Έλεγχοι ΣΔΟΕ – ΚΕΦΟΜΕΠ
Σε μια προσπάθεια να υπάρξουν γρήγορες νίκες στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής και γρήγορα έσοδα στα άδεια ταμεία, το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) και το Κέντρο Ελέγχου Φορολογούμενων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) έχουν εξοπλιστεί με ενισχυμένες δυνατότητες ελέγχου των τραπεζικών καταθέσεων Ελλήνων φορολογουμένων. Το βασικότερο εργαλείο ελέγχου έχει αποτελέσει τα τελευταία χρόνια η διάταξη περί προσαύξησης περιουσίας. Σε μία πολύ κρίσιμη εποχή ελλιπώς τεκμηριωμένοι ισχυρισμοί του φορολογικού ελέγχου έβαλαν στο στόχαστρο φορολογούμενους ελέγχοντάς τους παράνομα και αναδρομικά και επιβάλλοντας δυσβάσταχτους και παράλογους φόρους και προσαυξήσεις.
Ωστόσο, το ελεγκτικό οπλοστάσιο είναι σαθρό και ως εκ τούτου ένας φορολογικός έλεγχος μπορεί και πρέπει με σωστούς χειρισμούς να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ήδη πριν φτάσει στο δικαστήριο.
Η εταιρία μας, έχοντας αποκτήσει ουσιαστική γνώση των εφαρμοστέων φορολογικών διατάξεων και της πρακτικής των διαδικασιών ελέγχου, αναλαμβάνει με επιτυχία την εκπροσώπηση ελεγχόμενων φορολογουμένων (εταιριών και μη). Για το λόγο αυτό ακολουθούμε αυστηρή μεθοδολογική προσέγγιση καθώς τυχόν λανθασμένοι χειρισμοί «ακολουθούν» την υπόθεση και επιβαρύνουν την θέση του φορολογούμενου.
Τα στάδια χειρισμού της υπόθεσης είναι τα εξής:
1ον Απαιτείται η διασταύρωση και δικαιολόγηση των ελεγχόμενων τραπεζικών κινήσεων, μέσω πλέγματος νομικών διατάξεων, λογιστικών τεχνικών και φορολογικών διεξόδων. Ενδεικτικά:
- τυχόν χρηματικά ποσά που υπήρχαν στους λογαριασμούς του ελεγχόμενου με ημερομηνία 31.12.1999 δεν ελέγχονται και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ανάλωση κεφαλαίου
- τυχόν χρηματικά ποσά που προέρχονται από δανειακές συμβάσεις ή συμβάσεις δωρεών αφαιρούνται και τυγχάνουν ειδικής φορολογικής μεταχείρισης. Προ της 1.4.2008 οι δωρεές είχαν φόρο 0% μεταξύ συγγενών α’ βαθμού (με κλίμακα από κάποιο ποσό και άνω) ενώ από την 1.4.2008 κι εφεξής έχουν φόρο 10%.
- τυχόν χρηματικά ποσά που προέρχονται από μισθώσεις ακινήτων αφαιρούνται και τυγχάνουν ειδικής φορολογικής μεταχείρισης
- τυχόν χρηματικά ποσά που προέρχονται από πωλήσεις ακινήτων αφαιρούνται και τυγχάνουν ειδικής φορολογικής μεταχείρισης. Είναι δε εφικτό, αν έχει γίνει υποτιμολόγηση κατά την αγοραπωλησία ενός ακινήτου, να γίνει διόρθωση συμβολαίου και να πληρωθεί φόρος μεταβίβασης στο επιπλέον τίμημα μόνο 3%. Κατά τον τρόπο αυτό δικαιολογείται στον πωλητή το επιπλέον ποσό που κατατέθηκε στους τραπεζικούς του λογαριασμούς
- τυχόν χρηματικά ποσά που προέρχονται από λήξη προθεσμιακών καταθέσεων δεν αποτελούν πρωτογενές εισόδημα και δεν φορολογούνται
- τυχόν χρηματικά πόσα που προέρχονται από πωλήσεις μετοχών, ομολόγων και άλλων άϋλων τίτλων (μέχρι το 2014) δεν φορολογούνται
- τυχόν χρηματικά ποσά που μεταφέρονται από άλλο πιστωτικό ίδρυμα δεν αποτελούν πρωτογενές εισόδημα και δεν φορολογούνται
- τυχόν χρηματικά ποσά που προέρχονται από επαναπατρισμό κεφαλαίων δεν αποτελούν πρωτογενές εισόδημα και δεν φορολογούνται.
- περαιώσεις που τυχόν έχει κάνει ο φορολογούμενος δεν λαμβάνονται υπόψιν από τις φορολογικές αρχές, καθότι θεωρείται ότι υπάρχουν νεά επιβαρυντικά στοιχεία που προέκυψαν από το άνοιγμα λογαριασμών. Ασχέτως της βασιμότητας ή μη της συγκεκριμένης θέσης, η περαίωση σε κάθε περίπτωση διαδραματίζει ρόλο στην τελική χρέωση του φορολογούμενου, καθότι αντιμετωπίζεται ευμενώς
2ον Σε επόμενο στάδιο, γίνεται έλεγχος των φορολογικών στοιχείων του ελεγχόμενου και τυχόν συνδικαιούχων των ελεγχόμενων τραπεζικών λογαριασμών, προκειμένου να διαμοιραστούν πρωτογενείς καταθέσεις που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν μέσω των διασταυρώσεων του πρώτου σταδίου. Με τον τρόπο αυτό, το ποσό που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί φορολογικά μειώνεται συντριπτικά και η φορολογική εικόνα του ελεγχόμενου είναι πλήρως αιτιολογημένη.
3ον Σε περίπτωση που δεν γίνουν αποδεκτές από τη Διοίκηση οι απόψεις του φορολογουμένου η υπόθεση θα ακολουθήσει την δικαστική οδό. Στο στάδιο αυτό υπάρχουν πολλά νομικά επιχειρήματα που μπορούν να οδηγήσουν σε ολική ακύρωση του τυχόν προστίμου και των προσαυξήσεων. Μάλιστα ήδη οι δικαστικές αποφάσεις είναι άκρως ενθαρρυντικές προς την κατεύθυνση αυτή. Οι αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών αποφάσεις (2828/2015, 2829/2015, 2885/2015 ΔΕφΑθ) σε συνδυασμό με αποφάσεις που κρίνουν επί του ζητήματος της παραγραφής (π.χ. ΔΕφΧανίων 24/2013), ανατρέπουν ελλιπώς τεκμηριωμένους ισχυρισμούς του φορολογικού ελέγχου και θέτουν εν αμφιβόλω την αποτελεσματικότητα του ελεγκτικού οπλοστασίου της φορολογικής διοίκησης για τα χρόνια πριν από το 2010 ως προς όλες τις προβεβλημένες κατηγορίες υποθέσεων (προσαύξηση περιουσίας, λίστα Λαγκάρντ, offshore κ.λπ.). Εμπεδώνουν όμως τις αρχές του κράτους δικαίου σε μια πολύ κρίσιμη εποχή.
Ενδεικτικά:
- Η διάταξη για την προσαύξηση της περιουσίας και τη φορολόγησή της εφαρμόζεται για την προσαύξηση που δημιουργήθηκε μετά τις 30.9.10. Πρόσφατα το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών ακύρωσε όλες τις πράξεις επιβολής φόρων, κρίνοντας ότι οι φορολογικές Αρχές έδωσαν διαφορετική έννοια στον ν.3888/2010 διευρύνοντας τη χρονική έκταση εφαρμογής του αναδρομικά. Καταλόγισε στις Αρχές ότι εσφαλμένα θεώρησαν πως μέσω της μεταφοράς χρημάτων στο εξωτερικό επήλθε προσαύξηση της περιουσίας που υπάγεται στη φορολόγηση του ν. 3888, διότι η προσαύξηση προέκυψε πριν από τις 30.9.10, δηλαδή πριν να αρχίσει να ισχύει ο ν. 3888.
- Η μεταφορά χρημάτων σε τράπεζα του εξωτερικού, που αποτελεί μεμονωμένη τραπεζική συναλλαγή (έμβασμα), προϋποθέτει την ύπαρξη τραπεζικών καταθέσεων στην Ελλάδα και αποτελεί νόμιμο δικαίωμα διαχείρισης και προστασίας της περιουσίας του φορολογουμένου. Πρόσφατα με απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κρίθηκε ότι το εμβαζόμενο ποσό που σχηματίζεται από τη συλλογή καταθέσεων, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μέσα στο πέρασμα του χρόνου, θεωρείται υπαρκτό και γνωστό κι επομένως δεν προέρχεται από άγνωστη αιτία ώστε να θεωρηθεί ως «αύξηση περιουσίας» (κατά την έννοια του ν. 3888/10) που προέκυψε μάλιστα μέσα στη χρονιά που έγινε η μεταφορά των χρημάτων. Δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί προσαύξηση περιουσίας η μεμονωμένη αυτή τραπεζική συναλλαγή, αν δεν συγκριθεί διεξοδικά με την προηγούμενη πραγματική ταμειακή κατάσταση του φορολογουμένου. Το Δικαστήριο ακύρωσε ως μη νόμιμες τις ενέργειες των φορολογικών Αρχών (ελέγχους, πρόστιμα, προσαυξήσεις κ.λπ.) κρίνοντας ότι όφειλε η Εφορία κατά τον έλεγχο των τραπεζικών καταθέσεων του φορολογουμένου να θεωρήσει ως δεδομένο και ανέλεγκτο, όσον αφορά την προέλευσή του, το ποσό που υπήρχε στον λογαριασμό πριν από τις 30.9.10.
- Τα κεφάλαια τραπεζικών καταθέσεων που σχηματίζονται μετά την ημερομηνία αυτή (έναρξη του ν. 3888) κατά το μέρος που δεν καλύπτονται από δηλωθέντα εισοδήματα, μπορούν να αποτελέσουν πλέον προσαύξηση περιουσίας, αφού κληθεί προηγουμένως ο φορολογούμενος και του δοθεί η δυνατότητα να τα δικαιολογήσει. Το ζήτημα αυτό κρίθηκε ήδη και μάλιστα τονίστηκε ότι το τεκμήριο του Ν. 3888/2010 σύμφωνα με το οποίο ο φορολογικός έλεγχος επέβαλε στον φορολογούμενο το βάρος απόδειξης της νομιμότητας των συναλλαγών του είναι ανίσχυρο για κεφάλαια που σχηματίσθηκαν πριν από τις 30.9.2010. Μόνον μετά τις 30.9.2010 (θέσπιση του Ν. 3888/2010) υφίσταται τεκμήριο ότι ο φορολογούμενος έχει φοροδιαφύγει το οποίο και μπορεί να δικαιολογηθεί.
- Παρατηρείται συνήθως ότι στις πρωτογενείς καταθέσεις του ιδίου φορολογούμενου (ήτοι όχι τρίτων στο λογαριασμό του) η φορολογική αρχή καταχρηστικά και παράνομα δεν λαμβάνει υπόψιν τις αναλήψεις μετρητών που τυχόν έκανε ο φορολογούμενος ώστε να αντιλογίσει τις σχετικές καταθέσεις.
- Το άνοιγμα λογαριασμών δεν αποτελεί επιβαρυντικό στοιχείο, αποτελεί απλώς μία διαδικαστική πράξη της φορολογικής αρχής. Αν γίνει μία αόριστη καταγγελία, η φορολογική αρχή προβαίνει (πλέον) σε άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών ακόμη και αν ο φορολογούμενος έχει περαιώσει τις σχετικές χρήσεις, κάτι εντελώς παράνομο. Διαφορετική είναι η περίπτωση που προέκυψε από διασταυρωτικούς ελέγχους λήψη εικονικών, πλαστών ή ανακριβών στοιχείων ή αν η καταγγελία είναι ορισμένη και αφορά σε κάποια συγκεκριμένη φορολογικά παραβατική συμπεριφοοά του ελεγχόμενου.
- Παρότι έχουν παραγραφεί τα φορολογικά έτη πριν το 2008, το ΣΔΟΕ συνηθίζει να ανοίγει τραπεζικούς λογαριασμούς από 1.1.2000 μέχρι και το 2014. Έχει εξαιρετική σημασία ο χρόνος που «ανοίχτηκε» η εντολή ελέγχου του φορολογούμενου.