Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
esak@naftemporiki.gr
Με σφιχτούς υπολογισμούς περί των ακινήτων θα κινηθούν οι ευρωπαϊκές μαζί και οι ελληνικές τράπεζες σε ό,τι αφορά τα stress tests, δεδομένου πως οι υπολογισμοί σχετικά με το ΑΕΠ μπορεί να υπήρξαν ικανοποιητικοί, δεν ήταν όμως το ίδιο ικανοποιητικές και οι αντίστοιχες προβλέψεις για τις τιμές των εμπορικών ακινήτων.
Εντυπωσιακή κατιούσα ακολουθούν οι τιμές των εμπορικών ακινήτων σε ό,τι αφορά τα σενάρια των stress tests, που σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών θα παρουσιάσουν μεγάλη πτώση το 2021-2023, την οποία τραπεζικοί παράγοντες αποδίδουν στην τηλεργασία και τη μείωση του προσωπικού στους χώρους εργασίας.
Το ποσοστό των εμπορικών κατοικιών οδηγείται σε συνεχή πτώση με βάση τα adverse senarios όσο πιο αναπτυγμένη είναι μια χώρα ψηφιακά. Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες οι χώροι που θα απαιτηθούν από τούδε και στο εξής θα είναι πολύ μικρότεροι, επομένως οι αξίες των εμπορικών ακινήτων μοιραία θα μειωθούν.
Έτσι, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, το ποσοστό στο stress senario για τα έτη 2021, 2022, 2023 αθροιστικά είναι 26,1% υποχώρηση στις τιμές των εμπορικών ακινήτων, ενώ στο Λουξεμβούργο το αντίστοιχο ποσοστό είναι 37,1%, στην Ολλανδία 41% και στο Βέλγιο 40,9%.
Χαρτοφυλάκια
Τα καλύμματα των χαρτοφυλακίων των ελληνικών συστημικών τραπεζών είναι κατά 40% περίπου σε εμπορικά ακίνητα και το ύψος των κόκκινων δανείων πολύ πιο αυξημένο από εκείνο των αντίστοιχων άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Γι’ αυτό και με δεδομένο πως τα stress tests είναι στατικά (ακουμπούν στην αφετηρία της 31/12/20) το αποτέλεσμα της δοκιμασίας εκτιμάται πως θα μεταβληθεί προς το χειρότερο από την παραπάνω μεταβλητή.
Ωστόσο, όπως αναφέρουν καλά πληροφορημένες πηγές, το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι παρά η βάση για έναν διάλογο που θα ξεκινήσει προκειμένου να καθοριστεί το SREP μόλις ανακοινωθούν τα αποτελέσματα της δοκιμασίας.
Οι ελληνικές τράπεζες γνωρίζουν πως η κεφαλαιακή βάση που θα απαιτηθεί στο πλαίσιο των δεδομένων της πανδημίας δεν θα είναι υψηλότερη του 5,5% (CET), την οποία τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας ξεπερνούν κατά πολύ, αφού διατηρούν πολύ υψηλότερα buffers και οι δείκτες τους κινούνται περί το 14%.