Αριθμός απόφασης 4269/2024
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ ΙΓ’
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Απριλίου 2024 με δικαστή την Βαρβάρα Τσιτλακίδου, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Αφροδίτη Βαγενά, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την προσφυγή με αριθμό και χρονολογία κατάθεσης ΠΡ…../…..2021 και Εθνικό Αριθμό Υπόθεσης (Ε.Α.Υ.): ……..,
του … του …, κατοίκου … …… (οδός … αρ. …), ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου ………..,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου και ήδη της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), ως εκπροσώπου του, νομίμως εκπροσωπουμένης από τον Διοικητή της και, εν προκειμένω, από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.), ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή ζητείται να ακυρωθεί η …/…….2020 απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ε.Δ., με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η …/…..2020 ενδικοφανής προσφυγή που άσκησε ο προσφεύγων κατά της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης, λόγω άπρακτης παρόδου τριμήνου από την κατάθεσή της, από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ……., της …/………2019 αίτησης επανυπολογισμού τόκων που του καταβλήθηκαν σε συμμόρφωση προς την, επικυρωθείσα με την …/……2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής, …/……2014 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κομοτηνής, με την οποία είχε διαταχθεί η επιστροφή στον προσφεύγοντα αχρεωστήτως παρακρατηθέντος φόρου, συνολικού ποσού (6.322,00,00 + 15.836,00 =) 22.158,00 ευρώ, νομιμοτοκόκως από την άσκηση της προσφυγής …….2012) έως την εξόφληση. Με την αίτηση αυτή ο προσφεύγων είχε ζητήσει να επανυπολογισθούν οι οφειλόμενοι βάσει των ανωτέρω δικαστικών αποφάσεων τόκοι επί του αχρεωστήτως καταβληθέντος από αυτόν φόρου που του επεστράφη στις 18.06.2015, με επιτόκιο 6% ετησίως και για χρονικό διάστημα από την άσκηση της προσφυγής έως την τελεσιδικία της εκδοθείσας επ’ αυτής δικαστικής απόφασης (20.11.2012 έως 07.03.2017), ενώ οι τόκοι που του είχαν καταβληθεί είχαν υπολογισθεί με επιτόκιο 4,20% ετησίως και για χρονικό διάστημα από την άσκηση της προσφυγής έως την εξόφληση του ως άνω φόρου (20.11.2012 έως 18.06.2015).
2. Επειδή, ο προσφεύγων στο δικόγραφο της προσφυγής του προσδιόρισε το ποσό της ένδικης διαφοράς σε 6.647,40 ευρώ, βάσει δε αυτού κατέβαλε αναλογικό παράβολο, ποσού 66,47 ευρώ (βλ. τα με κωδικούς πληρωμής …………….. και ……………… δεσμευμένα ηλεκτρονικά e-Παράβολα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων). Εντούτοις, το αντικείμενο της υπό κρίση χρηματικής διαφοράς (βλ. ΣτΕ 1505/2022, 1527/2018), συνίσταται στη διαφορά μεταξύ των αξιούμενων βάσει των υπολογισμών του προσφεύγοντος και των ήδη καταβληθέντων σε αυτόν τόκων. Ενόψει του ότι οι τόκοι επί κεφαλαίου 22.158,00 ευρώ υπολογιζόμενοι με επιτόκιο 6% ετησίως και για χρονικό διάστημα από την άσκηση της προσφυγής έως την τελεσιδικία της εκδοθείσας επ’ αυτής δικαστικής απόφασης (20.11.2012 έως 07.03.2017), όπως υποστηρίζει ότι έπρεπε να υπολογισθούν ο προσφεύγων, ανέρχονται, πριν τη διενέργεια των απαιτούμενων κρατήσεων, σε 5.710,88 ευρώ, ενώ σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. …….., ήτοι υπολογιζόμενοι με επιτόκιο 4,20% ετησίως και για χρονικό διάστημα από την άσκηση της προσφυγής έως την εξόφληση του ως άνω φόρου (20.11.2012 έως 18.06.2015), οι τόκοι που δικαιώθηκε ο προσφεύγων ανέρχονταν, πριν από τη διενέργεια των απαιτούμενων κρατήσεων, σε 2.934,68 ευρώ, το αντικείμενο της κρινόμενης διαφοράς προσδιορίζεται σε (5.710,88 – 2.943,68 =) 2.767,20 ευρώ. Επομένως, το οφειλόμενο παράβολο ανέρχεται σε 1% επί της ως άνω διαφοράς (1% Χ 2.767,20 ευρώ =) 27,67 ευρώ, το επιπλέον δε καταβληθέν παράβολο, ποσού (66,47 – 27,67 =) 38,80 ευρώ, πρέπει να επιστραφεί στον προσφεύγοντα ανεξαρτήτως από την έκβαση της δίκης (άρθρο 277 παρ. 11 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., Ν. 2717/1999, Α’ 97).
3. Επειδή, νομίμως, κατ’ άρθρα 34 και 135 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., εχώρησε η συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου παρά την απουσία του καθ΄ ου. Και τούτο, διότι αυτό είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 27ης.06.2023 (βλ. το από 27.03.2023 αποδεικτικό επίδοσης του επιμελητή δικαστηρίων Σωκράτη Παντελίδη), οπότε η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε λόγω της αναστολής των εργασιών της Δικαστηρίων της χώρας από 21.06.2023 έως και 28.06.2023 ενόψει της διενέργειας των βουλευτικών εκλογών της 25ης.06.2023 (σχετ. η 25908 οικ./12.06.2023 εγκύκλιος του Υπουργείου Δικαιοσύνης), στη συνέχεια, με την από 29.06.2023 πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου η υπό κρίση υπόθεση επαναπροσδιορίστηκε νόμιμα οίκοθεν για συζήτηση στη δικάσιμο της 24ης.01.2024, χωρίς νέα κλήτευση των διαδίκων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 128 παρ. 5 του Κ.Δ.Δ., κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε αυτεπαγγέλτως λόγω αποχής των δικηγόρων για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο χωρίς νέα κλήτευση των διαδίκων (σχ. τα από 24.01.2024 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου).
4. Επειδή, με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (Α’ 84/17.04.2001) αναθεωρήθηκαν, μεταξύ άλλων, οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 4 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος και διατυπώθηκε και ρητώς, ως συνταγματική επιταγή, η υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις, υποχρέωση η οποία υφίστατο πάντως και πριν από την αναθεώρηση του έτους 2001, απορρέουσα από το άρθρο 26, καθώς και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, του οποίου αποτελεί ειδικότερη πτυχή (Ολομ. ΣτΕ 1125/2016, πρβλ. και Πρακτικά Τριμελούς Συμβουλίου ΣτΕ άρθρου 2 του ν. 3068/2002 33/2010, 19/2017). Προς εξειδίκευση της πιο πάνω συνταγματικής επιταγής, με την αναθεωρημένη συνταγματική διάταξη του άρθρου 95 παρ. 5 («Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης») προβλέφθηκε η κατ’ εφαρμογή της έκδοση ειδικού νόμου, ο οποίος οργανώνει δικονομικά σύστημα ελέγχου και διαπίστωσης της συμμόρφωσης της Διοίκησης προβλέποντας το όργανο που μπορεί να είναι και δικαστικό, τη διαδικασία και τις σχετικές συνέπειες (Πρακτικά Τριμελούς Συμβουλίου ΣτΕ 4/2014 Ολομ., 6/2016 Ολομ., 19/2017). Σε εκτέλεση της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης εκδόθηκε ο ν. 3068/2002 (Α’ 274), στο άρθρο 1 του οποίου ορίσθηκε ότι «το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις …», στο άρθρο 2 παρ. 1, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 56 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), ότι «η αρμοδιότητα για τη λήψη των προβλεπομένων στο άρθρο 3 μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις ανατίθεται σε τριμελές συμβούλιο: α) … ε) των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των λοιπών ειδικών δικαστηρίων, αν πρόκειται για αποφάσεις αυτών. …», ενώ στο άρθρο 3 προβλέφθηκαν τα μέτρα που λαμβάνει το αρμόδιο τριμελές συμβούλιο σε περίπτωση που, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου, διαπιστωθεί καθυστέρηση, παράλειψη ή άρνηση συμμόρφωσης ή πλημμελής συμμόρφωση της Διοίκησης προς τα κριθέντα με δικαστική απόφαση. Ακολούθως, με το π.δ. 61/2004 (Α΄ 54), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 παρ. 8 του ως άνω ν. 3068/2002, ρυθμίσθηκαν τα ζητήματα της διαδικασίας ελέγχου της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις. Περαιτέρω, το δικαίωμα στη «δίκαιη δίκη», που εγγυάται τόσο το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος όσο και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), περιλαμβάνει όχι μόνο το δικαίωμα της πρόσβασης σε δικαστήριο, αλλά και το δικαίωμα κάθε προσώπου να επιτύχει την εκτέλεση της απόφασης που θα εκδοθεί κατ’ αποδοχήν ασκουμένου από το εν λόγω πρόσωπο ενδίκου βοηθήματος. Έτσι, η εκτέλεση δικαστικής απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της «δίκης» κατά την έννοια των άρθρων αυτών, άλλως το σχετικό δικαίωμα δεν θα είχε νόημα. Οι αρχές αυτές ισχύουν αυτονοήτως και στο πεδίο των διοικητικών διαφορών, όπου η αποτελεσματική δικαστική προστασία και η αποκατάσταση της νομιμότητας επιβάλλουν στη Διοίκηση την υποχρέωση να συμμορφώνεται με δικαστική απόφαση οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου [βλ. αποφάσεις Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α) Κανελλόπουλος κατά Ελλάδας, της 21.2.2008, Νο 11325/06, σκέψη 23, Γεωργούλης και άλλοι κατά Ελλάδας, της 21.6.2007, Νο 38752/04, σκέψη 23, Ρομποτή και Ρομποτής κατά Ελλάδας, της 25.1.2007, Νο 14263/04, σκέψη 24, Μπέκα – Κουλοχέρη κατά Ελλάδας της 6.7.2006, Νο 38878/03, σκέψη 21]. Επομένως, η Διοίκηση υποχρεώνεται να συμμορφώνεται απροφασίστως και προς τις δεσμευτικές αποφάσεις των οργάνων που ο ειδικός νόμος, προς εκπλήρωση της συνταγματικής επιταγής, κατέστησε αρμόδια για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης ή μη της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, με τον τρόπο που εκείνα κρίνουν, βάσει της δικαστικής απόφασης, ως προσήκοντα, καθώς και για την επιβολή, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, των κατά το νόμο κυρώσεων (πρβλ. ΣτΕ 1125/2016 Ολομ., Πρακτικά Τριμελούς Συμβουλίου ΣτΕ 6/2016 Ολομ., 4/2014 Ολομ., 11, 12/2009, Αποφάσεις Τριμελούς Συμβουλίου ΣτΕ 18-21/2015, 51, 52/2012). Άλλωστε, η απόφαση του Συμβουλίου με την οποία επιβάλλεται χρηματική κύρωση αποτελεί τίτλο εκτελεστό, δια του οποίου δύναται ο ενδιαφερόμενος να επιδιώξει την είσπραξη του επιδικασθέντος σε αυτόν ποσού (Πρακτικό Τριμελούς Συμβουλίου ΣτΕ 19/2017, πρβλ. Πρακτικό Τριμελούς Συμβουλίου ΑΠ 1/2013).
5. Επειδή, στο άρθρο 198 του Κ.Δ.Δ. ορίζεται ότι «1. Οι διοικητικές αρχές οφείλουν, με θετικές ενέργειες ή με αποχή από κάθε αντίθετη ενέργεια, να συμμορφώνονται προς το περιεχόμενο των αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με άσκηση προσφυγής. 2. Η παράλειψη διοικητικής αρχής προς συμμόρφωση σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, έχει ως συνέπεια, για τον παραβάτη, εκτός από την κατ’ άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα ποινική του δίωξη, και την προσωπική του ευθύνη προς αποζημίωση», στο δε άρθρο 63 παρ. 2 του ίδιου Κ.Δ.Δ. ότι: «Παράλειψη υπάρχει όταν η διοικητική αρχή, αν και υποχρεούται κατά νόμο, δεν εκδίδει εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για να ρυθμίσει ορισμένη έννομη σχέση. Η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τυχόν τάσσει ο νόμος για την έκδοση, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, της πράξης αυτής. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση (σιωπηρή άρνηση), αν από το νόμο δεν τάσσεται τέτοια προθεσμία, η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης στη Διοίκηση … ».
6. Επειδή, το ειδικότερο περιεχόμενο και η έκταση της υποχρέωσης της Διοίκησης να συμμορφωθεί σε δικαστική απόφαση προσδιορίζονται από το αντικείμενο της ακύρωσης της διοικητικής πράξης, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζεται από το είδος και τη φύση της ακυρωθείσας πράξης, καθώς και από την κρίση ή τις κρίσεις της δικαστικής απόφασης πάνω στα ζητήματα τα οποία εξέτασε και για τα οποία αποφάνθηκε το δικαστήριο στο αιτιολογικό της απόφασής του, δημιουργώντας δεδικασμένο ως προς αυτά στη συγκεκριμένη περίπτωση (πρβλ. ΣτΕ 1163/2017 Ολ., 1125/2016 Ολ., ΣτΕ 2824/2018 7μ. κ.ά.). Έτσι, από τον συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων του Συντάγματος, του σχετικού εκτελεστικού νόμου 3068/2002, καθώς και του άρθρου 198 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. συνάγεται ότι όταν δικαστική απόφαση ακυρώνει ή μεταρρυθμίζει πράξη επιβολής φόρου, ο οποίος έχει ήδη καταβληθεί από τον υπόχρεο, διατάσσει δε τη νομιμότοκη επιστροφή του, το καταβληθέν ποσό πρέπει να επιστραφεί στον καταβαλόντα προσαυξημένο με τον νόμιμο τόκο, όπως προσδιορίσθηκε και διατάχθηκε με τη δικαστική απόφαση, με τον τρόπο δε αυτό τα πράγματα αποκαθίστανται στην κατάσταση που θα ήταν, αν δεν είχε εκδοθεί η πράξη που ακυρώθηκε ή μεταρρυθμίσθηκε (πρβλ. ΣτΕ 979/2020, 2506/2019, 3064/2014, 3131/2003). Περαιτέρω, τυχόν άρνηση της Διοίκησης να προβεί στην επιστροφή του φόρου προσαυξημένου με τον εκάστοτε προβλεπόμενο νόμιμο τόκο, συμμορφούμενη προς σχετική διάταξη απόφασης των διοικητικών δικαστηρίων, η οποία είτε εξαφανίζει είτε μεταρρυθμίζει την καταλογιστική πράξη, δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, κατά την έννοια του άρθρου 63 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., και δεν υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων (πρβλ. ΣτΕ 2503/2017, 502/2013, πρβλ. επίσης ΣτΕ 3171/2014 Ολομ., 1532/2014, 894/2009, 1515/2003, 3510/2002 κ.ά., πρβλ. επίσης ΣτΕ 3086/1981, 3850/1976, 2980/1975, 2868/1972). Αντίθετα, σε δικαστική κρίση ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ύστερα από την άσκηση του κατάλληλου ενδίκου βοηθήματος είναι δυνατόν να αχθεί τυχόν άρνηση της Διοίκησης να προβεί στην επιστροφή του φόρου προσαυξημένου με τον εκάστοτε νόμιμο τόκο, εφόσον αυτή συναρτάται προς ζήτημα που δεν εξετάσθηκε ή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξετάσθηκε από τη δικαστική απόφαση (πρβλ. ΣτΕ 3850/1976, 2980/1975, 2868/1972)· τέτοιο ζήτημα αποτελεί η υποχρέωση επιστροφής του φόρου με τον νόμιμο τόκο, όταν η δικαστική απόφαση ακυρώνει ή μεταρρυθμίζει καταλογιστική πράξη φόρου και διατάσσει τη νομιμότοκη επιστροφή του, χωρίς, όμως, να καθορίζει το εφαρμοστέο επιτόκιο (βλ. ΣτΕ 235/2021 εξ αντιδιαστολής, καθώς και αποφάσεις Τριμελούς Συμβουλίου Συμμόρφωσης ΣτΕ 2/2020, 36/2011), ιδίως στις περιπτώσεις που γεννώνται ερμηνευτικά ζητήματα ως προς το ύψος αυτού λόγω της εισαγωγής νέων ρυθμίσεων κατά το μεσολαβήσαν μεταξύ της έναρξης και της λήξης της τοκοφορίας διάστημα {βλ. άρθρο 53 παρ. 4 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ, ν. 4174/2013, Α΄ 170), με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 67 αυτού, από 01.01.2014, που εισήγαγε νέες ρυθμίσεις αναφορικά με το ζήτημα του εντόκου της επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων και την, κατ΄ εξουσιοδότηση αυτού, εκδοθείσα , απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ΔΠΕΙΣ 1198598 ΕΞ 2013/31.12.2013 «Καθορισμός των επιτοκίων του άρθρου 53 του ν. 4174/2013» (Β΄ 19/10.1.2014), με έναρξη ισχύος, επίσης, από 01.01.2014], που διαφοροποιούνται σε σχέση με την προϊσχύουσα ρύθμιση [άρθρο 38 του ν. 1473/1984 (Α΄ 127), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993 (Α΄ 24) και τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τα άρθρα 35 παρ. 1 του ν. 2214/1994 (Α΄ 75), 6 παρ. 28 του ν. 2386/1996 (Α΄ 43) και 68 παρ. 1 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58)]}. Αντίθετα, τέτοιο ζήτημα δεν αποτελεί το χρονικό σημείο λήξης της τοκοφορίας, όταν αυτό έχει κριθεί ήδη με τη δικαστική απόφαση, διότι σε αυτή την περίπτωση αμφότερα τα ένδικα βοηθήματα, δηλαδή τόσο εκείνο κατά της πράξης επιβολής του (ήδη καταβληθέντος) φόρου όσο και εκείνο κατά της άρνησης της Διοίκησης να επιστρέψει στον φορολογούμενο το ήδη καταβληθέν από αυτόν ποσό φόρου, προσαυξημένο με τον εκάστοτε προβλεπόμενο νόμιμο τόκο, θα είχαν κατ’ ουσίαν το αυτό αντικείμενο και θα ταυτίζονταν. Και τούτο, διότι με το δεύτερο δεν θα επιδιωκόταν η διαμόρφωση (της φορολογικής) υποχρέωσης ή κατάστασης πέραν του αντικειμένου της αρχικής προσφυγής και των επιδικασθέντων με την επ’ αυτής δικαστική απόφαση, τα οποία καλύπτονται από το δεδικασμένο που απορρέει από αυτήν, αλλά θα επιδιωκόταν να διαταχθεί εκ νέου το χρονικό σημείο λήξης της τοκοφορίας επί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου προσαυξημένη με τον εκάστοτε προβλεπόμενο νόμιμο τόκο, η οποία, ωστόσο, ήδη διετάχθη με την απόφαση επί της προσφυγής κατά της πράξης επιβολής του φόρου (πρβλ. ΣτΕ 235/2021).
7. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 79 του ως άνω Κ.Δ.Δ. ορίζεται ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη κατά το νόμο και την ουσία, μέσα στα όρια της προσφυγής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της…2…3. Το δικαστήριο ακυρώνει την πράξη και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα: α) … β) … ή γ) αν η Διοίκηση δεν έχει ασκήσει τη διακριτική της εξουσία. 4…». Κατά την έννοια της διάταξης της περίπτωσης γ΄ παρ. 3 του ως άνω άρθρου, σε περίπτωση κατά την οποία το διοικητικό δικαστήριο δικάζοντας προσφυγή ασκηθείσα κατά πράξης οργάνου, το οποίο έχοντας αποφανθεί επί ενδικοφανούς μέσου, απέρριψε αυτό για τυπικό λόγο χωρίς να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων που είχαν προβληθεί με το ενδικοφανές μέσο, κρίνει ότι μη νομίμως έγινε δεκτός ο τυπικός αυτός λόγος, δεν μπορεί, στη συνέχεια, να προβεί στην κατ΄ ουσίαν έρευνα της υπόθεσης, αλλά οφείλει να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη και να αναπέμψει την υπόθεση στο εκδόν διοικητικό όργανο, προκειμένου αυτό να ασκήσει την αρμοδιότητά του και να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής. Και τούτο, διότι το Δικαστήριο δεν μπορεί, υποκαθιστώντας το διοικητικό όργανο σε μια μη ασκηθείσα αρμοδιότητά του, να αποφανθεί εκείνο, το πρώτον, επί των λόγων, οι οποίοι είχαν προβληθεί με το ενδικοφανές μέσο και έμειναν αναπάντητοι (πρβλ. ΣτΕ 1117/2016, ΣτΕ 893/2013).
8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Επί της με ημερομηνία κατάθεσης ……..2012 προσφυγής του ήδη προσφεύγοντος δημοσιεύθηκε η …/…….2014 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κομοτηνής, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι η αποζημίωση εξωτερικού που είχε λάβει ο προσφεύγων, κατά τις χρήσεις 2008 και 2009, δεν υπέκειτο σε φόρο εισοδήματος, τροποποιήθηκαν τα εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματός του, οικονομικών ετών 2009 και 2010, και διατάχθηκε η επιστροφή σε αυτόν του αχρεωστήτως παρακρατηθέντος φόρου, ύψους 6.322,00 ευρώ και 15.836,00 ευρώ, αντίστοιχα, «νομιμοτόκως από την άσκηση της προσφυγής του (ΣτΕ 1274/2002) έως την εξόφληση». Στις 18.06.2015 καταβλήθηκε στον προσφεύγοντα το ανωτέρω κεφάλαιο των (6.322,00 + 15.836,00 =) 22.158,00 ευρώ, ατόκως, διότι εκκρεμούσαν στο Διοικητικό Εφετείο Κομοτηνής αντίθετες εφέσεις κατά της ανωτέρω δικαστικής απόφασης. Με την …/………2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής απορρίφθηκαν οι αντίθετες εφέσεις ως αβάσιμες. Στις 26.06.2018 ο προσφεύγων ζήτησε από τη Δ.Ο.Υ. ……. (αρ. Πρωτ. …) την καταβολή τόκων δυνάμει της προαναφερόμενης …/…….2014 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κομοτηνής. Η αίτηση αυτή διαβιβάσθηκε λόγω αρμοδιότητας στη Δ.Ο.Υ. ………….. (αρ. Εισερχ. …/………….2018), στην οποία ο προσφεύγων κατέθεσε στις …..2018 (αρ. Πρω. …) πρόσθετα δικαιολογητικά. Στις 19.12.2019 ενημερώθηκε ο προσφεύγων από την Υ.Δ.Ε. Νομού Θεσσαλονίκης ότι είχε εκδοθεί στο όνομά του το …/2019 τακτικό ένταλμα ποσού 2.394,68 ευρώ, που αφορούσε δαπάνη τόκων εσόδων που είχαν εισπραχθεί αχρεώστητα, σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 1473/1984, όπως τροποποιήθηκε, σε εκτέλεση της …/2017 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής, το οποίο και εξοφλήθηκε από την ΔΥΥΕ Νομού Θεσσαλονίκης στις 19.12.2019 με κατάθεση του ποσού των [2.934,68 ευρώ αφαιρουμένων των κρατήσεων (χαρτοσήμου 3%, ΟΓΑ επί χαρτοσήμου 20% και φόρου εισοδήματος επί τόκων 25%), συνολικού ύψους 432,48 ευρώ =] 1.962,20 ευρώ σε τραπεζικό του λογαριασμό. Σύμφωνα με την κατάσταση υπολογισμού τόκων ο οφειλόμενος τόκος προσδιορίσθηκε στο ανωτέρω ποσό των 2.934,68 ευρώ, αφού υπολογίσθηκε επί κεφαλαίου, ύψους (6.322,00 + 15.836,00 =) 22.158,00 ευρώ, για χρονικό διάστημα από 20.11.2012 έως 18.06.2015 (άσκηση προσφυγής έως εξόφληση κεφαλαίου) και με επιτόκιο 4,20% ετησίως, ήτοι με το ισχύον κατά τον χρόνο έναρξης της τοκοφορίας (20.11.2012) επιτόκιο εντόκων γραμματίων Ελληνικού Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 και 3 του ν. 1473/1984. Στις 27.12.2019 ο προσφεύγων κατέθεσε στον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. …………… την … αίτηση επανυπολογισμού τόκων, με την οποία ζήτησε, καταρχάς, να επανυπολογισθεί ο δικαιούμενος τόκος με επιτόκιο 6% ετησίως. Ειδικότερα, ισχυρίσθηκε ότι δεν ετύγχανε εφαρμοστέο στην περίπτωσή του το άρθρο 45 του ν. 4607/2019 [που ορίζει ως επιτόκιο αυτό των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως], καθώς εξαιρούνταν από την εφαρμογή του οι απαιτήσεις των φορολογουμένων της παρ. 2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013, η υπόθεσή του είχε τελεσιδικήσει πριν από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, ενώ πριν από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου είχε υποβάλει και το αίτημά του για τον υπολογισμό και την καταβολή τόκων. Περαιτέρω, ζήτησε να επανυπολογισθούν οι τόκοι από 20.11.2012 έως τη δημοσίευση της …/……………2017 τελεσίδικης απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής, διότι μέχρι τότε ήταν αδύνατη η εκ μέρους του υποβολή αίτησης απόδοσης των οφειλόμενων σε αυτόν τόκων. Ακολούθως, ο προσφεύγων άσκησε την …/………..2020 ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Δ.Ε.Δ. κατά της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης, λόγω άπρακτης παρόδου τριμήνου από την κατάθεσή της, από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. …………….. της προαναφερόμενης αίτησής του επανυπολογισμού τόκων. Με την εν λόγω προσφυγή επανέλαβε τους ισχυρισμούς που είχε διαλάβει στην αίτησή του, επικαλέστηκε, όμως, επιπλέον τις διατάξεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 και αυτές της ΔΠΕΙΣ 1198598 ΕΞ 2013/31.12.2013 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 19), σύμφωνα με τις οποίες το ύψος του επιτοκίου υπολογισμού των τόκων της παρ. 2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 που καταβάλλονται στον φορολογούμενο ορίζεται ως το επιτόκιο πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO) που ισχύει κατά την ημερομηνία ειδοποίησης του φορολογούμενου για την επιστροφή του φόρου, πλέον πέντε και εβδομήντα πέντε (5,75) εκατοστιαίες μονάδες ετησίως. Η ενδικοφανής αυτή προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την …/…………2020 απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ε.Δ., με την αιτιολογία ότι η τεκμαιρόμενη σιωπηρή απόρριψη της αίτησης επανυπολογισμού τόκων στερείται εκτελεστότητας, διότι η Διοίκηση, κατ΄ ουσίαν, εμμένει στον προηγούμενο υπολογισμό τόκων που διενεργήθηκε με πράξη εκκαθάρισης του φόρου σε εκτέλεση οριστικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, η οποία, επίσης, στερείται εκτελεστότητας, καθώς η σχετική φορολογική διαφορά έχει επιλυθεί ήδη δικαστικά, σε, κάθε δε περίπτωση, η πράξη εκκαθάρισης ανάγεται στο στάδιο της είσπραξης και δύναται με προσβληθεί με ανακοπή του άρθρου 217 του Κ.Δ.Δ. κατά της σχετικής ατομικής ειδοποίησης.
9. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της …/………….2020 απόφασης του Προϊσταμένου της Δ.Ε.Δ. προβάλλοντας ότι η προσβαλλόμενη τεκμαιρόμενη σιωπηρή απόρριψη συνιστά εκτελεστή πράξη προσβλητή με ενδικοφανή προσφυγή και, στη συνέχεια, με προσφυγή, διότι αυτή εκδόθηκε επί αυτοτελούς αιτήματος επανυπολογισμού των τόκων σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης και όχι κατά πράξης εκκαθάρισης του φόρου. Στη συνέχεια επαναφέρει τους λόγους της ενδικοφανούς προσφυγής του για επανυπολογισμό των τόκων με επιτόκιο 6% για το χρονικό διάστημα από 22.11.2012 έως 07.03.2017. Αντίθετα, το καθ΄ ου με την Δ.Ε.Δ. ΥΠ.ΕΠ.Ν.Υ. … ΕΞ 2023 ΕΜΠ/07.06.2023 έκθεση απόψεων της Προϊσταμένης του Τμήματος Β4-Νομικής Υποστήριξης της Δ.Ε.Δ. υπεραμύνεται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και ζητεί την απόρριψη της προσφυγής.
10. Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα, με την …/………..2014 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κομοτηνής, που επικυρώθηκε με την …/…………….2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής, διατάχθηκε η νομιμότοκη επιστροφή στον ήδη προσφεύγοντα αχρεωστήτως παρακρατηθέντος φόρου, συνολικού ποσού, (6.322,00 + 15.836,00 =) 22.158,00 ευρώ, από την άσκηση της προσφυγής έως την εξόφληση. Η εξόφληση δε του ως άνω κεφαλαίου (22.158,00 ευρώ) έλαβε χώρα στις 18.06.2015 ατόκως, τόκοι δε, υπολογιζόμενοι επί του ως άνω κεφαλαίου με επιτόκιο 4,20% ετησίως, που αντιστοιχεί στο ισχύον κατά τον χρόνο έναρξης της τοκοφορίας (20.11.2012) επιτόκιο εντόκων γραμματίων Ελληνικού Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 και 3 του ν. 1473/1984, για το χρονικό διάστημα από 20.11.2012 έως 18.06.2015 (άσκηση προσφυγής έως εξόφληση κεφαλαίου), του καταβλήθηκαν στις 19.12.2019. Ενόψει του ότι το χρονικό σημείο της λήξης της τοκοφορίας (έως την εξόφληση) είχε κριθεί με την ανωτέρω …/…….2014 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κομοτηνής, που επικυρώθηκε με την …/……………2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής, δεν ηδύνατο, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 6, να αχθεί σε νέα κρίση ενώπιον του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. …………. και, στη συνέχεια, σε νέα δικαστική κρίση και, ως εκ τούτου η σιωπηρή απόρριψη από τον ως άνω Προϊστάμενο του αιτήματος αυτού που διαλαμβανόταν στην …/……………2019 αίτηση επανυπολογισμού τόκων δεν συνιστούσε εκτελεστή πράξη προσβλητή παραδεκτώς με ενδικοφανή προσφυγή και, στη συνέχεια, με προσφυγή, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη …/…………….2020 απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ε.Δ. και, ως εκ τούτου η κρινόμενη προσφυγή κατά το σκέλος της αυτό είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, απορριπτομένου του αντίθετου λόγου της προσφυγής ως αβασίμου. Αντίθετα, το ύψος του εφαρμοστέου επιτοκίου για τον υπολογισμό των οφειλόμενων στον προσφεύγοντα για το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 20.11.2012 έως 18.06.2015 τόκων δεν είχε καθορισθεί από τις …/…………2014 και …/……………2017 αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου και Διοικητικού Εφετείου Κομοτηνής, αντίστοιχα, και, επομένως, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην ίδια σκέψη 6, ηδύνατο να αχθεί σε νέα διοικητική και, στη συνέχεια, δικαστική κρίση, ιδίως, ενόψει της ύπαρξης ερμηνευτικών ζητημάτων ως προς αυτό λόγω της εισαγωγής νέων ρυθμίσεων κατά το μεσολαβήσαν μεταξύ της έναρξης και της λήξης της τοκοφορίας διάστημα {βλ. άρθρο 53 παρ. 4 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ, ν. 4174/2013, Α΄ 170), με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο 67 αυτού, από 01.01.2014, που εισήγαγε νέες ρυθμίσεις αναφορικά με το ζήτημα του εντόκου της επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων και την, κατ΄ εξουσιοδότηση αυτού, εκδοθείσα, απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ΔΠΕΙΣ 1198598 ΕΞ 2013/31.12.2013 «Καθορισμός των επιτοκίων του άρθρου 53 του ν. 4174/2013» (Β΄ 19/10.1.2014), με έναρξη ισχύος, επίσης, από 01.01.2014], που διαφοροποιούνται σε σχέση με την προϊσχύουσα ρύθμιση [άρθρο 38 του ν. 1473/1984 (Α΄ 127), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2120/1993 (Α΄ 24) και τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τα άρθρα 35 παρ. 1 του ν. 2214/1994 (Α΄ 75), 6 παρ. 28 του ν. 2386/1996 (Α΄ 43) και 68 παρ. 1 του ν. 3842/2010 (Α΄ 58)]}. Ως εκ τούτου, η σιωπηρή απόρριψη από τον Προϊστάμενο της ίδιας Δ.Ο.Υ. της …/…………….2019 αίτησης του προσφεύγοντος περί επανυπολογισμού των οφειλόμενων σε αυτόν για το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 20.11.2012 έως 18.06.2015 τόκων, καθ΄ ο μέρος αμφισβήτησε με αυτή τη νομιμότητα του εφαρμοσθέντος στην περίπτωσή του ύψους επιτοκίου, συνιστά εκτελεστή πράξη προσβλητή παραδεκτώς με ενδικοφανή προσφυγή και, στη συνέχεια, με προσφυγή ενώπιον διοικητικού πρωτοδικείου, από την άρνηση δε αυτή δεν ανακύπτει διαφορά περί την εκτέλεση, αλλά φορολογική διαφορά (πρβλ. ΔΕφΘεσ 1149/2022), ο δε Προϊστάμενος της Δ.Ε.Δ. που έκρινε αντίθετα, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και πρέπει η προσβαλλόμενη …/……….2020 απόφασή του να ακυρωθεί κατά το σκέλος της αυτό. Ενόψει, όμως, του ότι ο ως άνω Προϊστάμενος κρίνοντας ως απαράδεκτη την ενδικοφανή προσφυγή (απόρριψη για τυπικό λόγο), δεν ερεύνησε κατ΄ ουσίαν την υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 7, οφείλει να αναπέμψει την υπόθεση κατά το ως άνω ακυρούμενο σκέλος της σε αυτόν, προκειμένου να ασκήσει την αρμοδιότητά του και να αποφανθεί επί της ενδικοφανούς προσφυγής κατά της σιωπηρής απόρριψης της …/………2019 αίτησης του προσφεύγοντος περί επανυπολογισμού των οφειλόμενων σε αυτόν για το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 20.11.2012 έως 18.06.2015 τόκων, καθ΄ ο μέρος αμφισβήτησε με αυτή τη νομιμότητα του εφαρμοσθέντος στην περίπτωσή του ύψους επιτοκίου.
11. Επειδή, κατ΄ ακολουθία, πρέπει η προσφυγή να γίνει εν μέρει δεκτή, να ακυρωθεί η …/……2020 απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ε.Δ., καθ΄ ο μέρος απέρριψε την …/……..2020 ενδικοφανή προσφυγή που άσκησε ο προσφεύγων κατά της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ………… της …/……2019 αίτησης επανυπολογισμού τόκων που του καταβλήθηκαν, καθ΄ ο μέρος αμφισβήτησε με αυτή τη νομιμότητα του εφαρμοσθέντος στην περίπτωσή του ύψους επιτοκίου (και όχι του χρονικού σημείου λήξης της τοκοφορίας) και να αναπεμφθεί η υπόθεση κατά το ως άνω σκέλος της ενώπιον του Προϊσταμένου της Δ.Ε.Δ., προκειμένου αυτός να ασκήσει την αρμοδιότητά του και αποφανθεί μόνο για το ύψος του εφαρμοστέου επιτοκίου (όχι για το χρονικό σημείο λήξης της τοκοφορίας). Περαιτέρω, διαταχθείσης της επιστροφής στον προσφεύγοντα του αχρεωστήτως καταβληθέντος παραβόλου, ποσού 38,80 ευρώ (σκέψη 2), πρέπει, κατ΄ εκτίμηση των προεκτεθεισών περιστάσεων, να αποδοθεί στον προσφεύγοντα και το υπόλοιπο ποσό αυτού, ύψους 27,67 ευρώ (άρθρο 277 παρ. 10 του Κ.Δ.Δ.). Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ΄ του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.
Ακυρώνει την …/…………….2020 απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ε.Δ., καθ΄ ο μέρος απέρριψε την …/……………2020 ενδικοφανή προσφυγή που άσκησε ο προσφεύγων κατά της τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόρριψης από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ………… της …/…………2019 αίτησης επανυπολογισμού τόκων που του καταβλήθηκαν, καθ΄ ο μέρος αμφισβήτησε με αυτή τη νομιμότητα του εφαρμοσθέντος στην περίπτωσή του ύψους επιτοκίου.
Αναπέμπει την υπόθεση κατά το ως άνω ακυρούμενο σκέλος της στον αρμόδιο Προϊστάμενο της Δ.Ε.Δ., προκειμένου να αποφανθεί αυτός μόνο για το ύψος του εφαρμοστέου επιτοκίου (όχι και για το χρονικό σημείο λήξης της τοκοφορίας).
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου, ποσού 66,47 ευρώ, στον προσφεύγοντα.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 10.09.2024.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ
ΒΑΡΒΑΡΑ ΤΣΙΤΛΑΚΙΔΟΥ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΒΑΓΕΝΑ