Έπεσε, όπως αναμενόταν, η κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ στη Γαλλία, μετά από μόλις 3 μήνες από τον διορισμό της από τον Εμανουέλ Μακρόν. Είναι η δεύτερη μόλις φορά στην ιστορία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας που συμβαίνει κάτι τέτοιο, μετά την παραίτηση Πομπιντού το 1962.

Πρέπει να προκαλεί έκπληξη; Παρότι δεν μας έχει συνηθίσει το Παρίσι σε τέτοια αστάθεια, η απάντηση είναι μάλλον όχι.

Η Γαλλία έχει σοβαρό οικονομικό και πολιτικό πρόβλημα. Πριν μόλις μια εβδομάδα, όταν διαφάνηκε πού πήγαινε το πράγμα, διάφοροι καλεσμένοι (πολιτικοί και αναλυτές) φώναζαν στις γαλλικές τηλεοπτικές εκπομπές: «οδεύουμε προς μια ελληνική κρίση!».

Το αν η Γαλλία είναι Ελλάδα δεν θα το εξετάσουμε εδώ. Στη 2η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης το έλλειμα είναι στο 6% του ΑΕΠ. Μπορείτε να διαβάσετε μια ανάλυση εδώ.

Απλώς να προσθέσουμε μια απορία: Μ’ εκείνα τα όρια του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας πώς περιμένει να πορευτεί η ευρωζώνη;

Εν πάση περιπτώσει, για την πολιτική κρίση της χώρας ευθύνες πρέπει να αναζητηθούν στον πολιτικό της προϊστάμενο: τον Πρόεδρο της Γαλλίας.

Ο Μακρόν μετά την πανωλεθρία στις ευρωεκλογές -και τις σφοδρές επικρίσεις για τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση- αποφάσισε να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση.

Κατόπιν, αγνοώντας επιδεικτικά το αποτέλεσμα της κάλπης, και παρά τη σανίδα σωτηρίας που του προσέφερε το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, αποφάσισε να μην ορίσει πρωθυπουργό από τους νικητές, με τον ισχυρισμό ότι «θα είναι μια κυβέρνηση μειοψηφίας και θα πέσει».

Ειρωνεία της τύχης; Όχι, φυσικά. Η πορεία της κυβέρνησης ήταν προδιαγεγραμμένη.

Εν γνώσει του ο Εμανουέλ Μακρόν έγινε «όμηρος» της Μαρίν Λε Πεν, που τόσο μεμφόταν και επέκρινε. Αποφάσισε να φτιάξει μια κυβέρνηση που εξαρτιόταν πλήρως από την εμπιστοσύνη της Εθνικής Συσπείρωσης, η οποία φυσικά και έπεσε.

Οι εκκλήσεις να παραιτηθεί ο Πρόεδρος πληθαίνουν, αν θα το κάνει άγνωστο. Η δεύτερή του θητεία όμως, ίσως αποδειχθεί καταστροφική και για τον ίδιο και για τη Γαλλία και ίσως και για την ΕΕ.

Πηγή