Καλλιθέα, 03/06/2021
Αριθμός απόφασης: 1776


ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
   
ΤΜΗΜΑ: Α5 Επανεξέτασης
Ταχ. Δ/νση: Αριστογείτονος 19
Ταχ. Κώδικας: 176 71 – Καλλιθέα
Τηλέφωνο: 2131604538
E-mail: [email protected]

ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
β. Του άρθρου 10 της υπ’ αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1125859 ΕΞ 2020/23.10.2020 (ΦΕΚ Β’ 4738/ 26.10.2020) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων [ΑΑΔΕ] με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
γ. Της υπ’ αριθμ. ΠΟΛ.1064/2017 (ΦΕΚ Β’ 1440/27.4.2017) απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ.
δ. Του άρθρου έκτου παρ. 4 εδ. β’ και παρ. 5 περ. α’ της από 30.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α’ 75/30.3.2020), που κυρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 1 ν. 4684/2020 (ΦΕΚ Α’ 86/25.4.2020).
ε. Της παρ. 1 εδ. β’ της υπ’ αριθμ. Α.1049/2021 (ΦΕΚ Β’ 984/12.3.2021) κοινής απόφασης του Υφυπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της ΑΑΔΕ.

2. Την υπ’ αριθμ. ΠΟΛ.1069/2014 εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) του Υπουργείου Οικονομικών.

3. Την υπ’ αριθμ. Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ Β’ 2759/1.9.2016) απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) «Παροχή εξουσιοδότησης υπογραφής».

4. Την από 28.1.2021 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή των α) του , ΑΦΜ , Δ.Ο.Υ. Νέας Ιωνίας Αττικής, κατοίκου , αριθμός , και β) του , ΑΦΜ , Δ.Ο.Υ. Νέας Ιωνίας Αττικής, κατοίκου, αριθμός , κατά, σύμφωνα τα  αναφερόμενα στην εν λόγω ενδικοφανή προσφυγή, «της απόφασης, διά της οποίας δεν έγινε δεκτή έως 31.12.2020 η δήλωσή τους COVID των μηνών Μαρτίου έως και Ιουνίου 2020», και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.

5. Τις απόψεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Νέας Ιωνίας Αττικής.

6. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α5, όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της από 28.1.2021 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής των α) του , ΑΦΜ , και β)  του , ΑΦΜ , και μετά τη μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων, καθώς και τη μελέτη των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή τους οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι είναι συνιδιοκτήτριες επαγγελματικού ακινήτου επί της αριθμός στο , μισθωμένου από την , κατά τα ακόλουθα ποσοστά συγκυριότητας: κατά ποσοστό 25,00%, κατά ποσοστό 37,50% και κατά ποσοστό επίσης 37,50%· ότι ο μισθωτικός τους μήνας είναι από τις 28 του τρέχοντος μήνα έως τις 27 του επόμενου μήνα με μηνιαίο μίσθωμα 2.464,00 € για την περίοδο 28.06.2019 – 27.06.2020, στις δε 28.06.2020 αναπροσαρμόστηκε το μίσθωμα στο ποσό των 2.513,45 €· ότι κατά το πρώτο τετράμηνο του lockdown (Μάρτιος 2020 – Ιούνιος 2020) η μισθώτρια τους κατέβαλε το ως άνω μίσθωμα των 2.464,00 € μειωμένο κατά 40%, κατά την καταβολή δε του μισθώματος μηνός Ιουνίου τους κατέβαλε επιπλέον 103,00 €, τα οποία και αφαίρεσαν τον Ιούλιο στις 10.7.2020, αφού όμως είχαν υποβάλει ήδη τη δήλωση COVID στις 17.6.2020, έκτοτε δε δεν κατέστη δυνατό να διορθώσουν το λάθος παρά την αποστολή με e-mails συγκεκριμένων ερωτημάτων προς τη Φορολογική Διοίκηση· και ότι δηλώνουν ότι έχουν υποστεί τη μείωση του 40% επί τετράμηνο από τη μισθώτρια (συγκεκριμένα, για το διάστημα 06.03.2020 – 10.06.2020 έχουν εισπράξει συνολικά 6.125,00 €, ποσό που ισούται ακριβώς με τα μισθώματα τεσσάρων (4) μηνών, μειωμένα κατά 40%, συν το αναλογούντα τέλη χαρτοσήμου (ΤΧ), χωρίς όμως να τύχουν των σχετικών ευεργετημάτων, και ζητούν να γίνει δεκτή η δήλωσή τους COVID για την περίοδο Μάρτιος 2020 – Ιούνιος 2020 και να τύχουν των σχετικών ευεργετημάτων.

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 1 εδ. α’ και γ’ και 8 εδ. α’ και γ’ ν.4174/2013, όπως ίσχυαν κατά την ημερομηνία υποβολής της ως άνω δήλωσης COVID των προσφευγουσών (17.6.2020), αλλά και κατά την ημερομηνία κατάθεσης της υπό κρίση ενδικοφανούς προσφυγής (28.1.2021): «1. Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση, ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα την επανεξέταση της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης. […]. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται από τον υπόχρεο εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης σε αυτόν ή από τη συντέλεση της παράλειψης. […]. 2. […]. 8. Κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης ή της σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής λόγω παρόδου της προθεσμίας προς έκδοση της απόφασης, ο υπόχρεος δύναται να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. […]. Προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια απευθείας κατά οποιασδήποτε πράξης που εξέδωσε η Φορολογική Διοίκηση είναι απαράδεκτη.»

Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 1 ν. 4174/2013 (όπως ίσχυαν κατά την ημερομηνία υποβολής της ως άνω δήλωσης COVID των προσφευγουσών (17.6.2020) , αλλά και κατά την ημερομηνία κατάθεσης της υπό κρίση ενδικοφανούς προσφυγής (28.1.2021) ) συνάγεται ότι η ενδικοφανής προσφυγή του άρθρου 63 ν. 4174/2013 έχει προβλεφθεί και μπορεί να ασκηθεί μόνο κατά ρητών ή σιωπηρών (τεκμαιρόμενων) πράξεων της Φορολογικής Διοίκησης -ως τοιούτων νοουμένων των ατομικών διοικητικών πράξεων, κατά την έννοια που έχουν αυτές στο διοικητικό δίκαιο-, με τις οποίες προσδιορίζεται και επιβάλλεται φόρος ή φορολογικής φύσης πρόστιμο (ή απορρίπτεται εν όλω ή εν μέρει αίτηση προς επιστροφή ποσού φόρου ή προστίμου ή απορρίπτεται αίτηση περί παύσης της αλληλέγγυας ευθύνης κατά τις διατάξεις των άρθρων 50 παρ. 1 και 2 ν. 4174/2013, ήτοι για φορολογικής φύσης χρέη).

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 ν. 4690/2020 («Μέτρα στήριξης των εκμισθωτών από τη μη είσπραξη μισθωμάτων κατ’ επιταγή νόμου στο πλαίσιο αντιμετώπισης των επιπτώσεων του κορωνοϊού COVID-19»), όπως ίσχυαν για την περίοδο Μάρτιος 2020 – Ιούνιος 2020: «1. Στο άρθρο 72 του ν. 4172/2013 […] προστίθεται παρ. 42 ως εξής: «42. Δεν συνιστά εισόδημα και δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος και ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43 Α του Κ.Φ.Ε. το ποσό του μισθώματος που δεν εισπράχθηκε ή δεν εισπράττεται κατ’ επιταγή νόμου στο πλαίσιο αντιμετώπισης των επιπτώσεων του κορωνοϊού COVID-19, για όλους τους μήνες που ίσχυσε ή θα ισχύσει το μέτρο μειωμένης καταβολής επί του μηνιαίου μισθώματος σε ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%).». 2. Τα φυσικά πρόσωπα της παρ. 42 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 […], εφόσον εισέπραξαν μειωμένο μίσθωμα κατά τουλάχιστον σαράντα τοις εκατό (40%) ή εφόσον εισέπραξαν, κατόπιν συμφωνίας, μειωμένο μίσθωμα κατά τουλάχιστον τριάντα τοις εκατό (30%), σύμφωνα με διατάξεις στο πλαίσιο αντιμετώπισης των επιπτώσεων του κορωνοϊού COVID-19, έχουν δικαίωμα έκπτωσης ποσού ίσου με ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) επί του εξήντα τοις εκατό (60%) των μισθωμάτων των μηνών αυτών λογιζομένων πριν την ως άνω μείωση, από οφειλές με καταληκτική ημερομηνία καταβολής προς τη φορολογική αρχή από τις 31.7.2020 και μετά, πλην των οφειλών από ρυθμίσεις/διευκολύνσεις τμηματικής καταβολής, οφειλών υπέρ αλλοδαπού δημοσίου και από ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων.»

Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 εδ. α’ της υπ’ αριθμ. ΠΟΛ.1162/2018 (ΦΕΚ Β’ 3579/22.8.2018) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), όπως ίσχυε για την περίοδο Μάρτιος 2020 – Ιούνιος 2020: «Εκμισθωτές ακινήτων, των οποίων το μίσθωμα έχει μειωθεί κατά 40% με βάση τις ισχύουσες διατάξεις που αφορούν μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και προκειμένου να υλοποιηθούν οι ευνοϊκές ρυθμίσεις που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις, υποβάλλουν δήλωση περί μεταβολής του μισθώματος για τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο, κατά περίπτωση, «Δήλωση Covid», μέχρι την 22η Ιουνίου 2020.»

Επειδή, όπως κρίθηκε (ομόφωνα) με την υπ’ αριθμ. ΣτΕ 2105/2018 απόφαση (5μ.) του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (σκέψεις 3, 4 και 5 της απόφασης), «3. …όπως έχει γίνει παγίως δεκτό (ΣτΕ Ολομέλεια ΣτΕ 834/2010, ΣτΕ 2062/1968, ΣτΕ 330/2018, ΣτΕ 3416/2017, ΣτΕ 1215/2017, ΣτΕ 1445/2016, ΣτΕ 4603/2012, ΣτΕ 3829/2012, ΣτΕ 1802/2012, 2613-16/2009, 2972-80/2008, 368/2007, 1625/2001, 236/1998 κ.ά.), κατά την έννοια των άρθρων 1, 2, 63 παρ. 1 και 285 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 […]), 1 και 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ/γμα 331/1985 […]) και 8 παρ. 4 του ν.δ/τος 4486/1965 […], φορολογική διαφορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων γεννάται από ατομικές διοικητικές πράξεις, με τις οποίες είτε επιβάλλεται αμέσως φορολογικό βάρος ή φορολογική κύρωση είτε κρίνεται αντικείμενο ευθέως συναπτόμενο με συγκεκριμένη φορολογική ή συναφή υποχρέωση συνδεόμενη με φορολογητέα ύλη ατομικώς ορισμένη, η οποία αμφισβητείται εν όλω ή εν μέρει με την προσφυγή. Δεν υπόκεινται, αντιθέτως, σε προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων οι διοικητικές πράξεις οι σχετιζόμενες μεν με την καθ’ όλου εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, μη συνδεόμενες, όμως, αμέσως προς συγκεκριμένο φορολογικό βάρος, ατομικώς καθ’ υποκείμενο και αντικείμενο προσδιοριζόμενο. 4. …η παρούσα διαφορά, η οποία αφορά στην απόρριψη αιτήματος περί μεταβολής της φορολογικής κατοικίας […] είναι ακυρωτική, καθόσον αποβλέπει στην τακτοποίηση της καταστάσεώς του ως φορολογουμένου και δεν συνάπτεται στενώς και αναγκαίως με σχετική ατομική φορολογική υποχρέωσή του, ήτοι με την υποχρέωση υποβολής δήλωσης φόρου εισοδήματος για το κτηθέν εντός συγκεκριμένου έτους παγκόσμιο εισόδημά του (πρβλ. ΣτΕ 330/2018 και 1215/2017, βλ. εξ αντιδιαστολής και τη ΣτΕ 1445/2016). 5. …η κατ’ άρθρο 63 του ν. 4174/2013 […] ενδικοφανής προσφυγή προβλέπεται για την περίπτωση άσκησης προσφυγής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (βλ. την παρ. 8 του άρθρου 63) και όχι για την περίπτωση άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως (ΣτΕ 1215/2017). Αναρμοδίως, ως εκ τούτου, επελήφθη στην προκειμένη περίπτωση η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών[…].»

Επειδή, όπως κρίθηκε (ομόφωνα) με την υπ’ αριθμ. 1762/2019 απόφαση (5μ.) του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (σκέψεις 4 και 7 της απόφασης), «4. …κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 και 73 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ. 331/1985 […]), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4486/1965 […], οι οποίες, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο […] άρθρο 285 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., εξακολουθούν να ισχύουν, φορολογική διαφορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων γεννάται από ατομικές διοικητικές πράξεις, με τις οποίες είτε επιβάλλεται αμέσως φορολογικό βάρος ή φορολογική κύρωση είτε κρίνεται αντικείμενο ευθέως συναπτόμενο με συγκεκριμένη φορολογική ή συναφή υποχρέωση συνδεόμενη με φορολογητέα ύλη ατομικώς ορισμένη, η οποία αμφισβητείται εν όλω ή εν μέρει με την προσφυγή (ΣτΕ 834/2010 Ολ., ΣτΕ 1445/2016 7μ., ΣτΕ 1215/2017, 1802, 3829, ΣτΕ 4603/2012, 2613-6/2009, 2972-80/2008, ΣτΕ 368/2007, ΣτΕ 1272/2005, ΣτΕ 1625/2001, ΣτΕ 236/1998, ΣτΕ 2062/1968 Ολ.). 5. […]. 7. …η διαφορά που γεννάται από την προσβολή […] της πράξεως της φορολογικής αρχής περί μεταβολής στο φορολογικό μητρώο των μελών της κοινωνίας δικαιώματος που εκμεταλλεύεται την ξενοδοχειακή μονάδα “…” είναι ακυρωτική, καθ’ όσον δεν συνάπτεται στενώς και αναγκαίως με σχετική ατομική φορολογική υποχρέωσή της (πρβλ. ΣτΕ 1215/2017, 1032/ 2016, 3829, ΣτΕ 4603/2012, ΣτΕ 2106/2015, πρβλ. ΣτΕ 2062/1968 Ολ., ΣτΕ 236/1998, ΣτΕ 834/2010 Ολ., ΣτΕ 1185/2010, καθώς και ΣτΕ 2560, ΣτΕ 3617/2004, ΣτΕ 582/2011). Επομένως, η κατ’ άρθρον 63 του ν. 4174/2013 […] άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, που προβλέπεται για την περίπτωση άσκησης προσφυγής ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (άρθρο 63 παρ. 8), δεν ισχύει για την περίπτωση άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως […].»

Επειδή, η υπό κρίση ενδικοφανής προσφυγή ασκήθηκε κατά -φερόμενης τουλάχιστον- πράξης (τεκμαιρόμενης («σιωπηρής») άρνησης) της Φορολογικής Διοίκησης που άπτεται της ιδιαίτερης κατάστασης (ιδιότητας) των προσφευγουσών ως φορολογουμένων εκμισθωτριών επαγγελματικής στέγης που μισθώνει επιχείρηση, για την οποία είχαν ληφθεί ειδικά και έκτακτα μέτρα περί αναστολής ή προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας για προληπτικούς λόγους που σχετίζονται με τον κορωνοϊό COVID-19, με αποτέλεσμα την απαλλαγή της από την υποχρέωση καταβολής του 40% του συνολικού μισθώματος για την περίοδο Μάρτιος 2020 – Ιούνιος 2020 -και συγκεκριμένα, εν προκειμένω, της ορθής αποτύπωσης της μεταβολής αυτής στο προς καταβολή μίσθωμα στη σχετική δήλωση COVID σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 εδ. α’ της υπ’ αριθμ. ΠΟΛ.1162/2018 απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ (όπως ίσχυε για την περίοδο Μάρτιος 2020 – Ιούνιος 2020)- και δε συναρτάται «στενώς και αναγκαίως» με συγκεκριμένη ατομική φορολογική υποχρέωσή τους· σχετίζεται μεν δηλαδή με την καθ’ όλου εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, δε συνδέεται όμως άμεσα με συγκεκριμένο φορολογικό βάρος των προσφευγουσών, ατομικώς προσδιορισμένο καθ’ υποκείμενο και αντικείμενο. Οι διαφορές τέτοιου είδους/φύσης που δημιουργούνται μεταξύ Φορολογικής Διοίκησης και φορολογούμενων προσώπων είναι, σύμφωνα με τα ως άνω κριθέντα με τις υπ’ αριθμ. 2105/2018 (5μ., σκέψεις 3, 4 και 5 της απόφασης, ομόφωνα) και υπ’ αριθμ. ΣτΕ 1762/2019 (5μ., σκέψεις 4 και 7 της απόφασης, ομόφωνα) αποφάσεις του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακυρωτικής φύσης, δεν υπόκεινται δηλαδή σε προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και κατ’ επέκταση ούτε στην κατά το άρθρο 63 ν. 4174/2013 ενδικοφανή προσφυγή, η οποία, όπως προεκτέθηκε, έχει προβλεφθεί και μπορεί να ασκηθεί μόνο κατά ρητών ή σιωπηρών (τεκμαιρόμενων) πράξεων της Φορολογικής Διοίκησης -ως τοιούτων νοουμένων των ατομικών διοικητικών πράξεων, κατά την έννοια που έχουν αυτές στο διοικητικό δίκαιο-, με τις οποίες προσδιορίζεται και επιβάλλεται φόρος ή φορολογικής φύσης πρόστιμο (ή «κρίνεται αντικείμενο ευθέως συναπτόμενο με συγκεκριμένη φορολογική ή συναφή υποχρέωση συνδεόμενη με φορολογητέα ύλη ατομικώς ορισμένη», κατά την προπαρατεθείσα πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας). Για το λόγο αυτό, η υπό κρίση ενδικοφανής προσφυγή πρέπει, υπό το πρίσμα των ως άνω κριθέντων με τις υπ’ αριθμ. ΣτΕ 2105/2018 (5μ., σκέψεις 3, 4 και 5 της απόφασης, ομόφωνα) και υπ’ αριθμ. ΣτΕ 1762/2019 (5μ., σκέψεις 4 και 7 της απόφασης, ομόφωνα) αποφάσεις του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Αποφασίζουμε

την απόρριψη της από 28.1.2021 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής των α) του , ΑΦΜ , και β) του , ΑΦΜ , ως απαράδεκτης.

Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στις προσφεύγουσες.

ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Η ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΥΠΟΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ
ΓΡΑΜΜΑΤΩ ΣΚΟΥΡΑ

Ακριβές Αντίγραφο
Η Υπάλληλος του Τμήματος Διοικητικής Υποστήριξης

Σημείωση: Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των αρμόδιων Διοικητικών Δικαστηρίων εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της.

Πηγή