ΘΕΟΔΩΡΟΥ Γ. ΨΥΧΟΓΥΙΟΥ Επίτ. Αντιπροέδρου Ν.Σ.Κ.

Ι. Πρόλογος

1. Αντικείμενο του παρόντος άρθρου είναι το σημαντικό ζήτημα της εγκυρότητας ή μη των φορολογικών καταλογισμών, που επιβάλλονται μετά από επιτόπιους φορολογικούς ελέγχους στην έδρα ή στην επαγγελματική εγκατάσταση του φορολογουμένου χωρίς την παρουσία δικαστικού λειτουργού, όπως επιτάσσει τόσο η παρ. 1 του άρθρου 9 του Συντάγματος (όπως αυτό ερμηνεύτηκε από την κλασσική Γνωμοδότηση Εισ. Αρείου Πάγου αριθμ. 6/2014), όσο και η παρ. 3 του άρθρου 25 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.)1, όπως είχε τροποποιηθεί με την παρ. 11 του άρθρου 40 του ν. 4410/2016.

2. Ως γνωστόν, από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 9 του Συντάγματος προβλέπεται:
«Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καμία έρευνα δεν γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας».
Εξάλλου, στην παράγρ. 2 του πιο πάνω άρθρου 9 προβλέπονται ρητά συγκεκριμένες κυρώσεις εις βάρος των παραβατών, ήτοι για παραβίαση οικιακού ασύλου (άρθρο 241 του Π.Κ.), για κατάχρηση εξουσίας (άρθρο 239 του Π.Κ.) και για παράβαση καθήκοντος, κατά τις διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου του Υπαλληλικού Κώδικα (άρθρο 107), ενώ προβλέπεται και καταβολή πλήρους αποζημίωσης στον παθόντα, η οποία, μάλιστα, βαρύνει ατομικά τον υπάλληλο που παραβίασε το άσυλο (βλ. Πρ. Δαγτόγλου, Συνταγμ. Δίκαιο, Ατομ. Δικαιώματα, 2005, σελ. 415). Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι ο συνταγματικός νομοθέτης προσδίδει εξαιρετική σημασία στην προστασία του ασύλου της κατοικίας, ως θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος και βασικού θεσμού μιας δημοκρατικής και δικαιοκρατούμενης κοινωνίας.

3. Επί πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος, ορίζεται ότι:
«Κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται επέμβαση δημοσίας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού παρά μόνο στο μέτρο που αυτή η επέμβαση προβλέπεται υπό του Νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο δια την εθνική ασφάλεια, τη δημοσία ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων».

ΙΙ. Η έννοια της κατοικίας στο άρθρο 9 του Συντάγματος

1. Ασφαλώς, πριν προχωρήσουμε στην ανάπτυξη των συνεπειών από την παραβίαση του ασύλου της κατοικίας, είναι απαραίτητο να διερευνήσουμε την έννοιά της και το εύρος αυτής.
Ο όρος «κατοικία» στο ελληνικό δίκαιο είναι πολυσήμαντος, αφού το περιεχόμενό του διαφοροποιείται στα διάφορα είδη του δικαίου (π.χ. στο αστικό, εμπορικό, συνταγματικό, κ.λπ.). Ωστόσο, γίνεται γενικώς δεκτό ότι ο όρος «κατοικία» στο άρθρου 9 του Συντάγματος ταυτίζεται με την πραγματική έννοια της λέξης (οίκος – domus), στην οποία εντάσσεται κάθε χώρος που χρησιμοποιείται για διαβίωση, διαμονή, αλλά και για εργασία, εφόσον δεν είναι προσιτός σε όλους.
Στην έννοια δε αυτή περιλαμβάνεται τόσον η αμιγής, όσο και η μικτή κατοικία2, δηλαδή αυτή που χρησιμοποιείται για τη διαβίωση του ατόμου, αλλά και ως χώρος της επαγγελματικής του δραστηριότητας (βλ. την παραπάνω Εισαγγελ. Γνωμοδότηση 6/2014, σελ. 2). Άρα, εφόσον συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις, στην έννοια της κατοικίας εντάσσονται και τα δωμάτια ξενοδοχείου, οι καμπίνες πλοίων ή αμαξοστοιχιών, τα ιδιωτικά σκάφη και αεροσκάφη, τα τροχόσπιτα, οι σκηνές, κ.λπ. (Β. Καράκωστας, Το Σύνταγμα, σελ. 220).
Κατά την έννοια του άρθρου 9 του Συντάγματος, ένας άνθρωπος μπορεί να έχει πλείονες της μιας κατοικίες (δεύτερη, τρίτη εξοχική, επαγγελματική, κ.λπ.), οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, απολαύουν της αυτής συνταγματικής προστασίας.

2. Στη θεωρία δίδονται αρκετοί ορισμοί επί της συνταγματικής έννοιας της κατοικίας: Κατοικία, λοιπόν, είναι «κάθε χώρος που ο άνθρωπος ορίζει ως το μη γενικά προσιτό χώρο διαβίωσης και εργασίας του»3, «το κατάλυμα εκάστου, δηλαδή ο χώρος ο οποίος χρησιμεύει δια την μόνιμον ή προσωρινήν διαμονήν ατόμου τινός ή ακόμη και δια την επαγγελματικήν απασχόλησιν αυτού»4, «το κατάλυμα ή ο χώρος τον οποίο χρησιμοποιεί το άτομο, είτε για τη μόνιμη εγκατάστασή του, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Α.Κ., είτε και για προσωρινή διαμονή ή για επαγγελματική του απασχόληση, μόνιμη ή πρόσκαιρη, εφόσον, όμως, ο χώρος είναι περιφραγμένος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μη δύναται ο οποιοσδήποτε να εισέρχεται ελεύθερα μέσα σε αυτόν»5, «κάθε κατάλυμα, δηλαδή κάθε χώρος που χρησιμοποιείται για διαβίωση – μόνιμη ή προσωρινή, διαμονή ή απλώς παραμονή – ή για εργασία, και που δεν είναι προσιτός σε όλους»6, «ο ιδιωτικός φυσικός χώρος του ανθρώπου»7, κ.λπ..

3. Συμπυκνώνοντας τα προεκτεθέντα, μπορούμε με βεβαιότητα να καταλήξουμε στη διαπίστωση ότι η έννοια της κατοικίας προϋποθέτει έναν περίκλειστο χώρο, στον οποίο η πρόσβαση σε τρίτους δεν είναι ελεύθερη, παρά μόνο μετά από προηγούμενη συγκατάθεση του διαμένοντος ή δραστηριοποιούμενου σε αυτόν (βλ. και Πρακτ.Επεξ. ΣτΕ 1381/1981, Β. Καράκωστας, ό.π., σελ. 220).
Μάλιστα, γίνεται παγίως δεκτό ότι η συγκατάθεση αυτή πρέπει να δίδεται ρητά στον εισερχόμενο και όχι γενικά ή αόριστα για το μέλλον, αλλά ad hoc, δηλαδή για κάθε πρόσβαση, η οποία επιχειρείται κάθε φορά από τρίτα πρόσωπα (βλ. Πρ. Δαγτόγλου, ό.π., σελ. 405, Γ. Καμίνη,
Παράνομα αποδεικτικά μέσα και συνταγματική κατοχύρωση των ατομικών Δικαιωμάτων, 1998, σελ. 185)8.
Το στοιχείο ακριβώς αυτό, δηλαδή το ανεπίτρεπτο της ελεύθερης πρόσβασης οιουδήποτε τρίτου προσδίδει στην κατοικία τον χαρακτήρα του συνταγματικά προστατευόμενου ιδιωτικού χώρου, ανεξάρτητα από τη νομική σχέση (κυριότητα, μίσθωση, χρησιδάνειο, επικαρπία, νομή, κ.λπ.), η οποία συνδέει την κατοικία με τον φορέα του συνταγματικού δικαιώματος του ασύλου, αφού αντικείμενο της συνταγματικής προστασίας δεν είναι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας ή άλλης εμπράγματης ή ενοχικής έννομης σχέσης, αλλά η προσωπική ελευθερία, όπως αυτή υλοποιείται στο συγκεκριμένο ατομικό δικαίωμα.

ΙΙΙ. Η ερμηνεία των ρυθμίσεων του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας και οι συνέπειές τους

1. Ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013, όπως κωδικοποιήθηκε με τον Ν. 4987/2022, που, ως ελέχθη, αντικαταστάθηκε με τον πρόσφατο Ν. 5104/2024 από 19/4/24 (βλ. άρθρα 86 και 117), αναφέρεται εκτενώς στη διαδικασία διεξαγωγής των φορολογικών ελέγχων και προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Άρθρο 27. (πρώην άρθρο 23) Φορολογικός έλεγχος
«1. Η Φορολογική Διοίκηση έχει την εξουσία να επαληθεύει, να ελέγχει και να διασταυρώνει την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων εκ μέρους του φορολογούμενου, την ακρίβεια των φορολογικών δηλώσεων που υποβάλλονται σε αυτήν και να επιβεβαιώνει τον υπολογισμό και την καταβολή του οφειλόμενου φόρου, διενεργώντας έλεγχο σε έγγραφα, λογιστικά αρχεία (βιβλία και στοιχεία) και στοιχεία γνωστοποιήσεων και παρόμοιες πληροφορίες, θέτοντας ερωτήσεις στον φορολογούμενο και σε τρίτα πρόσωπα, ερευνώντας εγκαταστάσεις και μέσα μεταφοράς που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, σύμφωνα με τις διαδικασίες και χρησιμοποιώντας μεθόδους που προβλέπονται στον Κώδικα.
7. Ο φορολογικός έλεγχος διενεργείται στην εγκατάσταση του φορολογούμενου (επιτόπιος έλεγχος) ή σε άλλον τόπο, όπου προσκομίζονται τα στοιχεία από τον φορολογούμενο (απομακρυσμένος έλεγχος). Ο φορολογούμενος παρέχει στη Φορολογική Διοίκηση κάθε στοιχείο που ζητείται στο πλαίσιο του ελέγχου. Ο χρόνος διενέργειας του επιτόπιου φορολογικού ελέγχου μπορεί να είναι και εκτός του επίσημου ωραρίου της Φορολογικής Διοίκησης
».

Άρθρο 30 παρ. 2 (πρώην 25 παρ. 3) Διενέργεια επιτόπιου φορολογικού ελέγχου
«2. Ο επιτόπιος φορολογικός έλεγχος διενεργείται στις εγκαταστάσεις9 του φορολογούμενου, κατά το επίσημο ωράριο εργασίας της Φορολογικής Διοίκησης, και μπορεί να παρατείνεται μέχρι την ολοκλήρωσή του. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να διενεργεί επιτόπιο φορολογικό έλεγχο και εκτός του επίσημου ωραρίου εργασίας, εφόσον απαιτείται από το είδος των δραστηριοτήτων του φορολογούμενου.
Στην περίπτωση αυτή, γίνεται ειδική μνεία στην εντολή φορολογικού ελέγχου. Η είσοδος στην κατοικία του φορολογούμενου επιτρέπεται μόνο με εντολή του αρμόδιου Εισαγγελέα και ο έλεγχος πραγματοποιείται μόνο με την παρουσία δικαστικού λειτουργού
».

2. Σημειώνεται ότι το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 30 του Κ.Φ.Δ. (παρ. 3 του πρώην άρθρου 25), που αναφέρεται στην ανάγκη παρουσίας δικαστικού λειτουργού κατά τον έλεγχο στην κατοικία του φορολογουμένου, ισχύει όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 40 του ν. 4410/2016, μετά τη διχοστασία που προέκυψε μεταξύ Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επί του ζητήματος αυτού (βλ. και ΠΟΛ.1165/2016). Πριν από την εν λόγω τροποποίηση προβλεπόταν απλώς ότι: «Η είσοδος στην κατοικία του φορολογούμενου επιτρέπεται μόνο με εντολή του αρμόδιου Εισαγγελέα».

3. Συγκεκριμένα, ως ελέχθη, με την υπ’ αριθμ. 6/2014 εισαγγελική γνωμοδότηση κρίθηκε ως απολύτως απαραίτητη η παρουσία δικαστικού λειτουργού κατά τη διενέργεια κάθε είδους ελέγχων από διοικητικά όργανα σε κατοικία, στην έννοια της οποίας εντάσσεται και η επαγγελματική εγκατάσταση, κατά τα προαναλυθέντα. Η παρουσία αυτή, κατά την εισαγγελική γνωμοδότηση, είναι απαραίτητη όχι μόνο για τη διαπίστωση ποινικών αδικημάτων, αλλά και διοικητικών παραβάσεων, καθώς και για τη διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης (π.χ. κατάσχεση), με το επιχείρημα ότι η διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 9 του Συντάγματος δεν διακρίνει ως προς το είδος των ερευνών, περί των οποίων επιτάσσεται η παρουσία δικαστικού λειτουργού, κατά τη διενέργεια αυτών στην κατοικία του ελεγχομένου.
Επομένως, με την πιο πάνω Εισαγγελική Γνωμοδότηση, κρίθηκε ότι οι επιτόπιοι φορολογικοί έλεγχοι, κατά το άρθρο 25§3 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ως ίσχυε το έτος 2014), στην επαγγελματική εγκατάσταση ή στο σπίτι του φορολογουμένου, ως και η κατ’ οίκον έρευνα κατά την παρ. 3 του άρθρου 40 του Κ.Φ.Δ., κείνται εκτός συνταγματικής νομιμότητας, αν διενεργούνται χωρίς την ταυτόχρονη παρουσία δικαστικού λειτουργού (για την οποία, εννοείται, δεν είχε δοθεί η προηγούμενη ρητή συναίνεση του ελεγχομένου). Δηλαδή, κρίθηκε ανεπιφύλακτα ότι οι έλεγχοι αυτοί είναι σαφώς αντίθετοι προς το άρθρο 9 του ισχύοντος Συντάγματος, με συνέπεια να πλήττεται ανεπιτρέπτως το προστατευτέο ατομικό δικαίωμα του ασύλου της κατοικίας.

4. Υπενθυμίζεται ότι η πιο πάνω γνωμοδότηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου εκδόθηκε αμέσως μετά την υπ’ αριθμ. 256/2014 γνωμοδότηση της Α’ Τακτικής Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, στην οποία είχε επικρατήσει, κατά πλειοψηφία, η αντίθετη άποψη από αυτή που υιοθέτησε η εισαγγελική γνωμοδότηση. Συγκεκριμένα, η γνώμη που είχε υποστηρίξει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους απηχούσε τη μέχρι εκείνη τη στιγμή κρατούσα συσταλτική επιστημονική και νομολογιακή ερμηνεία της παρ. 1 του άρθρου 9 του Συντάγματος10, σύμφωνα με την οποία η προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο επιταγή της παρουσίας δικαστικού λειτουργού αφορά μόνο στην κατ΄ οίκον έρευνα, που αποσκοπεί στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για την διαπίστωση εγκλημάτων, στην ανακάλυψη ή σύλληψη του δράστη και, εν γένει, στην πρόληψη ή καταστολή ενεργειών που συνιστούν ποινικά αδικήματα, ενώ, απεναντίας, οι κατ΄ οίκον διοικητικοί έλεγχοι εξέφευγαν του ρυθμιστικού πεδίου του άρθρου 9, ως προς την ανάγκη παρουσίας δικαστικού λειτουργού κατά τη διεξαγωγή τους11. Ένα από τα επιχειρήματα της συσταλτικής ερμηνείας αναφερόταν στις σοβαρές δυσχέρειες που θα προκαλούσε η ανάγκη παρουσίας δικαστικού λειτουργού στην έγκαιρη και αποτελεσματική διενέργεια των πολυάριθμων διοικητικών ελέγχων, με συνέπεια να καθίστανται αυτοί σχεδόν αδύνατοι.
Στη συνέχεια, όμως, όπως προείπαμε, ο νομοθέτης, μετά την έκδοση της πιο πάνω εισαγγελικής γνωμοδότησης, προχώρησε στη συμπλήρωση του άρθρου 25§3 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, με την παρ. 11 του άρθρου 40 του ν. 4410/2016, οπότε προβλέφθηκε ρητά ότι ο έλεγχος στην κατοικία πραγματοποιείται μόνο με την παρουσία δικαστικού λειτουργού (βλ. και τη σχετική αιτιολογική έκθεση στην παρ. 11 του άρθρου 40 του ν. 4410/2016).

5. Ωστόσο, είναι προφανές ότι η Φορολογική Διοίκηση δεν έχει εκτιμήσει ορθά την πιο πάνω Εισαγγελική Γνωμοδότηση, ως και τη γενικότερη θέση της νομολογίας και θεωρίας, που υποστηρίζουν αναφανδόν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Συντάγματος, κατοικία δεν αποτελεί μόνο το σπίτι ή το κατάλυμα του ελεγχομένου, αλλά και κάθε περίκλειστος χώρος, που χρησιμοποιείται από αυτόν ως έδρα ή/και χώρος της επαγγελματικής του δραστηριότητας.
Άρα, είναι πρόδηλο ότι, ιδίως μετά τη ρύθμιση της παρ. 11 του άρθρου 40 του ν. 4410/2016, εκτός από την εισαγγελική άδεια, πρέπει να θεωρείται οπωσδήποτε απαραίτητη και η παρουσία δικαστικού λειτουργού στους επιτόπιους φορολογικούς ελέγχους όχι μόνον όταν ο φορολογικός ελεγκτής εισέρχεται στο σπίτι του φορολογουμένου, αλλά και όταν εισέρχεται στον επαγγελματικό του χώρο, εκτός αν ο τελευταίος έχει προηγουμένως χορηγήσει ρητή άδεια στα ελεγκτικά όργανα για την είσοδο σε αυτόν. Σημειωτέον, μάλιστα, ότι η επιτόπια παρουσία δικαστικού λειτουργού πρέπει να θεωρείται απαραίτητη για όλο το χρονικό διάστημα που διαρκεί ο επιτόπιος έλεγχος, ο οποίος, ως γνωστόν, ενδέχεται να διαρκέσει εβδομάδες ή ακόμη και μήνες. Επισημαίνεται ότι, μετά την ισχύ του Ν. 4410/2016 και τη ρητή αξίωση του νομοθέτη για την παρουσία δικαστικού λειτουργού στην κατοικία του ελεγχομένου, τα παραπάνω ισχύουν ανεξάρτητα από την υιοθέτηση της μίας ή της άλλης από τις αποκλίνουσες ερμηνευτικές απόψεις, ως προς το εύρος εφαρμογής της συνταγματικής διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 9 (δηλ. αν αυτή αφορά μόνο στη διερεύνηση εγκλημάτων ή και διοικητικών παραβάσεων).

6. Ασφαλώς, δεν θα υπήρχε το προαναφερόμενο πρόβλημα, εάν η Φορολογική Διοίκηση συμπεριλάμβανε ερμηνευτικά στον όρο «κατοικία» της παρ. 3 του άρθρου 25 του Κ.Φ.Δ. (και ήδη 30 παρ. 2) και την έννοια της επαγγελματικής έδρας ή εγκατάστασης, όπως ήταν ενδεδειγμένο, σύμφωνα με τα παγίως κρατούντα. Ωστόσο, είναι προφανές ότι η Α.Α.Δ.Ε. έχει προκρίνει τη στενή ερμηνεία του όρου «κατοικία», παρά την περί του αντιθέτου καθολική άποψη της νομολογίας και θεωρίας και, ως εκ τούτου, δεν έχει συμπεριλάβει στον όρο αυτόν και τις επαγγελματικές εγκαταστάσεις των ελεγχομένων (ως όφειλε και σύμφωνα με την αναφερθείσα εισαγγελική γνωμοδότηση).
Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι, ακόμη και πριν από τον Ν. 4410/2016, η φορολογική αρχή δεν ελάμβανε εισαγγελική άδεια για έλεγχο στους επαγγελματικούς χώρους των φορολογουμένων, ενώ και μετά τον πιο πάνω νόμο δεν μεριμνά για την παρουσία δικαστικού λειτουργού κατά την διεξαγωγή φορολογικών ελέγχων στους προαναφερθέντες χώρους.

7. Βεβαίως, αυτή η στάση της Φορολογικής Διοίκησης εγκυμονεί τον κίνδυνο όχι μόνο να επέλθει ενεργοποίηση των συνεπειών που προβλέπει το άρθρο 9§2 του Συντάγματος (δηλ. υποχρέωση του Δημοσίου για αποζημίωση του πολίτη, κατάχρηση εξουσίας κλπ.), αλλά να προκληθεί και πλήρης αδυναμία για οποιαδήποτε αποδεικτική χρήση, από τη φορολογική αρχή, των όποιων επιβαρυντικών στοιχείων ανακάλυψε ο έλεγχος στον επαγγελματικό χώρο του ελεγχθέντος επιτηδευματία.
Και αυτό, διότι, με τη διάταξη του άρθρου 19§3 του Συντάγματος, που θεσπίστηκε κατά την αναθεώρηση του 2001 με το ψήφισμα της 6/4/2001, προβλέπεται ρητά ότι: «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α». (βλ. ΑΠ 254/2021).

IV. Επίμετρο

Μετά από τελική ανασκόπηση και συνεκτίμηση των προεκτεθέντων δεν θα ήταν υπερβολή αν υποστηρίζαμε ότι, λόγω της μη ύπαρξης εισαγγελικής άδειας και της μη παρουσίας δικαστικού λειτουργού, κατά τη διεξαγωγή ελέγχων στην έδρα ή/και στους επαγγελματικούς χώρους των φορολογουμένων υπάρχει κίνδυνος, όχι μόνο να επέλθουν οι αναφερθείσες σοβαρές συνέπειες της παρ. 2 του άρθρου 9 του Συντάγματος, αλλά και οι έλεγχοι αυτοί «να τιναχτούν στον αέρα», με την έννοια ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν από αυτούς δεν θα μπορούν να υποστηρίξουν το πόρισμα της έκθεσης ελέγχου, με λίαν πιθανή συνέπεια την ακύρωση των σχετικών καταλογιστικών πράξεων, μετά την επίκληση της πιο πάνω διαδικαστικής πλημμέλειας με την ενδικοφανή και τη δικαστική προσφυγή του φορολογουμένου.

Το ομότιτλο άρθρο του κ. Θεόδωρου Γ. Ψυχογυιού δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιουνίου 2024 του περιοδικού Epsilon7.

1Ήδη η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 25 διατυπώνεται στην παρ. 2 του άρθρου 30 του πρόσφατου νόμου 5104/2024 (ΦΕΚ Α΄ 58/19-4-24), ο οποίος, όσο και αν φαίνεται απίστευτο, κατήργησε και αντικατέστησε τον Ν. 4987/2022, που είχε κωδικοποιήσει τον αρχικό νόμο 4174/2013 λίαν προσφάτως, δηλαδή μόλις πριν από 16 μήνες! Δυστυχώς, οι αλλεπάλληλες και συχνότατες επεμβάσεις του νομοθέτη στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, από το έτος της θεσμοθέτησής του (2013) έως σήμερα, αποτελούν κλασσικό παράδειγμα επιπόλαιας και προπετούς νομοθέτησης, που προκαλεί απόλυτη σύγχυση και αβεβαιότητα δικαίου, χωρίς, μάλιστα, να επιτυγχάνεται στον απαιτούμενο βαθμό η επιδιωκόμενη αρτιότητα των νομοθετικών του ρυθμίσεων.
2Σημειώνεται ότι, οι μικτές κατοικίες έχουν αυξηθεί ραγδαία κατά τα τελευταία χρόνια, δεδομένου ότι πολλοί επαγγελματίες δηλώνουν ως έδρα τη φυσική τους κατοικία, προκειμένου να περιορίσουν τις σχετικές δαπάνες (μισθώματα, επίπλωση, κ.λπ.).
3Π. Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, έκδ. 2005, σελ. 403.
4Χ. Σγουρίτσας, Ατομικαί Ελευθερίαι, 1963, σελ. 50.
5Π. Παραράς, Σύνταγμα 1975 Corpus I, Εκδ. 1982, σελ. 177.
6Αρ. Μάνεσης, Ατομικές Ελευθερίες, σελ. 223.
7Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα, Ι΄ έκδοση, Αθήνα 2004, σελ. 214.
8Εξυπακούεται ότι, αν ο περίκλειστος χώρος είναι εν μέρει προσιτός στο κοινό, η συνταγματική προστασία περιορίζεται στο μη προσιτό τμήμα του χώρου αυτού. Έτσι, π.χ. ενώ, κατ΄ αρχήν, η είσοδος των αρχών σε εστιατόρια, θέατρα, καταστήματα κ.λπ. δεν εμπίπτει στους ως άνω περιορισμούς, εντούτοις η πρόσβαση σε χώρους αυτών μη προσιτούς στο κοινό (όπως η κουζίνα, το λογιστήριο, οι αποθηκευτικοί χώροι, κ.λπ.) πρέπει να θεωρείται ότι εμπίπτει στη συνταγματική απαγόρευση.
9Ο όρος «εγκαταστάσεις» δεν θεωρείται επιτυχής, αφού προσήκει κυρίως σε χώρους όπου αναπτύσσεται βιομηχανική ή βιοτεχνική δραστηριότητα, χωρίς να εκφράζει και τους επαγγελματικούς χώρους όπου αναπτύσσεται άλλου είδους δραστηριότητα, όπως εμπορική, επιστημονική (π.χ. ιατρείο, δικηγορικό ή λογιστικό γραφείο, κ.λπ.), καλλιτεχνική (π.χ. θέατρο), ή δραστηριότητα που ασκείται στην οικία του ελεγχόμενου επιτηδευματία (βλ. και παρ. 3 του άρθρου 11 του Κ.Φ.Δ., που ορίζει ότι στη δήλωση έναρξης επιτηδεύματος περιλαμβάνεται και ο τόπος άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, δηλ. έδρα και τυχόν υποκαταστήματα).
10ΓνωμΕισΑΠ10/1992, Δνη 33.1532, Πρακτ.Επεξεργ. ΣτΕ 1381/1981,ΤοΣ 7.740, ΓνωμΕισ ΠρωτΠατρών 19/1975, ΝοΒ 23.1117, ΓνωμΝΣΚ 179/1976, Πρ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα έκδ. 2005, σελ. 413, Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, έκδ. 2002, σελ. 233, Ι. Μπρίνιας, Αναγκ. Εκτέλεσις, Β΄ έκδ, § 138, υπό το άρθρο 929 ΚΠολΔ, Σκουρής-Τάχος, Δίκαιο Δημοσίας Τάξης, έκδ. 1990, σελ. 68, Π. Τσίρης, Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος του ασύλου της κατοικίας, εκδ. 1994, σελ. 87, Παπαδημητρίου, ΝοΒ 23.1116.
11Βλ. επίσης και Δ.Ε.Α. 4122, 4138/2019, ως και σχετική ερμηνευτική τοποθέτηση του υπογράφοντος, στο άρθρο μου «Προβληματισμοί για την κατ` οίκον έρευνα των διοικητικών αρχών κατά το άρθρο 9 του Συντάγματος. (Μετά την υπ΄αριθ. 6/2014 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου). (Δημοσ. ΝΟΜΟS και ΔΔΙΚΗ 2016, 207).

Πηγή