Αριθμ. ΔΙΔΑΔ/Φ.64/1208/οικ.13890
(ΦΕΚ Β’ 4634/08-08-2024)
Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) Του άρθρου 12 και της παρ. 10 του άρθρου 79 του ν. 4795/2021 «Σύστημα Εσωτερικού Ελέγχου του Δημόσιου Τομέα, Σύμβουλος Ακεραιότητας στη δημόσια διοίκηση και άλλες διατάξεις για τη δημόσια διοίκηση και την τοπική αυτοδιοίκηση» (Α’ 62),
β) του ν. 4622/2019 «Επιτελικό Κράτος: οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης» (Α’ 133),
γ) της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3469/2006 «Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις» (Α’ 131), όπως ισχύει,
δ) του ν. 3861/2010 «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο «Πρόγραμμα Διαύγεια» και άλλες διατάξεις» (Α’ 112) και τις όμοιες του Κεφαλαίου ΙΑ’ του ν. 4727/2020 «Ψηφιακή Διαφάνεια Πρόγραμμα ΔΙΑΥΓΕΙΑ» (Α’ 184),
ε) του άρθρου 90 του Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα (π.δ. 63/2005, Α’ 98), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με την περ. 22 του άρθρου 119 του ν. 4622/2019 (Α’ 133),
στ) του π.δ. 81/2019 «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους Μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπουργείων» (Α’ 119),
ζ) του π.δ. 84/2019 «Σύσταση και κατάργηση Γενικών Γραμματειών και Ειδικών Γραμματειών/Ενιαίων Διοικητικών Τομέων Υπουργείων» (Α’ 123),
η) του π.δ. 32/2024 «Διορισμός Υπουργών και Υφυπουργών» (Α’ 91),
θ) του π.δ. 77/2023 «Σύσταση Υπουργείου και μετονομασία Υπουργείων Σύσταση, κατάργηση και μετονομασία Γενικών και Ειδικών Γραμματειών Μεταφορά αρμοδιοτήτων, υπηρεσιακών μονάδων, θέσεων προσωπικού και εποπτευόμενων φορέων» (Α’ 130),
ι) του π.δ. 79/2023 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α’ 131),
ια) του π.δ. 82/2023 «Μετονομασία Υπουργείου Σύσταση και μετονομασία Γενικών Γραμματειών Μεταφορά αρμοδιοτήτων, υπηρεσιακών μονάδων και θέσεων προσωπικού Τροποποίηση και συμπλήρωση του π.δ. 77/2023 (Α’ 130) Μεταβατικές διατάξεις» (Α’ 139),
ιβ) του π.δ. 133/2017 «Οργανισμός του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης» (Α’ 161), όπως ισχύει.
2. Την υπ’ αρ. 947/19-6-2024 κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εσωτερικών «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Εσωτερικών, Παρασκευή Χαραλαμπογιάννη» (Β’ 3715).
3. Την υπ’ αρ. οικ. 11699/19-05-2020 απόφαση του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας «Οργανισμός της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.)» (Β’ 1991).
4. Την υπό στοιχεία Υ23/14.07.2021 διαπιστωτική πράξη του Πρωθυπουργού «Διορισμός του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας» (Υ.Ο.Δ.Δ. 549).
5. Την υπ’ αρ. 20355/04.07.2022 απόφαση του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας «Ανανέωση θητείας Επικεφαλής της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.)».
6. Την υπό στοιχεία Υ12/15.07.2022 (Υ.Ο.Δ.Δ. 601) απόφαση του Πρωθυπουργού περί αποδοχής παραίτησης του Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας.
7. Την υπ’ αρ. οικ. 22161/16.07.2022 απόφαση της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας «Ανάληψη Καθηκόντων της Επικεφαλής της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας σε θέση Αναπληρωτή Διοικητή».
8. Το γεγονός ότι με την παρ. 14 του άρθρου 90 του ν. 4622/2019 (Α’ 133) ορίζεται ότι «14. Σε περίπτωση καθυστέρησης επιλογής του Διοικητή μετά από τη λήξη της θητείας του ή σε περίπτωση πρόωρης λήξης της θητείας αυτού ή σε περίπτωση προσωρινής αδυναμίας εκτέλεσης των καθηκόντων του, για το χρονικό διάστημα από τη λήξη της θητείας του μέχρι το διορισμό του διαδόχου του ή για όσο διάστημα ο Διοικητής τελεί σε προσωρινή αδυναμία εκτέλεσης των καθηκόντων του, αναπληρώνεται από τον Επικεφαλής της Μονάδας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων της Αρχής για όλες τις έννομες συνέπειες».
9. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού σύμφωνα με την υπό στοιχεία ΓΔΟΥΔΥ 96/11-7-2024 εισήγηση του άρθρου 24 του ν. 4270/2014 της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Εσωτερικών, αποφασίζουμε: Τον καθορισμό προτύπου Κώδικα Δεοντολογίας Εσωτερικών Ελεγκτών, ο οποίος περιλαμβάνει τις θεμελιώδεις Αρχές και Αξίες, καθώς και τα Πρότυπα Επαγγελματικής Συμπεριφοράς, τα οποία πρέπει να καθοδηγούν τους Εσωτερικούς Ελεγκτές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 79 του ν. 4795/2021.
ΜΕΡΟΣ Α’
ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Άρθρο 1
Σκοπός και Πεδίο Εφαρμογής
1. Σκοπός του Κώδικα Δεοντολογίας Εσωτερικών Ελεγκτών είναι η δήλωση των Αρχών και των Αξιών που πρέπει να εφαρμόζουν οι Εσωτερικοί Ελεγκτές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ώστε να προάγονται οι επαγγελματικές και ηθικές αξίες και πρότυπα. Ο Κώδικας Δεοντολογίας καθοδηγεί και οριοθετεί τη συμπεριφορά των Εσωτερικών Ελεγκτών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και αποτελεί βασικό στοιχείο για την εδραίωση της εμπιστοσύνης στο έργο και στη λειτουργία του Εσωτερικού Ελέγχου.
2. Ο παρών Κώδικας καταλαμβάνει το σύνολο των υπαλλήλων που ασκούν καθήκοντα Εσωτερικού Ελεγκτή στους φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο πεδίο εφαρμογής του Μέρους Α’ του ν. 4795/2021, ανεξαρτήτως της σχέσης εργασίας τους και ανεξαρτήτως της κατοχής θέσης ευθύνης. Επιπλέον, στον Κώδικα υπάγονται και τα φυσικά πρόσωπα, είτε ατομικά είτε ως μέλη ομάδας έργου σε νομικό πρόσωπο, στα οποία έχει ανατεθεί με σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών η υποστήριξη της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου ή η άσκηση της λειτουργίας Εσωτερικού Ελέγχου, στους ανωτέρω φορείς.
ΜΕΡΟΣ Β’
ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ, ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
Άρθρο 2
Θεμελιώδεις Αρχές και Αξίες
Οι Εσωτερικοί Ελεγκτές οφείλουν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους να εφαρμόζουν και να υπερασπίζουν τις ακόλουθες Θεμελιώδεις Αρχές, οι οποίες αναλύονται σε επιμέρους αξίες, προκειμένου να προσδιοριστεί με σαφήνεια το περιεχόμενο αυτών.
1. Αρχή 1: Ανεξαρτησία, Αμεροληψία και Αντικειμενικότητα
Η λειτουργία του Εσωτερικού Ελέγχου είναι ανεξάρτητη. Οι Εσωτερικοί Ελεγκτές δεν εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο στη διοίκηση του φορέα ούτε αναλαμβάνουν επιχειρησιακά καθήκοντα που σχετίζονται με αυτή. Οι Εσωτερικοί Ελεγκτές πρέπει να είναι αντικειμενικοί κατά την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων τους, όπως αυτές απαριθμούνται στην παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 4795/2021. Η αμεροληψία, η αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων και η αποφυγή διακρίσεων απαρτίζουν το αξιακό πλαίσιο που διασφαλίζει την αντικειμενικότητα των Εσωτερικών Ελεγκτών.
α) Αμεροληψία αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων Οι Εσωτερικοί Ελεγκτές λειτουργούν κατά τρόπο αμερόληπτο και απροκατάληπτο, αποφεύγοντας καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων καθώς και καταστάσεις ικανές να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια σύγκρουση, ενώ συμπεριφέρονται με τρόπο που δεν υπαγορεύεται και δεν επηρεάζεται από προσωπικά, οικονομικά ή άλλα συμφέροντα κατά την άσκηση των
υπηρεσιακών τους καθηκόντων. β) Αποφυγή διακρίσεων
Οι Εσωτερικοί Ελεγκτές αναγνωρίζουν την αξία κάθε ανθρώπου ως άτομο και μέλος του κοινωνικού συνόλου, ανεξάρτητα από φυλή, χρώμα, καταγωγή, θρησκευτική ή άλλη πεποίθηση, αναπηρία ή χρόνια πάθηση, ηλικία, οικογενειακή ή κοινωνική κατάσταση, σεξουαλικό προσανατολισμό, ταυτότητα ή χαρακτηριστικά φύλου.
γ) Αντικειμενικότητα
Οι Εσωτερικοί Ελεγκτές ασκούν τα καθήκοντά τους χωρίς εμπάθεια και προκατάληψη, διαφυλάσσοντας τον αντικειμενικό χαρακτήρα της επαγγελματικής τους κρίσης. Ταυτόχρονα, αποφεύγουν κάθε ευμενή ή δυσμενή διάκριση και χειρίζονται κάθε υπόθεση που τους ανατίθεται με ουδετερότητα και αντικειμενικότητα, δίχως να επηρεάζονται από πολιτικές αθέμιτης πίεσης ούτε από προσωπικά, οικονομικά ή άλλα συμφέροντα.
2. Αρχή 2: Ακεραιότητα
Η ακεραιότητα αφορά στη συμμόρφωση των Εσωτερικών Ελεγκτών με κοινές ηθικές αξίες, αρχές και κανόνες για τη διαφύλαξη του δημοσίου συμφέροντος και στη συνεπή ευθυγράμμιση με τους σκοπούς του φορέα. Η τήρηση της νομοθεσίας, η διαφάνεια, ο επαγγελματισμός, η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα είναι αξίες που συμβάλλουν στην προώθηση της ακεραιότητας των Εσωτερικών Ελεγκτών.
α) Τήρηση νομοθεσίας
Οι Εσωτερικοί Ελεγκτές εφαρμόζουν πιστά το Σύνταγμα και την διεθνή, ενωσιακή και εθνική νομοθεσία, ασκώντας τα καθήκοντά τους εντός του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου με σκοπό την προστασία των συμφερόντων του φορέα, όπου υπηρετούν.
β) Διαφάνεια
Οι Εσωτερικοί Ελεγκτές ασκούν τα καθήκοντά τους με διαφάνεια και ειλικρίνεια, χωρίς να προβαίνουν σε ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις και να αποκρύπτουν ευρήματα ή άλλες πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση του έργου τους.
γ) Επαγγελματισμός
Οι Εσωτερικοί Ελεγκτές επιδεικνύουν τη δέουσα συμπεριφορά σε όλες τις εκφάνσεις του έργου τους και συμβάλλουν με το ήθος και τη συμπεριφορά που επιδεικνύουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, στη διασφάλιση του κύρους του φορέα, όπου υπηρετούν.
δ) Αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα
Οι Εσωτερικοί Ελεγκτές εργάζονται για την επίτευξη των αντικειμενικών στόχων που έχουν εκ των προτέρων καθοριστεί από τον φορέα τους, καθώς και για την επίτευξη της βέλτιστης δυνατής σχέσης μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και των επιτυγχανόμενων αποτελεσμάτων.
3. Αρχή 3: Εμπιστευτικότητα
Η εμπιστευτικότητα αφορά στην τήρηση εχεμύθειας και στην προστασία των πληροφοριών που περιέρχονται σε γνώση των Εσωτερικών Ελεγκτών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ο σεβασμός στην αξία και στην κυριότητα της πληροφόρησης που λαμβάνεται και η μη γνωστοποίηση σε τρίτους με οποιοδήποτε τρόπο των εμπιστευτικών υπηρεσιακών πληροφοριών, των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και των εγγράφων που συλλέγονται σε φυσική ή ηλεκτρονική μορφή συνδέονται με την τήρηση της εν λόγω Αρχής.
4. Αρχή 4: Επαγγελματική Επάρκεια και Iκανότητα
Οι Εσωτερικοί Ελεγκτές αναπτύσσουν την επαγγελματική τους επάρκεια ώστε να παρέχουν ποιοτικές υπηρεσίες εσωτερικού ελέγχου στον φορέα τους. Ενεργούν υπεύθυνα, εφαρμόζοντας το οικείο θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο για τον Εσωτερικό Έλεγχο, επιδεικνύοντας τη δέουσα επαγγελματική επιμέλεια με σκοπό την εκπλήρωση της αποστολής του φορέα, στον οποίο υπηρετούν και την προστασία του κύρους του.
Άρθρο 3
Πρότυπα Επαγγελματικής Συμπεριφοράς
Τα Πρότυπα Επαγγελματικής Συμπεριφοράς μετατρέπουν τις Αρχές σε ενέργειες που πρέπει να ακολουθούν οι Εσωτερικοί Ελεγκτές καθημερινά, λειτουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ως οδηγός για την αντιμετώπιση και επίλυση δεοντολογικών διλημμάτων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και τη λήψη αποφάσεων.
Ειδικότερα, η δέουσα συμπεριφορά των Εσωτερικών Ελεγκτών αναλύεται στα ακόλουθα Πρότυπα Επαγγελματικής Συμπεριφοράς που αντιστοιχούν στις θεμελιώδεις Αρχές και Αξίες του άρθρου 2:
1. Ανεξαρτησία, Αμεροληψία και Αντικειμενικότητα Στο πλαίσιο της Αρχής της Ανεξαρτησίας, της Αμεροληψίας και της Αντικειμενικότητας, οι Εσωτερικοί Ελεγκτές:
1.1. Λειτουργούν ανεξάρτητα, απαλλαγμένοι από παρεμβάσεις, στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και στην αποτύπωση των αποτελεσμάτων του έργου τους.
1.2. Δεν αναλαμβάνουν διαβεβαιωτικά/ελεγκτικά έργα επί διαδικασιών και λειτουργιών, οι οποίες περιλαμβάνονταν στις αρμοδιότητές τους ή τους είχαν ανατεθεί σε προγενέστερο χρόνο, έως ότου παρέλθει τουλάχιστον ένα (1) έτος από την τοποθέτησή τους στη Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου.
Οι Εσωτερικοί Ελεγκτές μπορούν να παρέχουν συμβουλευτικά έργα επί διαδικασιών και λειτουργιών, οι οποίες περιλαμβάνονταν στις αρμοδιότητές τους ή τους είχαν ανατεθεί κατά το παρελθόν, γνωστοποιώντας το γεγονός αυτό στον Προϊστάμενο της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου.
1.3. Δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνουν παράλληλα καθήκοντα σε άλλη οργανική μονάδα του φορέα.
1.4. Δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνουν επιχειρησιακά καθήκοντα ή ρόλους που σχετίζονται με τη διοίκηση του φορέα.
1.5. Μετέχουν σε συλλογικά όργανα, επιτροπές ή ομάδες εργασίας μόνο με συμβουλευτικό ρόλο (συμβουλευτικές υπηρεσίες) και χωρίς δικαίωμα ψήφου.
1.6. Έχουν πλήρη και απρόσκοπτη πρόσβαση σε αρχεία, φυσικά στοιχεία, έγγραφα, χώρους και δραστηριότητες του φορέα και συνεργάζονται με τους υπηρετούντες σε αυτόν, στο μέτρο που είναι απαραίτητο για την υλοποίηση του συγκεκριμένου έργου που έχουν αναλάβει, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 4795/2021 και της περ. 3.6 της παρ. 3 του παρόντος άρθρου.
1.7. Αναφέρουν οποιαδήποτε μορφή παρεμπόδισης της ανεξαρτησίας ή της αντικειμενικότητάς τους, ανάλογα με τη φύση αυτής, στον Προϊστάμενο της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου. Η παρεμπόδιση μπορεί να αφορά, μεταξύ άλλων, σε ατομική σύγκρουση συμφερόντων, περιορισμούς στο πλαίσιο λειτουργίας του Εσωτερικού Ελέγχου, περιορισμούς πρόσβασης σε αρχεία, φυσικά περιουσιακά στοιχεία, πόρους κ.λπ. Ειδικότερα, αν ο Προϊστάμενος της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου αντιμετωπίζει οποιαδήποτε μορφή παρεμπόδισης, αναφέρει το γεγονός στον επικεφαλής του φορέα ή/και στην Επιτροπή Ελέγχου.
1.8. Δεν συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δραστηριότητα και δεν συνάπτουν σχέσεις που ενδέχεται να βλάψουν ή να θεωρείται ότι βλάπτουν την αμερόληπτη κρίση τους, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων ή των σχέσεων εκείνων, οι οποίες μπορεί να συγκρούονται με τα συμφέροντα του φορέα.
1.9. Εκτελούν την εργασία τους με εντιμότητα, επιμέλεια, υπευθυνότητα και ειλικρίνεια και ενεργούν όπως αρμόζει, χωρίς να βλάπτεται η κρίση τους ακόμη και όταν δέχονται πίεση να πράξουν διαφορετικά.
1.10. Επιδεικνύουν το υψηλότερο επίπεδο αντικειμενικότητας κατά τη συγκέντρωση των πληροφοριών και στοιχείων για τη λειτουργία ή τη διαδικασία που εξετάζουν, αξιολογώντας τα με αμερόληπτο τρόπο. με στόχο τη διατύπωση τεκμηριωμένων κρίσεων, χωρίς να επηρεάζονται από προηγούμενες εμπειρίες τους.
1.11. Αποφεύγουν κάθε αδικαιολόγητη διάκριση, δυσμενή μεταχείριση ή διάδοση κακόβουλων σχολίων ή προσβολή κάποιου λόγω φυλής, χρώματος, καταγωγής, θρησκευτικής ή άλλης πεποίθησης, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου.
1.12. Δεν επηρεάζονται από ίδια συμφέροντα ή συμφέροντα τρίτων, περιλαμβανομένου του επικεφαλής του φορέα ή άλλων, προερχόμενων από οποιοδήποτε ιεραρχικό επίπεδο διοίκησης ή από το κοινωνικό, οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον.
1.13. Παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης και απροκατάληπτης στάσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Στο πλαίσιο αυτό, αιτούνται την εξαίρεσή τους από τον χειρισμό υποθέσεων, από την έκβαση των οποίων επηρεάζεται η ικανοποίηση προσωπικού τους συμφέροντος ή συμφέροντος του/της συζύγου τους ή συγγενικού τους προσώπου εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτον βαθμό ή προσώπου με το οποίο διατηρούν ιδιαίτερη φιλική ή εχθρική σχέση. Συμμορφώνονται με αποφάσεις των προϊσταμένων τους σχετικά με την εξαίρεσή τους από τον χειρισμό συγκεκριμένων υποθέσεων. Αναφέρουν στους άμεσα προϊσταμένους τους οποιεσδήποτε καταστάσεις, στις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί πραγματικός ή δυνητικός περιορισμός της ανεξαρτησίας τους, ο οποίος δύναται να υπονομεύσει την αμεροληψία τους.
2. Ακεραιότητα
Στο πλαίσιο της Αρχής της Ακεραιότητας οι Εσωτερικοί Ελεγκτές:
2.1. Ασκούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης της διεθνούς, ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας, εφαρμόζοντας σχετικούς κανόνες και διαδικασίες καθώς και τυχόν ειδικά πρότυπα, πρωτόκολλα, πολιτικές, κώδικες ή εσωτερικούς κανονισμούς του φορέα, όπου υπηρετούν.
2.2. Προβαίνουν στις κοινοποιήσεις που απαιτούνται από τη νομοθεσία και τους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του φορέα, όπου υπηρετούν.
2.3. Δεν λαμβάνουν μέρος σε οποιαδήποτε παράνομη δραστηριότητα και δεν εμπλέκονται σε πράξεις, οι οποίες απαξιώνουν το έργο τους και θίγουν το κύρος του φορέα, όπου υπηρετούν.
2.4. Δεν αναζητούν και δεν αποδέχονται, ούτε για τον εαυτό τους ούτε για λογαριασμό τρίτων, οποιασδήποτε μορφής όφελος (οικονομική διευκόλυνση, εξυπηρέτηση, δώρο κ.λπ.) σε αντάλλαγμα επηρεασμού της κρίσης τους και του ελεγκτικού τους έργου.
2.5. Βοηθούν τον φορέα τους να προλαμβάνει τις περιπτώσεις απάτης τόσο με την αξιολόγηση των δικλίδων ελέγχου που έχουν τεθεί και λειτουργούν στο Σύστημα Εσωτερικού Ελέγχου του φορέα, όσο και με την αναφορά τυχόν ενδείξεων απάτης που εντοπίζονται στο πλαίσιο διαβεβαιωτικού ή συμβουλευτικού έργου που τους έχει ανατεθεί. Στην τελευταία περίπτωση, θέτουν υπόψη του επικεφαλής του φορέα, μέσω του Προϊσταμένου της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου, τα στοιχεία περί απάτης καθώς και τυχόν αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου να αναληφθούν οι απαιτούμενες ενέργειες από τα αρμόδια όργανα. Επίσης, ενημερώνουν αμελλητί τον αρμόδιο εισαγγελέα για κάθε αξιόποινη πράξη που περιήλθε εις γνώση τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
2.6. Συνεργάζονται με πνεύμα ειλικρίνειας, σεβόμενοι την επαγγελματική και ατομική τους αξιοπρέπεια, τόσο με τους υπαλλήλους των λοιπών υπηρεσιών του φορέα όσο και με τους εξωτερικούς ελεγκτές αυτού.
2.7. Σέβονται και συνεισφέρουν, μέσω του έργου τους, στην επίτευξη της αποστολής του φορέα τους, καθώς και των στρατηγικών και επιχειρησιακών του στόχων.
3. Εμπιστευτικότητα
Στο πλαίσιο της Αρχής της Εμπιστευτικότητας οι Εσωτερικοί Ελεγκτές:
3.1. Οφείλουν να γνωρίζουν και να κατανοούν τους νόμους, τους κανονισμούς και τις πολιτικές που σχετίζονται με την εμπιστευτικότητα και την ασφάλεια των πληροφοριών που αφορούν στον φορέα τους, καθώς και τη δραστηριότητα του Εσωτερικού Ελέγχου.
3.2. Έχουν καθήκον εχεμύθειας και ευθύνη απόλυτης διαφύλαξης του απορρήτου των στοιχείων που περιέρχονται στη γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
3.3. Χρησιμοποιούν με σύνεση και λαμβάνουν μέτρα για την προστασία της ακεραιότητας, εμπιστευτικότητας και διαθεσιμότητας των πληροφοριών και αρχείων που διαχειρίζονται και επεξεργάζονται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τόσο σε φυσική όσο και σε ηλεκτρονική μορφή. Η διατήρηση της εμπιστευτικότητας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, συνεχίζεται και μετά τη λήξη της απασχόλησής τους ή την αλλαγή αρμοδιοτήτων εντός του φορέα και για χρονικό διάστημα επτά (7) ετών από την αποχώρηση με οποιονδήποτε τρόπο από την Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου.
3.4. Δεν χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που λαμβάνουν για οποιοδήποτε προσωπικό όφελος ή με τρόπο που είναι αντίθετος με το νόμο ή επιζήμιος για τον φορέα.
3.5. Δεν κοινοποιούν προφορικά ή γραπτά σε τρίτους πληροφορίες που αποκτούν στο πλαίσιο του έργου τους προς όφελος των ιδίων ή άλλων προσώπων, παρά μόνο όπου υπάρχει σχετική προς τούτο υποχρέωση που απορρέει από υπηρεσιακό καθήκον ή το νόμο.
3.6. Τηρούν απαρέγκλιτα τις διατάξεις που διασφαλίζουν το επαγγελματικό απόρρητο και επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνο υπό τις προϋποθέσεις και τους όρους που τίθενται με το άρθρο 18 του ν. 4795/2021, τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων (ΕΕ) 2016/679 και τον ν. 4624/2019.
4. Επαγγελματική Επάρκεια και Ικανότητα
Στο πλαίσιο της Αρχής της Επαγγελματικής Επάρκειας και Ικανότητας οι Εσωτερικοί Ελεγκτές:
4.1. Εφαρμόζουν το οικείο θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο για τον Εσωτερικό Έλεγχο, λαμβάνοντας υπόψη τα Πρότυπα για την Επαγγελματική Εφαρμογή του Εσωτερικού Ελέγχου, το Πλαίσιο του Συστήματος Εσωτερικού Ελέγχου της Επιτροπής C.O.S.O. και τις βέλτιστες πρακτικές που διαμορφώνονται από φορείς, όπως η Επιτροπή C.O.S.O. και το Ινστιτούτο Εσωτερικών Ελεγκτών (I.I.A.), συμπληρωματικά, για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τα ανωτέρω, προσαρμοσμένα στη νομοθεσία που διέπει τους φορείς του δημόσιου τομέα. Επίσης, εφαρμόζουν μεθοδολογίες και πρότυπα που εκάστοτε εκδίδει η Εθνική Αρχή Διαφάνειας.
4.2. Μεριμνούν για την απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων που απαιτούνται για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων τους προκειμένου να παρέχουν υπηρεσίες υψηλών προδιαγραφών που θα προσδώσουν αξία στο φορέα τους.
4.3. Επιδεικνύουν κατά το ελεγκτικό τους έργο τη δέουσα επαγγελματική επιμέλεια κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, επάρκειας και καταλληλότητας των πληροφοριών και των τεκμηρίων που συνελέγησαν κατά τη διάρκεια του ελέγχου καθώς και δεκτική διάθεση σε όλες τις απόψεις και επιχειρήματα.
4.4. Κατά την αποχώρησή τους, για οποιοδήποτε λόγο, από την Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου, παραδίδουν με απόδειξη το τηρούμενο από αυτούς φυσικό και ψηφιακό αρχείο στον προϊστάμενό τους.
4.5. Συμπεριφέρονται έναντι των συναδέλφων, των προϊσταμένων και των ελεγχόμενων με ευγένεια και δικαιοσύνη, επιδεικνύοντας διάθεση κατανόησης και σεβασμού.
ΜΕΡΟΣ Γ’
ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ
Άρθρο 4
Εποπτεία και Μηχανισμός Παρακολούθησης
1. Το παρόν πρότυπο Κώδικα Δεοντολογίας Εσωτερικών Ελεγκτών εφαρμόζεται συμπληρωματικά και επικουρικά προς το ισχύον θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο. Επίσης, ισχύει συμπληρωματικά με τον Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών και Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26), τον Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007, Α’ 143), τον Κώδικα Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς (2012, Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης) και τον Κώδικα Ηθικής και Επαγγελματικής Συμπεριφοράς Υπαλλήλων του Δημόσιου Τομέα (2022, Υπουργείο Εσωτερικών και Εθνική Αρχή Διαφάνειας). Ειδικότεροι Κώδικες Ηθικής, Δεοντολογίας και Επαγγελματικής Συμπεριφοράς που αφορούν συγκεκριμένους φορείς και κατηγορίες υπαλλήλων/επαγγελματιών εξακολουθούν να ισχύουν συμπληρωματικά με τον παρόντα Κώδικα.
2. Για φυσικά ή νομικά πρόσωπα στα οποία, είτε μεμονωμένα είτε ως μέλη ομάδας έργου, έχει ανατεθεί, με σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, η υποστήριξη της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου ή η άσκηση της λειτουργίας Εσωτερικού Ελέγχου, η παραβίαση των υποχρεώσεων και των Προτύπων Επαγγελματικής Συμπεριφοράς του παρόντος πρότυπου Κώδικα συνιστά λόγο έκπτωσης εκ της συμβάσεως, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
3. Ο επικεφαλής του φορέα και ο Προϊστάμενος της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου ασκούν εποπτεία για την ορθή εφαρμογή του παρόντος Κώδικα. Ειδικότερα ο Προϊστάμενος της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου έχει την ευθύνη για την κατανόηση του Κώδικα από τους Εσωτερικούς Ελεγκτές. Μέσω του ετήσιου Προγράμματος Αξιολόγησης και Βελτίωσης Ποιότητας της Μονάδας Εσωτερικού Ελέγχου αποτιμάται ο βαθμός τήρησης του Κώδικα Δεοντολογίας Εσωτερικών Ελεγκτών.
Άρθρο 5
Δημοσίευση και Εφαρμογή του Προτύπου
1. Το παρόν πρότυπο Κώδικα Δεοντολογίας Εσωτερικών Ελεγκτών αναρτάται στους ιστότοπους του Υπουργείου Εσωτερικών, της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας και των φορέων της παρ. 2 του άρθρου 1 της παρούσας.
2. Η Εθνική Αρχή Διαφάνειας, ως αρμόδιος φορέας σύμφωνα με το άρθρο 83 του ν. 4622/2019 και το άρθρο 22 του ν. 4795/2021, εκδίδει Κώδικα Δεοντολογίας Εσωτερικών Ελεγκτών, βάσει του παρόντος προτύπου, ο οποίος αναρτάται επίσης στους ιστότοπους των φορέων κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1.
3. Κάθε φορέας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 του ν. 4795/2021 μπορεί να προσαρμόσει το παρόν πρότυπο, συμπληρώνοντάς το μόνο όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο βάσει του θεσμικού πλαισίου και των οργανικών του διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη τον Κώδικα Δεοντολογίας της παρ. 2. Στην περίπτωση αυτή, το σχέδιο του Κώδικα θα πρέπει να αποστέλλεται στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας για σύμφωνη γνώμη.
Άρθρο 6
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 26 Ιουλίου 2024
Η Υφυπουργός Εσωτερικών
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΓΙΑΝΝΗ
Η Αναπληρώτρια Διοικητή της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΡΟΓΚΑΚΟΥ