Της Έφης Τριήρη
[email protected]

Ακροβατώντας στην «κόψη του ξυραφιού», ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν συνεχίζει απτόητος την αλλοπρόσαλλη πολιτική μείωσης των επιτοκίων, που έχει βυθίσει τη χώρα σε νομισματική κρίση και έχει φέρει την κοινωνία στα όρια των αντοχών της, την ώρα ωστόσο που τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν την οικονομία να απογειώνεται. 

Ουσιαστικά, η πραγματική οικονομία και η κοινωνία βρίσκονται εγκλωβισμένες ανάμεσα στην ευμάρεια κάποιων στατιστικών, τις ελλείψεις βασικών αγαθών και φαρμάκων και τη φτώχεια που αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς, προκαλώντας κύμα διαμαρτυριών στη χώρα, ακόμη και μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού  κατά 50%.

Ο ρυθμός ανάπτυξης της Τουρκίας αναμένεται να φθάσει φέτος το 10%, οι εξαγωγές έκαναν άλμα άνω του 30% τον προηγούμενο μήνα και τα δημοσιονομικά προβάλλονται ανθηρά σε σχέση με άλλες αναδυόμενες οικονομίες, αφήνοντας περιθώρια για περαιτέρω μέτρα στήριξης. Η εικόνα αυτή δεν αντικατοπτρίζεται στην πραγματική οικονομία, όπου οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι έμποροι παραπαίουν, με μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων, οι εισαγωγές είναι μειωμένες έως ανύπαρκτες, οι εκροές κεφαλαίου συνεχίζονται και στο μέσον βρίσκονται οι πολίτες, οι οποίοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν ούτε στις στοιχειώδεις ανάγκες τους. 

Η τουρκική κυβέρνηση αναμένεται να παρουσιάσει σύντομα στο Κοινοβούλιο συμπληρωματικό προϋπολογισμό για το επόμενο έτος, όπως ανέφεραν δύο αξιωματούχοι, καθότι η ελεύθερη πτώση της λίρας, που έχει απολέσει φέτος 50% της αξίας της έναντι του δολαρίου, έχει «γονατίσει» τον υφιστάμενο προϋπολογισμό με έξτρα δαπάνες. Παρ’ όλα αυτά, το έλλειμμα του προϋπολογισμού έχει μειωθεί στο 1,5% του ΑΕΠ στη διάρκεια του 2021 και προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 3,5% φέτος και το επόμενο έτος. 

Την ίδια στιγμή, τα τελευταία στατιστικά στοιχεία στην Τουρκία έδειξαν ότι οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 33,44% τον Νοέμβριο φθάνοντας στα 21,5 δισ. δολάρια συγκριτικά με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Στο ενδεκάμηνο του 2021, οι συνολικές εξαγωγές της Τουρκίας εκτινάχθηκαν στα 203,1 δισ. δολάρια, αυξανόμενες 33,82% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Επίσης, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας εκτιμάται ότι παρουσίασε πλεόνασμα ρεκόρ τον Οκτώβριο, ύψους 2,4 δισ. δολαρίων, έχοντας άνοδο για τρίτο διαδοχικό μήνα, σύμφωνα με αναλυτές του Reuters. 

Σε ένα «κρεσέντο» ανορθόδοξων πολιτικών και σε μία εμμονική προσκόλληση στην πολιτική των χαμηλών επιτοκίων για την επανεκκίνηση της οικονομίας, ο Ερντογάν ακολουθεί ένα παράδοξο μοντέλο υποτίμησης του νομίσματος για να δώσει ώθηση στις εξαγωγές, σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να «κερδίσει πόντους» μέσα στους 18 μήνες που απομένουν για τις εκλογές. Αυτοαπομονωμένος μέσα στο ίδιο το οικονομικό του σχέδιο, έχει περιορίσει τα μέγιστα τον κύκλο των οικονομικών συμβούλων του και έχει προβεί σε αλλεπάλληλες αντικαταστάσεις υπουργών Οικονομικών και κεντρικών τραπεζιτών, προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του που είναι ανάπτυξη βασιζόμενη σε επενδύσεις, απασχόληση και παραγωγή, όπως έχει δηλώσει κατά καιρούς, με φιλοδοξία να καταστήσει την Τουρκία το πιο σημαντικό μεταποιητικό κέντρο μεταξύ Κίνας και Ευρώπης. Το τουρκικό ΑΕΠ αυξήθηκε με ρυθμό 7,4% το τρίτο τρίμηνο του 2021, που είναι ο υψηλότερος μεταξύ των χωρών μελών του G20. 

Οι ενδείξεις όμως της καταρρέουσας τουρκικής οικονομίας υπάρχουν παντού: ατελείωτες ουρές έξω από τα καταστήματα τροφίμων, με τις τιμές φαρμάκων, γάλακτος και άλλων καταναλωτικών αγαθών στα ύψη, αφού ο πληθωρισμός έχει ξεφύγει στο 21%, με πολλά πρατήρια βενζίνης να παραμένουν κλειστά λόγω εξάντλησης των αποθεμάτων, την ανεργία των νέων να αγγίζει το 25% και ένα τεράστιο χρέος που έχει συσσωρευθεί προτού ακόμη αρχίσει η πανδημία. Ο οίκος Fitch υποβάθμισε πρόσφατα το outlook του αξιόχρεου της Τουρκίας σε αρνητικό από σταθερό, ενώ η Fitch απειλεί να υποβαθμίσει άμεσα 13 τράπεζες της χώρας. Τα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας έχουν βαθιές ρίζες, όμως η τελευταία κρίση προκλήθηκε από την επιμονή του Ερντογάν να μειώσει τα επιτόκια παρά τον αλματώδη πληθωρισμό. 

Πολλές τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες έχουν αναβάλει σημαντικά προγράμματα, από τη στιγμή που η βουτιά της λίρας έχει ωθήσει στα ύψη το κόστος πρώτων υλών, πάνω από 40%, πλήττοντας ανεπανόρθωτα μία βιομηχανία που ήταν κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης τις τελευταίες δεκαετίες, εκπροσωπώντας το 5% του ΑΕΠ. Ήδη, ο κατασκευαστικός τομέας συρρικνώθηκε 6,7% στο τρίτο τρίμηνο σε ετήσια βάση. Αντίστοιχα, η παραγωγή αυτοκινήτων μειώθηκε 20% τον Νοέμβριο σε ετήσια βάση. 

Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι άκρως αναπτυξιακές στρατηγικές του Ερντογάν λειτούργησαν για κάποιο διάστημα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει δημοσίευμα των New York Times. Από το 2003, όταν ανέλαβε την εξουσία, ο Ερντογάν προώθησε κοστοβόρα έργα υποδομών, προσείλκυσε ξένες επενδύσεις και ενθάρρυνε επιχειρήσεις και καταναλωτές να επωμιστούν χρέη. Και η ανάπτυξη «απογειώθηκε». Όμως, αυτή η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη έπαψε να είναι βιώσιμη εξαιτίας του τεράστιου δανεισμού.

Πηγή