Την ανάγκη διαμόρφωσης μίας νέας στρατηγικής έναντι των ογκούμενων και μεταβαλλόμενων αξιώσεων της Τουρκίας ανέδειξε ο Γιάννης Βαληνάκης, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών, παρουσιάζοντας το βιβλίο του διευθυντή του Naftemporiki.gr Μιχάλη Ψύλου, «Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: Με τη ματιά ενός Έλληνα».
«Είναι μία πρόκληση το να σχολιάσεις τον ηγέτη της γειτονικής χώρας, με την οποία έχουμε μία σειρά από προβλήματα. Ήμουν από τους τυχερούς, που γνώρισα τον Ερντογάν από κοντά την πρώτη περίοδο, όταν ως άνθρωπος ήταν ευπροσήγορος και ως πολιτικός συνεννοήσιμος», είπε στην εισαγωγική του τοποθέτηση στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, ο Γιάννης Βαληνάκης και πρόσθεσε:
«Με γλαφυρό τρόπο ο κ. Ψύλος εξετάζει απο πού προέρχεται ο Ερντογάν, τα παιδικά του χρόνια, τον θαυμασμό που έδειχνε στο ισλαμιστικό στοιχείο της πολιτικής και την εξέλιξή του με την ίδρυση του AKP και την έλευσή του στην εξουσία».
Αναφερόμενος στον τρόπο που ο ίδιος γνώρισε τον πρόεδρο της Τουρκίας, ο κ. Βαληνάκης είπε: «Τον γνώρισα για πρώτη φορά στο συνέδριο του κόμματος του AKP στην Κωνσταντινοπούλη, μόλις εξελέγη πρωθυπουργός. Πιστεύαμε τότε ότι έφερνε κάτι νέο στην τουρκική πολιτική σκηνή. Και ήταν όντως κάτι καινούργιο σε σχέση με τους Κεμαλιστές. Συζητούσαμε για την υφαλοκρηπίδα και δεν φαινόταν τότε να καταλαβαίνει τι είναι. Ήταν ακόμη πολύ αρχή. Έδειχνε ότι είναι διατεθειμένος να κάνει κάποιες υποχωρήσεις, προκειμένου να πετύχει τον στόχο της ευρωπαϊκής προοπτικής. Αλλά δεν ήμασταν καθόλου σίγουροι ότι ήταν ένας γνήσιος στόχος. Η ευρωπαϊκή προοπτική του έδινε τη δυνατότητα να πιέσει τους Κεμαλιστές, να τους βάλει στην άκρη. Έδειχνε διατεθειμένος να προβεί σε μεταρρυθμίσεις, να πατάξει τη διαφθορά. Όλα λειτουργούσαν υπέρ του».
Εκτίμησε όμως και το εξής: «Οταν μετέτρεψε την Αγία Σοφία σε τζαμί είπε ότι ήταν ένα όνειρο που είχε από παιδί. Άρα μάλλον από παιδί είχε τις επιδιώξεις που βλέπουμε σήμερα».
«Ανυπόμονος, συναλλακτικός, απειλητικός»
Ο κ. Βαληνάκης ακολούθως στράφηκε στη σημερινή Τουρκία και τον σημερινό Ερντογάν: «Σήμερα η Τουρκία υπό τον Ερντογάν έχει αλλάξει πολιτική και έχει αναπτύξει μία μεγάλη αμυντική βιομηχανία και σύγχρονα όπλα, όπως τα drones. Στον διπλωματικό τομέα ανέπτυξε μία πολυσχιδή δραστηριότητα, επιδιώκοντας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης να έχει ρόλο. Απέναντι στους άλλους ηγέτες, ο Ερντογάν είναι συναλλακτικός με τους ισχυρούς και απειλητικός, εκβιαστικός με όσους αξιολογεί ως αδύναμους.
Στα ελληνοτουρκικά έχει καταστεί λίγο ανυπόμονος. Ακριβώς επειδή θεωρεί ότι τα προβλήματα με την Ελλάδα είναι σημαντικά, έχω την αίσθηση ότι έχει χάσει λίγο την υπομονή του. Θεωρεί ότι κλωτσάμε κάθε φορά το τενεκεδάκι παραπέρα, δηλαδή δεν είμαστε διατεθειμένοι να κάτσουμε να συζητήσουμε μαζί, όπως αυτό επιθυμεί, την τουρκική ατζέντα. Είναι μία ατζέντα που εμπλουτίζεται συνεχώς με νέες προσθήκες όπως τα θαλάσσια πάρκα, το καλώδιο ηλεκτρικής σύνδεσης κτλ. Υπάρχει μία έξαρση των τουρκικών διεκδικήσεων. Βάζω το ερώτημα εάν η αποτρεπτική στρατηγική που ακολουθούμε έχει καταφέρει να μειώσει στο ελάχιστο τις τουρκικές διεκδικήσεις. Όχι μόνο δεν τις αποτρέψαμε, αλλά ο κατάλογος αυτός των διεκδικήσεων ολοένα και αυξάνεται».
Το «πρόβλημα Τουρκία»
Ο κ. Βαληνάκης έθεσε ακολούθως τα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει η ελληνική διπλωματία:
«Αρα τίθεται το ερώτημα, μετά από 50 χρόνια, όταν βλέπουμε ότι η στρατηγική αυτή δεν αποδίδει, συνεχίζουμε με την ίδια; Ή πρέπει να τη βελτιώσουμε; Μήπως χρειάζεται να είναι πιο αποτελεσματική η στρατιωτική μας μηχανή; Να κάνουμε περισσότερα στα διπλωματικά πεδία; Μήπως πρέπει να μοχλεύσουμε περισσότερο τη θέση μας στην ΕΕ; Έχουμε μπει σε έναν διμερή διάλογο, χωρίς να χρησιμοποιούμε τη συμμετοχή μας στην ΕΕ και την παρουσία Ελληνοαμερικανών στο Κογκρέσο. Αυτά είναι δύο μεγάλα όπλα που πρέπει να τα αξιοποιήσουμε. Θα του επιτρέψουμε να λάβει όλα όσα επιθυμεί, χωρίς να έχει αποσύρει τις διεκδικήσεις; Υπάρχουν δύο τρόποι να βλέπουμε το «πρόβλημα Τουρκία».
- Αυτό που ακολουθούμε τώρα επίσημα: ότι οι διεκδικήσεις οι τουρκικές γίνονται για εσωτερική κατανάλωση και άρα δεν χρειάζεται να ανησυχούμε.
- Και ο δεύτερος το να πιστεύει κανείς ότι ο τουρκικός κίνδυνος γιγαντώνεται και θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια και άρα χρειάζεται μία άλλη αντιμετώπιση. Με τη σημερινή πολιτική δεν μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε».