Αριθμός 2/2024

(ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Ελένη Φραγκάκη, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μυρσίνη Παπαχίου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Δήμητρα Ζώη και Ασημίνα Υφαντή, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Χρήστο Κατσιάνη, Ιωάννα Μαργέλλου – Μπουλταδάκη, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Τσουλό, Παρασκευή Τσούμαρη, Γεώργιο Αυγέρη, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Αριστείδη Βαγγελάτο – Εισηγητή, Ελευθέριο Σισμανίδη, Νικόλαο Πουλάκη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Ελένη Χροναίου, Σταυρούλα Κουσουλού, Σωκράτη Πλαστήρα, Αγαθή Δερέ, Χριστίνα – Ζαφειρία Γαβριηλίδου, Τριανταφύλλη Δρακοπούλου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Κορνηλία Πανούτσου, Σταύρο Μάλαινο, Μαλαματένια Κουράκου, Φώτιο Μουζάκη, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία – Μάριον Δερεχάνη, Αικατερίνη Χονδρορίζου, Λεωνίδα Χατζησταύρου, Ευαγγελία Γιακουμάτου, Μερόπη Τζουγκαράκη, Ιφιγένεια Ματσούκα, Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, Μιχαήλ Αποστολάκη, Νίκη Κατσιαούνη, Φωτεινή Μηλιώνη, Αντιγόνη Τζελέπη, Μαρία Γιαννακοπούλου, Απόστολο Φωτόπουλο, Μαρία Πετσάλη, Ερατώ Κολέση, Ερασμία Λιούλη, Ζωή Καραχάλιου, Σπυριδούλα Λιάτη, Ευαγγελία Στεργίου, Στυλιανή Μπλέτα, Ηλία Γιαρένη, Ελένη Θεοδωρακοπούλου και Δέσποινα Βασιλοδημητράκη, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 25η Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστοτέλη Χριστόπουλου (κωλυομένης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως A. Α. για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των καλούντων – αναιρεσιβλήτων: 1.Α. Κ. του Μ., 2.Α. Σ. του Μ., 3.Α. Χ. του Ι., 4.Δ. Τ. του Γ., 5.Γ. Δ. του Ν., 6.Α. Π. του Ν., 7.Ό. Π. του Α., 8.Δ. Τ. του Λ., 9. Μ. Κ. του Γ., 10.Ι. Τ. του Ν., 11.Χ. Μ. του Γ., 12.Χ. Τ. του Α., 13.Ε. Τ. του Σ., 14.Ε. Γ. του Ν.,15.Α. Κ. του Δ., 16.Ε. Σ. του Π., 17.Γ. Β. του Χ., 18.Β. Α. του Α., 19.Μ. Α. του Κ., 20.Ν. Κ. του Δ.., 21.Χ. Π. του Ε., 22.Γ. Π. του Π., 23.Α. Τ. – Ζ. του Α., 24.Σ. – Β. Μ. του Σ., 25.Α. Σ. του Γ., 26.Α. Ρ. του Ι., 27.Μ. Ψ. του Μ., 28.Ε. Κ. του Α., 29.Ε. Χ. του Ε., 30Π. Τ. του Α., 31.Γ. Δ. του Ν., 32.Ε. Μ. του Δ.., 33.Ι. Α. του Γ., 34.Α. Τ. του Λ., 35.Χ. Θ. του Α., 36.Λ. Π. του Κ., 37.Φ. Ε. του Σ., 38.Μ. Α. του Π., 39.Κ. Σ. του Π., 40.Ε. Τ. του Κ., 41.Γ. Γ. του Γ., 42.Β. Κ. του Κ., 43.Κ. Χ. του Π., 44.Α. Χ. του Κ., 45.Ε. Μ. του Χ., 46.Π. Μ. του Χ., 47.Λ. Α. – Χ. του Τ., 48.Π. Δ. του Δ., 49.Ι. Π. του Π., 50.Φ. Μ. του Δ.., 51.Ι. Κ. του Π., και 52.Γ. Α. του Χ., απάντων κατοίκων Αθηνών. Οι 3ος (Α. Χ.), 8ος (Δ. Τ.) και 10ος (Ι. Τ.) δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ι. Τ., ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

Του καθ ‘ού η κλήση – αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “1η Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής” (1η Δ.Υ.Π.Ε. Αττικής), η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του …….., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-6-2018 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και λοιπών προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2330/2018 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου και 1514/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο με την από 21-9-2020 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η … απόφαση του Β1′ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου που παρέπεμψε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους αναφερόμενους στο σκεπτικό πρώτο, κατά το δεύτερο αυτού σκέλος, και δεύτερο λόγους της αίτησης για αναίρεση με αριθμό 1514/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Κατόπιν αυτής της απόφασης, η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την από 26-5-2023 κλήση των εκ των αναιρεσιβλήτων καλούντων. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των καλούντων, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξε και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς του, που αναφέρονται στις προτάσεις του και ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.

Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι παρεπεμφθέντες στην Πλήρη Ολομέλεια, πρώτος κατά το δεύτερο αυτού σκέλος, και δεύτερος, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, λόγοι αναίρεσης κατά της με αριθμό 1514/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Κατά την 28η Μαρτίου 2024, ημέρα που συγκροτήθηκε το δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Δήμητρα Ζώη και οι Αρεοπαγίτες Γεώργιος Καλαμαρίδης, Παρασκευή Τσούμαρη, Γεώργιος Αυγέρης, Ελευθέριος Σισμανίδης, Ελένη Χροναίου, Σωκράτης Πλαστήρας, Αγαθή Δερέ, Κορνηλία Πανούτσου, Σταύρος Μάλαινος, Ιφιγένεια Ματσούκα, Φωτεινή Μηλιώνη και Ερατώ Κολέση, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 27 παρ.2 του ν. 4938/2022, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 26 Μαΐου 2023 με αριθμ. καταθ. … κλήση των καλούντων-αναιρεσίβλητων, στους οποίους (καλούντες) δεν συμπεριλαμβάνονται α) οι 7ος, 51η και 57ος αναιρεσίβλητοι, ως προς τους οποίους με την υπ’αριθμ. … παραπεμπτική απόφαση του Αρείου Πάγου κηρύχτηκε απαράδεκτη η συζήτηση της από 21 Σεπτεμβρίου 2020 με αριθ. κατάθ. …../……../30.9.2020 αίτησης αναίρεσης και β) οι 2η και 4ος αναιρεσίβλητοι, ως προς τους οποίους, με την ως άνω απόφαση, απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης, κατά του καθού η κλήση- αναιρεσείοντος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία “1η Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής” (1η Δ.Υ.ΠΕ. Αττικής), νόμιμα φέρονται ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου οι εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος κατά το δεύτερο σκέλος αυτού και δεύτερος λόγοι της ένδικης αίτησης, με την ποία διώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1514/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών. Οι αναιρετικοί αυτοί λόγοι παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου με την με αριθ. … απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 563 παρ. 2 εδ. β` του ΚΠολΔ και του άρθρου 27 παρ. 2 περ. γ του ν. 4938/2022 “Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και λοιπές διατάξεις”, επειδή κρίθηκε ότι οι ως άνω λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους το αναιρεσείον ΝΠΔΔ υποστηρίζει ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 138 επ. του ν. 4472/2017 κρίνοντας ότι αυτές είναι αντίθετες με τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ.2, 25 παρ.1 και 29 του Συντάγματος, το μεν δημιουργούν ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, και δη αν το νέο μισθολόγιο, που καθιερώνεται με τις διατάξεις του ν. 4472/2017, παραβιάζεται η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ιατρών του ΕΣΥ, διότι η περί τούτου κρίση αφορά όχι μόνο τους αναιρεσίβλητους, αλλά μεγάλο αριθμό ιατρών που απασχολούνται με συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε φορείς παροχής υπηρεσιών υγείας, όπως είναι οι Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών όλης της χώρας, όπου έχουν ανακύψει αντίστοιχες διαφορές, πολλές των οποίων εκκρεμούν στα Δικαστήρια της ουσίας, το δε ανακύπτει ζήτημα συμβατότητας με το Σύνταγμα των πιο πάνω διατάξεων των άρθρων 138 επ. και 162 του ν. 4472/2017, με την οποία νομοθετήθηκαν οι αποδοχές των ιατρών καθώς και η αναδρομικότητα του εν λόγω νόμου και ειδικότερα της συμβατότητας αυτών με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.5 και 25 παρ.4 του Συντάγματος, καθώς και στις αρχές της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας, λόγω μάλιστα και της διαμορφωθείσας, υπέρ της άποψης της αντισυνταγματικότητας της διάταξης αυτής, νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (…).

Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ.1, 568 παρ. 1, 2, 4 και 576 παρ. 1-3 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί και δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ’ αυτήν κάποιος διάδικος, το Δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αίτησης και, αν μεν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζήτησής της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση. Στην προκειμένη περίπτωση από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης της Πλήρους Ολομελείας του Δικαστηρίου τούτου, προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο ο 3ος καλών – 5ος αναιρεσίβλητος Α. Χ., ο 8ος καλών – 11ος αναιρεσίβλητος Δ. Τ. και ο 10ος καλών – 13ος αναιρεσίβλητος Ι. Τ., ούτε υποβλήθηκε ως προς αυτούς η κατά το άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση (άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ), δήλωση, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι τη συζήτηση της από 26.5.2023 κλήσης, ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του παρόντος Δικαστηρίου, επέσπευσαν εγκύρως όλοι οι καλούντες-αναιρεσίβλητοι, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως υπ’αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Ν. Ν., από την οποία επίσης προκύπτει, ότι κατόπιν παραγγελίας του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ι. Τ. (ο οποίος είχε εκπροσωπήσει όλους τους καλούντες, ως αναιρεσίβλητους, κατά τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθμ. … παραπεμπτική απόφαση του Αρείου Πάγου), ακριβές αντίγραφο αυτής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στο καθού η κλήση-αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ.. Επομένως εφόσον οι ως άνω απολειπόμενοι 3ος, 8ος και 10ος καλούντες επέσπευσαν, από κοινού με τους λοιπούς καλούντες, εγκύρως τη συζήτηση της υπόθεσης, πρέπει να δικασθούν ερήμην, η συζήτηση, όμως, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτοί παρόντες.

Το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 4 παρ. 5 ότι: “Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους”, στο άρθρο 25 παρ. 1 και 4 ότι: “1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους […] Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας […] 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης”, στο άρθρο 79 παρ. 1 ότι: “Η Βουλή κατά την τακτική ετήσια συνοδό της ψηφίζει τον προϋπολογισμό των εσόδων και εξόδων του Κράτους για το επόμενο έτος […]” και στο άρθρο 106 παρ. 1 ότι: “Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας […]”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης δύναται, ιδίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης ή εξόδου από περιόδους οικονομικής κρίσης, να καθορίζει εξ υπαρχής τις δαπάνες του και δη τις μισθολογικές δαπάνες των δημοσίων λειτουργών, κατά τρόπο ώστε να μην επέρχεται ανατροπή των δημοσιονομικών μεγεθών σε βαθμό που θα ετίθετο σε διακινδύνευση η δημοσιονομική σταθερότητα του κράτους (ΟλΑΠ 2/2023, 3-4/2022, …). Η δυνατότητα, όμως, αυτή, κατά τον καθορισμό των ως άνω μισθολογικών δαπανών, δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν όπως το βάρος της επίτευξης δημοσιονομικής σταθερότητας κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, ως επίσης και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου μάλιστα ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, εν όψει και της καθιερούμενης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξίωσης του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό το βάρος που προκύπτει από τον σχεδιασμό που γίνεται προς επίτευξη της δημοσιονομικής σταθερότητας να επιβάλλεται μονίμως σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική, εν τέλει, επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να καθίσταται πλέον εμφανής η υπέρβαση σε βάρος τους των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών (ΟλΑΠ 3-4/2022, …). Επί πλέον όρια στην εξουσία του νομοθέτη να επανακαθορίζει δαπάνες και συναφώς να επαναπροσδιορίζει, υπό το προπαρατεθέν ανωτέρω πρίσμα, αποδοχές δημοσίων λειτουργών πηγάζουν και από τυχόν ειδικές διατάξεις του Συντάγματος που αφορούν συγκεκριμένες κατηγορίες αυτών (…). Περαιτέρω, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 5 παρ. 5, που προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του 2001 με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (Α’ 84), ότι “Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας …”, στο άρθρο 21 παρ. 3 ότι “Το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών …” και στο άρθρο 22 παρ. 5, όπως η παρ. αυτή αναριθμήθηκε με την αναθεώρηση του 2001, ότι “Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει”. Από τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος συνάγεται ότι γεννάται ευθεία υποχρέωση του Κράτους και των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης για την προστασία της υγείας των πολιτών και ότι η άσκηση κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας, η οποία συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών σχετικών με την υγεία, επιτρέπεται μόνον σε εκείνα τα πρόσωπα που έχουν τα προσόντα, τα οποία ο νομοθέτης κρίνει αναγκαία προκειμένου να εξασφαλίζεται η παροχή στους πολίτες υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου (ΟλΑΠ 3-4/2022, …). Προς εκπλήρωση της παραπάνω συνταγματικής επιταγής για τη λήψη μέτρων προστασίας της υγείας, εκδόθηκε ο ν. 1397/1983 “Εθνικό Σύστημα Υγείας” (Α’ 143), με τον οποίο οργανώθηκε η παροχή υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες με τη δημιουργία δημόσιου τομέα υγείας και ρυθμίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα ζητήματα της υπηρεσιακής κατάστασης και του μισθολογικού καθεστώτος των ιατρών του Ε.Σ.Υ. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 30 του ως άνω ν. 1397/1983 και ακολούθως τις διατάξεις των άρθρων 43, 44 και 45 του ν. 3205/2003 (Α’, 297), ρυθμίστηκε το μισθολογικό καθεστώς των ιατρών του Ε.Σ.Υ. και καθορίστηκε ειδικό μισθολόγιο, με τη χρήση γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων συναφών προς το αντικείμενο των εν λόγω ρυθμίσεων. Όπως εκτίθεται στην εισηγητική έκθεση του ν. 1397/1983, ο θεσμός του ιατρού πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης του Ε.Σ.Υ. αποτελεί βασικό άξονα στήριξης του Ε.Σ.Υ., κύριο δε χαρακτηριστικό του είναι “η καθιέρωση ειδικού μισθολογίου που εξασφαλίζει στον ιατρό αποδοχές που ανταποκρίνονται στο έργο που προσφέρει, στις συνθήκες που ασκεί το έργο του, τις ευθύνες που του δημιουργεί η αποστολή του, στην πολύχρονη πανεπιστημιακή και μεταπανεπιστημιακή (ειδίκευση) εκπαίδευση και στη διαρκή εκπαίδευσή του για να μην αποκόβεται από τις προόδους και τις εξελίξεις της επιστήμης” (σελ. 8). Κατά την ίδια εισηγητική έκθεση (σελ.29) η θέσπιση ειδικού μισθολογίου και η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ιατρών του Ε.Σ.Υ. από το νομοθέτη υπαγορεύθηκε, από την ανάγκη να εξασφαλιστεί σ’αυτούς ένα εισόδημα που να τους απαλλάσσει από τις βιοποριστικές ανάγκες, ώστε να αφήνονται απερίσπαστοι στην επιτέλεση του έργου τους, ως κριτήρια δε για τη διαμόρφωση των συνολικών αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ. ελήφθησαν υπόψη: α) οι ειδικότερες συνθήκες άσκησης του ιατρικού έργου, β) οι ιδιαίτερες ευθύνες που δημιουργεί στο ιατρό η άσκηση του λειτουργήματός του και η σημασία του έργου του για το κοινωνικό σύνολο και το συγκεκριμένο άτομο που του εμπιστεύεται την υγεία του, την ίδια του τη ζωή, γ) η ανάγκη και η υποχρέωση του ιατρού για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη του, δ) η συνεχής ενημέρωση, συμπλήρωση και ανανέωση των γνώσεων του ιατρού πάνω στις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης, αλλά και της ιατρικής τεχνολογίας και η ευθύνη του για την αξιοποίηση των επιτευγμάτων των εξελίξεων αυτών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, ε) τα περισσότερα χρόνια σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες επιστήμες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, στ) η πολύχρονη πανεπιστημιακή μετεκπαίδευση για ειδίκευση και λήψη τίτλου ειδικότητας, ζ) ο περισσότερος συγκριτικά με άλλους κλάδους δημόσιας διοίκησης, χρόνος εργασίας, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του νόμου, αλλά κύρια, η υποχρέωση του ιατρού να εργάζεται και πέραν από το κανονικό ωράριο εργασίας του και η υποχρεωτική εφημερία ετοιμότητας που αποτελεί ισχυρή δέσμευση της ιδιωτικής ζωής του ιατρού, η) οι πάγιες ανάγκες του ιατρού για την απόκτηση επιστημονικών συγγραμμάτων και περιοδικών που είναι απαραίτητα για την ενημέρωσή του πάνω στη διεθνή και εσωτερική βιβλιογραφία που αφορά σε ιατρικά θέματα, θ) η δεοντολογική υποχρέωση του ιατρού να παρέχει τις υπηρεσίες του σε οποιονδήποτε έχει την ανάγκη του και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ι) η απαγόρευση του ιατρού να ασκεί οποιοδήποτε ιδιωτικό έργο και η αποκλειστική του απασχόληση στο εθνικό σύστημα υγείας. Το ειδικό αυτό μισθολόγιο αποτελείται από το βασικό μισθό, κλιμακούμενο ανάλογα με το βαθμό και τα χρόνια υπηρεσίας, και από διάφορες αποζημιώσεις, επιδόματα και προσαυξήσεις. Ειδικότερα, ο μηνιαίος βασικός μισθός όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών Ε.Σ.Υ. καθορίζεται με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Επιμελητή Β’, ο οποίος πολλαπλασιάζεται με τους προβλεπόμενους στη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 3205/2003 συντελεστές, για Διευθυντή 1,40, Επιμελητή Α’ 1,20, Επιμελητή Β’ 1,00 και Επιμελητή Γ’ και ειδικευόμενο 0,70. Ο βασικός μισθός του Επιμελητή Β’ ορίστηκε αρχικά σε 1.042 ευρώ, από 1.1.2005 σε 1.080 ευρώ (άρθρο 2 ν. 3336/2005), από 1.1.2006 σε 1.112 ευρώ (άρθρο 11 ν. 3453/2006 ), από 1.1.2007 σε 1.151 ευρώ (άρθρο 1 περ. ιδ ν. 3554/2007) από 1.1.2008 σε 1.180 ευρώ και από 1.10.2008 σε 1.203 ευρώ (άρθρο 5 περ. ιδ’ ν. 3670/2008). Ακολούθως, με το άρθρο 6 του ν. 3754/2009 (Α’, 43) ορίστηκαν από 1.1.2009 οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ. ως ακολούθως: του Διευθυντή σε 2.054 ευρώ, του Επιμελητή Α’, σε 1.759 ευρώ, του Επιμελητή Β’ σε 1.468 ευρώ και του ειδικευόμενου σε 1.027 ευρώ. Οι εν λόγω βασικοί μηνιαίοι μισθοί διατηρήθηκαν ίδιοι και με τη διάταξη του άρθρου 55 του ν. 3918/2011 (Α’, 31), με την οποία προστέθηκε και ο βασικός μηνιαίος μισθός του Συντονιστή Διευθυντή, ο οποίος ορίστηκε σε 2.055 ευρώ. Εξάλλου, πέραν του βασικού μισθού καταβάλλονταν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 44 του ν. 3205/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν. 3754/2009 : α) επίδομα χρόνου υπηρεσίας, β) επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, γ) επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης του ιατρικού έργου, το οποίο οριζόταν για το Διευθυντή σε 450 ευρώ, τον Επιμελητή Α’ σε 389 ευρώ, τον Επιμελητή Β’ σε 327 ευρώ και τον ειδικευόμενο σε 355 ευρώ, δ) πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια θέσης Επιμελητή Α’ σε 293 ευρώ, Επιμελητή Β’ σε 247 ευρώ και ειδικευόμενο σε 185 ευρώ, στ) οικογενειακή παροχή, ζ) επίδομα ευθύνης για τους Διευθυντές σε 235 ευρώ και τους Επιμελητές Α’, εφόσον τους απονέμεται ο τίτλος του Αναπληρωτή Διευθυντή 40% του αντιστοίχου επιδόματος της θέσης ευθύνης του Διευθυντή. Από τις παρατεθείσες διατάξεις που αφορούν στη μισθολογική εξέλιξη των ιατρών του Ε.Σ.Υ., προκύπτει ότι ο νομοθέτης επεφύλαξε διαχρονικά στους ιατρούς του Ε.Σ.Υ. ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση, με αποδοχές προβλεπόμενες ειδικώς στο νόμο και ύψους αναλόγου προς την σημασία του λειτουργήματός τους, κατ’ εκτίμηση των ειδικών συνθηκών άσκησης του εν λόγω λειτουργήματος, των ιδιαίτερων απαιτήσεων του ιατρικού επαγγέλματος, όσον αφορά το χρόνο απασχόλησης, την ένταση και την ποιότητα της εργασίας, των ιδιαιτέρων ευθυνών που απορρέουν από την άσκησή του, του καθεστώτος πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης υπό το οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, του μεγαλύτερου χρόνου γενικής εκπαίδευσης σε σχέση με άλλους επιστήμονες, της πολυετούς μεταπανεπιστημιακής μετεκπαίδευσής τους για ειδίκευση αλλά και της ανάγκης για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη τους (…). Η ευνοϊκή αυτή μεταχείριση δεν ταυτίζεται με εκείνη των άμεσων πολιτειακών οργάνων του Κράτους, η οποία θεμελιώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος και, ειδικότερα, όσον αφορά τους δικαστικούς λειτουργούς, κατοχυρώνεται και ρητά στο άρθρο 88 παρ. 2 αυτού, το οποίο επιτάσσει ευθέως την χορήγηση σ’ αυτούς, με ειδικό νόμο, αποδοχών αναλόγων προς το λειτούργημά τους. Η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ιατρών του Ε.Σ.Υ. απορρέει εμμέσως από την κατά το Σύνταγμα (άρθρο 21 παρ. 3) υποχρέωση του Κράτους για την παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου προς όλους τους πολίτες, την οποία υλοποιούν κατ’ εξοχήν οι ιατροί του Ε.Σ.Υ., και εγγυάται τη διαμόρφωση του ύψους των αποδοχών τους με κριτήρια συναπτόμενα όχι μόνο προς τον βαθμό και τα καθήκοντα της θέσης τους, αλλά και προς τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης και την επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους (κίνδυνοι έκθεσης σε μολυσματικούς παράγοντες κλπ), ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους, συγχρόνως δε για να αποτρέπεται η εξωϋπηρεσιακή τους απασχόληση, και δη σε τομείς της ιδιωτικής οικονομίας που ιδιαιτέρως εξυπηρετούνται από την ιατρική τους ιδιότητα (προμήθειες υλικών, χορήγηση σκευασμάτων, συνεργασία με ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας κλπ.). Η υποχρέωση τήρησης από τον κοινό νομοθέτη της εν λόγω αρχής αποτελεί μία πρόσθετη θεσμική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής του Ε.Σ.Υ. μέσω της ενίσχυσης του ιατρικού προσωπικού του, αλλά και δικαίωμα των ιατρών, λόγω των απαγορεύσεων και περιορισμών, στους οποίους υπόκεινται και της επικινδυνότητας των καθηκόντων τους (…). Και ναι μεν στο πλαίσιο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε κρατουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών ο κοινός νομοθέτης δύναται, κατ’ αρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο (…), δεδομένου μάλιστα ότι από καμία αυξημένης τυπικής ισχύος διάταξη ή αρχή δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε αποδοχές συγκεκριμένου ύψους (…), όμως ο επαναπροσδιορισμός του μισθολογικού καθεστώτος των εν λόγω δημοσίων λειτουργών με τέτοιο τρόπο, που να επιφέρει ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμηθεί το δημοσιονομικό όφελος, σε σχέση με τις επιπτώσεις, που μπορεί να έχει στην λειτουργία του Ε.Σ.Υ., καθώς και αν ο συγκεκριμένος επαναπροσδιορισμός (καθό μέρος επιφέρει ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος) είναι αναγκαίος ή θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το ιατρικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ. Η υποχρέωση αυτή, η οποία ισχύει, κατ’ αρχήν, για κάθε σημαντική διαφοροποίηση αποδοχών, η οποία στρέφεται κατά συγκεκριμένης κατηγορίας υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου, καθίσταται εντονότερη στην περίπτωση των ιατρών του Ε.Σ.Υ., υπέρ των οποίων ο νομοθέτης, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, υποχρεούται κατά τον προσδιορισμό του ύψους των αποδοχών τους να λαμβάνει υπόψιν, εκτός από τα συνήθη κριτήρια, και τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης και την επικινδυνότητα του λειτουργήματός τους, καθώς και την κατ’ αρχήν αποκλειστική αφιέρωση στο λειτούργημα αυτό, ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους. Στο αρμόδιο δε δικαστήριο επιφυλάσσεται ο έλεγχος της συνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων από την άποψη της λήψεως υπόψιν από τον νομοθέτη, στην συγκεκριμένη περίπτωση, των ως άνω νομίμων κριτηρίων και όχι άλλων προδήλως απρόσφορων (…). Περαιτέρω, οι ιατροί του Ε.Σ.Υ, υπέστησαν διαδοχικώς τις παρακάτω μειώσεις στις αποδοχές τους: Α) Με το άρθρο 1 παρ. 2 του Κεφαλαίου Α’ του ν. 3833/2010 (Α 40) ορίστηκε ότι: “2. Τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.), των μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, καθώς και του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος μειώνονται κατά ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%). […] και τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα […]. Β) Με το άρθρο τρίτο του ν. 3845/2010 (Α 65) ορίστηκε ότι: “1. Τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, μειώνονται κατά ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%)……. 6. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπάλληλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4 καθορίζονται ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Τα επιδόματα του προηγουμένου εδαφίου καταβάλλονται εφόσον οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων του προηγούμενου εδαφίου, δεν υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Αν με την καταβολή των επιδομάτων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα και αμοιβές υπερβαίνουν το ύψος αυτό, τα επιδόματα του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής καταβάλλονται μέχρι του ορίου των τριών χιλιάδων (3.000 ευρώ), με ανάλογη μείωση τους…..”. Γ) Με το άρθρο 38 παρ. 5 του ν. 3986/2011 (Α 152) ορίστηκε ότι: “Αναστέλλονται από 01.07.2011 και μέχρι τη θέσπιση νέου ενιαίου μισθολογίου: α) Οι διατάξεις της παραγράφου Α.1 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 (που προβλέπουν το επίδομα χρόνου υπηρεσίας των ιατρών του Ε.Σ.Υ.) …”, οι διατάξεις δε του ανωτέρω άρθρου διατηρήθηκαν σε ισχύ με την παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 4024/2011 (Α’, 226), στην οποία, με το εδάφιο β’ της περίπτωσης 38 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, προστέθηκαν οι λέξεις “και μέχρι την τροποποίηση των διατάξεων του Β’ Μέρους του ν. 3205/2003 με τις οποίες επέρχονται μειώσεις στα ειδικά μισθολόγια”. Δ) Με το άρθρο 55 παρ. 23 δ’ του ν. 4002/2011 (Α, 180) μειώθηκε από 1.7.2011 περαιτέρω κατά ποσοστό 20% το προβλεπόμενο από την παρ. Α.3 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, όπως είχε διαμορφωθεί. Ε) Με το άρθρο 6 παρ. 9 του ν. 4052/2012 (Α 41) μειώθηκε, από 1.1.2012, ο συντελεστής βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών από 0,0059 σε 0,0052 επί του βασικού μισθού, ενώ με την ίδια διάταξη μειώθηκε, από 1.1.2012, και το μηνιαίο ποσό που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Διευθυντές που υπηρετούν σε Νοσοκομεία της Α’ Ζώνης από 55% σε 49% του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού του Διευθυντή Ε.Σ.Υ, στρογγυλοποιούμενο στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ. Παραλλήλως, οι ιατροί του Ε.Σ.Υ. υπεβλήθησαν και στο σύνολο των γενικής φύσεως οικονομικών και φορολογικών μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, τέτοια δε μέτρα ήσαν, μεταξύ άλλων, η σταδιακή μείωση του αφορολόγητου ορίου, ο περιορισμός των κλιμακίων και η αύξηση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος [άρθρο 27 του ν. 3986/2011, άρθρα 1 επ. του ν. 3842/2010, άρθρο 38 του ν. 4024/2011], η επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (άρθρο 29 του ν. 3986/2011). Ακολούθως, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-36 της υποπαραγράφου Γ.1. της παραγράφου Γ. του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 “Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016″ (Α’ 222) επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από το νομοθέτη ως “ειδικά μισθολόγια”, με βάση τα οποία αμείβονται διάφορες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων. Ειδικότερα, με την περίπτωση 1 της ανωτέρω υποπαραγράφου (Γ1) ορίστηκε ότι “Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη για λειτουργούς καταργούνται από 1.2.2013”, ενώ με την περίπτωση 27 της ως άνω υποπαραγράφου αντικαταστάθηκαν από 1.8.2012 οι διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 1 του ν. 3205/2003 και επήλθαν περαιτέρω μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ., με τη μείωση του βασικού μισθού όλων των βαθμών της ιεραρχίας του ως άνω κλάδου (περ. 27.α), τη μείωση των προβλεπομένων στις παραγράφους 3, 4, και 6 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 επιδομάτων και αποζημιώσεων (επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης και επίδομα θέσεως ευθύνης, αντίστοιχα) (περίπτωση 27.β. και 27.γ.), τη μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, τη μείωση της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ. και τον καθορισμό προσαύξησης ενεργού εφημερίας 30 ευρώ αδιακρίτως για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας (περίπτ. 27.δ.), τη μείωση της αποζημίωσης εφημεριών που καταβάλλεται στους Συντονιστές Διευθυντές των Νοσοκομείων της Α’ Ζώνης και στους Διευθυντές των πανεπιστημιακών κλινικών εργαστηρίων και μονάδων (περίπτ. 27.ε.) και, τέλος, την, συνεπεία των ανωτέρω ρυθμίσεων, μείωση της αμοιβής της μικτής εφημερίας (περ. 27. στ.). Ειδικότερα, στην εν λόγω περίπτωση 27 ορίζονται τα εξής: “α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 43 του ν. 3205/2003, αντικαθίσταται από 01.08.2012 ως εξής: “1. Οι μηνιαίοι βασικοί μισθοί όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) ορίζονται στα παρακάτω ποσά: α. Συντονιστής Διευθυντής 1.665 € β. Διευθυντής 1.580 € γ. Επιμελητής Α’ 1.513 € δ. Επιμελητής Β’ 1.321 € ε. Ειδικευόμενος 1.007 €”. β. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003, αντικαθίστανται από 01.08.2012 ως εξής: “3. Νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου οριζόμενο κατά βαθμό, ως εξής: α. Συντονιστής Διευθυντής, Διευθυντής 238 € β. Επιμελητής Α’ 205 € γ. Επιμελητής Β’ 174 € δ. Ειδικευόμενος 190 €. 4. Πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οριζόμενη κατά βαθμό, ως εξής: α. Συντονιστής Διευθυντής, Διευθυντής 225 € β. Επιμελητής Α’ 195 € γ. Επιμελητής Β’ 164 € δ. Ειδικευόμενος 123 €”. γ. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003, αντικαθίσταται, από 1.8.2012, ως εξής: “6. θέσης-Ευθύνης στους Συντονιστές Διευθυντές και σε όσους Διευθυντές ασκούν χρέη Συντονιστή, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα των βαθμών τους, οριζόμενο σε εκατόν πενήντα έξι (156) ευρώ […]”. Οι προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι ως άνω μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., κρίθηκαν, αρχικά με την απόφαση 7412/2015 της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως αντικείμενες στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, στη συνέχεια, με την απόφαση 431/2018 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως αντικείμενες και στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος και την, εμμέσως απορρέουσα από αυτό, αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και στην συνταγματική αρχή της ισότητας υπό την δεύτερη όψη της, δηλαδή της υποχρέωσης του νομοθέτη να μεταχειρίζεται κατά διαφορετικό τρόπο τις άνισες καταστάσεις και, τέλος, με τις αποφάσεις 3/2022 και 4/2022 της Πλήρους Ολομελείας του παρόντος Δικαστηρίου, ως αντικείμενες στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.5, 21 παρ.3 και 25 παρ.1 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι με το άρθρο 11 παρ.1 του ν. 4575/2018 (Α 192), όπως η παρ.1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 82 παρ.1 του ν. 4589/2019 (Α 13) ορίσθηκε ότι “Στους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ., Ιατρούς Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., Επικουρικούς Ιατρούς και Ειδικευόμενους Ιατρούς και στο σύνολο των Ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Παπαγεωργίου και για όσο χρόνο αυτοί ήταν εν ενεργεία κατά το χρονικό διάστημα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016 καταβάλλεται, πλην της αποζημίωσης εφημεριών, εφάπαξ χρηματικό ποσό, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών που θα δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις ισχύουσες κατά την 31.07.2012 μισθολογικές διατάξεις και των μηνιαίων αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν με βάση τις διατάξεις του ν. 4093/2012 (Α 222). Το χρηματικό ποσό του προηγούμενου εδαφίου υπολογίζεται με αναφορά στο χρονικό διάστημα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016″. Με το παραπάνω άρθρο 11 του ν. 4575/2018, δηλαδή, οι μηνιαίες αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. αποκαταστάθηκαν, για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα στα επίπεδα που καταβάλλονταν πριν τις μειώσεις που επήλθαν με το ν. 4093/2012. Περαιτέρω, στις 19.5.2017 δημοσιεύτηκε ο ν. 4472/2017 “Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις” (Α 74). Ειδικότερα, με τις διατάξεις του Μέρους ΣΤ’ του νόμου αυτού, υπό τον τίτλο “Μισθολογικές ρυθμίσεις ειδικών κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ., καθώς και των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντίστοιχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής”, οι οποίες ισχύουν αναδρομικά από 1.1.2017 (άρθρο 162), θεσπίζονται νέες ειδικές μισθολογικές ρυθμίσεις ειδικών κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου (αναδιάρθρωση των “ειδικών μισθολογίων”), μεταξύ δε άλλων, στο Κεφάλαιο Ε’ του μέρους αυτού, θεσπίζεται νέο μισθολόγιο και για τους ιατρούς και οδοντιάτρους του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), τους ιατρούς και οδοντιάτρους Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., τους έμμισθους ειδικευόμενους ιατρούς, τους επικουρικούς ιατρούς, τους μόνιμους αγροτικούς ιατρούς και ιατρούς υπηρεσίας υπαίθρου, τους ιατρούς γενικής ιατρικής και βιοπαθολογίας που υπηρετούν στη Διεύθυνση Κ.Ε.Δ.Υ. του Υπουργείου Υγείας ή στις Διευθύνσεις Υγείας των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και Περιφερειών και τους ιατροδικαστές του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ειδικότερα, με τα άρθρα 136 έως 139 του ως άνω Κεφαλαίου Ε’, όπως ίσχυαν κατά τον επίδικό χρόνο και πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 74 παρ.2 περ.α του ν. 4999/2022 (Α 225), ορίζονται τα κάτωθι : Στο άρθρο 136 ότι “Για τη μισθολογική κατάταξη των υπαγόμενων στο παρόν κεφάλαιο, πλην των ιατρών υπηρεσίας υπαίθρου, ορίζονται δεκαέξι (16) μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) για κάθε βαθμίδα με εισαγωγικό το Μ.Κ. 1 και καταληκτικό το Μ.Κ. 16”, στο άρθρο 137 ότι “1. Για τη μισθολογική εξέλιξη απαιτείται υπηρεσία ενός (1) έτους στο πρώτο μισθολογικό κλιμάκιο (Μ.Κ.1) και δύο (2) έτη για κάθε επόμενο. 2. Για τη μισθολογική εξέλιξη των υπαγόμενων στο παρόν κεφάλαιο, πλην των ιατρών υπηρεσίας υπαίθρου, από το κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο στο αμέσως ανώτερο απαιτείται να έχει συμπληρωθεί ο καθορισμένος χρόνος υπηρεσίας στο κατώτερο μισθολογικό κλιμάκιο”….3….4….” στο άρθρο 138 ότι : “1. Ο μηνιαίος βασικός μισθός του Μ.Κ.1 του Συντονιστή Διευθυντή ορίζεται στο ποσό των χιλίων εννιακοσίων τριών ευρώ (1.903 €). Ο βασικός μισθός των επόμενων μισθολογικών κλιμακίων μέχρι το Μ.Κ. 16 διαμορφώνεται με πρόσθεση στο αμέσως προηγούμενο Μ.Κ. του ποσού των εξήντα επτά ευρώ (67 €). 2. Ο μηνιαίος βασικός μισθός των λοιπών βαθμίδων των ιατρών διαμορφώνεται σε ποσοστό επί του αντίστοιχου Μ.Κ. του Συντονιστή Διευθυντή, ως εξής: α. Διευθυντής και αντίστοιχοι 95%. β. Επιμελητής Α και αντίστοιχοι 90%. γ. Επιμελητής Β και αντίστοιχοι, εβδομήντα οκτώ τοις εκατό (78%). δ. Ειδικευόμενος 63%. ε. Μόνιμοι αγροτικοί ιατροί 61%. 3….. 4…. 5. Όλοι οι ως άνω βασικοί μισθοί στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ”, στο άρθρο 139 ότι : “1. Πέρα από το βασικό μισθό. του προηγούμενου άρθρου, στους υπαγόμενους στο παρόν κεφάλαιο παρέχονται και τα εξής επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις κατά μήνα: Α. Στους Ιατρούς και Οδοντιάτρους του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), στους έμμισθους ειδικευόμενους ιατρούς και στους Επικουρικούς Ιατρούς, επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, οριζόμενο ως εξής: α. Συντονιστής Διευθυντής και Διευθυντής τριακόσια σαράντα (340) ευρώ. β. Επιμελητής Α διακόσια ενενήντα πέντε (295) ευρώ. γ. Επιμελητής Β διακόσια ογδόντα (280) ευρώ. δ. Ειδικευόμενος διακόσια τριάντα (230) ευρώ”. Β. Στους Ιατροδικαστές, ειδικό επίδομα ιατροδικαστικής υπηρεσίας, οριζόμενο ως εξής:….. Γ. Οικογενειακή παροχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 4354/2015, όπως κάθε φορά ισχύει. Δ. Επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, οριζόμενο ως εξής: α. Για κατόχους διδακτορικού διπλώματος σε εβδομήντα πέντε (75) ευρώ. β. Για κατόχους μεταπτυχιακού διπλώματος ετήσιας, τουλάχιστον, φοίτησης σε σαράντα πέντε (45) ευρώ. […]. Ε. Επίδομα θέσης ευθύνης, στους προϊσταμένους οργανικών μονάδων, για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντά τους, οριζόμενο κατά βαθμίδα θέσης, ως εξής: α) Προϊστάμενοι της Ιατρικής Υπηρεσίας των Νοσοκομείων και Προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων Διοίκησης εκατόν πενήντα ευρώ (150 €). β) Προϊστάμενοι Τομέων της Ιατρικής Υπηρεσίας των Νοσοκομείων και Προϊστάμενοι Διευθύνσεων Διοίκησης εκατόν είκοσι ευρώ (120 €). γ) Προϊστάμενοι Τμημάτων της Ιατρικής Υπηρεσίας των Νοσοκομείων-επιστημονικά υπεύθυνοι, Υπεύθυνοι για το συντονισμό της επιστημονικής λειτουργίας των Κέντρων Υγείας και λοιπών Μονάδων Υγείας του ΠΕΔΥ, καθώς και Προϊστάμενοι Τμημάτων Διοίκησης εκατό (100) ευρώ. Οι προϋποθέσεις χορήγησης είναι ίδιες με αυτές που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 16 του ν. 4354/2015. ΣΤ. α) Στους ειδικευμένους ιατρούς και οδοντιάτρους του Ε.Σ.Υ. χορηγείται αποζημίωση ως κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής σε προβληματικές και άγονες περιοχές, καθώς και σε άγονες ειδικότητες, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του π.δ. 131/1987 (Α’ 73) και του ν.1397/1983 (Α’ 143). β) […] γ) […] 2. Στους Οδοντίατρους και στους Ιατρούς Γενικής Ιατρικής και Βιοπαθολογίας που υπηρετούν στη Διεύθυνση Κ.Ε.Δ.Υ. του Υπουργείου Υγείας ή στις Διευθύνσεις Υγείας των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων ή Περιφερειών καταβάλλονται μόνο τα επιδόματα των περιπτώσεων Γ’, Δ’ και Ε’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Στους Ιατρούς Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., που υπηρετούν στη Διεύθυνση Κ.Ε.Δ.Υ. του Υπουργείου Υγείας ή στις Διευθύνσεις Υγείας των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων ή Περιφερειών, καταβάλλονται τα επιδόματα των περιπτώσεων Γ’, Δ’ και Ε’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και το επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης της περίπτωσης Α’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οριζόμενο ως εξής: α. Συντονιστής Διευθυντής και Διευθυντής διακόσια πενήντα (250) ευρώ β. Επιμελητής Α’ διακόσια δέκα (210) ευρώ γ. Επιμελητής Β1 διακόσια (200) ευρώ. […]. 3. […]. 4. […]. 5. Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος και εφεξής, πέραν των παροχών και αποζημιώσεων του παρόντος και του επόμενου άρθρου δεν δικαιολογείται η χορήγηση άλλων μισθολογικών παροχών με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή”, στο άρθρο 140 ότι “1. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης δ` της παρ. 4 του άρθρου 45 του ν. 3205/2003, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: “Τα ανωτέρω προκύπτοντα συνολικά ποσά αμοιβής δεκαεπτάωρης ή εικοσιτετράωρης ενεργού εφημερίας, κατά περίπτωση, προσαυξάνονται κατά τριάντα ένα ευρώ και ογδόντα λεπτά (31,80). Το ωρομίσθιο των εφημεριών ορίζεται, ανά βαθμό ή βαθμίδα, ως εξής: -Συντονιστής Διευθυντής και Καθηγητής Πανεπιστημίου, επτά ευρώ και σαράντα δύο λεπτά (7,42) -Διευθυντής και Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου, επτά ευρώ και πέντε λεπτά (7,05 ) -Επιμελητής Α` και Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου, έξι ευρώ και εβδομήντα τρία λεπτά (6,73) -Επιμελητής Β`, Λέκτορας και ειδικευμένοι ιατροί που αμείβονται με ενιαίο μισθολόγιο, πέντε ευρώ και ογδόντα οκτώ λεπτά (5,88 ) -Έμμισθος ειδικευόμενος, τέσσερα ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτά (4,48). 2…3…4…”. . Εξ άλλου, στο άρθρο 153 παρ. 10 του ιδίου νόμου (ν. 4472/2017) ορίζεται ότι “Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές αποτελούνται από το βασικό μισθό, τα επιδόματα και τις παροχές που καθορίζονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού καθώς και την προσωπική διαφορά του άρθρου 155 […]. Δεν αποτελούν τακτικές αποδοχές οι εφημερίες του άρθρου 140 […]”, στο άρθρο 155 παρ.1 ορίζεται ότι “Αν από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του νόμου αυτού προκύπτουν τακτικές μηνιαίες αποδοχές χαμηλότερες από αυτές που δικαιούνταν ο λειτουργός ή υπάλληλος στις 31.12.2016, η διαφορά διατηρείται ως προσωπική. Για τον υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς δεν λαμβάνεται υπόψη η οικογενειακή παροχή. Επίσης, δεν λαμβάνονται υπόψη: α)… β)…. γ) ….. δ)…. ε)…. Η εν λόγω προσωπική διαφορά μειώνεται από οποιαδήποτε μελλοντική αύξηση των αποδοχών του υπαλλήλου, πλην της χορήγησης παροχών και επιδομάτων που εξαιρούνται της ανωτέρω σύγκρισης” και στο άρθρο 160 προβλέπεται ότι από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος νόμου καταργούνται μεταξύ άλλων οι διατάξεις των άρθρων 15, 34 έως 44 και 46 έως 54 του ν. 3205/2003, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν (περίπτωση α’). Περαιτέρω, με το άρθρο 163 του ως άνω ν. 4472/2017 εγκρίθηκε το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής (Μ.Π.Δ.Σ.) για την τριετία 2018-2021, στο οποίο περιλαμβάνονται οι ετήσιοι στόχοι για τη Γενική Κυβέρνηση, με πρωτογενές δημοσιοοικονομικό αποτέλεσμα 3,5% του ΑΕΠ για την περίοδο 2018-2021, με βάση τη μεθοδολογία της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης. Με το ν. 4472/2017 ο νομοθέτης επεδίωξε στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας, ενόψει, άλλωστε, και της σχετικής υποχρέωσης που είχε αναλάβει η Ελληνική Κυβέρνηση με το ν. 4336/2015 (Α’ 94) για τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της Δημόσιας Διοίκησης, να αναμορφώσει τα ειδικά μισθολόγια, αφενός μεν περιορίζοντάς τα σε αριθμό (από 20 σε 7), αφετέρου δε εξορθολογώντας τις αποδοχές που χορηγούνται με αυτά, με κυριότερο εργαλείο την συγχώνευση ή κατάργηση επιδομάτων και την δημιουργία μισθολογικών κλιμακίων. Έτσι, συγκεκριμένα, ως προς το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ., περιέλαβε σε αυτό και τους ιατρούς και οδοντιάτρους Δημόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., τους έμμισθους ειδικευόμενους ιατρούς, τους επικουρικούς ιατρούς, τους μόνιμους αγροτικούς ιατρούς και ιατρούς υπηρεσίας υπαίθρου, τους ιατρούς γενικής ιατρικής και βιοπαθολογίας που υπηρετούν στη Διεύθυνση Κ.Ε.Δ.Υ. του Υπουργείου Υγείας ή στις Διευθύνσεις Υγείας των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και Περιφερειών καθώς και τους ιατροδικαστές του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Προκειμένου δε να επιτύχει τον εξορθολογισμό των αποδοχών, που χορηγούνται με τα ειδικά αυτά μισθολόγια, ο νομοθέτης χρησιμοποίησε (όπως ρητά αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου) αρχές και κανόνες, όχι προσιδιάζοντες ειδικά στις ιδιαιτερότητες κάθε μισθολογίου αλλά κοινούς για όλα τα ειδικά μισθολόγια, συνισταμένους κυρίως στην διατήρηση ενός τουλάχιστον επιδόματος, συνδεομένου με τα ειδικά καθήκοντα κάθε κατηγορίας και με την ενεργό άσκησή τους, καθώς και στην κατάργηση του χρονοεπιδόματος και στη δημιουργία μισθολογικής κλίμακας ανά βαθμίδα, με μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.). Περαιτέρω, όπως ρητά αναφέρεται τόσο στην αιτιολογική έκθεση του νόμου όσο και στην κατ’ άρθρο 75 παρ. 1 του Συντάγματος έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ως βάση για τον επαναπροσδιορισμό των αποδοχών και του ως άνω ειδικού μισθολογίου, αλλά και ως μέτρο σύγκρισης προκειμένου να διαπιστωθεί αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 155 του νόμου, περί προσωπικής διαφοράς, χρησιμοποιήθηκε το ύψος των αποδοχών που ελάμβαναν οι ιατροί του Ε.Σ.Υ., βάσει των σχετικών διατάξεων του ν. 4093/2012, κατά την 31.12.2016 και ότι κρίσιμο και βασικό στοιχείο για τον εξ υπαρχής προσδιορισμό των αποδοχών, μεταξύ άλλων, και των ιατρών του Ε.Σ.Υ., στο πλαίσιο ενός νέου μισθολογίου, αποτέλεσε για τον νομοθέτη, προεχόντως, η διατήρηση του μισθολογίου αυτού ως δημοσιονομικά ουδετέρου, εν όψει της ανάγκης να επιτευχθούν οι τεθέντες δημοσιονομικοί στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους πλέον του 3,5% του ΑΕΠ για καθένα από τα έτη 2018-2021. Δηλαδή, αν και καθένα από τα “ειδικά μισθολόγια” αφορούσε σε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή καθώς και με διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, ο νομοθέτης αφενός μεν τα ρύθμισε στηριζόμενος σε κοινές αρχές και κοινούς κανόνες, αφετέρου δε τα αντιμετώπισε συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να παραμείνει δημοσιονομικά ουδέτερο, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας ανάγκης για επίτευξη των τεθέντων δημοσιονομικών στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα. Όπως, όμως, προεκτέθηκε, ο νομοθέτης έχει μεν διακριτική ευχέρεια για την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και ευρύ περιθώριο εκτίμησης για τη διαμόρφωση των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., πλην τα δικαστήρια δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του, να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπόψιν η υποχρέωση για ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ιατρών αυτών, η οποία απορρέει εμμέσως από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας υπό την δεύτερη όψη της, δηλαδή της υποχρέωσης του νομοθέτη να μεταχειρίζεται κατά διαφορετικό τρόπο τις καταστάσεις που δεν είναι όμοιες μεταξύ τους (…). Η τεκμηρίωση αυτή θα έπρεπε να αναφέρεται στην εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών και του γενικού κόστους διαβίωσης, στην ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος των ιατρών του Ε.Σ.Υ. λόγω της φύσης των καθηκόντων τους και της σημασίας της αποστολής τους, λαμβάνοντας υπόψιν τις ειδικές συνθήκες άσκησης του εν λόγω λειτουργήματος, τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του ιατρικού επαγγέλματος όσον αφορά τον χρόνο απασχόλησης, την ένταση και την ποιότητα της εργασίας, τις ιδιαίτερες ευθύνες που απορρέουν από την άσκησή του, το καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης υπό το οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, τον μεγαλύτερο χρόνο γενικής εκπαίδευσης των ιατρών σε σχέση προς άλλους επιστήμονες, την πολυετή μεταπανεπιστημιακή μετεκπαίδευσή τους για ειδίκευση αλλά και την ανάγκη για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη τους, καθώς και το γεγονός ότι, εν όψει των ανωτέρω, αυτοί εισέρχονται στη δημόσια υπηρεσία σε μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με τους λοιπούς υπαλλήλους και λειτουργούς. Επιπλέον, έπρεπε να ληφθούν υπόψη και οι δυσμενείς επιπτώσεις επί της λειτουργίας του Ε.Σ.Υ., της ποιότητας των παρεχόμενων από το Κράτος υπηρεσιών υγείας και του επιπέδου της ιατρικής στη χώρα, η, λόγω της αδυναμίας εξασφάλισης ικανοποιητικών αποδοχών, συνεχιζόμενη διαρροή έμπειρων επιστημόνων στο εξωτερικό, για την εκπαίδευση των οποίων διατέθηκαν σημαντικοί πόροι τόσο εξ ιδίων όσο και από το Κράτος (πανεπιστημιακές και νοσοκομειακές υποδομές, συγγράμματα, εκπαιδευτικό προσωπικό υψηλού επιπέδου κλπ), η οποία (διαρροή), εξάλλου, σε συνδυασμό με τον θεσπισθέντα ήδη από το έτος 2010 περιορισμό προσλήψεων και διορισμών στο δημόσιο τομέα [άρθρο 11 παρ. 1 του προαναφερθέντος ν. 3833/2010), συνέτεινε στην υποστελέχωση των νοσοκομείων (…). Όμως, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4472/2017, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 προκύπτει ότι κατά τον επαναπροσδιορισμό των αποδοχών του μισθολογίου των ιατρών του Ε.Σ.Υ. με τις κρίσιμες διατάξεις, ελήφθησαν υπόψιν, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απροσφόρου κριτηρίου, της δημιουργίας δηλαδή ενός δημοσιονομικά ουδετέρου μισθολογίου, τα παρατεθέντα ανωτέρω στοιχεία, εν όψει των οποίων θεσπίσθηκε ιδιαίτερο μισθολόγιο για την εν λόγω κατηγορία δημοσίων λειτουργών. Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι εκτιμήθηκαν ειδικώς οι επιπτώσεις από τον, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, επαναπροσδιορισμό των αποδοχών των ιατρών στη λειτουργία του Ε.Σ.Υ., ούτε αν οι εκ του, κατά τα ως άνω, επαναπροσδιορισμού του μισθολογίου επιπτώσεις στη λειτουργία του Ε.Σ.Υ. είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το επιδιωκόμενο όφελος, ήτοι την διατήρηση του μισθολογίου ως δημοσιονομικά ουδετέρου, ούτε αν θα μπορούσαν να αναζητηθούν άλλα μέτρα, πέραν της δημιουργίας ενός δημοσιονομικά ουδετέρου ειδικού μισθολογίου, έχοντα ως στόχο την επίτευξη του επιδιωκομένου πρωτογενούς πλεονάσματος, με μικρότερη επιβάρυνση για το ιατρικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ. Επίσης δεν εξετάσθηκε αν οι αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. παραμένουν, και μετά τον ως άνω επαναπροσδιορισμό τους, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους (…). Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, ως βάση για τον επαναπροσδιορισμό των αποδοχών και του ως άνω ειδικού μισθολογίου, χρησιμοποιήθηκε το ύψος των αποδοχών που ελάμβαναν οι ιατροί του Ε.Σ.Υ., βάσει των σχετικών διατάξεων του ν. 4093/2012, που έχουν κριθεί αντισυνταγματικές με τις προαναφερθείσες αποφάσεις των Ολομελειών των Ανωτάτων Δικαστηρίων (…). Κατόπιν των ανωτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4472/2017, ο δι’ αυτού επαναπροσδιορισμός των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., λαμβανόμενος αθροιστικά, μετά τις προηγηθείσες, ως ήδη εξετέθη, μειώσεις του εισοδήματος τους με παράπλευρα νομοθετήματα της προηγηθείσας περιόδου της οικονομικής κρίσης, έχει ως αποτέλεσμα, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, την υπέρβαση του ορίου που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (…). Συνακόλουθα, οι κρίσιμες διατάξεις των άρθρων 138-140 του ν. 4472/2017, με τις οποίες καθορίστηκε αναδρομικά από 1.1.2017 (άρθρο 162) ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και τα ωρομίσθια εφημεριών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., στο πλαίσιο θεσμοθέτησης εξ υπαρχής νέου ειδικού μισθολογίου για τους ανωτέρω, και των οποίων (διατάξεων) η εφαρμογή εξειδικεύεται στα άρθρα 154 και 155 του ως άνω νόμου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 136 και 137 αυτού, αντίκεινται στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και προς τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (…, πρβλ. …). Περαιτέρω, με το άρθρο 21 παρ. 1 και 2 του ν. 4238/2014 “Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.) αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και άλλες διατάξεις” (Α 38), ορίστηκε ότι το πάσης φύσεως ιατρικό/οδοντιατρικό, νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό που μετατάσσεται ή μεταφέρεται, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 17 του παρόντος νόμου, σε θέσεις που συστήνονται για το σκοπό αυτόν, σε κάθε Διοικητική Υγειονομική Περιφέρεια (Δ.Υ.Πε.) σε εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α 288), μετά την έκδοση της αναφερόμενης κοινής υπουργικής απόφασης, ως ορίζεται στη διάταξη, μισθοδοτείται από τους Φορείς αυτούς και οι σχετικές πιστώσεις εγγράφονται στους οικείους Κ.Α.Ε. του ειδικού φορέα 210 του προϋπολογισμού του Υπουργείου Υγείας. Για τη μισθοδοσία του προσωπικού αυτού έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 2592/1998 (Α 57) και του π.δ. 412/1998 (Α 288), όπως ισχύουν. Η εκκαθάριση των τακτικών αποδοχών του ανωτέρω προσωπικού διενεργείται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της οικείας Δ.Υ.Πε.. Για τις πρόσθετες αμοιβές, εφημερίες, νυχτερινά και εξαιρέσιμα, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 45 του ν. 4071/2012 (Α 85) (παρ.1). Το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό της ανωτέρω παραγράφου 1, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ. διατηρεί το σύνολο των τακτικών αποδοχών που λαμβάνουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α 288) και μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών αξιολόγησης και κατάταξης αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του παρόντος. Μετά την ένταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων Ε.Σ.Υ. λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις (παρ. 2). Κατά συνέπεια, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης σε θέσεις κλάδου ιατρών/οδοντιάτρων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), των απασχολουμένων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που είχαν ήδη μεταταχθεί/μεταφερθεί σε οργανικές θέσεις των Διοικήσεων Υγειονομικών Περιφερειών, οι αποδοχές αυτών καθορίζονται από το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) που προβλέπει η ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία (ΟλΑΠ 3-4/2022). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 εδ. α’ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει, όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 5/2023, 3-4/2022). Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες με την από 7.6.2018 αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίσθηκαν ότι εντάχθηκαν στο εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία “1η Υγειονομική Περιφέρεια Αττικής”, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 4238/2014, ως ιατροί, ότι απασχολούνται σ’αυτό με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, και ότι αμείβονται με τις μισθολογικές διατάξεις που διέπουν τις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. Ότι έκαστος από αυτούς παρείχε τις υπηρεσίες του στο εναγόμενο, με την ειδικότητα, το βαθμό, τη συνολική προϋπηρεσία που αναφέρονται στους επισυναπτόμενους σ’αυτή πίνακες. Ότι, ως προς τις αποδοχές τους εφαρμοστέες τυγχάνουν οι διατάξεις του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν πριν από τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές των αποδοχών τους με τις διατάξεις του ν. 4093/2012 και οι οποίες (αποδοχές) ανέρχονταν στις 31.12.2016 στο αναγραφόμενο για έκαστο ενάγοντα ποσό. Ότι με τις διατάξεις των άρθρων 136-140 του ν. 4472/2017, που δημοσιεύθηκε στις 19.5.2017 και με το άρθρο 162 του οποίου ορίσθηκε ότι η ισχύς των μισθολογικών του διατάξεων αρχίζει από 1.1.2017, ψηφίσθηκε νέο ειδικό μισθολόγιο για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ., στο οποίο ενσωματώνονται οι κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές του ν. 4093/2012 και οι διατάξεις του οποίου είναι επίσης αντισυνταγματικές για τους σ’αυτή εκτιθέμενους λόγους. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητούσαν να υποχρεωθεί το εναγόμενο ΝΠΔΔ να καταβάλει στον καθένα από αυτούς για τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2017 έως 18.5.2017 και από 19.5.2017 έως 19.10.2018 τα αναγραφόμενα ποσά, ως διαφορές αποδοχών, μεταξύ αυτών που έλαβε τα ως άνω διαστήματα και των αποδοχών που το εναγόμενο υποχρεούταν να του καταβάλει, χωρίς τις περικοπές των διατάξεων των νόμων 4093/2012 και 4472/2017 και επικουρικά, σε περίπτωση που κριθεί ότι οι διατάξεις του νέου μισθολογίου είναι συνταγματικές, να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει, ως μηνιαία προσωπική διαφορά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 155 του ν. 4472/2017, το αιτούμενο από τον καθένα από αυτούς ποσό για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 19.10.2018. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών, η υπ’αριθμ. 2330/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς τη δεύτερη ενάγουσα και έγινε δεκτή εν μέρει ως κατ’ουσία βάσιμη κατά την κυρία βάση της ως προς τους λοιπούς ενάγοντες. Κατά της πρωτόδικης απόφασης το εναγόμενο-εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ, άσκησε την από 20.2.2019 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε, κατά την ως άνω ειδική διαδικασία, η προσβαλλόμενη υπ’αριθμ. 1514/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο τέταρτος εναγόμενος-τέταρτος εφεσίβλητος είναι ανύπαρκτο πρόσωπο, και, δικάζοντας αντιμωλία των λοιπών διαδίκων α) απέρριψε την έφεση ως προς τη δεύτερη ενάγουσα – δεύτερη εφεσίβλητη και γ) δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ουσία την έφεση ως προς τους λοιπούς ενάγοντες-εφεσίβλητους. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος τα εξής : “… Με τον δεύτερο λόγο έφεσης το εκκαλούν αρνείται την αντισυνταγματικότητα του ν. 4093/2012 και του ν. 4472/2017. Ωστόσο, οι κρίσιμες διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίστηκαν οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και οι διατάξεις της απόφασης οικ. 2/83408/0022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 1-8-2012, αντίκεινται στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (βλ…). Επίσης, οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 4472/2017, κατά το μέρος που με αυτές θεσπίζεται το νέο μισθολόγιο των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας (και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και των ιατρών του Ε.Σ.Υ.) αντίκεινται στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας (και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και των ιατρών του Ε.Σ.Υ., άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος) και την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παραγρ. 1 του Συντάγματος, βλ…. ). Επομένως, ο ανωτέρω λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και συνεπώς απορριπτέος. Με τον τρίτο λόγο έφεσης το εκκαλούν υπεραμύνεται της αναδρομικότητας του ν. 4472/2017. Όμως οι διατάξεις του νόμου αυτού (ν. 4472/2017) αντίκεινται στις ως άνω συνταγματικές διατάξεις και είναι ανίσχυρες και κατά το μέρος που αυτές ισχύουν αναδρομικά, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 19.5.2017, για το οποίο αναβιώνουν οι διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως αυτές ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4472/2017 (άρθρο 160, βλ…….).

Συνεπώς, ο λόγος αυτός έφεσης κρίνεται αβάσιμος και συνεπώς απορριπτέος…”. Στην προκειμένη περίπτωση το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου α) με πρώτο εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης τις πλημμέλειες αα) κατά το πρώτο σκέλος του ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της περίπτωσης 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία ιατρών του Ε.Σ.Υ., κρίνοντας ότι αυτές αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.5, 21 παρ.3 και 25 παρ.4 του Συντάγματος, ενώ όφειλε να κρίνει ότι δεν αντίκεινται στις προρρηθείσες συνταγματικές διατάξεις, ββ) κατά το δεύτερο σκέλος του ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 138 επ. του ν. 4472/2017 κρίνοντας ότι αυτές είναι αντίθετες με τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ.2, 25 παρ.1 και 29 του Συντάγματος, ενώ όφειλε να κρίνει ότι δεν αντίκεινται στις προρρηθείσες συνταγματικές διατάξεις και ότι εσφαλμένα επίσης έκρινε ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού είναι ανίσχυρες και κατά το μέρος που ισχύουν αναδρομικά για το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 19.5.2017, γγ) κατά το τρίτο σκέλος του ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 159 του ν. 4472/2017 και 30 του ν. 3205/2003, κρίνοντας ότι οι αναιρεσίβλητοι δικαιούνται επίδομα προϋπηρεσίας (χρονοεπίδομα), ενώ όφειλε να κρίνει ότι αυτοί δεν δικαιούνται το επίδομα αυτό και β) με το δεύτερο, εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αληθώς, όμως εκ του αριθμού 1 του ιδίου άρθρου, ως εκ του αποδιδόμενου στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση νομικού σφάλματος, λόγο αναίρεσης την πλημμέλεια ότι εσφαλμένα ερμήνευσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 138 επ. του ν. 4472/2017, κρίνοντας ότι αυτές είναι αντίθετες με τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ.2, 25 παρ.1 και 29 του Συντάγματος, ενώ όφειλε να κρίνει ότι δεν αντίκεινται στις προρρηθείσες συνταγματικές διατάξεις. Με την υπ’αριθμ. … παραπεμπτική απόφαση του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, παραπέμφθηκαν, όπως προεκτέθηκε, ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης στην Πλήρη Ολομέλεια του παρόντος Δικαστηρίου, ενώ επιφυλάχθηκε να κρίνει τον πρώτο λόγο αναίρεσης κατά το τρίτο σκέλος του μετά την έκδοση της απόφασης από το παρόν Δικαστήριο. Οι ως άνω πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του και δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά τη γνώμη που επικράτησε στην Ολομέλεια, είναι αβάσιμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι. Και τούτο διότι με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του ν. 4472/2017, ο δι’ αυτού επαναπροσδιορισμός των αποδοχών των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων ιατρών, λαμβανόμενος αθροιστικά και μετά τις προηγηθείσες, μειώσεις του εισοδήματος αυτών με παράπλευρα νομοθετήματα της προηγηθείσας περιόδου της οικονομικής κρίσης (επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης με το άρθρο 29 του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. α’ του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς υπέρ του Τ.Π.Δ.Υ. με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. β’ του ν. 3986/2011, αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις), έχει ως αποτέλεσμα, την υπέρβαση του ορίου που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη. Κατόπιν τούτων, οι κρίσιμες διατάξεις των άρθρων 138-140 του ν. 4472/2017, με τις οποίες καθορίστηκε ο βασικός μισθός, τα επιδόματα και τα ωρομίσθια εφημεριών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., στους οποίους περιλαμβάνονται και οι καλούντες-αναιρεσίβλητοι, στο πλαίσιο θεσμοθέτησης εξ υπαρχής νέου ειδικού μισθολογίου για τους ανωτέρω, και των οποίων (διατάξεων) η εφαρμογή εξειδικεύεται στα άρθρα 154 και 155 του ως άνω νόμου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 136 και 137 αυτού, αντίκεινται στις αρχές της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ιατρών του Ε.Σ.Υ., που απορρέει από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ.5 του Συντάγματος) και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρες καθ’ ο μέρος επαναπροσδιορίζουν, κατά τα ανωτέρω, τον βασικό μισθό, τα επιδόματα και τα ωρομίσθια εφημεριών των ιατρών του Ε.Σ.Υ. Περαιτέρω εφόσον οι ως άνω επίδικες διατάξεις του ν. 4472/2017, που δημοσιεύθηκε στις 19.5.2017, αντίκεινται στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ιατρών του ΕΣΥ και στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάση, οι διατάξεις αυτές αντίκειται στις ως άνω αρχές και κατά το μέρος που ίσχυσαν αναδρομικά, κατ’ άρθρο 162 του ν. 4472/2017, από 1.1.2017. Επομένως το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, που, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι οι επίδικες διατάξεις με τις οποίες θεσπίζεται το νέο μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. αντίκεινται στις αρχές της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ιατρών του Ε.Σ.Υ. και στις αρχές της αναλογικότητας και ότι αυτές αντίκειται στις ως άνω συνταγματικές αρχές και για το χρονικό διάστημα που ίσχυσαν αναδρομικά (από 1.1.2017 έως 19.5.2017) κατέληξε σε ορθό διατακτικό, έστω και με εσφαλμένη εν μέρει αιτιολογία, κατά το μέρος που έκρινε ότι η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των ιατρών του Ε.Σ.Υ. θεμελιώνεται και στις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ.2 και 29 παρ.3 του Συντάγματος, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες. Σύμφωνα, δε, με τα οριζόμενα στο άρθρο 578 του ΚΠολΔ δεν συντρέχει στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. έννομο συμφέρον αποτροπής δεδικασμένου, ούτως ώστε να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση μόνο ως προς τις νομικές αιτιολογίες της, καθόσον η εφαρμογή διαφορετικών διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας που άγουν στο ίδιο αποτέλεσμα δεν είναι δυσμενέστερη για το αναιρεσείον.

Συνεπώς κατά τη γνώμη που επικράτησε στην Ολομέλεια, οι παραπεμφθέντες σ’αυτή, πρώτος κατά το δεύτερο σκέλος του και δεύτερος λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμοι. Κατά τη γνώμη, όμως, των μελών του Δικαστηρίου Παναγιώτη Λυμπερόπουλου και Μιχαήλ Αποστολάκη, αρεοπαγιτών, κατά το άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος 1975, όπως τούτο ισχύει μετά την αναθεώρηση με το από 6/17 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, “τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν, κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Η εν λόγω αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατατείνει στην εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και πολίτη, παραβιάζεται, όταν η συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση δεν είναι: α) πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν, β) αναγκαία για την επίτευξη τούτου, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο και γ) αναλογική εν στενή εννοία, δηλαδή να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται (Ολ.Α.Π. 6/2018, Ολ.Α.Π. 27/2008). Από το συνδυασμό, δε, της ως άνω διάταξης και των διατάξεων των άρθρων 4 § 5, 25 § 4, 79 § 1 και 106 § 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι, σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Η δυνατότητα αυτή δεν είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα.

Συνεπώς, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, δύναται, καταρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, που συνεπάγονται ακόμη και μειώσεις των αποδοχών τους, όταν απαιτείται περιστολή των δημόσιων δαπανών, η συνταγματικότητα των οποίων (ρυθμίσεων) υπόκειται σε οριακό μόνο έλεγχο εκ μέρους του δικαστή (Ολ.Α.Π. 1/2021, Ολ.Σ.τ.Ε. 1307/2019). Με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζεται ότι “παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.” Στην έννοια της περιουσίας που προστατεύεται από την ως άνω διάταξη εμπίπτουν οι δεδουλευμένες αποδοχές του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και η προσδοκία για τη μελλοντική καταβολή τους, εφόσον υφίσταται επαρκής νομική βάση στο εθνικό δίκαιο για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων, πλην, όμως, με τη διάταξη αυτή δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε διαρκή απόληψη αποδοχών και συντάξεων συγκεκριμένου ύψους (Ε.Δ.Δ.Α., απόφαση της … …, απόφαση της … …, απόφαση της 7.5.2013, … κατά Ελλάδος) εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του ενδιαφερομένου (Ολ.ΣτΕ 1307/2019), ούτε θίγεται το δικαίωμα του κράτους να νομοθετεί με τον τρόπο που κρίνει αναγκαίο, στα πλαίσια του γενικού δημοσίου συμφέροντος, δεδομένου ότι ο νομοθέτης χαίρει ευρείας κανονιστικής ευχέρειας σχετικά με τον καθορισμό της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και των προτεραιοτήτων ως προς την κατανομή των περιορισμένων δημόσιων πόρων (ΕΔΔΑ, … κατά Ελλάδος, Ολ.ΑΠ 5/2023, Ολ.ΑΠ 2/2023). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον ν. 4472/2017 ο νομοθέτης επιχείρησε την αναμόρφωση ορισμένων ειδικών μισθολογίων, μεταξύ αυτών και του μισθολογίου των αναιρεσίβλητων ιατρών, που απασχολούνται με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην αναιρεσείουσα “1η Διοίκηση Υγειονομικής Περιφέρειας Αττικής”. Η αναμόρφωση αυτή εντάσσεται σε συνολικό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων δέσμη μέτρων συνταξιοδοτικού και μισθολογικού χαρακτήρα, προς ικανοποίηση των τιθέμενων με το εν λόγω πρόγραμμα στόχων, ως αναγκαία προϋπόθεση για την ρύθμιση του ελληνικού δημόσιου χρέους. Με τον ανωτέρω νόμο εγκρίθηκε το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Σταθερότητας για την περίοδο 2018-2021, τέθηκαν οι ετήσιοι στόχοι για την Γενική Κυβέρνηση και προβλέφθηκε πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 3,5% του Α.Ε.Π. για την ως άνω περίοδο, με βάση τη μεθοδολογία της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης. Επομένως το προβλεπόμενο με τις επίμαχες διατάξεις του νόμου ειδικό μισθολόγιο των ιατρών εντάσσεται σε γενικότερο πλέγμα ρυθμίσεων, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, το οποίο συντελεί στην υιοθέτηση ισοσκελισμένου προϋπολογισμού που προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3,4% για το έτος 2018 (ν. 4507/2017 με τον οποίο εγκρίθηκε ο προϋπολογισμός του έτους 2018). Με το ειδικό δε αυτό μισθολόγιο, πέραν του προβλεπόμενου μισθού, χορηγούνται επιδόματα, ορισμένα από τα οποία είναι κοινά σε όλες τις κατηγορίες εργαζομένων στον δημόσιο τομέα (π.χ. οικογενειακή παροχή, επίδομα θέσεως ευθύνης), άλλα, όμως, συνδέονται με τα ειδικά καθήκοντα των ιατρών (π.χ. επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, ενεργού εφημερίας). Περαιτέρω, το εν λόγω ειδικό μισθολόγιο, ανεξαρτήτως αν διαμορφώνεται πράγματι σε ικανοποιητικά επίπεδα ενόψει της φύσεως και της σημασίας του λειτουργήματος των ιατρών, ικανοποιεί την απαίτηση για ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση αυτών και πάντως δεν θέτει σε κίνδυνο το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσής τους, λαμβανομένων υπόψη και των γενικότερων οικονομικών συνθηκών, που επικρατούσαν κατά τον χρόνο της θέσπισής του (πρβλ. Ολ.Σ.τ.Ε. 1408/2022 μειοψ.). Τούτο ισχύει ακόμη και στις εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι μικτές αποδοχές ορισμένης κατηγορίας ιατρών, έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται μετά το ν. 4472/2017 εντός των πλαισίων του εξορθολογισμού τους, υπολείπονται κατά τι αυτών που ίσχυαν υπό το καθεστώς του ν. 4093/2012, αφού και στις περιπτώσεις αυτές εξακολουθούν να τηρούνται οι ανωτέρω αρχές της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης και της εξασφάλισης αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης. Με τα δεδομένα αυτά, η περαιτέρω εκτίμηση ως προς την ουσιαστική ορθότητα των εν προκειμένω νομοθετικών επιλογών εκφεύγει των ορίων του δικαστικού ελέγχου, ενόψει του ότι ο νομοθέτης οφείλει, στο πλαίσιο της συνταγματικής του αποστολής, να τηρήσει τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και, κατά τη λήψη αποφάσεων ως προς την κατανομή των πεπερασμένων δημοσίων πόρων, να συνεκτιμήσει τις ανάγκες ικανοποίησης του συνόλου των κρατικών αναγκών, ούτε άλλωστε ανήκει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, κατά την κρίση μέτρων που άπτονται ευρύτερης οικονομικής ή μισθολογικής πολιτικής, να εξετάσει αν υφίστανται άλλα προσφορότερα μέτρα για την ικανοποίηση των αναγκών αυτών. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή οι εξεταζόμενοι λόγοι αναιρέσεως είναι βάσιμοι. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, οι παραπεμφθέντες στην Πλήρη Ολομέλεια πρώτος κατά το δεύτερο σκέλος του και δεύτερος λόγοι της ένδικης αίτησης για αναίρεση της υπ’αριθμ. 1514/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να απορριφθούν. Τέλος, πρέπει να αναπεμφθεί η αίτηση αναίρεσης στο Β1 Πολιτικό Τμήμα, προς περαιτέρω διερεύνηση του πρώτου λόγου αναίρεσης κατά το τρίτο σκέλος του, για το οποίο, όπως προεκτέθηκε, το Τμήμα αυτό επιφυλάχθηκε με την ως άνω παραπεμπτική του απόφαση (άρθρο 580 παρ. 5 ΚΠολΔ), αλλά και για να αποφανθεί για το σύνολο των δικαστικών εξόδων της αναιρετικής δίκης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τον πρώτο λόγο αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του και το δεύτερο λόγο αναίρεσης της από 21 Σεπτεμβρίου 2020 με αριθμ. καταθ. …./……/2020 αίτησης για αναίρεση της υπ’αριθμ. 1514/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, οι οποίοι παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. … απόφαση του Β1 Πολιτικού Τμήματος.

Αναπέμπει την υπόθεση στο Β1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, προς έρευνα του πρώτου λόγου αναίρεσης κατά το τρίτο σκέλος του.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Μαρτίου 2024.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Απριλίου 2024.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή