Το ΔΕΕ απασχόλησε πρόσφατα υπόθεση που αφορούσε πρόστιμο το οποίο επιβλήθηκε σε νόμιμο ελεγκτή κατόπιν της απασχόλησής του σε βασική διευθυντική θέση εταιρίας της οποίας είχε ελέγξει τους λογαριασμούς στο πλαίσιο υποχρεωτικού ελέγχου.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

Ο προσφεύγων της κύριας δίκης διενήργησε από το έτος 2014 και έως τις 12 Ιουλίου 2018, ως κύριος εταίρος ελέγχου, τον υποχρεωτικό έλεγχο της X Oyj (στο εξής: ελεγχόμενη εταιρία) για λογαριασμό ενός ελεγκτικού γραφείου.

Στις 5 Φεβρουαρίου 2018, ο προσφεύγων ολοκλήρωσε, υπό την ιδιότητα αυτή, τον υποχρεωτικό έλεγχο της εταιρίας αυτής αναφορικά με την εταιρική χρήση του έτους 2017.

Στις 12 Ιουλίου 2018, ο προσφεύγων της κύριας δίκης συνήψε σύμβαση εργασίας με την προμνησθείσα εταιρία.

Στις 17 Ιουλίου 2018, η ελεγχόμενη εταιρία γνωστοποίησε, με ανακοίνωση προς το χρηματιστήριο, ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης είχε διορισθεί οικονομικός διευθυντής, καθώς και μέλος της διευθυντικής ομάδας και ότι θα αναλάμβανε τα καθήκοντά του τον Φεβρουάριο του 2019.

Στις 31 Αυγούστου 2018, ο προσφεύγων έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του στο ελεγκτικό γραφείο όπου απασχολούνταν. Σε δήλωση που κοινοποιήθηκε αυθημερόν από το εν λόγω γραφείο στο όργανο εποπτείας των ελεγκτών, η ελεγχόμενη εταιρία επιβεβαίωσε εγγράφως ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης δεν θα ασκούσε σημαντικά καθήκοντα σχετικά με τη διεύθυνση, τα οικονομικά ή την κοινοποίηση στοιχείων της εταιρίας αυτής έως τη δημοσίευση της έκθεσης ελέγχου αναφορικά με την εταιρική χρήση του έτους 2018.

Με απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2018 (στο εξής: επίδικη απόφαση), η αρμόδια εθνική αρχή επέβαλε στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης πρόστιμο ύψους 50 000 ευρώ, με την αιτιολογία ότι αυτός δεν είχε τηρήσει την καλούμενη διετή περίοδο «αναμονής», την οποία προβλέπει το άρθρο 11 του κεφαλαίου 4 του νόμου περί του υποχρεωτικού ελέγχου των λογαριασμών, ως προς τους φορείς δημόσιου συμφέροντος. Η προμνησθείσα αρχή έκρινε ότι η σχετική περίοδος έπρεπε να υπολογισθεί από την ημερομηνία κατά την οποία αυτός είχε παύσει να ασκεί τα καθήκοντά του στο ελεγκτικό γραφείο υπό την ιδιότητα του κύριου εταίρου ελέγχου σε σχέση με τον υποχρεωτικό έλεγχο της ελεγχόμενης εταιρίας, ήτοι από τις 12 Ιουλίου 2018. Ο προσφεύγων είχε αναλάβει, όμως, την ίδια αυτή ημέρα, βασική διευθυντική θέση στην ελεγχόμενη εταιρία, εν προκειμένω αυτή του οικονομικού διευθυντή, κατόπιν της σύναψης σύμβασης εργασίας με την εταιρία.

Στις 14 Δεκεμβρίου 2018, καταχωρίσθηκε στο εμπορικό μητρώο ένα άλλο ελεγκτικό γραφείο ως οντότητα επιφορτισμένη με τον υποχρεωτικό έλεγχο της ελεγχόμενης εταιρίας.

Μετά την ολοκλήρωση, στις 5 Φεβρουαρίου 2019, του υποχρεωτικού ελέγχου της προμνησθείσας εταιρίας από το έτερο ελεγκτικό γραφείο για την εταιρική χρήση του έτους 2018, ο προσφεύγων της κύριας δίκης άρχισε να ασκεί τα καθήκοντά του στην εν λόγω εταιρία ως οικονομικός διευθυντής και ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου.

Ο προσφεύγων της κύριας δίκης άσκησε ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου του Ελσίνκι, Φινλανδία,
προσφυγή με αίτημα τη μείωση τουλάχιστον κατά το ήμισυ του προστίμου που του επιβλήθηκε με την επίδικη απόφαση.

Προς στήριξη της προσφυγής, ο προσφεύγων της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως, δεδομένου ότι η φράση «αναλαμβάνει […] θέση» του άρθρου 22α, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/43 αναφέρεται οπωσδήποτε σε μια κατάσταση κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έχει πράγματι αναλάβει καθήκοντα. Συγκεκριμένα, ενόσω δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος, μολονότι θεωρεί εαυτόν ηθικώς συνδεδεμένο με την εταιρία που τον προσέλαβε, δεν κατέχει πραγματική θέση σε αυτήν και δεν ασκεί επιρροή στη διαχείριση των υποθέσεών της. Καίριο δηλαδή στοιχείο της εκτίμησης που πρέπει να πραγματοποιηθεί σε σχέση με την ανεξαρτησία είναι η δυνατότητα του ενδιαφερόμενου να ασκεί επιρροή στους ετήσιους λογαριασμούς του νέου εργοδότη του. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, εν προκειμένω, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης ανέλαβε τη συγκεκριμένη θέση αφ’ ης στιγμής άρχισε να ασκεί καθήκοντα στην ελεγχόμενη εταιρία υπό την ιδιότητα του οικονομικού διευθυντή, τον Φεβρουάριο του 2019.

Το διοικητικό πρωτοδικείο του Ελσίνκι αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 22α, παράγραφος 1, [της οδηγίας 2006/43] την έννοια ότι ο κύριος εταίρος ελέγχου αναλαμβάνει θέση όπως περιγράφεται στην εν λόγω διάταξη με τη σύναψη της σχετικής σύμβασης εργασίας;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: έχει το άρθρο 22α, παράγραφος 1, [της εν λόγω οδηγίας] την έννοια ότι ο κύριος εταίρος ελέγχου αναλαμβάνει θέση όπως περιγράφεται στην εν λόγω διάταξη, μόλις αρχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του στην οικεία θέση;»

Η απόφαση του Δικαστηρίου :

Το άρθρο 22α, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2014/56/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, έχει την έννοια ότι νόμιμος ελεγκτής, όπως ο κύριος εταίρος ελέγχου που διορίζεται από ελεγκτικό γραφείο σε σχέση με ελεγκτική εργασία, πρέπει να θεωρείται ότι αναλαμβάνει βασική διευθυντική θέση στην ελεγχόμενη οντότητα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, αφ’ ης στιγμής συνάψει με την τελευταία σύμβαση εργασίας για τη θέση αυτή, έστω και εάν δεν έχει αρχίσει ακόμη να ασκεί πράγματι τα καθήκοντά του στην εν λόγω θέση.

Πηγή