Αναδημοσίευση από το Ενημερωτικό Δελτίο Φεβρουαρίου 2021 της ΣΟΛ Α.Ε.
www.solcrowe.gr

Η λύση και εκκαθάριση πελάτη με νομική μορφή Α.Ε., δεν αποτελεί στοιχείο που να δικαιολογεί από μόνο του την φορολογική έκπτωση της διαγραφείσας απαίτησης, εάν προηγουμένως δεν έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης

ΕΡΩΤΗΜΑ

Ανώνυμη εταιρία εμφανίζει την 31/12/2020, ληξιπρόθεσμη απαίτηση από πελάτη της ημεδαπή Α.Ε.

Η εν λόγω απαίτηση δημιουργήθηκε στη χρήση 2016 από πωλήσεις εμπορευμάτων.

Ο πελάτης, την 30/6/2019, τέθηκε σε εκκαθάριση και τον Μάρτιο 2020, με την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης, διαγράφηκε από το Γ.Ε.ΜΗ.

Ο δημοσιευμένος ισολογισμός έναρξής εκκαθάρισης εμφανίζει αρνητική καθαρή θέση, ενώ ο ισολογισμός λήξης εκκαθάρισης που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. τον Μάρτιο 2020 εμφανίζει ζημία εκκαθάρισης.

Σημειώνεται ότι η εταιρεία δεν έχει προβεί σε καμία ενέργεια (αγωγή, διαταγή πληρωμής κλπ) για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της απαίτησης της, ούτε υφίσταται μετοχική σχέση μεταξύ των δυο εταιρειών.

Δικαιούται η εταιρία να διαγράψει την απαίτηση και να εκπέσει τη ζημία φορολογικά στη χρήση 2020, με μόνο το γεγονός ότι ο πελάτης της Α.Ε. τέθηκε σε λύση και εκκαθαρίστηκε, χωρίς προηγουμένως να έχει διενεργήσει σχετική πρόβλεψη επισφάλειας και ούτε να έχει αναλάβει κατάλληλη ενέργεια για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξής της;

ΓΝΩΜΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Η Γνώμη της Φορολογικής Επιτροπής σχετικά με το παραπάνω ερώτημα σας είναι η εξής:

– Στις διατάξεις του άρθρου 26 «Επισφαλείς απαιτήσεις» του ν. 4172/2013 ορίζονται τα εξής:
«(…)

4.α. Απαίτηση δύναται να διαγραφεί για φορολογικούς σκοπούς μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:

(i) έχει προηγουμένως εγγραφεί ποσό που αντιστοιχεί στην οφειλή ως έσοδο,

(ii) έχει προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορολογούμενου, και

(iii) έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμον ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης. (…)»

– Στην ΠΟΛ.1056/2015 με θέμα «Φορολογική μεταχείριση των προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Κ.Φ.Ε. (ν.4172/2013)» αναφέρονται τα εξής:
«(…)

2. Με τις νέες διατάξεις, οι οποίες εφαρμόζονται για όλα τα νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, ανεξάρτητα αν τηρούν διπλογραφικά ή απλογραφικά βιβλία, καθώς και για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις, καθόσον πλέον, δεν σχηματίζονται προβλέψεις ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν ή όχι επισφαλείς απαιτήσεις, όπως συνέβαινε με τις διατάξεις της περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2238/1994 (παλαιός Κ.Φ.Ε.), αλλά αντίθετα, σε κάθε περίπτωση, ικανή και αναγκαία συνθήκη για το σχηματισμό πρόβλεψης ή τη διαγραφή επισφαλών απαιτήσεων είναι να έχουν αναληφθεί προ του σχηματισμού ή της διαγραφής οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης. Ο υπολογισμός των προβλέψεων γίνεται με βάση το χρόνο κατά τον οποίο παραμένουν ανείσπρακτες οι υπόψη απαιτήσεις και ανάλογα με το ποσό της ληξιπρόθεσμης απαίτησης (οφειλόμενο υπόλοιπο απαίτησης).

(…)

Από τα ανωτέρω και με βάση την αιτιολογική έκθεση του ν.4172/2013 προκύπτει ότι η προϋπόθεση της ανάληψης κατάλληλων ενεργειών για τη διασφάλιση δικαιώματος είσπραξης θέτει ένα ελάχιστο όριο για τη διεκδίκηση είσπραξης της απαίτησης, χωρίς να προσδιορίζει το μέσο για τη διεκδίκηση και κατά τούτο μπορεί να αναληφθεί οποιαδήποτε ενέργεια για την είσπραξη, αρκεί να είναι πρόσφορη για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης. Σε κάθε περίπτωση ο κατάλληλος ή μη χαρακτήρας, ως θέμα πραγματικό, κρίνεται ad hoc με βάση το ύψος της απαίτησης, το φερέγγυο ή μη του καθ’ ου η απαίτηση, καθώς και από άλλους παράγοντες και εναπόκειται στην κρίση της ελεγκτικής αρχής. Ωστόσο οι όποιες ενέργειες, που εξαρτώνται από το ύψος της απαίτησης και την φερεγγυότητα του πελάτη, θα πρέπει να διασφαλίζουν το δικαίωμα της επιχείρησης να εισπράξει τις απαιτήσεις της. Πέραν της άσκησης ένδικου βοηθήματος και της αίτησης για λήψη ασφαλιστικών ή αναγκαστικών μέτρων, κατάλληλες ενέργειες είναι η σφράγιση μίας επιταγής από την εκδότρια τράπεζα, η κατάθεση όλων των απαραίτητων δικαιολογητικών για την έκδοση διαταγής πληρωμής, κ.λπ.

(…)

Στην περίπτωση που οι επιχειρήσεις δεν προέβησαν σε κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης, οι προβλέψεις επισφαλών απαιτήσεων δεν θα αναγνωρίζονται φορολογικά και η επιχείρηση θα πρέπει να προβαίνει στη σχετική φορολογική αναμόρφωση των λογιστικών αποτελεσμάτων.

5. Με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι η πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, ανακτάται άμεσα με τη μεταφορά αυτής της πρόβλεψης στα κέρδη της επιχείρησης, εφόσον η απαίτηση:

α) καταστεί εισπράξιμη ή

β) διαγραφεί.

Η απαίτηση δύναται να διαγραφεί για φορολογικούς σκοπούς μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:

α) έχει προηγουμένως εγγραφεί ποσό που αντιστοιχεί στην οφειλή ως έσοδο,

β) έχει προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορολογούμενου και

γ) έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης.

Με τις ως άνω διατάξεις προβλέπονται οι περιπτώσεις ανάκτησης της πρόβλεψης με μεταφορά της στα κέρδη της επιχείρησης και ορίζονται σωρευτικά και περιοριστικά οι προϋποθέσεις για τη διαγραφή της απαίτησης.

Προκειμένου για τη διαγραφή απαιτήσεων απαιτείται, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η σωρευτική πλήρωση των τριών (3) προϋποθέσεων που ορίζονται στις υπόψη διατάξεις. Ειδικότερα, όσον αφορά στην τρίτη προϋπόθεση με την οποία
απαιτείται να έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξη της απαίτησης
, διευκρινίζεται ότι με αυτές πρέπει να αποδεικνύεται ότι η σχετική απαίτηση είναι ανεπίδεκτη είσπραξης, δηλαδή ότι ο οφειλέτης είναι πράγματι αφερέγγυος.

Η αφερεγγυότητά του μπορεί να αποδεικνύεται ενδεικτικά από τα ακόλουθα:

α) τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου με την οποία να υποχρεώνεται ο οφειλέτης σε εξόφληση,

β) πιστοποιητικό υποθηκοφυλακείου από το οποίο να προκύπτει, κατά περίπτωση, η μη ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή τα υπάρχοντα τοιαύτα με τα τυχόν βάρη τους,

γ) σε περίπτωση διενέργειας πλειστηριασμού σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη, είτε κατά τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης είτε συνεπεία μη επιτεύξεως πτωχευτικού συμβιβασμού, αντίγραφο του πίνακα κατάταξης ή διανομής από συμβολαιογράφο που ορίστηκε για τον πλειστηριασμό της περιουσίας του οφειλέτη, από τον οποίο να προκύπτει η μη ικανοποίηση του δανειστή από το εκπλειστηρίασμα,

δ) τη συμφωνία εξυγίανσης που επικυρώνεται από το πτωχευτικό δικαστήριο σύμφωνα με το έκτο Κεφάλαιο του Πτωχευτικού Κώδικα (ν.3588/2007), με την οποία προβλέπεται, μεταξύ άλλων, και η μείωση των απαιτήσεων των πιστωτών έναντι της επιχείρησης (προπτωχευτική διαδικασία),

ε) σε περίπτωση επιχείρησης που κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης και από τους επίσημους ισολογισμούς της προκύπτει ότι η επιχείρηση αυτή δεν έχει περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, πάγια, χρεόγραφα κλπ.) για να ικανοποιήσει τους οφειλέτες της. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της πτώχευσης. Επομένως, η κήρυξη του οφειλέτη σε κατάσταση πτώχευσης λόγω παύσης πληρωμών δεν επιφέρει από μόνη της απόσβεση της απαίτησης.

στ) σε περίπτωση διακοπής εργασιών κεφαλαιουχικών εταιρειών.

Τα ανωτέρω είναι ενδεικτικά ούτως ώστε να μην αποκλεισθούν και άλλα τα οποία, είτε από μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με τα ανωτέρω, είναι σε θέση να αποδείξουν ότι δεν είναι δυνατή η είσπραξη της απαίτησης. Σε κάθε περίπτωση όμως η επιχείρηση, η οποία φέρει και το βάρος της απόδειξης για την απώλεια συγκεκριμένης απαίτησης, οφείλει όταν της ζητηθεί να προσκομίσει τα δικαιολογητικά εκείνα που διαθέτει στην αρμόδια για τον έλεγχό της φορολογική αρχή η οποία και θα κρίνει τελικά ως θέμα πραγματικό την επισφάλεια και το ανεπίδεκτο της είσπραξης.

– Στην ΠΟΛ.1170/2015 με θέμα «Έκπτωση επισφαλών απαιτήσεων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων λόγω της πτώχευσης αλλοδαπών τουριστικών πρακτορείων το έτος 2014» αναφέρονται τα εξής:

«(…) 2. Από τα ανωτέρω και με βάση την ΠΟΛ.1056/2015 εγκύκλιό μας με την οποία δόθηκαν οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26 του ν.4172/2013 συνάγεται ότι προκειμένου για τη διαγραφή της απαίτησης απαιτείται ο σχηματισμός της πρόβλεψης με βάση τις προϋποθέσεις της παρ.1 του άρθρου αυτού.(…)».

Λαμβάνοντας συνδυαστικά τα ανωτέρω, προκύπτουν τα εξής:

– Για το σχηματισμό πρόβλεψης ή τη διαγραφή επισφαλών απαιτήσεων σε κάθε περίπτωση, ικανή και αναγκαία συνθήκη είναι να έχουν αναληφθεί, προ του σχηματισμού ή της διαγραφής, οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης.

– Η διακοπή εργασιών κεφαλαιουχικών εταιρειών είναι ένδειξη αφερεγγυότητας του πελάτη, όμως για τη φορολογική έκπτωση της διαγραφής της απαίτησης, θα πρέπει προηγουμένως να έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξή της.

– Συνεπώς, παρότι προκύπτει η αφερεγγυότητα του πελάτη λόγω της διακοπής των εργασιών του, η εταιρεία δεν μπορεί να εκπέσει φορολογικά τη ζημία από τη διαγραφή της ανωτέρω επισφαλούς απαίτησης επειδή προηγουμένως δεν έχουν αναληφθεί όλες οι κατά νόμο ενέργειες για την είσπραξή της, που είναι μία εκ τριών σωρευτικών προϋποθέσεων που ορίζονται στην παρ. 4α’ του άρθρου 26 του Ν.4172/2013.

Νομοθεσία – Νομολογία
– Άρθρο 26 του Ν. 4172/2013
ΠΟΛ.1056/2015
ΠΟΛ.1170/2015

Πηγή