ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΥΠΟΥ αριθ. 131/24

Λουξεμβούργο, 5 Σεπτεμβρίου 2024

Απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-498/22 έως C-500/22 | Novo Banco κ.λπ.

Η μη δημοσίευση των μέτρων εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος δεν συνεπάγεται ότι τα μέτρα αυτά καθίστανται ανίσχυρα ή ότι δεν παράγουν τα αποτελέσματά τους σε άλλο κράτος μέλος

Τον Αύγουστο του 2014, η Τράπεζα της Πορτογαλίας έλαβε μέτρα εξυγίανσης του πορτογαλικού πιστωτικού ιδρύματος Banco Espirito Santo SA (BES), το οποίο αντιμετώπιζε σοβαρές χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες.

Στο πλαίσιο αυτό συστάθηκε η μεταβατική τράπεζα Novo Banco. Τα στοιχεία του ενεργητικού, τα στοιχεία του παθητικού και τα λοιπά μη περιουσιακά στοιχεία της BES μεταβιβάστηκαν στη Novo Banco. Εντούτοις, ορισμένα στοιχεία του παθητικού εξαιρέθηκαν από τη μεταβίβαση και παρέμειναν στην περιουσία της BES.

Τον Οκτώβριο του 2014, η Τράπεζα της Ισπανίας δημοσίευσε πληροφορίες σχετικά με τη μερική μεταβίβαση των δραστηριοτήτων της BES στη Novo Banco όσον αφορά την Ισπανία. Στην ανακοίνωση αναγραφόταν ότι η Novo Banco συνέχιζε χωρίς διακοπή τις συνήθεις δραστηριότητες της BES και ότι το εν λόγω μέτρο λογιζόταν ως μέτρο εξυγίανσης κατά την έννοια της οδηγίας σχετικά με την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων1.

Τον Δεκέμβριο του 2015, η Τράπεζα της Πορτογαλίας εξέδωσε δύο αποφάσεις για την τροποποίηση και την αποσαφήνιση της απόφασής της του Αυγούστου 2014 όσον αφορά τα στοιχεία του παθητικού της BES που δεν είχαν μεταβιβαστεί στη Novo Banco.

Πλείονες πελάτες του ισπανικού υποκαταστήματος της Novo Banco θεώρησαν ότι η Novo Banco αναλαμβάνει τις ευθύνες που συνδέονται με διάφορες συμβάσεις χρηματοοικονομικών προϊόντων και υπηρεσιών τις οποίες είχαν συνάψει σε προγενέστερο χρόνο με την BES Ισπανίας2. Κατόπιν της αρνήσεως της Novo Banco να αναλάβει τις ευθύνες αυτές, οι πελάτες κίνησαν ένδικες διαδικασίες.

Στο πλαίσιο αυτό, το ισπανικό Ανώτατο Δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς την υποχρέωση των ισπανικών δικαστηρίων να αναγνωρίζουν τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης που ελήφθησαν από την Τράπεζα της Πορτογαλίας, διότι τα μέτρα αυτά δεν δημοσιεύτηκαν κατά τα προβλεπόμενα στην οδηγία. Υπέβαλε, ως εκ τούτου, σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο.

Στην απόφασή του, το Δικαστήριο απαντά ότι η μη δημοσίευση μέτρου εξυγίανσης από τις αρχές του κράτους μέλους καταγωγής (της Πορτογαλίας) δεν συνεπάγεται ότι το μέτρο καθίσταται ανίσχυρο ή ότι δεν παράγει τα αποτελέσματά του στο κράτος μέλος υποδοχής (στην Ισπανία).

Ελλείψει δημοσίευσης των μέτρων εξυγίανσης, το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής πρέπει να παρέχει στα πρόσωπα που θίγονται από τα μέτρα αυτά στο κράτος μέλος καταγωγής τη δυνατότητα να ασκήσουν μέσο έννομης προστασίας κατά των μέτρων εξυγίανσης εντός εύλογης προθεσμίας η οποία αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο τους κοινοποιήθηκαν τα μέτρα αυτά ή κατά το οποίο τα εν λόγω πρόσωπα έλαβαν γνώση ή όφειλαν ευλόγως να έχουν λάβει γνώση των μέτρων.

Τέλος, η αναγνώριση στην Ισπανία των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης τα οποία ελήφθησαν στην Πορτογαλία και τα οποία προβλέπουν τη διατήρηση στο παθητικό της BES της υποχρέωσης να καταβάλει τα οφειλόμενα από προσυμβατική ή συμβατική ευθύνη ποσά δεν φαίνεται να συνιστά ούτε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου ούτε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας ούτε παράβαση της υποχρέωσης διασφάλισης της προστασίας των καταναλωτών. Συναφώς, πρέπει ιδίως να υπογραμμιστεί ότι τα μέτρα αυτά ανταποκρίνονται στον σκοπό γενικού συμφέροντος τον οποίο επίσης επιδιώκει η Ένωση και ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην αποτροπή συστημικού κινδύνου.

1Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων.
2Πρόκειται για σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, η οποία περιείχε τη λεγόμενη ρήτρα «κατώτατου επιτοκίου», ορίζουσα ελάχιστο επιτόκιο ύψους 2 % (υπόθεση C-498/22), μία ιδιάζουσα χρηματοοικονομική σύμβαση, η οποία ήταν ένα πολύπλοκο χρηματοοικονομικό προϊόν υψηλού κινδύνου, με κυμαινόμενο επιτόκιο συνδεόμενο με την εξέλιξη των μετοχών άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων (υπόθεση C-499/22), καθώς και ένα ομόλογο με προτεραιότητα εξόφλησης για ποσό 100 000 ευρώ, εκδοθέν από την BES. Κατά τον χρόνο της αγοράς του από τον πελάτη, το ομόλογο αποτελούσε μέρος της περιουσίας της Novo Banco, στην οποία είχε μεταβιβαστεί δυνάμει της απόφασης του Αυγούστου του 2014 (υπόθεση C-500/22)

Πηγή