Την πρώτη τριμηνιαία έκθεσή του για το 2025 δημοσίευσε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.

Σύνοψη

Από τους πρώτους μήνες του 2025 η Ευρώπη έχει εισέλθει σε ένα νέο γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον μεγάλης ρευστότητας και αβεβαιότητας που πυροδότησε η εκλογή του νέου Προέδρου των ΗΠΑ και το πρώτο δείγμα γραφής των πολιτικών του που σηματοδοτούν την διακοπή των μακροχρόνιων και διαρκών στενών σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτό το εξαιρετικά δυσμενές και ταχύτατα μεταβαλλόμενο περιβάλλον, η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να λάβει σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον της. Η Ελληνική οικονομία έχει χτίσει ένα συμπαγές τείχος οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας ενώ συνεχίζει και κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2024 την σταθερή πορεία βελτίωσης των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών. Η πορεία αυτή οδήγησε τον οίκο αξιολόγησης Moody’s, τον τελευταίο από τους τρεις μεγάλους, σε αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα. Κριτήρια για αυτή την αναβάθμιση αποτέλεσαν η ισχυρή δέσμευση στη δημοσιονομική σύνεση και πτωτική πορεία του δημοσίου χρέους και οι αντοχές της Ελληνικής οικονομίας στις εξωτερικές αρνητικές εξελίξεις. Όπως τονίσαμε και στην προηγούμενη Έκθεση του Γραφείου, οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα με έμφαση σε εξαγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας σε συνδυασμό με επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων σε όλο το φάσμα της οικονομίας αποτελούν τον μοχλό για την βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο παρουσιάζει επιδείνωση για το 2024, και την ταχύτερη σύγκλιση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Για το 2024 συνολικά το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) κατέγραψε ρυθμό ανάπτυξης 2,3%, ενώ παρουσίασε αύξηση 2,6% ετησίως για το τέταρτο τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2023 (προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ). Σε αντίθεση με τη χώρα μας, η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη παραμένει ισχνή (1,1%). Σε αυτή την σημαντικά θετική επίδοση του ΑΕΠ συνετέλεσαν η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (3,6% συνολικά, 5,9% για υπηρεσίες και 1,6% για αγαθά) και η αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 9,0%. Η ιδιωτική κατανάλωση παρουσίασε μικρή επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης καταγράφοντας 0,8% ετησίως για το τέταρτο τρίμηνο του 2024, ενώ για το 2024 συνολικά εξακολουθεί να παρουσιάζει ανθεκτικότητα με τον ρυθμό αύξησης να καταγράφεται στο 2,1%.
Αρνητική ήταν η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης (-3,4%) και των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (αύξηση 2,4% συνολικά).

Ο πληθωρισμός (ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) παραμένει ανθεκτικός, αρκετά πάνω από τον μέσο πληθωρισμό στην Ευρωζώνη (2,3%), και ανήλθε τον Φεβρουάριο του 2025 στο 3,0%, οριακά μειωμένος τόσο σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2024 (3,1%) όσο και σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (3,1%). Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι ο πληθωρισμός τροφίμων (περιλαμβανομένων καπνού και αλκοόλ) έχει υποχωρήσει στο 0,4% τον Φεβρουάριο του 2025, συγκριτικά με το 4,8% τον Μάρτιο του 2024 αλλά οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές προκύπτουν από τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της στέγασης. Οι προσπάθειες ενίσχυσης του ανταγωνισμού όπως και η ανίχνευση και αποτροπή τιμολόγησης σε συνθήκες ολιγοπωλιακής αγοράς θα πρέπει να εντατικοποιηθούν, όπως έχουμε αναφέρει στις προηγούμενες Εκθέσεις του Γραφείου.

Σχετικά με τις δημοσιονομικές επιδόσεις, για το δωδεκάμηνο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2024 το Ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης με προσαρμογές καταγράφει πλεόνασμα 11.202 εκατ. ευρώ αυξημένο κατά 7.441 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δωδεκάμηνο του 2023. Ο Κρατικός Προϋπολογισμός παρουσιάζει ταμειακό Πρωτογενές Πλεόνασμα 8.698 εκατ. ευρώ αυξημένο κατά 4.777 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το δωδεκάμηνο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου του 2023. Τα φορολογικά έσοδα παρουσιάζουν σημαντική αύξηση, με κύριες πηγές αυτής να αποτελούν ο φόρος εισοδήματος κατά 3.108 εκατ. ευρώ, και οι φόροι επί αγαθών και υπηρεσιών κατά 3.582 εκατ. ευρώ (εκ των οποίων ο ΦΠΑ κατά 2.961 εκατ. ευρώ). Στην πλευρά των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού παρατηρείται αύξηση κατά 2.977 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το δωδεκάμηνο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου του 2023, η οποία αποδίδεται στην αύξηση των δαπανών ΠΔΕ και ΤΑΑ κατά 2.113 εκατ. ευρώ καθώς και στην αύξηση των τόκων κατά 667 εκατ. ευρώ, ενώ οι πρωτογενείς δαπάνες αυξήθηκαν κατά 196 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με την εκτίμηση του ΓΠΚΒ, το Ενοποιημένο Πρωτογενές Αποτέλεσμα Γενικής Κυβέρνησης με προσαρμογές τον Ιανουάριο του 2025 καταγράφει πλεόνασμα 2.016 εκατ. ευρώ που ισοδυναμεί με μείωση κατά 854 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2024.

Το απόθεμα και η ποιότητα του παγίου κεφαλαίου διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στην μακροχρόνια ανάπτυξη της οικονομίας. Στην Έκθεση του Δεκεμβρίου 2024 εξετάσαμε το επενδυτικό κενό, σε όρους επενδύσεων προς ΑΕΠ, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η κρίση που έπληξε τη χώρα μας το 2008 ξεχωρίζει ως μία από τις βαθύτερες και πιο παρατεταμένες οικονομικές κρίσεις στον ανεπτυγμένο κόσμο και ένα μεγάλο μέρος της οφείλεται στις σημαντικές κεφαλαιακές απώλειες που αντιμετώπισε η ελληνική οικονομία – λόγω της κατάρρευσης των επενδύσεων – μέσα στην κρίση. Ο υπολογισμός του επενδυτικού κενού δεν περιέχει πληροφορίες ως προς το κεφαλαιακό απόθεμα και συνεπώς ως προς την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας. Σε αυτήν την Έκθεση υπολογίζουμε, εφαρμόζοντας μεθόδους από την διεθνή βιβλιογραφία, το κεφαλαιακό απόθεμα της ελληνικής οικονομίας και το συγκρίνουμε σε σχέση με το απόθεμα κεφαλαίου που υπήρχε στην οικονομία μας κατά την έναρξη της κρίσης. Για το 2024 το ύψος του κεφαλαιακού αποθέματος υπολογίσθηκε σε 657,2 δισ. ευρώ το οποίο υπολείπεται από το ιστορικό υψηλό του 2010 (725,7 δισ. ευρώ) κατά 68,5 δισ. ευρώ. Αυτό συνεπάγεται ένα κεφαλαιακό κενό 9,4% σε σχέση με το 2010. Επίσης υπολογίσαμε πόσα χρόνια απαιτούνται προκειμένου η οικονομία να ανακτήσει το κεφαλαιακό απόθεμα του 2010 μέσα από δυο σενάρια για τον ρυθμό αύξησης των συνολικών επενδύσεων. Στο πρώτο και πιο αισιόδοξο σενάριο υποθέτουμε ότι οι επενδύσεις θα “τρέχουν” με ετήσιο ρυθμό 6,6%, δηλαδή τον μέσο όρο της περιόδου 2017-2024. Σε αυτό το σενάριο, η οικονομία θα ανακτήσει το κεφαλαιακό απόθεμα του 2010 το 2030. Στο δεύτερο και πιο συντηρητικό σενάριο, υποθέτουμε ότι οι επενδύσεις θα “τρέχουν” με ετήσιο ρυθμό 4,0%. Σε αυτό το σενάριο, από το οποίο αφαιρούμε την στήριξη από τους πόρους του ΤΑΑ, η οικονομία θα ανακτήσει το κεφαλαιακό απόθεμα του 2010 το 2036. Σε μία οικονομία, το ύψος των επενδύσεων πρέπει να είναι τέτοιο ώστε όχι μόνο να επαρκεί να καλύψει την απόσβεση του υπάρχοντος κεφαλαίου, αλλά να “περισσεύει” ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει και νέο κεφάλαιο. Με ισχυρότερους ρυθμούς επένδυσης η οικονομία προσθέτει ταχύτερα το νέο κεφάλαιο που απώλεσε κατά την διάρκεια της κρίσης. Αυτό υπογραμμίζει τον κρίσιμο ρόλο της χρηματοδότησης της ΕΕ στην επιτάχυνση των παραγωγικών επενδύσεων και τονίζει την πρόκληση της διατήρησης ισχυρής ανάπτυξης όταν πάψουν να υφίστανται αυτοί οι πόροι.

Με δεδομένη την αυξανόμενη γεωπολιτική και οικονομική αβεβαιότητα σε διεθνές επίπεδο, το Γραφείο αξιολογεί ως πρώτη προτεραιότητα την συνέχιση της ταχείας μείωσης του δημοσίου χρέους η οποία ενισχύει την εκλαμβανόμενη αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής (επισημαίνουμε ότι ένας παράγοντας που οδήγησε στις πρόσφατες αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης ήταν η πορεία του δημόσιου χρέους). Σε αυτό το πλαίσιο, ο δημοσιονομικός χώρος ο οποίος δύναται να προκύψει από την Ευρωπαϊκή συμφωνία για τις αμυντικές δαπάνες θα μπορούσε, ανάλογα με το εύρος που θα έχει, να αξιοποιηθεί επίσης για πολιτικές που ενισχύουν την παραγωγική δυναμικότητα της Ελληνικής οικονομίας όπως η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών της μισθωτής εργασίας.

Δείτε ή κατεβάστε από εδώ ολόκληρη την έκθεση:

Πηγή