ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
28/06/2022
ΣτΕ Ολομ 1403-7/2022
Πρόεδρος: Ε. Σαρπ, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλος Επικρατείας
Σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ η επιστροφή ποσών για περικοπές 11 μηνών σε κύριες συντάξεις (όχι σε επικουρικές/δώρα) και η απόσβεση των λοιπών αξιώσεων για όσους δεν άσκησαν αγωγή έως 31.7.2020
Με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολομ. 1403-7/2022 απορρίφθηκαν αιτήσεις ακυρώσεως σωματείων και συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα κατά της Κ.Υ.Α. Φ. 11321/35005/1528/13.10.2020 «Επιστροφή ποσών μειώσεων συντάξεων ιδιωτικού τομέα» (Β’ 4536/14.10.2020), (α) καθ’ ο μέρος προβλέπεται η επιστροφή σε όλους τους συνταξιούχους (ανεξαρτήτως αν είχαν ασκήσει ένδικα βοηθήματα ή όχι) ποσών που αντιστοιχούν σε μειώσεις μόνον των κύριων συντάξεων (μειώσεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, που κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις του ΣτΕ) για χρονικό διάστημα 11 μηνών, από 11.6.2015 έως τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, ενώ δεν προβλέπεται η επιστροφή ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές των επικουρικών συντάξεων και των επιδομάτων αδείας και εορτών, και (β) καθ’ ο μέρος με την προβλεπόμενη στην εν λόγω απόφαση καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές κύριων συντάξεων αποσβέννυνται, σύμφωνα με το άρθρο 114 παρ. 4 του ν. 4714/2020, όπως ισχύει, οι επιπλέον αξιώσεις των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα για ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές, μειώσεις και καταργήσεις, δυνάμει του ν. 4051/2012 και του ν. 4093/2012, κύριων, επικουρικών συντάξεων, επιδομάτων αδείας και εορτών, κατά το χρονικό διάστημα από τις 11.6.2015 έως την δημοσίευση του ν. 4387/2016, εφόσον, ως προς τις αξιώσεις αυτές, δεν υπήρχε εκκρεμής δίκη κατά τη δημοσίευση του εν λόγω ν. 4714/2020 (31.7.2020).
Με τις ως άνω αποφάσεις κρίθηκε κατ’ αρχάς ότι τα σωματεία και οι συνταξιούχοι του ιδιωτικού τομέα ασκούν με έννομο συμφέρον τις ως άνω αιτήσεις ακυρώσεως. Ειδικά, όμως, οι συνταξιούχοι που είχαν ασκήσει αγωγές πριν από τη δημοσίευση του ν. 4714/2020, πριν δηλαδή από τις 31.7.2020, έχουν έννομο συμφέρον μόνο κατά το μέρος της παράλειψης να προβλεφθεί (με τον νόμο και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα προσβαλλόμενη απόφαση) η καταβολή (έως τις 31.12.2020) των ποσών που αντιστοιχούν σε μειώσεις επικουρικών συντάξεων και στα καταργηθένα επιδόματα αδείας και εορτών, ενώ, αντιθέτως, χωρίς έννομο συμφέρον παραπονούνται για την απόσβεση των αξιώσεων που αφορούν τις περικοπές των επικουρικών συντάξεων και την κατάργηση των επιδομάτων αδείας και εορτών. Και τούτο, διότι η ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 114 του ν. 4714/2020 περί αποσβέσεως δεν αφορά τους ως άνω αιτούντες, οι οποίοι εξαιρούνται αυτής, δυνάμει της παρ. 5 του ίδιου άρθρου. Επομένως, οι αξιώσεις των συνταξιούχων που είχαν ασκήσει αγωγή πριν από την 31.7.2020 δεν αποσβέννυνται με βάση τη διάταξη του άρθρου 114 παρ. 4 του ν. 4714/2020, αλλά η ικανοποίηση αυτών εξαρτάται από την έκβαση των δικών επί των αγωγών που είχαν ασκήσει.
Σύμφωνα με τις εν λόγω αποφάσεις, ενόψει της κρίσεως με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολομ. 2287-8/2015 ως αντισυνταγματικών των διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν περικοπές των κύριων και επικουρικών συντάξεων και κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, ανέκυψε ζήτημα επιστροφής στους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα ποσών που αντιστοιχούν στις περικοπές αυτές για το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως 11.5.2016 (συνολικά 11 μηνών). Ο νομοθέτης προς αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού προέβη, με την θέσπιση του προεκτεθέντος άρθρου 114 του ν. 4714/2020, όπως αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 34 του ν. 4734/2020, στις εξής επιλογές: α) στην άτοκη καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν στις περικοπές των κύριων συντάξεων, για το εν λόγω διάστημα των 11 μηνών, σε όλους τους δικαιούχους, στο σύνολο, δηλαδή, των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι είχαν υποστεί τις περικοπές αυτές στις κύριες συντάξεις τους, ανεξαρτήτως αν αυτοί είχαν ασκήσει ή όχι ένδικα βοηθήματα ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, με την καταβολή εφάπαξ ποσού μέχρι 31.12.2020, καθώς και στην πρόβλεψη ότι τα ποσά αυτά είναι ανεκχώρητα και ακατάσχετα, β) στην μη καταβολή (έως τις 31.12.2020) των ποσών που αντιστοιχούν στις περικοπές των επικουρικών συντάξεων και στα καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας για το ίδιο χρονικό διάστημα και γ) στην απόσβεση των υπό στοιχείο β΄ αξιώσεων μόνον όμως για όσους συνταξιούχους δεν είχαν ασκήσει μέχρι την δημοσίευση του ν. 4714/2020 (31.7.2020) ένδικα βοηθήματα με αντικείμενο την ικανοποίηση των εν λόγω αξιώσεων∙ αντιθέτως, όσοι είχαν ασκήσει τέτοια ένδικα βοηθήματα μέχρι την ημερομηνία αυτή προβλέφθηκε ότι διατηρούν, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές κατά νόμον προϋποθέσεις, τις αξιώσεις τους για ποσά που υπερβαίνουν τα καταβαλλόμενα με βάση το άρθρο 114 του ν. 4714/2020, όπως ισχύει, ποσά των κύριων συντάξεων (διατηρούν δηλαδή τις αξιώσεις τους για το σύνολο των περικοπών των επικουρικών συντάξεων και των καταργηθέντων επιδομάτων αδείας και εορτών, καθώς και για τους τόκους επιδικίας επί των κύριων συντάξεων). Ομοίως, διατηρούν τις αξιώσεις τους και μπορούν να διεκδικήσουν δικαστικά, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, τα ποσά που αντιστοιχούν σε τυχόν περικοπές επικουρικών συντάξεων και στα καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας όσοι συνταξιούχοι δεν υπέστησαν περικοπή των κυρίων συντάξεών τους κατ’ εφαρμογή των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 και, για το λόγο αυτό, δεν θα εισπράξουν με βάση το άρθρο 114 του ν. 4714/2020, αντίστοιχα ποσά. Ο νομοθέτης προέβη στις ανωτέρω επιλογές αφού, όπως προκύπτει από τις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις, στάθμισε την υποχρέωση εναρμονίσεως προς την νομολογία του ΣτΕ με την ανάγκη τηρήσεως των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και, περαιτέρω, απέβλεψε στην εξισορρόπηση των συμφερόντων τόσο των συνταξιούχων όσο και του συνόλου του πληθυσμού της χώρας, ενόψει των αρχών της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), καθώς και της αρχής της αναλογικότητας, και στην κατά το δυνατόν ταχεία και οριστική εκκαθάριση αξιώσεων που ανάγονται σε συνταξιοδοτικές παροχές του παρελθόντος, ώστε να είναι δυνατός ο εκ μέρους του κράτους οικονομικός προγραμματισμός, λαμβανομένων υπόψη των περιορισμένων δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας, της σημαντικής επιβαρύνσεως της δημοσιονομικής καταστάσεως από τα «πρωτόγνωρα σε ύψος οικονομικά μέτρα στήριξης της κοινωνίας, της δημόσιας υγείας και της οικονομίας», που ελήφθησαν προς αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19, του γεγονότος ότι οι προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά το έτος 2020 δεν είχαν λάβει υπόψη τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας που ελήφθησαν εκ των υστέρων ούτε το δημοσιονομικό κόστος της επίμαχης ρυθμίσεως, καθώς και της ανάγκης λήψεως μέτρων, σημαντικού δημοσιονομικού κόστους, για την διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών και την ενίσχυση των αμυντικών συστημάτων της χώρας.
Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι επίδικες διατάξεις του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, με τις οποίες προβλέπεται η χορήγηση ποσών που αντιστοιχούν μόνον σε περικοπές κύριων συντάξεων για όλους τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα και απόσβεση των αξιώσεων για επιπλέον ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές επικουρικών συντάξεων και καταργήσεις επιδομάτων εορτών και αδείας μόνον όμως για όσους δεν είχαν προσφύγει στα δικαστήρια μέχρι τη δημοσίευση τω ως άνω νόμου (31.7.2020), αφορώσες ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα αναγόμενο στο παρελθόν, δεν θεσπίζουν πάγιες περικοπές των συνταξιοδοτικών παροχών και, για το λόγο αυτό, δεν θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση ούτε θέτουν σε διακινδύνευση το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως των συνταξιούχων, αλλά θεσπίζουν έκτακτο μέτρο δημοσιονομικού χαρακτήρα, το οποίο, ως εκ της φύσεώς του, δεν απαιτείται να συνοδεύεται από ειδική επιστημονική μελέτη. Το μέτρο αυτό αρκεί να συνοδεύεται από σχετική αιτιολογική έκθεση, στην οποία να εκτίθενται οι ειδικότεροι λόγοι που οδήγησαν στην θέσπιση της σχετικής ρυθμίσεως. Εν προκειμένω, οι λόγοι αυτοί προκύπτουν από τις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων 4714/2020 και 4734/2020 και συνίστανται στην διαφύλαξη της δημοσιονομικής σταθερότητας της χώρας, ώστε να είναι δυνατή η κάλυψη οικονομικών αναγκών της χώρας και σε άλλους τομείς, όπως η υγεία, η άμυνα, η διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, αποτελούν δε, ως σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, επαρκές, κατ’ αρχήν, αιτιολογικό έρεισμα για την θέσπιση της επίμαχης ρυθμίσεως και της περικοπής μέρους των αναδρομικών ποσών που θα επιστραφούν στους συνταξιούχους εκείνους που δεν είχαν ασκήσει ένδικα βοηθήματα έως την δημοσίευση του ν. 4714/2020.
Περαιτέρω, με τις ίδιες ως άνω αποφάσεις κρίθηκε ότι η ρύθμιση του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, με την οποία προβλέφθηκε η καταβολή στους συνταξιούχους των ποσών που αντιστοιχούν μόνο σε περικοπές κύριων συντάξεων (και όχι σε περικοπές επικουρικών συντάξεων ή καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας) δεν αντίκειται στην υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις δικαστικές αποφάσεις, δεν συνιστά παράβαση του δεδικασμένου και δεν αντίκειται σε άλλες διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος τις οποίες επικαλούνται οι αιτούντες. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε τα εξής:
Ο θεσμικός σεβασμός της διοικήσεως και του νομοθέτη προς τη νομολογία των δικαστηρίων, και δη των ανωτάτων, με την έννοια της εφαρμογής της σχετικής αποφάσεως ως νομολογιακού προηγούμενου και στους τελούντες σε όμοιες συνθήκες, αποτελεί, κατ’ αρχήν, ουσιώδη προϋπόθεση για την εμπέδωση του κράτους δικαίου. Όμως, η, υπ’ αυτή την έννοια, «συμμόρφωση» δεν αποτελεί αντικείμενο ελέγχου με βάση την κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις, η οποία αφορά μόνον εκείνους που διετέλεσαν διάδικοι στη σχετική δίκη και νομιμοποιούνται να προβάλλουν παράλειψη, άρνηση ή πλημμελή συμμόρφωση προς τα κριθέντα με την δικαστική αυτή απόφαση όχι όμως και τρίτους οι οποίοι δεν υπήρξαν διάδικοι στην οικεία δίκη και οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται σχετικώς. Τα ανωτέρω δεν μεταβάλλονται στην περίπτωση της κατ’ άρθρο 1 του ν. 3900/2010 «πρότυπης» ή «πιλοτικής» δίκης, διότι, και στην περίπτωση αυτή η απόφαση επί της εν λόγω δίκης δεσμεύει, όπως ρητώς ορίζεται στον νόμο, μόνον τους διαδίκους της συγκεκριμένης δίκης, κατά τα λοιπά δε συμβάλλει στην επιδιωκόμενη ασφάλεια δικαίου, όχι επεκτείνοντας τη δικονομική της δεσμευτικότητα στις όμοιες εν γένει περιπτώσεις, αλλά συνιστώντας γι’ αυτές, ως προς το γενικότερο ζήτημα που επιλύθηκε, επίκαιρη νομολογία του ανωτάτου δικαστηρίου, που έχει, μάλιστα, εκδοθεί με ειδική προς τούτο διαδικασία και την οποία πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα διοικητικά δικαστήρια κατά την εκδίκαση ομοίων υποθέσεων, αλλά και η Διοίκηση κατά την αντιμετώπιση ομοίων υποθέσεων.
Υπό τα δεδομένα αυτά, απορρίφθηκαν εν προκειμένω οι ισχυρισμοί των αιτούντων, αν έχουν την έννοια ότι ο νομοθέτης ήταν υποχρεωμένος, μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων 2287 και 2288/2015 του Συμβουλίου της Επικρατείας, να θεσπίσει ρύθμιση, με την οποία να προβλέπει την χορήγηση σε όλους τους συνταξιούχους, των οποίων οι συντάξεις είχαν υποστεί τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές, ποσά αντίστοιχα με όλες τις περικοπές αυτές, και ότι η σχετική παράλειψή του παραβιάζει τις ανωτέρω ή άλλες διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος. Άλλωστε, η ύπαρξη δεδικασμένου προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ταυτότητα διαδίκων, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω. Εξάλλου, ειδικώς για τους συνταξιούχους που είχαν εκκρεμείς δίκες κατά τη δημοσίευση του ν. 4714/2020 με αντικείμενο αξιώσεις, τις οποίες ο νομοθέτης δεν περιέλαβε στην επίμαχη νομοθετική ρύθμιση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχει περίπτωση παραβάσεως διατάξεων υπέρτερης τυπικής ισχύος [όπως των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που επικαλούνται οι αιτούντες στις αποφάσεις ΣτΕ Ολομ. 1404, 1406, 1407/2022] εκ μόνου του λόγου ότι πρέπει να αναμείνουν την εκδίκαση των υποθέσεών τους από τα αρμόδια δικαστήρια, ενώπιον των οποίων εκκρεμούν, και τη δημοσίευση των σχετικών αποφάσεων και ότι δεν θα ικανοποιηθούν έως τις 31.12.2020 για τις λοιπές αυτές αξιώσεις τους.
Ακολούθως, κρίθηκε ότι με το άρθρο 114 του ν. 4714/2020 προβλέφθηκε η χορήγηση ποσών που αντιστοιχούν στις εν λόγω περικοπές των κύριων συντάξεων και σε συνταξιούχους οι οποίοι, παρά το ότι είχαν υποστεί περικοπές τόσο στις κύριες όσο και στις επικουρικές συντάξεις τους, είχαν δε στερηθεί τα επιδόματα εορτών και αδείας κατ’ εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, εν τούτοις, ούτε ύστερα από τη δημοσίευση των 2287-2288/2015 αποφάσεων αλλά ούτε και μετά την έναρξη ισχύος του θεσπίζοντος νέου ασφαλιστικού συστήματος ν. 4387/2016 και τη δημοσίευση των αφορωσών ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου αποφάσεων 1890-1891/2019 της Ολομελείας του Δικαστηρίου είχαν προβεί, μέχρι τη στιγμή της θεσπίσεως της επίμαχης ρυθμίσεως, σε οποιαδήποτε ενέργεια προκειμένου να διεκδικήσουν με προσφυγή ή αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων ποσά που αντιστοιχούν στις ανωτέρω περικοπές. Ως αντιστάθμισμα δε της χορηγήσεως των ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές των κύριων συντάξεων και στην ανωτέρω κατηγορία συνταξιούχων, ο νομοθέτης, ενόψει της ανάγκης τηρήσεως των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και της σημαντικής επιβαρύνσεως της δημοσιονομικής καταστάσεως της χώρας λόγω απροβλέπτων καταστάσεων που ανέκυψαν μετά την δημοσίευση των ανωτέρω αποφάσεων, αλλά και της ανάγκης για την, κατά το δυνατόν, ταχεία και οριστική εκκαθάριση αξιώσεων που ανάγονται σε συνταξιοδοτικές παροχές του παρελθόντος, ώστε το κράτος να προχωρήσει σε προγραμματισμό για την κατανομή των πεπερασμένων κρατικών πόρων, περιορίζοντας, κατά το μέτρο του εφικτού, τον κίνδυνο ανατροπής του, προέβλεψε την κατά τα ανωτέρω απόσβεση ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές επικουρικών συντάξεων και σε καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας (για το επίμαχο 11μηνο), δεν παρέσχε δε στους συνταξιούχους αυτούς τη δυνατότητα να επιλέξουν αν θα λάβουν τα εν λόγω ποσά ή αν θα προτιμήσουν, παραιτούμενοι από την καταβολή μέχρι τις 31.12.2020 των εν λόγω ποσών, να διεκδικήσουν το σύνολο των αξιώσεών τους προσφεύγοντας στα δικαστήρια και αναμένοντας την εκδίκαση των σχετικών ενδίκων βοηθημάτων και την έκδοση αποφάσεων επ’ αυτών. Αντιθέτως, ο νομοθέτης δεν έθιξε τις αξιώσεις όσων είχαν προσφύγει πριν από τη δημοσίευση του ν. 4714/2020 ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων ούτε επεμβαίνει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στις σχετικές εκκρεμείς δίκες. Με τη ρύθμιση αυτή ούτε το απορρέον από δικαστικές αποφάσεις δεδικασμένο παραβιάζεται ούτε η υποχρέωση συμμορφώσεως προς δικαστικές αποφάσεις. Η θέσπιση δε της ανωτέρω ρυθμίσεως δικαιολογείται από σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ως άνω νομοθετική ρύθμιση του περιορισμού των χορηγούμενων αναδρομικών ποσών για την κατηγορία εκείνη των συνταξιούχων που δεν είχαν ασκήσει σχετικά ένδικα βοηθήματα έως την δημοσίευση του ν. 4714/2020, η οποία (ρύθμιση) από τη φύση της υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο, υπό τις ανωτέρω όλως εξαιρετικές δημοσιονομικές συνθήκες της χώρας, δεν αντίκειται στις διατάξεις ούτε των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος ούτε του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α..
– Ως προς το ζήτημα αυτό, μειοψήφησαν τρεις Σύμβουλοι, κατά τη γνώμη των οποίων η εν λόγω ρύθμιση περί αποσβέσεως των αξιώσεων των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα για ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές επικουρικών συντάξεων και κατάργηση επιδομάτων αδείας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα για το χρονικό διάστημα των 11 μηνών, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος, διότι η προβλεπόμενη με τη διάταξη αυτή μονομερής και υποχρεωτική απόσβεση μη παραγεγραμμένων απαιτήσεων των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα [στους οποίους δεν παρέχεται η εναλλακτική δυνατότητα, παραιτούμενοι της καταβολής των ποσών που αντιστοιχούν στις περικοπές των κυρίων συντάξεων αυτών, να διεκδικήσουν το σύνολο των αξιώσεών τους] συνεπάγεται την στέρηση του δικαιώματος των εν λόγω συνταξιούχων να προσφύγουν σε δικαστήριο για τη διεκδίκηση ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές συντάξεων και επιδομάτων βάσει διατάξεων, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές με τις εκδοθείσες στο πλαίσιο πιλοτικής δίκης 2287-2288/2015 αμετάκλητες αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και την ανεπίτρεπτη αφαίρεση των εν λόγω υποθέσεων από την ύλη των δικαστηρίων.
Επίσης, κρίθηκε ότι οι συνταξιούχοι, οι οποίοι δεν είχαν προσφύγει στη δικαιοσύνη μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4714/2020 για την διεκδίκηση ποσών που αντιστοιχούσαν σε περικοπές κύριων και επικουρικών συντάξεων και στα καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας για το επίμαχο χρονικό διάστημα των 11 μηνών, είχαν πράγματι νόμιμη προσδοκία ότι οι σχετικές αξιώσεις τους, εφόσον δεν είχαν υποπέσει σε παραγραφή, μπορούσαν να ικανοποιηθούν δικαστικώς κατ’ επίκληση των αποφάσεων 2287-2288/2015 του ΣτΕ, που είχαν εκδοθεί επί «πιλοτικών» δικών και με τις οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές οι διατάξεις που είχαν προβλέψει τις περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας. Η ρύθμιση όμως του άρθρου 114 παρ. 4 του ν. 4714/2020 περί αποσβέσεως των εν λόγω αξιώσεων αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των προαναφερθέντων σκοπών, που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Το επίμαχο δε μέτρο δεν παρίσταται, κατ’ αρχήν, απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκομένων με αυτό σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την διαφύλαξη της δημοσιονομικής σταθερότητας και την διασφάλιση της δυνατότητας ταυτόχρονης καλύψεως επιτακτικών οικονομικών αναγκών της χώρας σε διαφορετικούς τομείς υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο. Συνεπώς, κρίθηκε ότι αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι οι λόγοι, κατ’ επίκληση των οποίων επιχειρείται η επίμαχη ρύθμιση, δεν αρκούν για την δικαιολόγηση της αναγκαιότητας θεσπίσεώς της. Περαιτέρω, με την επίμαχη ρύθμιση προβλέπεται απόσβεση αξιώσεων, οι οποίες αφορούν αφενός σε περικοπές συνταξιοδοτικών παροχών, που ανάγονται στο παρελθόν, και μάλιστα ορισμένων μόνον συνταξιοδοτικών παροχών (των επικουρικών συντάξεων και των καταργηθέντων επιδομάτων εορτών και αδείας) και για περιορισμένο χρονικό διάστημα (11 μηνών), και αφετέρου συνταξιούχους, οι οποίοι δεν είχαν ασκήσει ένδικα βοηθήματα για την ικανοποίηση των εν λόγω αξιώσεων και οι οποίοι λαμβάνουν σε σύντομο χρόνο (έως 31.12.2020) το ποσό που αντιστοιχεί στις περικοπές των κύριων συντάξεών τους (το οποίο, μάλιστα, προβλέπεται ως ανεκχώρητο και ακατάσχετο), απαλλασσόμενοι από την δικαστική δαπάνη για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και την αναμονή της εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως για να καταστεί δυνατή η ικανοποίηση των αξιώσεών τους. Κατόπιν τούτων, τηρείται, εν προκειμένω, η δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προσβολής της περιουσίας των ανωτέρω συνταξιούχων (διά του περιορισμού των προβλεπομένων να χορηγηθούν σε αυτούς αναδρομικών ποσών) και του δημοσίου συμφέροντος και, ως εκ τούτου, οι διατάξεις του άρθρου 114 του ν. 4714/2020 δεν αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., ούτε στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, με τα ανωτέρω δεδομένα δεν συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως ούτε του άρθρου 17 του Συντάγματος. Εξάλλου, ούτε από το άρθρο 17 του Συντάγματος ούτε από το άρθρο 1 του Π.Π.Π. απαιτείτο να προβλεφθεί από τον νομοθέτη ότι για τον ως άνω περιορισμό (και όχι στέρηση) περιουσιακών δικαιωμάτων θα χορηγηθεί «κάποιας μορφής ενίσχυση ή άλλου είδους πλεονέκτημα που να αντισταθμίζει την εν λόγω απώλεια», ανεξαρτήτως του ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι τέτοιας μορφής αντιστάθμισμα αποτελεί η πρόβλεψη ότι οι συνταξιούχοι θα λάβουν το ποσό που αντιστοιχεί στις περικοπές των κύριων συντάξεών τους σε σύντομο χρονικό διάστημα (εξάμηνο) χωρίς να ασκήσουν ένδικα βοηθήματα και το ποσό αυτό θα είναι ανεκχώρητο και ακατάσχετο.
– Ως προς το ζήτημα αυτό μειοψήφησαν τρεις Σύμβουλοι, κατά τη γνώμη των οποίων η διά νόμου απόσβεση και δη μονομερώς, κατά τρόπο υποχρεωτικό, χωρίς τη συναίνεση των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, γεγενημένων και μη παραγεγραμμένων αξιώσεων, για τις οποίες έχουν εκδοθεί, στο πλαίσιο πιλοτικής δίκης, αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις (ΣτΕ Ολομ. 2287-2288/2015), παραβιάζει το άρθρο 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α. και την αρχή της αναλογικότητας, διότι οι εν λόγω συνταξιούχοι είχαν νόμιμη προσδοκία ότι οι σχετικές αξιώσεις τους, εφόσον δεν είχαν υποπέσει σε παραγραφή, μπορούσαν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, κατ’ επίκληση των ανωτέρω αποφάσεων του ΣτΕ, με τις οποίες οι διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, που προέβλεψαν περικοπές και μειώσεις κύριων και επικουρικών συντάξεων και κατάργηση επιδομάτων εορτών και αδείας, είχαν κριθεί αντισυνταγματικές. Εξάλλου, η απόσβεση, με την παρ. 4 του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, των αξιώσεων των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα δεν τηρεί τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προσβολής της περιουσίας των εν λόγω συνταξιούχων και του δημοσίου συμφέροντος διαφύλαξης της δημοσιονομικής σταθερότητας, δεδομένου ότι δεν τους παρέχεται η δυνατότητα επιλογής, αφού αρνηθούν την κατά την παρ. 1 του αυτού άρθρου 114 του ν. 4714/2020 είσπραξη των ποσών, να προσφύγουν σε δικαστήριο για να επιδιώξουν την ικανοποίηση του συνόλου των αξιώσεών τους για το ως άνω χρονικό διάστημα (11.6.2015 έως 12.5.2016). Με τα δεδομένα αυτά, η απόσβεση των εν λόγω αξιώσεων των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα υπερακοντίζει τον σκοπό του νόμου περί προστασίας της δημοσιονομικής σταθερότητας, κατά παράβαση του άρθρου 1 του Π.Π.Π. της Ε.Σ.Δ.Α. και της αρχής της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1 εδ. δ’ Συντ.).
Περαιτέρω, με την απόφαση ΣτΕ Ολομ. 1403/2022 λόγος περί παραβίασης της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης κρίθηκε απορριπτέος, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι με την επίμαχη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, περί αποσβέσεως των προαναφερθεισών αξιώσεων, θεσπίζεται πάγια κοινωνικοασφαλιστική ρύθμιση, με την οποία προβλέπεται νέα μείωση συνταξιοδοτικών παροχών, ενώ η διάταξη αυτή εντάσσεται στο όλο πλέγμα των διατάξεων του ως άνω άρθρου 114, με το οποίο θεσπίσθηκε έκτακτο μέτρο καταβολής σε όλους τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα μόνον των ποσών που αντιστοιχούν σε μειώσεις των κυρίων συντάξεων για το χρονικό διάστημα των 11 μηνών και όχι σε μειώσεις και των επικουρικών συντάξεων ούτε στα καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας, και δεν επιφέρει τροποποιήσεις στο νέο ασφαλιστικό σύστημα, που θεσπίσθηκε με τον ν. 4387/2016.
Εξάλλου, με τις αποφάσεις ΣτΕ Ολομ. 1404, 1406, 1407/2022, ο λόγος, με τον οποίο προβλήθηκε ότι η μείωση και η μεταγενέστερη πλήρης περικοπή των επιδομάτων εορτών συνιστά προδήλως μη ανεκτή νομοθετική παρέμβαση σε θεμελιωμένο περιουσιακό δικαίωμα και ουσιαστικά πλήρη αποστέρηση του δικαιώματος στην περιουσία, κατά συνεκτίμηση όλων των επιβαρύνσεων που έχει υποστεί η συγκεκριμένη μερίδα πολιτών, απορρίφθηκε ως απαράδεκτος, προεχόντως καθόσον η μείωση και η εν συνεχεία κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας δεν θεσπίσθηκε με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 114 του ν. 4717/2020, αλλά με προγενέστερους νόμους (άρθρο τρίτο παρ. 10-14 του ν. 3845/2010, άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012, αντιστοίχως), οι ρυθμίσεις των οποίων δεν εξειδικεύονται με την ήδη προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α..
Επίσης, με την απόφαση ΣτΕ Ολομ. 1404/2022 απορρίφθηκε ο λόγος με τον οποίο προβλήθηκε, κατ’ επίκληση της 79/2012 απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων, ότι “η μη πλήρης επιστροφή των περικοπών των συντάξεων είναι ευθέως αντίθετες στο άρθρο 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ΕΚΧ)”. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος αυτός, εάν έχει την έννοια ότι πλήττει την διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 114 του ν. 4714/2020 περί αποσβέσεως μέρους των αξιώσεων των συνταξιούχων, που δεν είχαν ασκήσει σχετικά ένδικα βοηθήματα κατά την δημοσίευση του εν λόγω νόμου, και των οποίων, επομένως, οι αξιώσεις που αφορούν σε ποσά που αντιστοιχούν σε μη χορηγούμενες περικοπές (δηλαδή σε περικοπές των επικουρικών συντάξεων και στα καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας) αποσβέννυνται, είναι απορριπτέος, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι με την επίμαχη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, όπως ισχύει, περί αποσβέσεως των προαναφερθεισών αξιώσεων, θεσπίζεται πάγια κοινωνικοασφαλιστική ρύθμιση, με την οποία προβλέπεται νέα μείωση συνταξιοδοτικών παροχών σε συνέχεια των μειώσεων που είχαν θεσπισθεί με τους νόμους στους οποίους αναφέρονται οι 65-66/2011 και 76-80/2012 αποφάσεις της ανωτέρω Επιτροπής, ενώ η διάταξη αυτή εντάσσεται στο όλο πλέγμα των διατάξεων του ως άνω άρθρου 114, με το οποίο θεσπίσθηκε έκτακτο μέτρο καταβολής σε όλους τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα αναδρομικών ποσών αντιστοίχων προς μέρος των περικοπών των συνταξιοδοτικών παροχών, που είχαν θεσπισθεί κατά το παρελθόν, και ειδικότερα των περικοπών των κύριων συντάξεων που είχαν θεσπισθεί με τους νόμους 4051 και 4093/2012 και αφορούν το επίμαχο εντεκάμηνο χρονικό διάστημα.
Τέλος, με την απόφαση ΣτΕ Ολομ. 1405/2022 απορρίφθηκε ο λόγος με τον οποίο προβλήθηκε ότι, ειδικώς όσον αφορά στους συνταξιούχους της Δ.Ε.Η., η καταβολή των αναδρομικών μόνον ως προς τις κύριες συντάξεις παραβιάζει επιπροσθέτως και την κυρωθείσα με το άρθρο 34 παρ. 12 του ν. 2773/1999 (Α’ 286) συμφωνία μεταξύ της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ και του Υπουργού Ανάπτυξης, ενόψει του ότι το Κράτος έχει χρηματοδοτήσει τον e-EΦΚΑ ειδικώς για τους συνταξιούχους της ΔΕΗ, και, άρα, “… αντιβαίνει στη θεσμική υποχρέωση της Πολιτείας να χρηματοδοτεί το ασφαλιστικό [τους] σύστημα”. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι οι συνταξιούχοι, πρώην εργαζόμενοι της ΔΕΗ, έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση του e-Ε.Φ.Κ.Α., όπως και όλοι οι λοιποί συνταξιούχοι του ιδιωτικού τομέα, και, ως εκ τούτου, διέπονται από τους κανόνες που διέπουν όλους τους συνταξιούχους του e-Ε.Φ.Κ.Α., μεταξύ των οποίων (κανόνων) περιλαμβάνονται και οι επίδικες διατάξεις του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, οι οποίες συνιστούν γενικό μέτρο δημοσιονομικού χαρακτήρα εφαρμοζόμενο σε όλους τους συνταξιούχους του ιδιωτικού δικαίου, ανεξαρτήτως του φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως, στον οποίο υπήγοντο πριν από την ίδρυση του e-Ε.Φ.Κ.Α.. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι με τις ως άνω διατάξεις του ν. 4714/2020 δεν θίγεται η κατά το άρθρο 34 του ν. 2773/1999 εγγυητική λειτουργία του κράτους ως χρηματοδότη του συστήματος ασφαλίσεως των εργαζομένων και των συνταξιούχων της ΔΕΗ, καθώς και ότι η υποχρέωση του κράτους να καλύπτει με επαρκή χρηματοδότηση το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του προσωπικού της Δ.Ε.Η. δεν έχει ως συνέπεια ότι ειδικώς για τους συνταξιούχους της Δ.Ε.Η. δεν εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις που ισχύουν για τους λοιπούς συνταξιούχους του e- Ε.Φ.Κ.Α., καθόσον, άλλως, θα παραβιαζόταν η αρχή της ισότητας.