Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κούρου
[email protected]
Εκατό ογδόντα μία ημέρες χρειάστηκε να εργαστούν φέτος οι φορολογούμενοι για να καταφέρουν να πληρώσουν φόρους και εισφορές στο κράτος, συνυπολογιζόμενου και του δημοσιονομικού ελλείμματος της φετινής χρονιάς.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε η φετινή, όγδοη κατά σειρά, έρευνα του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών «Μάρκος Δραγούμης», σύμφωνα με την οποία οι φορολογούμενοι φέτος εργάστηκαν 181 από τις 365 ημέρες για να καταβάλουν φόρους και εισφορές, με την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας να ορίζεται την 1η Ιουλίου.
Εάν, δε, συνυπολογιστεί και το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2022, το οποίο θα κληθούν να πληρώσουν μελλοντικές γενιές, τότε οι φορολογούμενοι για την αποπληρωμή φόρων, εισφορών και ελλειμμάτων απολαμβάνουν την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας από χθες, 20 Ιουλίου.
Είναι αξιοσημείωτο ότι βάσει των κυριότερων κατηγοριών των κρατικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, το 2022 σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα χρειάστηκε να δουλέψουμε:
– 76 ημέρες για την πληρωμή έμμεσων φόρων,
– 62 ημέρες για την πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών,
– 42 ημέρες για την πληρωμή άμεσων φόρων και
– 1 ημέρα για την πληρωμή των φόρων κεφαλαίου.
Επισημαίνεται ότι η μελέτη του ΚΕΦίΜ για την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας, στόχο έχει να απεικονίσει με εύληπτο τρόπο τα φορολογικά βάρη των Ελλήνων, και κυρίως την ημέρα που οι Έλληνες φορολογούμενοι θα απελευθερώνονταν από το βάρος των φόρων, αν με τα χρήματα που κέρδιζαν από την εργασία τους έπρεπε, πριν καλύψουν τις δικές τους ανάγκες, να αποπληρώσουν πρώτα τις υποχρεώσεις τους προς το κράτος.
Στο πλαίσιο αυτό τα κυριότερα ευρήματα της φετινής μελέτης 2022 είναι τα εξής:
– Σε σύγκριση με την περσινή χρονιά, το 2022 οι φορολογούμενοι εργάστηκαν 2 ημέρες λιγότερο για να πληρώσουν φόρους και εισφορές, καθώς σύμφωνα με τα απολογιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2021 εργάστηκαν για το κράτος 183 ημέρες (Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας 2021: 3 Ιουλίου).
– Από το 2010 στο 2020 προστέθηκαν 25 επιπλέον ημέρες εργασίας για το κράτος, μία αύξηση που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ανάμεσα σε 28 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες.
– Αν συνυπολογιστεί το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης, τότε το 2009 καταγράφεται η μεγαλύτερη κατ’ έτος αύξηση ημερών εργασίας για το κράτος (+19) μέχρι το 2020, οπότε η χαμηλή συγκομιδή φορολογικών εσόδων εξαιτίας της πανδημίας και η διατήρηση του ύψους των κρατικών δαπανών κατέληξε σε κατ’ έτος αύξηση 43 ημερών.
– Το 2020 η Ελλάδα είχε μία από τις μεγαλύτερες φορολογικές επιβαρύνσεις στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα κατέγραφε υψηλό μέγεθος παραοικονομίας (7η χειρότερη επίδοση), χαμηλή ανταγωνιστικότητα φορολογίας επιχειρήσεων (8η χειρότερη επίδοση), υψηλή ανισότητα (7η χειρότερη επίδοση) και υψηλό ποσοστό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις της εισηγητικής έκθεσης του Προϋπολογισμού, τα συνολικά έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές το 2022 αναμένεται να ανέλθουν στα 76,2 δισ. ευρώ, από τα οποία:
– 32 δισ. ευρώ από έμμεσους φόρους (το 42% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές),
– 17,8 δισ. ευρώ από άμεσους φόρους (το 23,4% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές),
– 26,1 δισ. ευρώ από ασφαλιστικές εισφορές (το 34,3% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές), και
– 170 εκατ. ευρώ από φόρους επί του κεφαλαίου (το 0,2% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές).
Το καθαρό εθνικό εισόδημα για το 2022 προβλέπεται να ανέλθει στα 154,4 δισ. ευρώ.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι η σύγκριση των κρατικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές με τις ετήσιες δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών για την κάλυψη των βασικών τους αναγκών καταδεικνύει, σύμφωνα με την έρευνα του ΚΕΦίM, την πολύ
μεγάλη επιβάρυνση φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων, αφού ενδεικτικά, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα νοικοκυριά ξόδεψαν το 2020 41,8 δισ. ευρώ για τις βασικές τους ανάγκες, ενώ σε φόρους και εισφορές έδωσαν 1,6 φορά περισσότερα το ίδιο έτος και σχεδόν τα διπλάσια το 2021.