.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει, η εκτίμηση θα μπορούσε και πάλι να αναθεωρηθεί τους επόμενους μήνες – υπέρ του ευρώ. Και τούτο γιατί πλέον η CE όχι μόνο δεν βλέπει νέες μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ μέσα στο 2026, αλλά εκτιμά ότι η επόμενη χρονιά θα χαρακτηριστεί από αυξήσεις επιτοκίων.
Νέες ισορροπίες στις αγορές συναλλάγματος
Η αφήγηση περί «αμερικανικής εξαίρεσης» που κυριάρχησε στις αγορές τα τελευταία χρόνια τίθεται πλέον υπό αμφισβήτηση. Ο δείκτης DXY επέστρεψε στα επίπεδα των εκλογών του Νοεμβρίου, εξαλείφοντας μεγάλο μέρος του λεγόμενου «Trump trade».
Η εξασθένιση του δολαρίου μέχρι στιγμής φαίνεται να αντικατοπτρίζει μεταβολές στις οικονομικές προοπτικές και τις διαφορές επιτοκίων, που είναι οι βασικοί οδηγοί της αγοράς συναλλάγματος. Οι εικασίες για μια νέα «Συμφωνία της Πλάζα» (Plaza Accord 2.0) ή για μια παρέμβαση τύπου «Mar-a-Lago Accord» έχουν καταλαγιάσει. Εάν το δολάριο συνεχίσει να υποχωρεί, μπορεί να μη χρειαστούν καν τέτοιου είδους παρεμβάσεις.
Ωστόσο, οι συνεχιζόμενες αλλαγές στην αμερικανική οικονομική πολιτική και η αβεβαιότητα που προκαλούν στους επενδυτές θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μόνιμο παράγοντα πίεσης για το δολάριο.