Αριθμός 625/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση και Τριανταφυλλιά Πατρώνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 7η Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία ……………………………….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο …….. και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου ………………, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Α. Ν. του Ν., κατοίκου …, που παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-5-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν η 229/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεων και των δύο διαδίκων, αφού συνεκδικάσθηκαν, η 442/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Κατά της τελευταίας απόφασης το ήδη αναιρεσείον κατέθεσε την από 19-12-2018 ανακοπή ερημοδικίας, στο ως άνω δικαστήριο και εκδόθηκε η 416/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση των δύο τελευταίων αποφάσεων, ζητεί το αναιρεσείον με την από 13-10-2019 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγήτρια ορίσθηκε η Αρεοπαγίτης Τριανταφυλλιά Πατρώνα. Ο αναιρεσίβλητος ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1 περ. β’ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν την όλη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 εδ. α’ του ΚΠολΔ, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η απόρριψη της έφεσης λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος δεν είναι τυπική, αλλά γίνεται κατ’ ουσίαν, διότι, αν και οι λόγοι της έφεσης στην πραγματικότητα δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητά τους, ωστόσο θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού το δικαστήριο δεν έχει την δυνατότητα να εκδώσει αντίθετη απόφαση, δεχόμενο τους λόγους της έφεσης. Επομένως, αν η ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης απορριφθεί λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, προσβλητή με το ένδικο μέσο της αναίρεσης είναι μόνο η τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου, στην οποία και ενσωματώνεται έκτοτε η πρωτόδικη απόφαση. Έτσι, τα τυχόν σφάλματα της πρωτόδικης απόφασης, που με την έννοια αυτή επικυρώνεται από το Εφετείο, μπορούν να προταθούν με την άσκηση αναίρεσης ως σφάλματα της δευτεροβάθμιας απόφασης, εφόσον βέβαια συνιστούν και αναιρετικούς λόγους παραδεκτώς προβαλλομένους (ΟλΑΠ 16/1990). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 554 ΚΠολΔικ, αν η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε, η αναίρεση απευθύνεται κατά της απόφασης, που απέρριψε την ανακοπή, οπότε θεωρείται, ότι η αναίρεση απευθύνεται και κατά της ερήμην απόφασης, κατά της οποίας είχε απευθυνθεί η ανακοπή, εφόσον δεν πέρασε η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής. Σύμφωνα με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές [ΚΠολΔ 553 παρ.1], η ερήμην οριστική απόφαση του Εφετείου υπόκειται σε αναίρεση μόνον αφ’ ότου έπαψε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, είτε διότι παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της ανακοπής, η οποία αρχίζει με την επίδοση της ερήμην αποφάσεως, είτε διότι ο διάδικος παραιτήθηκε του δικαιώματος να ασκήσει ανακοπή. Αν ασκηθεί εμπροθέσμως ανακοπή, η ερήμην εφετειακή απόφαση υπόκειται σε αναίρεση αφ’ ότου εκδοθεί η απόφαση του εφετείου που απορρίπτει την ανακοπή, η οποία επίσης υπόκειται σε αναίρεση, εφόσον υπάρχει κάποιος βάσιμος λόγος κατ’ αυτής.
Συνεπώς, η επίδοση της ερήμην απόφασης κινεί μόνο την προθεσμία για την ανακοπή και δεν αρκεί για την έναρξη της προθεσμίας της αναίρεσης. Ούτε μόνη η έκδοση της απορριπτικής της ανακοπής απόφασης του εφετείου κινεί την προς αναίρεση προθεσμία. Διότι κατά την αληθή έννοια των ως άνω διατάξεων σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 564 και 499 ΚΠολΔ, για την έναρξη της προς αναίρεση προθεσμίας πρέπει και να επιδοθεί η απορρίπτουσα την ανακοπή ερημοδικίας απόφαση [ΑΠ 617/2019, 322/2015]. Στην προκείμενη υπόθεση, η κρινόμενη από 13.10.2019 αίτηση αναίρεσης, που κατατέθηκε στο Εφετείο Πατρών την 14.10.2019, στρέφεται: α) κατά της ερήμην του αναιρεσείοντος εκδοθείσας υπ’ αριθμό 442/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, διαδικασίας διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, που απέρριψε κατ’ ουσίαν, λόγω της ερημοδικίας του, την έφεση του τελευταίου κατά της υπ’ αριθ. 229/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και β) κατά της υπ’ αριθμό 416/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, η οποία δικάζοντας επί της ανακοπής ερημοδικίας του αναιρεσείοντος απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας αυτού κατά της προηγούμενης υπ’ αριθ. 442/2018 αποφάσεως. Με βάση τα προεκτεθέντα, η υπ’ αριθ. 229/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών ενσωματώνεται στην απορρίψασα την έφεση του εκκαλούντος – αναιρεσείοντος, λόγω της ερημοδικίας του, υπ’ αριθμόν 442/2018 απόφαση του Εφετείου Πατρών, η οποία προσβάλλεται παραδεκτά με λόγους αναίρεσης, που αναφέρονται σε σφάλματα της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και σε σφάλματα της ιδίας της υπ’ αριθ. 442/2018 απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου κατά το μέρος, που δίκασε επί της εφέσεως του αντιδίκου του [ΑΠ 617/2019, 322/2015]. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρα 495, 552, 553, 554, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ] κατά των πιο πάνω αποφάσεων, αφού από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα επίδοση της υπ’ αριθ. 416/13.9.2019 απόφασης του Εφετείου, ώστε να κινείται η προθεσμία για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αυτής και της ερήμην εκδοθείσας υπ’ αριθ. 442/2018 απόφασης του ιδίου δικαστηρίου η δε υπό κρίση αίτηση κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Πατρών στις 14.10.2019.
Συνεπώς είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους [άρθρ. 577 § 1 και 3 ΚΠολΔ], απορριπτομένου του ισχυρισμού του αναιρεσιβλήτου περί εκπροθέσμου ασκήσεως της αιτήσεως, γιατί βασίζεται σε εσφαλμένα δεδομένα και συγκεκριμένα στην επικαλούμενη εκπρόθεσμη άσκηση εφέσεως εκ μέρους του αναιρεσείοντος και την συνακόλουθη εκπρόθεσμη άσκηση αναιρέσεως, αφού ο αναιρεσίβλητος δεν έλαβε υπόψη ότι η έφεση του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν λόγω της ερημοδικίας του, ήδη δε η απόφαση αυτή [442/2018] έχει τελεσιδικήσει και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν περιλαμβάνουν διάταξη περί εκπροθέσμου αυτής. Ως εκ τούτου, η προθεσμία της αναίρεσης, αρχίζει αφ’ ότου εκδόθηκε η απόφαση του εφετείου που απορρίπτει την ανακοπή ερημοδικίας, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ανακοπή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 27 και 29/1998, ΑΠ 1115/2019). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και την υπαγωγή αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΑΠ 319/2017, 130/2016). Απορρίπτεται ως αόριστος ο αναιρετικός λόγος του αριθ. 1 του άρθρου 599 ΚΠολΔ όταν δεν προσδιορίζονται στην αίτηση αναίρεσης οι διατάξεις ουσιαστικού δικαίου οι οποίες φέρονται ότι παραβιάσθηκαν με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τους, καθώς και τα σφάλματα του εφετείου ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Το δικόγραφο της αναιρέσεως πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή και ορισμένο το λόγο αναιρέσεως και να καθορίζονται σ αυτόν τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά τον αναιρεσείοντα, στοιχειοθετούν την πλημμέλεια που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση με βάση, όπου χρειάζεται, τις παραδοχές της, οι οποίες πρέπει επίσης να καθορίζονται στο αναιρετήριο [ΑΠ 882/2009]. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Η διάταξη αυτή περιέχει κανόνα δικονομικού δικαίου, με εξαίρεση την περίπτωση της ανώτερης βίας, η οποία αποτελεί διάταξη ουσιαστικού δικαίου, αφού ανήκει σε εκείνες που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας του κατοχυρωμένου από το άρθρο 20 του Συντάγματος ουσιαστικού δικαιώματος της ακρόασης του διαδίκου. Ειδικότερα, ως ανώτερη βία, η οποία δικαιολογεί την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας νοείται οποιοδήποτε γεγονός απρόβλεπτο και εξαιρετικό, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης [ΟλΑΠ 29/1992, ΑΠ 1115/2019, 1253/2018].
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αιτήσεώς του το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι κατά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου με την υπ’ αριθ. 416/2019 απόφασή του, το Μονομελές Εφετείο Πατρών απέρριψε την νομίμως ασκηθείσα ανακοπή ερημοδικίας του με την αιτιολογία ότι το πταίσμα του δικηγόρου του δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο ανωτέρας βίας. Παραβίασε, όμως έτσι, και εσφαλμένα ερμήνευσε τη σχετική διάταξη, καθώς η ερημοδικία του οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι ουδείς ενημέρωσε το αναιρεσείον για την ημέρα της δικασίμου, με αποτέλεσμα να δικασθεί ερήμην. Στη συνέχεια εκθέτει, ότι, όπως ανέφερε στην από 19.12.2018 ανακοπή ερημοδικίας του ο ορισθείς πληρεξούσιος δικηγόρος για να το εκπροσωπήσει κατά τη δικάσιμο της 9.11.2017 ενώπιον του Εφετείου Πατρών λόγω ανυπερβλήτου κωλύματος, ενημέρωσε με επιστολή του ότι δεν μπορεί να παρασταθεί προς υποστήριξη της έφεσής του ούτε και προς αντίκρουση της έφεσης του αντιδίκου των. Ότι στη συνέχεια το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου αποφάσισε και ζήτησε από την 6η Υγειονομική Περιφέρεια Πελοποννήσου, η οποία διαθέτει οργανωμένη Νομική Υπηρεσία, να ορίσει δικηγόρο να παρασταθεί για λογαριασμό του αναιρεσείοντος, όπως και έγινε, όμως ο τελευταίος κατά την ως άνω δικάσιμο [3.11.2017] παρέστη και ζήτησε την αναβολή της συζήτησης και των δύο υποθέσεων και οι [δύο αντίθετες] εφέσεις αναβλήθηκαν για την δικάσιμο της 10.5.2018, κατά την οποία ουδείς δικηγόρος παρέστη. Ότι ουδείς ενημέρωσε το αναιρεσείον με αποτέλεσμα να εκδοθεί ερήμην του η υπ’ αριθ. 442/2018 απόφαση, “άνευ υπαιτιότητάς του και σε κάθε περίπτωση εξ ανωτέρας βίας”.
Η ως άνω αιτίαση, που αποδίδεται στην προσβαλλομένη με την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, γιατί πέρα από το ότι δεν προσδιορίζονται ενάριθμα οι παραβιασθείσες διατάξεις, δεν προσδιορίζονται ούτε οι παραδοχές της προσβαλλομένης υπ’ αριθ. 416/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών οι θεμελιωτικές της κρίσης της περί μη συνδρομής λόγου ανωτέρας βίας, γιατί μόνο με βάση τις εν λόγω ουσιαστικές παραδοχές μπορεί να ελεγχθεί τυχόν νομική πλημμέλεια αυτής αλλ’ ούτε και τα σφάλματα που αποδίδονται στο δικαστήριο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης. Αντίθετα, το αναιρεσείον εκθέτει το περιεχόμενο της από 19.12.2018 ανακοπής ερημοδικίας του [όπως αναφέρεται πιο πάνω], επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ’ αριθ. 416/2019 απόφαση, η οποία, πέραν της αοριστίας της ως προς το ουσιώδες γεγονός της ανωτέρας βίας, δεν έχει έννομη επιρροή χωρίς τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, καθότι αντικείμενο της παράβασης του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ είναι η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ο ίδιος λόγος αναφορικά με την από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση είναι επίσης απαράδεκτος, γιατί δεν εκτίθενται οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως “πράγματα” κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγο έφεσης, εφόσον όμως αυτός περιέχει αυτοτελή ισχυρισμό. Για την πληρότητα του αναιρετικού αυτού λόγου, πρέπει στο αναιρετήριο, μεταξύ άλλων, να αναφέρεται ποια ήταν τα πράγματα που παρά το νόμο το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη, μολονότι προτάθηκαν παραδεκτά και ποια επίδραση θα ασκούσαν στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 873/2019). Στην προκειμένη περίπτωση το αναιρεσείον με τον ίδιο λόγο επιχειρεί απαραδέκτως να αποδώσει στην προσβαλλομένη απόφαση και την εκ του άρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, χωρίς να παραθέτει στο αναιρετήριο τον κρίσιμο αυτοτελή ισχυρισμό, που αποτελεί πράγμα και τον τρόπο, που παραβιάσθηκε η εν λόγω διάταξη δηλαδή ποια πράγματα το δικαστήριο έλαβε υπόψη παρότι δεν προτάθηκαν ή ποια πράγματα δεν έλαβε υπόψη παρότι προτάθηκαν και που είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως εκ τούτου θα πρέπει ν’ απορριφθεί.
Ο Ν. 4024/2011 περί ενιαίου μισθολογίου και μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής ορίζει στο άρθρο 4 τις διατάξεις, που αφορούν τις βαθμολογικές προαγωγές και μισθολογική εξέλιξη των υπαλλήλων, στους οποίους μεταξύ των άλλων περιλαμβάνονται και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Στο άρθρο 22 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι “Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται οι αποδοχές για τους δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής στους φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου”. Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διάταξης εκδόθηκε η οικ.2/17132/0022/28.2.2012 απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης – Οικονομικών – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β’ 498/28.2.2012), η οποία από 1.11.2011 ορίζει το βασικό μισθό των δικηγόρων, που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 4024/2011. Ακόμη, ορίζει ότι οι δικηγόροι, οι οποίοι ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου νομικής υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των καταστατικών εσωτερικών κανονισμών ή τις αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων λαμβάνουν επίδομα θέσης ευθύνης σύμφωνα με το άρθρο 18 του Ν. 4024/2011. Εξάλλου, κατά το άρθρο 18 του ως άνω νόμου, ως επίδομα θέσης καταβάλλεται α) σε προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων Διοίκησης ποσό 900 ευρώ, β) σε προϊσταμένους Διευθύνσεων Διοίκησης ποσό 400 ευρώ, γ) σε προϊσταμένους Τμημάτων Διοίκησης ποσό 250 ευρώ και σε προϊσταμένους Παιδικών Σταθμών ποσό 100 ευρώ. Περαιτέρω, ο Κώδικας περί Δικηγόρων που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 3026/1954, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. ΙΓ1 (8) του άρθρου 1ου του Ν. 4093/2012 όριζε στο άρθρο 92 Α ότι οι αποδοχές των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με έμμισθη εντολή στους φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 4024/2011 καθορίζονται όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 22 του Ν. 4024/2011. Τέλος, ο Ν. 4194/2013 περί του Κώδικα Δικηγόρων, ορίζει στο άρθρο 44 ότι οι αποδοχές των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους μεταξύ άλλων και στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Από τη διατύπωση των ως άνω διατάξεων συνάγεται με σαφήνεια ότι αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη του συγκεκριμένου επιδόματος θέσης ευθύνης δεν αποτελεί απλά η ιδιότητα του ενδιαφερομένου ως προϊσταμένου σε κάποιο γραφείο αλλά η ιδιότητα του ως προϊσταμένου σε νομική υπηρεσία που συνιστά Διεύθυνση, Υποδιεύθυνση ή Τμήμα κάποιου φορέα, στους οποίους εφαρμόζεται η εν λόγω ΚΥΑ, δηλαδή σημασία κατά το νόμο για τη λήψη του επιδόματος έχει η διάρθρωση της νομικής υπηρεσίας. Η πιο πάνω διάταξη εξαιρεί από τη λήψη του παραπάνω επιδόματος “τα αυτοτελή γραφεία διοίκησης”, για τα οποία μέχρι 31.10.2011 προβλεπόταν από τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 3205/2003 το επίδομα θέσης ευθύνης [ΑΠ 734/2018, 998/2018]. Ακόμη, σύμφωνα με τον Οργανισμό του ……………………………. [Α3β/οικ. 18031/23.12.1987 Απόφαση του Υπουργού Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων – ΦΕΚ 767/31.12.1987] και ειδικότερα το άρθρο 5, το Νοσοκομείο αυτό απαρτίζεται από τις υπηρεσίες α] Ιατρική, β] Νοσηλευτική και γ] Διοικητική με τις αρμοδιότητες και τη στελέχωση που ορίζονται στα επόμενα άρθρα, στο δε άρθρο 12 [περίπτωση Ε] προβλέπονται δύο θέσεις δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής και στο άρθρο 14 ορίζονται οι προϊστάμενοι της Ιατρικής, της Νοσηλευτικής και της Διοικητικής Υπηρεσίας με τις Υποδιευθύνσεις και τα τμήματα. Ο Οργανισμός του νοσοκομείου δεν περιλαμβάνει νομική υπηρεσία παρά μόνο τις δύο θέσεις δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής, που προαναφέρθηκαν.
Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών με την υπ’ αριθ. 229/2013 απόφασή του, που ενσωματώνεται στην προσβαλλομένη, ως απορρίψασα την έφεση του εκκαλούντος – αναιρεσείοντος, λόγω της ερημοδικίας του, υπ’ αριθμόν 442/2018 απόφαση του Εφετείου Πατρών, δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος, ως προϊστάμενος της νομικής υπηρεσίας του εναγομένου κατέχει θέση ευθύνης σε οργανική μονάδα Ν.Π.Δ.Δ., η οποία είναι αυτοτελής δηλ. δεν υπάγεται άμεσα σε υπερκείμενη μονάδα αλλά υπάγεται απευθείας στον ανώτατο Προϊστάμενο της οικείας υπηρεσίας, το Διοικητή του Νοσοκομείου, και αδιαβάθμιστη, ήτοι δεν τελεί σε ιεραρχική και υπαλληλική κατάταξη σε σχέση με άλλες μονάδες στην κλίμακα της ιεραρχικής δομής της Διοίκησης και ως εκ τούτου, ο ενάγων δικαιούται να λαμβάνει το επίδομα ευθύνης, ποσού 400 ευρώ, από το Νοέμβριο του 2011 έως τον Μάιο του 2012, καθώς κατέχει θέση Προϊσταμένου της Νομικής Υπηρεσίας του εναγομένου. Με την κρίση του αυτή το Μονομελές Πρωτοδικείο εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις του άρθρου 18 του Ν. 4024/2011, την ΥΑ Α3β/οικ.18031/23.12.1987 περί του Οργανισμού του εναγομένου ήδη αναιρεσείοντος και την ΥΑ οικ.2/17132/0022/28.2.2012, η οποία κατά το μέρος που αφορά το επίδομα ευθύνης των δικηγόρων, ως προϊσταμένων της νομικής υπηρεσίας, παραπέμπει στο ως άνω άρθρο 18 του Ν. 4024/2011. Και τούτο διότι στον Οργανισμό του αναιρεσείοντος δεν προβλέπεται Νομική Υπηρεσία και ως εκ τούτου δεν υπάρχει νομίμως συσταθείσα Διεύθυνση νομικής υπηρεσίας ούτε νομίμως συσταθείσα θέση προϊσταμένου νομικής υπηρεσίας, παρά μόνο δύο θέσεις δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής, εκ των οποίων καλύπτεται μόνο η μία από τον ενάγοντα [ΕΣ 102/2016, 39/2016, 42/2014]. Κατ’ ακολουθίαν, η από 29.7.2009 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του νοσοκομείου που ορίζει τον αναιρεσίβλητο – ενάγοντα προϊστάμενο της νομικής υπηρεσίας του νοσοκομείου δεν έχει νομοθετικό έρεισμα, γιατί πρόκειται για μη νομίμως συσταθείσα θέση από όργανο, το διοικητικό συμβούλιο, που ενήργησε αυθαίρετα χωρίς ανάλογη πρόβλεψη στις διατάξεις του Οργανισμού και κατά παράβαση του άρθρου 18 του Ν. 4024/2011. Ως εκ τούτου ο ενάγων δεν δικαιούται το επίδομα θέσης ευθύνης του χρονικού διαστήματος από 1.11.2011 έως 31.5.2012 συνολικού ποσού 2800 ευρώ και θα πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος αναίρεσης περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, ενώ οι λοιποί εκ των αριθ. 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης, που πλήττουν την ίδια διάταξη της πρωτόδικης απόφασης την σχετική με το επίδομα ευθύνης είναι αλυσιτελείς. Κατόπιν αυτού ο εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 442/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, που απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος λόγω της ερημοδικίας του και με την οποία συμπροσβάλλεται η υπ’ αριθ. 229/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που έκανε δεκτή την αγωγή ως προς το επίδομα θέσης ευθύνης και επιδίκασε το ανάλογο ποσό κατά παράβαση των διατάξεων, που προαναφέρθηκαν.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 38 παρ. 2 του Ν. 3986/2011, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 24 του Ν. 4002/2011, καθιερώνεται ειδική εισφορά αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας.
Η εισφορά αυτή υπολογίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί των τακτικών αποδοχών και προσθέτων αμοιβών και αποζημιώσεων όλων των μισθοδοτούμενων υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ, καθώς και των υπαλλήλων όλων ανεξαιρέτως των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και των ΝΠΙΔ, συμπεριλαμβανομένων και των Τραπεζών. Από τις διατάξεις αυτές εξαιρείται το προσωπικό που καταβάλλει εισφορά υπέρ κλάδου ανεργίας, που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 32 του ΝΔ 2961/1954, όπως έχει τροποποιηθεί με την παράγραφο 6 του άρθρου 44 του Ν. 2084/1992 και την παράγραφο 9 του άρθρου 44 του παρόντος Νόμου. Ακόμη, καθιερώνεται ειδική εισφορά των ασφαλισμένων του Ταμείου Προνοίας των Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ) πέραν των προβλεπομένων, υπέρ του Ταμείου Προνοίας των Δημοσίων Υπαλλήλων. Η εισφορά αυτή υπολογίζεται σε ποσοστό ένα τοις εκατό (1%) επί των τακτικών αποδοχών και προσθέτων αμοιβών και αποζημιώσεων όλων των δικαιούχων υπαλλήλων του Ταμείου. Για όσους υπαλλήλους δεν είναι ασφαλισμένοι στο ΤΠΔΥ η εισφορά υπολογίζεται σε ένα τοις εκατό (1%) επί των τακτικών αποδοχών και προσθέτων αμοιβών και αποζημιώσεων, υπέρ του ΟΑΕΔ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης μπορεί να ρυθμίζεται ο τρόπος υπολογισμού, είσπραξης και απόδοσης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Οι ειδικές εισφορές των προηγουμένων περιπτώσεων που αναλογούν στο χρονικό διάστημα από 01-01-2011 έως 31-07-2011 κατανέμονται ισόποσα και συνεισπράτονται με τις εισφορές των επομένων μηνών του έτους 2011 σύμφωνα με όσα ορίζονται στην κοινή υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της προηγούμενης περίπτωσης. Με επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδότησης εκδόθηκε η 2/57654/0022/22.8.2011 κοινή Υπουργική Απόφαση “Ειδική εισφορά αλληλεγγύης της § 2 α του Ν. 3986/2011 [ΦΕΚ Β’ 1853/22.8.2011], με την οποία ορίστηκε ότι η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της § 2 α του Ν. 3986/2011 ειδική εισφορά αλληλεγγύης υπολογίζεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) επί του συνόλου των τακτικών αποδοχών και προσθέτων αμοιβών και αποζημιώσεων όλου του μισθοδοτούμενού προσωπικού του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, καθώς και του προσωπικού όλων ανεξαιρέτως των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και των ΝΠΙΔ, συμπεριλαμβανομένων και των Τραπεζών. Εξαιρείται το προσωπικό που καταβάλλει την εισφορά υπέρ κλάδου ανεργίας, που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του ΝΔ 2961/1954, όπως έχουν τροποποιηθεί με το άρθρο 44 παρ. 6 του Ν. 2084/1992 και το άρθρο 44 παρ. 9 του Ν. 3986/2011. Το ποσό της εισφοράς αλληλεγγύης της προηγούμενης παραγράφου, που αποτελεί έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού, παρακρατείται κάθε μήνα κατά την πληρωμή της τακτικής μισθοδοσίας και των λοιπών προσθέτων αμοιβών και αποζημιώσεων του μισθοδοτούμενού προσωπικού. Η απόφαση αυτή ισχύει από 01-01-2011, η δε ειδική εισφορά, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα από 01-01-2011 έως 31-07-2011, κατανέμεται ισόποσα και συνεισπράττεται με τις εισφορές των επομένων μηνών του έτους 2011. Εξάλλου, από το ΝΔ 2961/1954 σε συνδυασμό με τον ΑΝ 1846/1951, συνάγεται ότι, και υπό την επιφύλαξη διατάξεων που ορίζουν διαφορετικά, αναγκαία προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ΙΚΑ και κατ’ επέκταση στον ΟΑΕΔ είναι η έναντι αμοιβής παροχή εξαρτημένης εργασίας. Περαιτέρω, υποκειμενικό στοιχείο της ρύθμισης για την ειδική εισφορά αλληλεγγύης αποτελούν οι μισθοδοτούμενοι υπάλληλοι των φορέων που αναφέρονται στο σχετικό άρθρο, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του άνω Νόμου, χωρίς να μπορεί να γίνει άλλη ερμηνεία. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η άνω κοινή υπουργική απόφαση αναφέρεται σε προσωπικό πέραν του υπαλληλικού, τότε θα ήταν ανίσχυρη ως κείμενη εκτός νομοθετικής εξουσιοδότησης (βλ. Πράξ. Ελ. Συν 85/2012). Κατ’ ακολουθίαν, οι δικηγόροι, οι οποίοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα με σχέση έμμισθης εντολής δεν υποχρεούνται στην καταβολή της εισφοράς αλληλεγγύης και της εισφοράς υπέρ του ΟΑΕΔ, αφού προϋπόθεση καταβολής αυτών αποτελεί η παροχή εξαρτημένης εργασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 442/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, επί της εφέσεως του αναιρεσιβλήτου, κατά το μέρος που αφορά την εισφορά αλληλεγγύης και την εισφορά υπέρ του Τ.Π.Δ.Υ άλλως ΟΑΕΔ [2% και 1% αντίστοιχα], εξαφάνισε την πρωτόδικη [229/2013] απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών που απέρριψε το αίτημα του αναιρεσιβλήτου περί επιδίκασης σε αυτόν των ποσών, που παρακρατήθηκαν από τις αποδοχές του για εισφορά αλληλεγγύης και εισφορά υπέρ του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων. Στη συνέχεια έκανε δεκτό το εν λόγω αίτημα υποχρεώνοντας το εναγόμενο ήδη αναιρεσείον να καταβάλει στον ενάγοντα αναιρεσίβλητο το συνολικό ποσό των 1312,83 ευρώ. Από την επισκόπηση αυτής [442/2018] προκύπτει ότι έγινε δεκτό ότι ο ενάγων, ως έμμισθος δικηγόρος του εναγομένου δεν εμπίπτει στην έννοια του υπαλλήλου, ούτε εντάσσεται στο διοικητικό προσωπικό του νομικού προσώπου του εναγομένου και δεν υποχρεούται σε εισφορά αλληλεγγύης και εισφορά υπέρ του Τ.Π.Δ.Υ ενόψει μάλιστα του ότι δεν προβλέπεται νομοθετικά τέτοια υποχρέωση. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και σαφείς αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, τις οποίες δεν παραβίασε. Συγκεκριμένα δέχθηκε ότι στην περίπτωση του ενάγοντα, που είναι έμμισθος δικηγόρος δεν έχουν εφαρμογή οι πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 38 παρ. 2 του Ν. 3986/2011, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 24 του Ν. 4002/2011, το ΝΔ 2961/1954 σε συνδυασμό με τον ΑΝ 1846/1951, που αναφέρονται σε υποχρεώσεις των υπαλλήλων των νομικών προσώπων, οι οποίοι συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αυτό, δεν αφορούν τους έμμισθους δικηγόρους, που συνδέονται με σχέση εντολής και δεν μπορεί να εξαχθεί διαφορετική νομοθετική βούληση από την κοινή υπουργική απόφαση 2/57654/0022/22.8.2011, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού της εισφοράς, η οποία αναφερόμενη σε “μισθοδοτούμενο προσωπικό”, δεν μπορεί να επεκτείνει τους υπόχρεους φορείς, γιατί δεν έχει τέτοια εξουσιοδότηση και άρα είναι προφανές ότι αναφέρεται σε υπαλληλικό προσωπικό κατά τη σαφή διάταξη του νόμου. Το αναιρεσείον υποστηρίζει ακόμη ότι κατ’ ανάλογον εφαρμογή άλλων ρυθμίσεων, τις οποίες παραθέτει, μισθολογικού, ασφαλιστικού και φορολογικού περιεχόμενου, που ορίσθηκαν για υπαλλήλους του δημοσίου και η ισχύς τους επεκτάθηκε και στους δικηγόρους, θα πρέπει, στην προκειμένη περίπτωση να επιβληθεί η υποχρέωση της εισφοράς αλληλεγγύης και σε αυτούς. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν περιλαμβάνουν συγκεκριμένη νομική πλημμέλεια και άρα δεν αποτελούν σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης αλλά επιχειρήματα υπέρ της απόψεώς του, γι αυτό είναι απαράδεκτοι.
Κατά το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα) μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προεκτεθέντα, η υπ’ αριθ. 442/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, που του είχε επιδικάσει το επίδομα θέσης ευθύνης. Ήδη το αίτημα αυτό κρίθηκε μη νόμιμο. Εφόσον δε η υπόθεση δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, πρέπει, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης 442/2018 απόφασης, να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος, να εξαφανισθεί η υπ’ αριθ. 229/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου, κατά το μέρος, που αφορά το επίδομα θέσης ευθύνης ως μη νόμιμη. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, θα επιβληθούν στον αναιρεσίβλητο, λόγω της ήττας του [άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ], αφού υποβάλλεται σχετικό αίτημα, όμως δεν θα επιβληθούν μειωμένα, καθότι η νομική υποστήριξη του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. στο παρόν Δικαστήριο, δεν διεξήχθη από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους [άρθρ. 22 παρ. 1, 3 Ν. 3693/1957, ΑΠ 920/2019, 1382/2017].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αναίρεση κατά της υπ’ αριθ. 416/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πατρών.
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 442/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών.
Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.
Δέχεται την έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 229/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, κατά το μέρος που επιδικάζει στον ενάγοντα το επίδομα θέσης ευθύνης, καθώς και ως προς τη διάταξη περί δικαστικών εξόδων σε βάρος του.
Απορρίπτει την αγωγή, καθ’ ο μέρος αφορά την επιδίκαση του επιδόματος θέσης ευθύνης.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος του πρώτου και του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας και της προκειμένης δίκης σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων [1000] ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Απριλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ