Ασπασία Αρχοντάκη
Εφοριακός ΠΕ Α

Βάσει της ΥΑ Α.1036/20201, ΦΠ που είναι κάτοχος τόσο της άδειας διαμονής για επενδυτικές δραστηριότητες του άρθρου 16 του ν. 4251/2014, όσο και της άδειας διαμονής του επενδυτή του άρθρου 20B του ν. 4251/2014, έχει τη δυνατότητα εναλλακτικής φορολόγησης του εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή, εφόσον σωρευτικά:

Α) δεν ήταν φορολογικός κάτοικος της Ελλάδας τα επτά (7) από τα προηγούμενα οκτώ (8) έτη πριν τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του στην Ελλάδα. Εν ολίγοις, ο επενδυτής πρέπει να έχει υπάρξει, την τελευταία οκταετία πριν την τελευταία μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του στην Ελλάδα, φορολογικός κάτοικος αυτής τουλάχιστον για ένα μόνο φορολογικό έτος.

Εντούτοις, ασάφεια δημιουργείται ως προς το ακριβές χρονικό σημείο έναρξης υπολογισμού της ανωτέρω οκταετίας, καθώς ο νομοθέτης ορίζει ως εναρκτήριο σημείο υπολογισμού της οκταετίας, αφενός, στο άρ. 3, παρ. 2, εδ. β και γ της ΥΑ Α.1036/2020 το έτος υποβολής της αίτησης μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα και, αφετέρου, στο άρ. 3, παρ. 1, εδ. α και παρ. 2, εδ. α της ΥΑ Α.1036/2020 το έτος μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα, ήτοι το έτος αποδοχής της αίτησης μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα. Τα δύο αυτά χρονικά σημεία δεν είναι απαραίτητο ότι θα ταυτίζονται πάντοτε, καθώς η αίτηση μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας μπορεί να υποβληθεί, είτε το προηγούμενο, είτε το επόμενο φορολογικό έτος από το εκείνο στο οποίο θα γίνει η μεταφορά. Ορθότερο και εν τέλει ασφαλέστερο εναρκτήριο σημείο υπολογισμού της οκταετίας κρίνεται ότι είναι το φορολογικό έτος της μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας και όχι το φορολογικό έτος υποβολής της αίτησης υπαγωγής στο καθεστώς της εναλλακτικής φορολόγησης. Στο ενδεχόμενο, μάλιστα, μεσολάβησης περισσότερων μεταφορών της φορολογικής κατοικίας, ορθότερο εναρκτήριο σημείο υπολογισμού της οκταετίας κρίνεται ότι είναι το φορολογικό έτος της τελευταίας μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα.  

Περίπτωση 1
Ο Α, κάτοχος άδειας διαμονής επενδυτή του  20B του ν. 4251/2014, υποβάλλει, στις 01.03.2021, αίτηση για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του άρθρου 5α του ν. 4172/2013 του συνολικού παγκόσμιου εισοδήματός του. Θα γίνει δεκτή η αίτησή του;

Όχι. Πράγματι, το συνολικό παγκόσμιο εισόδημα του Α θα φορολογηθεί στην Ελλάδα με τη μεταφορά της φορολογικής του κατοικίας σε αυτήν. Ωστόσο, η αίτησή του θα γίνει δεκτή μόνο κατά το μέρος που ζητά την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης άρθρου 5α του ν. 4172/2013 του εισοδήματός του που αποκτά στην αλλοδαπή και όχι του εισοδήματος του που αποκτά στην ημεδαπή, το οποίο, σύμφωνα με το άρ. 7 ΥΑ Α.1036.2020, θα φορολογηθεί με βάση τις γενικές διατάξεις του ν. 4172/2013.

Περίπτωση 2
Ο Α, κάτοχος άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014, υποβάλλει, στις 01.03.2021, αίτηση για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του άρθρου 5α του ν. 4172/2013. Από τα αρχεία της φορολογικής διοίκησης προκύπτει ότι την προηγούμενη οκταετία πριν τη μεταφορά της φορολογικής του κατοικίας, ήτοι τα φορολογικά έτη 2013-2017 και 2018-2020, ήταν φορολογικός κάτοικος αλλοδαπής, ενώ το φορολογικό έτος 2017-2018 ήταν φορολογικός κάτοικος Ελλάδας. Θα γίνει δεκτή η αίτησή του;

Ναι, καθώς ο Α δεν ήταν φορολογικός κάτοικος της Ελλάδας τα επτά (7) από τα προηγούμενα οκτώ (8) έτη πριν τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του στην Ελλάδα. Ο επενδυτής μπορεί να έχει υπάρξει φορολογικός κάτοικος Ελλάδος οποιοδήποτε έτος μέσα στην τελευταία οκταετία πριν την υποβολής της σχετικής αίτησης, αρκεί να είναι μόνο ένα.  

Περίπτωση 3
Ο Α, κάτοχος άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014, υποβάλλει, στις 01.03.2021, αφενός, αίτηση για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του άρθρου 5α του ν. 4172/2013 και, αφετέρου, αίτηση για τη μεταφορά της φορολογικής του κατοικίας στην Ελλάδα. Από τα αρχεία της φορολογικής διοίκησης προκύπτει ότι την προηγούμενη οκταετία πριν τη μεταφορά της φορολογικής του κατοικίας, ήτοι το χρονικό διάστημα 2013-2020, ήταν φορολογικός κάτοικος αλλοδαπής. Θα γίνει δεκτή η αίτησή του για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του άρθρου 5α του ν. 4172/2013;

Ναι, δεδομένου ότι ως ελάχιστη προϋπόθεση για την έγκρισή της αίτησης υπαγωγής στο καθεστώς εναλλακτικής φορολόγησης τίθεται η μη ύπαρξη φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα τουλάχιστον τα επτά (7) από τα προηγούμενα οκτώ (8) έτη πριν τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα. Εν ολίγοις, δεν τίθεται ως προαπαιτούμενο για την έγκρισή της αίτησης υπαγωγής στο καθεστώς εναλλακτικής φορολόγησης η, εντός της οκταετίας πριν την τελευταία μεταφορά της φορολογικής κατοικίας στην αλλοδαπή, μεταφορά της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα για ένα τουλάχιστον φορολογικό έτος. Εν προκειμένω, ο Α υπήρξε καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα της οκταετίας πριν τη μεταφορά της φορολογικής του κατοικίας στην Ελλάδα, φορολογικός κάτοικος αλλοδαπής.

Περίπτωση 4

Ο Α, κάτοχος άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014, υποβάλλει, στις 01.03.2021, αίτηση για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του άρθρου 5α του ν. 4172/2013. Από τα αρχεία της φορολογικής διοίκησης προκύπτει ότι τα φορολογικά έτη 2005-2013, ήταν φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, ενώ το φορολογικό έτος 2013-2020 ήταν φορολογικός κάτοικος αλλοδαπής. Θα γίνει δεκτή η αίτησή του;

Ναι, καθώς ο Α δεν ήταν φορολογικός κάτοικος της Ελλάδας μια οκταετία (2013-2020) πριν τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του στην Ελλάδα, το 2021. Δεν ασκεί επιρροή αν ο Α ήταν φορολογικός κάτοικος Ελλάδας πέραν του χρονικού διαστήματος της οκταετίας πριν τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα.  

Περίπτωση 5
Ο Α, κάτοχος άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014, υποβάλλει, στις 01.03.2029, αίτηση για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του άρθρου 5α του ν. 4172/2013. Από τα αρχεία της φορολογικής διοίκησης προκύπτει ότι ο Α είχε μεταφέρει τη φορολογική του κατοικία στην Ελλάδα το φορολογικό έτος 2019 έως και το φορολογικό έτος υποβολής της ανωτέρω αίτησης (2029). Θα γίνει δεκτή η αίτησή του;

Ναι, καθώς ο Α δεν ήταν φορολογικός κάτοικος της Ελλάδας για μια οκταετία (2011-2018) πριν τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του στην Ελλάδα, το 2019. Δεν ασκεί επιρροή αν ο Α ήταν φορολογικός κάτοικος Ελλάδας μετά την τελευταία μεταφορά της φορολογικής του κατοικίας, το 2019, στην Ελλάδα.

Περίπτωση 6

Ο Α, κάτοχος άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014, υποβάλλει, στις 01.03.2021, αίτηση για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του άρθρου 5α του ν. 4172/2013. Από τα αρχεία της φορολογικής διοίκησης προκύπτει ότι ο Α είχε μεταφέρει τη φορολογική του κατοικία στην Ελλάδα τα φορολογικά έτη 2013 και 2015. Θα γίνει δεκτή η αίτησή του;

Όχι, καθώς ο Α ήταν φορολογικός κάτοικος της Ελλάδας δύο (2) από τα προηγούμενα οκτώ (8) έτη (ήτοι το κρίσιμο χρονικό διάστημα 2013-2020) πριν τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του στην Ελλάδα. Εντούτοις, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αν ο Α υποβάλει την επόμενη χρονιά, ήτοι στις 01.03.2022 αίτηση για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του άρθρου 5α του ν. 4172/2013, η εν λόγω αίτηση θα γίνει δεκτή, δεδομένου ότι πλέον ο Α δεν θα είναι φορολογικός κάτοικος της Ελλάδας τα επτά (7) από τα προηγούμενα οκτώ (8) έτη (τα έτη 2014 και 2016-2021) πριν τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του στην Ελλάδα το 2021 (ήτοι το κρίσιμο χρονικό διάστημα 2014-2021).

Ο έλεγχος της πλήρωσης της προϋπόθεσης αυτής διενεργείται:

– με βάση τα αρχεία που τηρούνται στη φορολογική αρχή, εφόσον ο φορολογούμενος α) αιτείται για πρώτη φορά την απόδοση ΑΦΜ, ή β) εμφανίζεται στα αρχεία της φορολογικής διοίκησης ως φορολογικός κάτοικος αλλοδαπής τα επτά από τα προηγούμενα οκτώ έτη πριν από τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν απαιτείται η προσκόμιση δικαιολογητικών από τον φορολογούμενο.  

– με βάση τα προσκομισθέντα από τον φορολογούμενο δικαιολογητικά, εφόσον ο φορολογούμενος α) δεν αιτείται για πρώτη φορά την απόδοση ΑΦΜ, ή β) δεν προκύπτει από τα αρχεία της φορολογικής αρχής η φορολογική κατοικία του φορολογούμενου στην αλλοδαπή για τα επτά (7) από τα προηγούμενα οκτώ (8) έτη πριν την μεταφορά της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα.

Στις περιπτώσεις αυτές, λοιπόν, ο φορολογούμενος απαιτείται να προσκομίσει για καθένα από τα έτη για τα οποία δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία:  

1) βεβαίωση φορολογικής κατοικίας εκδοθείσα από την αρμόδια φορολογική αρχή του κράτους όπου δήλωνε φορολογικός κάτοικος από την οποία να προκύπτει ότι είναι φορολογικός κάτοικος αυτού του κράτους. Εάν ο φορολογούμενος ήταν κάτοικος κράτους με το οποίο υφίσταται Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Εισοδήματος, μπορεί να προσκομίσει αντί της βεβαίωσης, την προβλεπόμενη αίτηση για την εφαρμογή της ΣΑΔΦΕ όπου είναι ενσωματωμένο το πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας (δίγλωσσα έντυπα) συμπληρωμένη, υπογεγραμμένη και σφραγισμένη από την αρμόδια αλλοδαπή φορολογική αρχή

2) σε περίπτωση που δεν προβλέπεται η έκδοση των ανωτέρω από την αρμόδια φορολογική αρχή, αντίγραφο της εκκαθάρισης της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή ελλείψει εκκαθάρισης, αντίγραφο της σχετικής δήλωσης φορολογίας εισοδήματός του, που υπέβαλε στο άλλο κράτος ως φορολογικός κάτοικος του κράτους αυτού

3) σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η προσκόμιση κάποιων από τα ανωτέρω δικαιολογητικά, επειδή αποδεδειγμένα η αλλοδαπή φορολογική αρχή δεν τα εκδίδει, βεβαίωση από οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική ή άλλη αναγνωρισμένη αρχή, με την οποία θα αποδεικνύεται η μόνιμη και σταθερή εγκατάσταση του προσώπου αυτού στο άλλο κράτος για το επίμαχο χρονικό διάστημα.

Τα ως άνω αλλοδαπά δημόσια έγγραφα θα προσκομίζονται κατά τα οριζόμενα σε διεθνή νόμιμα (Κανονισμός ΕΕ 2016/1191, σφραγίδα apostille, προξενική θεώρηση, θεώρηση από το ελληνικό προξενείο, κατά τα οριζόμενα σε διεθνείς συνθήκες που έχουν κυρωθεί με νόμο από την Ελλάδα, κατά περίπτωση), και θα γίνονται δεκτά ευκρινή φωτοαντίγραφα από αντίγραφα αυτών που επικυρώνονται από δικηγόρους (άρ. 11, παρ. 2, περιπτ. β Ν 2690/1999) ή επικυρωμένα αντίγραφα από το πρωτότυπο αντίγραφα αυτών από συμβολαιογράφους, ή από πρόσωπο, αρχή ή υπηρεσία που από τον νόμο έχει τη δυνατότητα αυτή2.

Β) αποδεικνύει ότι είτε ο ίδιος ο φορολογούμενος, είτε συγγενικό του πρόσωπο επενδύει σε ακίνητα ή επιχειρήσεις ή κινητές αξίες ή μετοχές ή μερίδια σε ΝΠ ή νομικές οντότητες με έδρα την Ελλάδα3. Δεν απαιτείται, δηλαδή, η επένδυση να έχει πραγματοποιηθεί αποκλειστικά από τον ίδιο τον φορολογούμενο που επιθυμεί να υπαχθεί στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του εισοδήματός του στην αλλοδαπή, αλλά αρκεί να έχει πραγματοποιηθεί και από συγγενικό του πρόσωπο.

Ως συγγενικό πρόσωπο νοείται ο/ η σύζυγος4 και οι ανιόντες ή κατιόντες σε ευθεία γραμμή. Για την απόδειξη της ιδιότητας του συγγενικού προσώπου, εφόσον δεν προκύπτει από τα αρχεία της φορολογικής διοίκησης, απαιτείται η προσκόμιση βεβαίωσης ή πιστοποιητικού ή οποιουδήποτε εγγράφου από δημόσια αρχή ημεδαπής ή αλλοδαπής.

Είναι εμφανές ότι η έννοια του «συγγενικού προσώπου» του επενδυτή στο άρ 3, παρ. 1, περιπτ. β ΥΑ Α.1036/2020 είναι πιο ευρεία από την έννοια του «συνοδεύοντος μέλους» της οικογένειας του επενδυτή του άρ. 16, παρ. 5 και του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014. Συγκεκριμένα, ως συνοδεύοντα μέλη της οικογένειας του επενδυτή νοούνται, μεταξύ άλλων, τα άγαμα (κοινά ή μη) τέκνα των συζύγων ηλικίας μέχρι 21 ετών και οι απευθείας ανιόντες, ενώ ως συγγενικά πρόσωπα νοούνται οι ανιόντες και κατιόντες σε ευθεία γραμμή. Επομένως, αν π.χ. ο Α προχωρά στην αγορά ακινήτου στην Ελλάδα ύψους 500.000 ευρώ, μπορεί είτε ο ίδιος, είτε ο πατέρας του, είτε ο παππούς του, είτε ο προπάππους του, είτε ο γιος του, είτε ο εγγονός του, είτε ο δισέγγονός του, να υποβάλλουν αίτηση για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης. Ωστόσο, πέρα από τον Α, ο οποίος θα αποκτήσει άδεια διαμονής επενδυτή του άρ. 20 Β Ν 4251/2014, μη αυτοτελή άδεια διαμονής επενδυτή θα μπορούν να αιτηθούν μόνο ο πατέρας του Α και γιος του Α, εφόσον είναι άγαμος και μέχρι 21 ετών.

Ο νομοθέτης προβλέπει, επίσης, τη δυνατότητα υπαγωγής στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης και στις περιπτώσεις πραγματοποίησης των ανωτέρω επενδύσεων από τον ίδιο τον φορολογούμενο ή από συγγενικό του πρόσωπο και μέσω ΝΠ ή νομικής οντότητας, στο οποίο ή στην οποία, αντίστοιχα, έχει την πλειοψηφία των μετοχών ή των μεριδίων. Επομένως, ΦΠ-επενδυτής, μέσω ΝΠ, στο οποίο έχει την πλειοψηφία των μετοχών (80%), προχωρά στην αγορά ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα ύψους 1.000.000 ευρώ. Το ΦΠ-επενδυτής πληροί την προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης, αλλά δεν πληροί την προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης για την απόκτηση άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014, καθώς, στην τελευταία αυτή περίπτωση, απαιτείται η απόκτηση ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα μέσω ΝΠ, στο οποίο το ΦΠ-επενδυτής έχει το σύνολο των μετοχών.

Το ποσό της επένδυσης σε ακίνητα ή επιχειρήσεις ή κινητές αξίες ή μετοχές ή μερίδια σε ΝΠ ή νομικές οντότητες με έδρα την Ελλάδα δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 500.000 ευρώ. Ως εκ τούτου, εάν αλλοδαπός επενδυτής προχωρήσει στην αγορά ακινήτου στην Ελλάδα ύψους 250.000 ευρώ ναι μεν πληροί την προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης για την απόκτηση της άδειας διαμονής επενδυτή του άρ. 20 Β Ν 4251/2014, αλλά δεν πληροί και την προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή.  

Η εν λόγω επένδυση θα πρέπει να ολοκληρωθεί εντός τριών (3) ετών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του εισοδήματός του στην αλλοδαπή. Εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη λήξη της τριετούς αυτής προθεσμίας, ο φορολογούμενος υποχρεούται να προσέλθει στη ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού και Εναλλακτικής Φορολόγησης Φορολογικών Κατοίκων Ημεδαπής με σχετικά δικαιολογητικά που να αποδεικνύουν την περάτωση της επένδυσης, προκειμένου να ενημερωθεί η ηλεκτρονική εφαρμογή και να εξακολουθήσει η υπαγωγή στο καθεστώς της εναλλακτικής φορολόγησης του άρ. 5Α Ν 4172/2013. Η υποχρέωση αυτή της προσκόμισης των σχετικών δικαιολογητικών από τον φορολογούμενο παρέλκει, εάν η ολοκλήρωση της επένδυσης προκύπτει από τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα στη φορολογική αρχή. Σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης της επένδυσης5, η φορολογική αρχή προχωρά σε αυτοδίκαιη άρση της υπαγωγής του φορολογούμενου στο καθεστώς της εναλλακτικής φορολόγησης. Άλλωστε, η φορολογική αρχή στη ρητή εγκριτική της απόφαση για την υπαγωγή του φορολογούμενου στο καθεστώς της εναλλακτικής φορολόγησης τον ενημερώνει ότι η υπαγωγή αυτή λύεται αυτοδίκαια μετά το πέρας δεκαπέντε (15) φορολογικών ετών και δεν δύναται να παραταθεί πέραν αυτών.  

Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η συνδρομή της προϋπόθεσης αυτής απαιτείται μόνο για τον φορολογούμενο που έχει αποκτήσει και διατηρεί άδεια διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014. Στον αντίποδα, η συνδρομή της προϋπόθεσης αυτής δεν απαιτείται για τον φορολογούμενο που έχει αποκτήσει και διατηρεί άδεια διαμονής για επενδυτικές δραστηριότητες του άρ. 16 Ν 4251/2014. Στις περιπτώσεις αυτές, μόνη η προσκόμιση της τελευταίας αυτής άδειας, αρκεί για την απόδειξη της πραγματοποίησης επένδυσης στην Ελλάδα.

Περίπτωση 1
Με την πραγματοποίηση από το ΝΠ Χ επένδυσης στην Ελλάδα, αποκτούν την άδεια διαμονής επενδυτή του άρ. 16, περιπτ. Α Ν 4251/2014 τόσο οι Α, Β και Γ ως μέτοχοι του ΝΠ Χ και οι  Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ και Ν ως πρόσωπα που προχωρούν στην υλοποίηση και στη λειτουργία του επενδυτικού σχεδίου. Ποιοι μπορούν να υποβάλλουν αίτηση για την υπαγωγή στο καθεστώς της εναλλακτικής φορολόγησης;

Αίτηση για την υπαγωγή στο καθεστώς της εναλλακτικής φορολόγησης μπορούν να υποβάλλουν όλοι οι ανωτέρω αναφερόμενοι, στο μέτρο που είναι κάτοχοι της άδειας διαμονής για επενδυτικές δραστηριότητες του άρ. 16, περιπτ. Α Ν 4251/2014 και πληρούν την προϋπόθεση του άρ. 3, παρ. 1, περιπτ. α (όχι όμως και περιπτ. β) της ΥΑ Α.1036/2020. Ως εκ τούτου, με μία μόνο επένδυση του άρ. 16 είναι δυνατή η υπαγωγή περισσότερων του ενός προσώπων στο καθεστώς εναλλακτικής φορολόγησης.

Το ΦΠ, το οποίο επιθυμεί να υπαχθεί στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή, οφείλει να υποβάλει το αργότερο έως και την 31η Μαρτίου του εκάστοτε φορολογικού έτους, στο Τμήμα Γ1 – Εφαρμογής Εναλλακτικής Φορολόγησης Φορολογικών Κατοίκων Ημεδαπής της ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού και Εναλλακτικής Φορολόγησης Φορολογικών Κατοίκων Ημεδαπής, αίτηση. Η αίτηση αυτή μπορεί να υποβληθεί είτε με την έναρξη των επενδύσεων ή το αργότερα έως και τρία έτη μετά την ολοκλήρωση αυτών .

Τα συνοδεύοντα την αίτηση δικαιολογητικά μπορούν να υποβληθούν:

α) είτε ταυτόχρονα με την αίτηση,

β) είτε εντός της προθεσμίας των 60 ημερών που προβλέπεται από τον νόμο για την έκδοση της διοικητικής πράξης προσδιορισμού επί της υποβληθείσας αίτησης και σε κάθε, πάντως, περίπτωση, έως και την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Μαΐου εκάστου έτους, δεδομένου ότι για κάθε έτος η ανωτέρω πράξη διοικητικού προσδιορισμού απαιτείται να εκδοθεί το αργότερο ως την 30η Ιουνίου του οικείου φορολογικού έτους, προκειμένου ο φόρος να καταβληθεί ως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουνίου.

Αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την 31η Μαρτίου και δικαιολογητικά που υποβάλλονται μετά την 31η Μαΐου γίνονται δεκτά και εξετάζονται προκειμένου για την υπαγωγή του φορολογούμενου στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του εισοδήματος που προκύπτει στην αλλοδαπή για το επόμενο φορολογικό έτος.

Εντός της ίδιων προθεσμιών (υποβολής της αίτησης και των σχετικών δικαιολογητικών), ο φορολογούμενος με αίτησή του έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την επέκταση της εφαρμογής του εναλλακτικού τρόπου φορολόγησης εισοδήματος και σε συγγενικό του πρόσωπο . Η επέκταση αυτή τελεί, βέβαια, υπό την προϋπόθεση:

α) της έγγραφης συναίνεσης του τελευταίου, είτε μέσω της αυτοπρόσωπης παρουσίας του κατά την υποβολή της αίτησης αυτού, είτε με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του, από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή ΚΕΠ

β) ειδικά στην περίπτωση που το συγγενικό πρόσωπο είναι ο σύζυγος του φορολογούμενου, της μη διακοπής της έγγαμης σχέσης ή της μη λύσης του συμφώνου συμβίωσης. Στο ενδεχόμενο της μεταγενέστερης διακοπής της έγγαμης σχέσης μετά την επέκταση της εφαρμογής του εναλλακτικού τρόπου φορολόγησης εισοδήματος στον σύζυγο παύει και η υπαγωγή του τελευταίου στις σχετικές διατάξεις.

Δεν απαιτείται να ζητηθεί επέκταση της εφαρμογής του εναλλακτικού τρόπου φορολόγησης εισοδήματος και να υποβληθεί σχετική αίτηση για τα ανήλικα άγαμα τέκνα του φορολογούμενου, εφόσον συνοικούν με αυτόν, καθώς τεκμαίρεται ότι έχουν την ίδια φορολογική κατοικία με αυτόν. Η επέκταση της εφαρμογής των ως άνω διατάξεων για τα τέκνα αυτά μπορεί να ζητηθεί με απλή αίτησή τους, κατά τον χρόνο που συμπληρώνεται το 18ο έτος της ηλικίας τους.

Να σημειωθεί ότι στην περίπτωση των συγγενικών προσώπων δεν εξετάζεται η συνδρομή της δεύτερης προϋπόθεσης για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης, ήτοι της απόδειξης ότι ο φορολογούμενος επενδύει σε ακίνητα ή επιχειρήσεις ή κινητές αξίες ή μετοχές ή μερίδια σε ΝΠ ή νομικές οντότητες με έδρα την Ελλάδα

Το ΦΠ καταβάλλει κάθε φορολογικό έτος φόρο κατ’ αποκοπή, ανεξάρτητα από το ύψος του εισοδήματος, που αποκτήθηκε στην αλλοδαπή, εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Με την καταβολή του ως άνω κατ’ αποκοπήν ποσού φόρου εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του ΦΠ που έχει υπαχθεί στις διατάξεις της εναλλακτικής φορολόγησης για εισόδημα που προκύπτει στην αλλοδαπή και το ΦΠ απαλλάσσεται από φόρο κληρονομιών ή δωρεών περιουσίας που βρίσκεται στην αλλοδαπή.

Για κάθε συγγενικό πρόσωπο, για το οποίο ζητήθηκε και εγκρίθηκε η υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης, καταβάλλεται ποσό φόρου ίσο με είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της φορολογίας δωρεών, κληρονομιών και γονικών παροχών. Ειδικά για τα τέκνα του φορολογούμενου για τα οποία δεν απαιτείται η αίτηση υπαγωγής, δεν οφείλεται το κατ΄αποκοπήν ποσό φόρου των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ.

Ο φόρος καταβάλλεται κάθε φορολογικό έτος σε μία (1) δόση μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουλίου και δεν συμψηφίζεται με άλλες φορολογικές υποχρεώσεις ή τυχόν πιστωτικά υπόλοιπα των προσώπων που έχουν υπαχθεί στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης. Τυχόν φόρος που έχει καταβληθεί από τα ίδια αυτά πρόσωπα στην αλλοδαπή για τα εισοδήματα που καλύπτονται από τον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης δεν συμψηφίζεται έναντι οποιασδήποτε φορολογικής τους υποχρέωσης στην Ελλάδα.

Περίπτωση 1
Ο Δ είναι κάτοχος άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014 λόγω αγοράς ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα ύψους 600.00 ευρώ και υποβάλλει αίτηση για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης, καθώς πράγματι πληροί τις προϋποθέσεις του άρ. 3 της ΥΑ Α.1036/2020. Ο Δ έχει τρεις γιους, που συνοικούν μαζί του, τον Α ηλικίας 14 ετών, τον Β ηλικίας 20 ετών και τον Γ ηλικίας 25 ετών. Ο Δ πρέπει να υποβάλει αίτηση για να γίνει επέκταση της εφαρμογής του εναλλακτικού τρόπου φορολόγησης εισοδήματος και στα τέκνα Α, Β και Γ; Οι τελευταίοι είναι δικαιούχοι άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014;

Τα τέκνα Α και Β είναι δικαιούχοι της (μη αυτοτελούς) άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014, δεδομένου ότι είναι άγαμα τέκνα κάτω των 21 ετών. Ωστόσο, μόνο για τον Β είναι απαραίτητη η υποβολή αίτησης για την επέκταση της εφαρμογής του εναλλακτικού τρόπου φορολόγησης και σε αυτόν, καθώς δεν είναι άγαμος ανήλικος, όπως ο Α, για τον οποίον δεν είναι απαραίτητη η υποβολή της ανωτέρω αίτησης. Να υπογραμμιστεί ότι, σε αντίθεση με τον Β, ο οποίος θα πρέπει να καταβάλει το κατ’ αποκοπήν ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, ο Α δεν πρέπει να καταβάλει το κατ’ αποκοπήν αυτό ποσό του φόρου.
Το τέκνο Γ δεν είναι δικαιούχος της (μη αυτοτελούς) άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014. Ωστόσο, για τον Γ μπορεί να υποβληθεί αίτηση για την επέκταση της εφαρμογής του εναλλακτικού τρόπου φορολόγησης και σε αυτόν.
Ως εκ τούτου, είναι εμφανές ότι τα συγγενικά πρόσωπα, για τα οποία είναι δυνατή η επέκταση της υπαγωγής στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης δεν ταυτίζονται με του δικαιούχους της (μη αυτοτελούς) άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014.  

Περίπτωση 2

Ο Δ είναι κάτοχος άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014 λόγω αγοράς ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα ύψους 600.00 ευρώ. Ο γιος του Α, ηλικίας 27 ετών, δεν είναι δικαιούχος της (μη αυτοτελούς) άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014 (βλ. ανωτέρω Περίπτωση 1). Ποιος δικαιούται να υποβάλει αίτηση για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του εισοδήματός του στην αλλοδαπή;

Την αίτηση για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του εισοδήματός του στην αλλοδαπή μπορεί να την υποβάλει:
α) είτε ο Δ, ως ο φορολογούμενος που ο ίδιος προβαίνει στην πραγματοποίηση της επένδυσης. Ο Δ με την αίτησή του μπορεί να ζητήσει την επέκταση της εφαρμογής του εναλλακτικού τρόπου φορολόγησης και στον Β. Στην περίπτωση αυτή, ο φόρος που θα καταβάλλεται κάθε φορολογικό έτος από τον Δ είναι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ και είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ από τον Β.
β) είτε ο Β, ως ο φορολογούμενος, του οποίου συγγενικό πρόσωπο προβαίνει στην πραγματοποίηση της επένδυσης. Ο Β, βέβαια, με την αίτησή του μπορεί να ζητήσει την επέκταση του εναλλακτικού τρόπου φορολόγησης του εισοδήματος στην αλλοδαπή και στον Δ.  Στην περίπτωση αυτή, ο φόρος που θα καταβάλλεται κάθε φορολογικό έτος από τον Β είναι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ και είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ από τον Δ.
γ) τόσο ο Δ, όσο και ο Β ξεχωριστά με βάση τα ανωτέρω, καθώς στο άρ. 3, περιπτ. β της ΥΑ Α.1036/2020 δεν ορίζεται διαζευκτικά ότι τη δυνατότητα υπαγωγής στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του εισοδήματος στην αλλοδαπή έχει είτε ο φορολογούμενος, που προβαίνει ο ίδιος στην πραγματοποίηση της επένδυσης είτε ο φορολογούμενος του συγγενικού προσώπου που προβαίνει στην πραγματοποίηση της επένδυσης.  Στην περίπτωση αυτή, όμως, ο φόρος που θα καταβάλλεται κάθε φορολογικό έτος από τον καθένα είναι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.

Περίπτωση 3
Οι σύζυγοι Α και Β αγοράζουν εξ αδιαιρέτου ακίνητο αξίας 600.000 ευρώ. Δικαιούνται να υποβάλλουν αμφότεροι αίτηση α) για την έκδοση άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014 και β) για την υπαγωγή στον τρόπο εναλλακτικής φορολόγησης του εισοδήματος στην αλλοδαπή;  

Οι Α και Β δικαιούνται να υποβάλλουν ο καθένας αυτοτελώς αίτηση για την έκδοση άδειας διαμονής επενδυτή του άρ. 20 Β Ν 4251/2014. Εντούτοις, κανένας από τους δύο δεν δικαιούται να υποβάλει αίτηση για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του εισοδήματος στην αλλοδαπή, αφού ούτε ο Α, ούτε η Β δεν έχουν προχωρήσει στην πραγματοποίηση επένδυσης ύψους 500.000 ευρώ έκαστος.

Παραλλαγή 1: Αν ο σύζυγος Α έχει αγοράσει ακίνητο αξίας 600.000 ευρώ, δικαιούται να υποβάλει (αυτοτελή) αίτηση για την έκδοση άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014 και για την υπαγωγή στον τρόπο εναλλακτικής φορολόγησης του εισοδήματος στην αλλοδαπή. Η σύζυγός του Β δικαιούται να υποβάλει (μη αυτοτελή) αίτηση για την έκδοση άδειας διαμονής επενδυτή του άρ. 20 Β Ν 4251/2014, ως συνοδεύον μέλος του συντηρούντος επενδυτή Α και μπορεί να συναινέσει στην επέκταση της εφαρμογής του εναλλακτικού τρόπου φορολόγησης του εισοδήματός της στην αλλοδαπή με αίτηση του Α.

Παραλλαγή 2: Οι σύζυγοι Α και Β αγοράζουν εξ αδιαιρέτου ακίνητο αξίας 1.000.000 ευρώ. Αμφότεροι δικαιούνται να υποβάλλουν ξεχωριστά τόσο αίτηση για την έκδοση αυτοτελούς άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014, όσο και αίτηση για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του εισοδήματος στην αλλοδαπή, αφού και οι δύο έχουν προχωρήσει στην πραγματοποίηση επένδυσης ύψους 500.000 ευρώ έκαστος. Στην περίπτωση αυτή, όμως, ο φόρος που θα καταβάλλεται κάθε φορολογικό έτος από κάθε ένα σύζυγο είναι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, ήτοι συνολικά διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.
Βέβαια, να σημειωθεί ότι και ένας μόνο από τους δύο συζύγους, π.χ. τον Α μπορεί να υποβάλει αίτηση για την υπαγωγή του στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του εισοδήματος στην αλλοδαπή και να ζητήσει την επέκταση της εφαρμογής του εναλλακτικού τρόπου φορολόγησης του εισοδήματος στην αλλοδαπή και στον έτερο σύζυγο, τον Β. Στην περίπτωση αυτή, ο Α που υπέβαλε και την αίτηση υπαγωγής στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του εισοδήματος στην αλλοδαπή, θα καταβάλει φόρο εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, ενώ ο Β θα καταβάλει φόρο ίσο με είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ, ήτοι συνολικά εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) ευρώ.

Η φορολογική διοίκηση οφείλει να εκδώσει απόφαση εντός εξήντα (60) ημερών από την υποβολή της αίτησης για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του εισοδήματος, που προκύπτει στην αλλοδαπή. Εντούτοις, σε περίπτωση που τα δικαιολογητικά για την αίτηση υποβάλλονται από τον αιτούντα μέχρι την 31.05, η απόφαση της φορολογικής διοίκησης εκδίδεται το αργότερο ως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Ιουνίου του οικείου έτους.

Στην περίπτωση της έγκρισης της αίτησης, το ΦΠ θεωρείται φορολογικός κάτοικος Ελλάδας για το φορολογικό έτος για το οποίο υποβάλλεται η αίτησή του και για δεκαπέντε (15) φορολογικά έτη. Η φορολογική διοίκηση ενημερώνει τις φορολογικές αρχές του κράτους, στο οποίο το φυσικό πρόσωπο είχε την τελευταία φορολογική του κατοικία μέχρι την υποβολή της αίτησής του, σχετικά με τη μεταφορά αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις περί διεθνούς διοικητικής συνεργασίας όπως αυτές ισχύουν.  

Για το πρώτο έτος υπαγωγής πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου για τον φορολογούμενο και για κάθε συγγενικό πρόσωπο για το οποίο επεκτείνεται η εφαρμογή. Για το έτος αυτό, το ως άνω ΦΠ οφείλει να αποδώσει το κατ’ αποκοπήν ποσό φόρου εντός τριάντα (30) ημερών από την έγκριση της αίτησής του.

Για κάθε ένα από τα επόμενα έτη εφαρμογής, και υπό την προϋπόθεση ότι ο φορολογούμενος και τα συγγενικά πρόσωπα συνεχίζουν να υπάγονται σε αυτές, εκδίδεται μία πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, το αργότερο μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουνίου εκάστου φορολογικού έτους. Η πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εκδίδεται για τη συνολική φορολογική υποχρέωση στο όνομα του φορολογούμενου με αναγραφή των συγγενικών του προσώπων που υπάγονται στις διατάξεις του άρ. 5Α Ν 4172/2013 και του ποσού του κατ’ αποκοπήν φόρου που τους αναλογεί.

Μετά το πέρας δεκαπέντε (15) ετών, η υπαγωγή λύνεται αυτοδίκαια και δεν υπάρχει δυνατότητα παράτασης πέραν των ετών αυτών.

Περίπτωση 1
Ο Α, ο οποίος έχει πραγματοποιήσει την επένδυση Χ, υπέβαλε, το 2020, αίτηση για την υπαγωγή στο καθεστώς εναλλακτικής φορολόγησης, η οποία έγινε δεκτή. Το 2034, η υπαγωγή του Α στο καθεστώς εναλλακτικής φορολόγησης λύνεται αυτοδίκαια λόγω της παρόδου του μέγιστου χρονικού διαστήματος της δεκαπενταετίας, που ορίζεται στην ΥΑ Α.1036/2020. Μπορεί ο Α να υποβάλλει νέα αίτηση υπαγωγής, αν προχωρήσει στην πραγματοποίηση νέας επένδυσης Ψ;  

Ο Α μπορεί, μετά την αυτοδίκαιη λύση της υπαγωγής του στο καθεστώς εναλλακτικής φορολόγησης για την περίοδο 2020-2034, να υποβάλει νέα αίτηση υπαγωγής στο καθεστώς εναλλακτικής λόγω της πραγματοποίησης νέας επένδυσης, εφόσον, βέβαια, πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρ. 3 της ΥΑ Α.1036/2020 (βλ., μεταξύ άλλων, να μην έχει υπάρξει φορολογικός κάτοικος της Ελλάδας τα επτά (7) από τα προηγούμενα οκτώ (8) έτη πριν τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του στην Ελλάδα). Επομένως, εν προκειμένω, ο Α μπορεί να υποβάλει νέα αίτηση υπαγωγής στο καθεστώς εναλλακτικής φορολόγησης το νωρίτερο το 2041, καθώς θα έχει υπάρξει τα επτά (7) από τα προηγούμενα οκτώ (8) έτη πριν τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα, φορολογικός κάτοικος αυτής (διάστημα 2034-2041).

Το ΦΠ δύναται, οποιοδήποτε φορολογικό έτος κατά τη διάρκεια της προβλεπόμενης περιόδου υπαγωγής στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης εισοδήματός του στην αλλοδαπή, να υποβάλει αίτηση για την ανάκληση της υπαγωγής του στις διατάξεις αυτές. Η αίτηση ανάκλησης υποβάλλεται από τον φορολογούμενο μέχρι την 31η Μαρτίου του φορολογικού έτους για το οποίο ζητείται η ανάκληση της υπαγωγής του στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης εισοδήματός του στην αλλοδαπή και ενημερώνεται από τη φορολογική διοίκηση η σχετική ηλεκτρονική εφαρμογή. Με την υποβολή της εν λόγω αίτησης, το φυσικό πρόσωπο υπάγεται, πλέον, σε φορολογία σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για το φορολογικό έτος εντός του οποίου υποβάλλει την αίτηση ανάκλησης και εφεξής δεν υποχρεούται στην καταβολή του οριζόμενου κατ’ αποκοπήν ποσού φόρου για το έτος αυτό.

Αίτηση ανάκλησης του ΦΠ συνεπάγεται αυτόματα και ανάκληση της υπαγωγής στις διατάξεις του άρ. 5Α των συγγενικών του προσώπων. Τα συγγενικά αυτού πρόσωπα, δύνανται να υποβάλλουν αίτηση ανάκλησης στο όνομά τους χωρίς αυτή να επηρεάζει τους λοιπούς υπαγόμενους στις διατάξεις του άρ. 5Α. Αίτηση ανάκλησης δύναται να υποβάλει το ΦΠ και για κάποιο από τα συγγενικά αυτού πρόσωπα, για τα οποία ζήτησε την επέκταση της εφαρμογής των σχετικών διατάξεων κατόπιν σχετικής εξουσιοδότησης.

Μετά από την υποβολή της αίτησης ανάκλησης, είναι δυνατή η υποβολή νέας (δεύτερης) αίτησης υπαγωγής στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του εισοδήματος στην αλλοδαπή, εφόσον:

Α) σωρευτικά: 1) η (αρχική) επένδυση έχει ολοκληρωθεί, χωρίς να απαιτείται η πραγματοποίηση νέας επένδυσης και 2) η νέα (δεύτερη) αίτηση υπαγωγής υποβάλλεται οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος του άρ. 5Α, παρ. 4 ΚΦΕ. Εάν γίνει δεκτή η νέα αίτηση, η υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης του εισοδήματος αλλοδαπής θα ισχύει για τόσα έτη όσα υπολείπονται ως τη συμπλήρωση δεκαπενταετίας από την αρχική υπαγωγή την εναλλακτική φορολόγηση.

Β) σωρευτικά: 1) η ανάκληση λάβει χώρα εντός της τριετούς προθεσμίας που προβλέπεται για την ολοκλήρωση της επένδυσης, 2) η αρχική επένδυση δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, 3) η αρχική επένδυση θα ολοκληρωθεί εντός του χρόνου που υπολείπεται της αρχικής τριετίας και 4) ο φορολογούμενος παραμένει φορολογικός κάτοικος Ελλάδας.  Εάν γίνει δεκτή η νέα αίτηση, ο φορολογούμενος θα υπαχθεί εκ νέου στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης για τόσα έτη όσα υπολείπονται ως τη συμπλήρωση του χρονικού διαστήματος του άρ. 5Α, παρ. 4 ΚΦΕ

Γ) σωρευτικά: 1) η ανάκληση λάβει χώρα εντός της τριετούς προθεσμίας που προβλέπεται για την ολοκλήρωση της επένδυσης χωρίς αυτή να έχει ολοκληρωθεί, 2) η αρχική επένδυση ολοκληρώνεται μετά την υποβολή της αίτησης ανάκλησης, 3) ο φορολογούμενος προβαίνει σε νέα επένδυση και 4) ο φορολογούμενος κατέστη στο μεταξύ φορολογικός κάτοικος αλλοδαπής. Εάν γίνει δεκτή η νέα αίτηση, ο φορολογούμενος θα υπαχθεί εκ νέου στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης για τόσα έτη όσα υπολείπονται ως τη συμπλήρωση της δεκαπενταετίας

Η δήλωση φορολογίας εισοδήματος για το φορολογητέο εισόδημα του προσώπου που υπάγεται στις διατάξεις του άρ. 5Α, το οποίο τυχόν προκύπτει στην ημεδαπή υποβάλλεται και η καταβολή του φόρου διενεργείται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 67 του ν. 4172/2013, ενώ για τα εισοδήματα που προκύπτουν στην αλλοδαπή και τα οποία υπόκεινται σε εναλλακτική φορολόγηση δεν υφίσταται υποχρέωση δήλωσή τους.

Περίπτωση 1

Ο Α, κάτοχος άδειας διαμονής επενδυτή του άρθρου 20Β του ν. 4251/2014 υποβάλλει αίτηση για την υπαγωγή στις 01.03.2019 και γίνεται δεκτή. Το 2019 εμφανίζει εισόδημα στην αλλοδαπή ύψους 10.000.000 ευρώ και στην ημεδαπή ύψους 10.000 ευρώ. Έχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας; Πως θα φορολογηθεί;

Για το εισόδημα στην αλλοδαπή: Από τη στιγμή που έγινε δεκτή η αίτησή του για την υπαγωγή στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης, δεν υφίσταται καμία υποχρέωση δήλωσης του εισοδήματος του στην αλλοδαπή. Θα καταβάλει  φόρο κατ’ αποκοπή, ανεξάρτητα από το ύψος του εισοδήματος, που αποκτήθηκε στην αλλοδαπή, ποσού εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ.
Για το εισόδημα στην ημεδαπή: Υπέχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για το φορολογητέο εισόδημα που προκύπτει στην ημεδαπή και στην καταβολή του αντίστοιχου φόρου, δεδομένου ότι στον εναλλακτικό τρόπο φορολόγησης υπάγεται ο Α για το εισόδημά του στην αλλοδαπή και όχι στην ημεδαπή.

Η φορολογική διοίκηση κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του τεκμαρτού και του συνολικού εισοδήματος του φορολογούμενου, κατά το άρθρο 30 παρ.1 του ν. 4172/2013, υποχρεούται να λάβει υπόψη τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, τα οποία αποδεικνύονται από νόμιμα παραστατικά στοιχεία. Ο φορολογούμενος που έχει υπαχθεί στις διατάξεις του άρ. 5Α φέρει το βάρος της απόδειξης για τα ποσά αυτά που, μεταξύ άλλων, είναι η εισαγωγή συναλλάγματος που δεν εκχωρείται υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδας, εφόσον δικαιολογείται η απόκτησή του στην αλλοδαπή. Η δικαιολόγηση της απόκτησης αυτού του συναλλάγματος δεν απαιτείται για τα πρόσωπα που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 5α του ν. 4172/2013 (άρ. 34, παρ. 2, περιπτ. δ ν 4172/2013).

Παύση της υπαγωγής στο καθεστώς της εναλλακτικής φορολόγησης επέρχεται στην περίπτωση:
– της εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου. Εντούτοις, ενώ σύμφωνα με το άρ. 5, παρ. 5 της ΥΑ Α.1036/2020 ο φόρος καταβάλλεται εκπρόθεσμα μετά την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μηνός Ιουλίου κάθε φορολογικού έτους, στο άρ. 5, παρ. 6 της ΥΑ Α.1036/2020 εισάγεται μια πιο ελαστική ρύθμιση. Ειδικότερα, η παύση της υπαγωγής στο καθεστώς της εναλλακτικής φορολόγησης δεν επέρχεται μετά την πάροδο της ανωτέρω καταληκτικής ημερομηνίας καταβολής του φόρου, αλλά μετά την πάροδο της τριακοστής πρώτης (31) Δεκεμβρίου του φορολογικού έτους καταβολής του φόρου (άρ. 5 παρ. 6 της ΥΑ Α.1036/2020).
– της διακοπής της έγγαμης σχέσης ή της λύσης του συμφώνου συμβίωσης με τον φορολογούμενο που ζήτησε την υπαγωγή του συζύγου στο καθεστώς της εναλλακτικής φορολόγησης (άρ. 4, παρ. 2, εδ. τελ. της ΥΑ Α.1036/2020).

Άρση της υπαγωγής στο καθεστώς της εναλλακτικής φορολόγησης επέρχεται:
– μόνο στην περίπτωση της μη ολοκλήρωσης της επένδυσης εντός τριετίας από την υποβολή της αίτησης για την υπαγωγή στο καθεστώς της εναλλακτικής φορολόγησης, με την επιφύλαξη του άρ. 6 της ΥΑ Α.1036/2020 (Άρ. 8, παρ. 2 της ΥΑ Α.1036/2020).

Στις περιπτώσεις παύσης της υπαγωγής στο καθεστώς της εναλλακτικής φορολόγησης, ο φορολογούμενος θα φορολογείται εφεξής (ex nunc) για το παγκόσμιο εισόδημά του βάσει των γενικών διατάξεων του ΚΦΕ. Στον αντίποδα, στις περιπτώσεις άρσης της υπαγωγής στο καθεστώς της εναλλακτικής φορολόγησης, ο φορολογούμενος θα φορολογείται για το παγκόσμιο εισόδημά του σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του ΚΦΕ από το πρώτο έτος ένταξής του στο καθεστώς αυτό (ex tunc). Εν ολίγοις, στο τελευταίο αυτό ενδεχόμενο, τα κατ’ αποκοπήν ποσά του φόρου που έχουν καταβληθεί δεν επιστρέφονται.

1Βλ. άρ. 1 ΥΑ Α.1036/2020, όπου επισημαίνεται ότι: «η παρούσα απόφαση εκδίδεται κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων της παρ. 10 του άρ. 5Α του ν, 4172/2013, όπως προστέθηκαν με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4646/2019, για τον καθορισμό της διαδικασίας υπαγωγής στις διατάξεις του άρθρου 5α του ν. 4172/2013, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας, της αρμόδιας υπηρεσίας για την υποβολή, εξέταση και έγκριση της αίτησης, τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν την αίτηση, την ανάκλησή της, την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, την καταβολή του φόρου, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα ή λεπτομέρειες για την εφαρμογή του άρθρου αυτού».
2Βλ. άρ. 3, παρ. 4, εδ. β, γ και δ της ΥΑ Α 1036/2020, όπου επισημαίνεται ότι: «για τα πρόσωπα, τις υπηρεσίες και τους φορείς που διενεργούν μεταφράσεις, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ισχύουν τα αναφερόμενα στο άριθμ. Δ. ΟΡΓ. Δ 1002838 ΕΞ 2020/10-01-2020 έγγραφο της Διεύθυνσης Οργάνωσης. Από τη διαδικασία θεώρησης και μετάφρασης εξαιρούνται οι αιτήσεις για την εφαρμογή των ΣΑΔΦΕ, όπως αυτές ισχύουν για τα κράτη με τα οποία η Ελλάδα έχει συνάψει Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας. Ειδικές προβλέψεις διέπουν τις αιτήσεις για την εφαρμογή των ΣΑΔΦΕ με ΗΠΑ, Τουρκία και Μολδαβία, όπως περιγράφονται στις ΠΟΛ.1107/1999, ΠΟΛ.1092/2005, ΠΟΛ.1210/2015 αντίστοιχα για κάθε κράτος».
3Βλ. άρ. 3, παρ. 5 της ΥΑ Α.1036/2020, όπου σημειώνεται ότι οι επιλέξιμες κατηγορίες επενδύσεων, ο χρόνος διατήρησης τους στην Ελλάδα, η διαδικασία απόδειξης της επένδυσης, η παρακολούθηση της διατήρησης της επένδυσης καθορίζονται από την ΚΥΑ των ΥπΟικ και Ανάπτυξης και Επενδύσεων.
4Τα ΦΠ που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης έχουν την ίδια αντιμετώπιση με τους έγγαμους.
5Θα πρέπει να γίνει δεκτό a maiore ad minus ότι η φορολογική αρχή προχωρά σε αυτοδίκαιη άρση της υπαγωγής του φορολογούμενου στο καθεστώς εναλλακτικής φορολόγησης και στο ενδεχόμενο μη προσκόμισης από τον φορολογούμενο των σχετικών δικαιολογητικών, που να αποδεικνύουν την περάτωση της επένδυσης.

Πηγή