Κατατέθηκε στη Βουλή σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών «Κώδικας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας»

 Με το υπόψη σχέδιο νόμου κυρώνεται, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 6 του άρθρου 76 του Συντάγματος, ο προτεινόμενος Κώδικας νομοθεσίας, που αφορά στον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) και ταυτόχρονα καταργείται ο υφιστάμενος (ν. 2859/2000).

Ο εν λόγω Κώδικας αποτελεί κωδικοποίηση και επικαιροποίηση των υφιστάμενων διατάξεων, που διέπουν τον Φ.Π.Α., χωρίς να επέρχονται ουσιαστικές μεταβολές επί αυτών (άρθρα 1-71 του υπό κύρωση Κώδικα)

Σύμφωνα με την ανάλυση συνεπειών ρύθμισης :

Οι διατάξεις του ισχύοντος Κώδικα ΦΠΑ έχουν υποβληθεί κατά τα τελευταία είκοσι τέσσερα (24) έτη, που αυτός εφαρμόζεται, σε πολλαπλές τροποποιήσεις στο περιεχόμενό τους, είτε ευθέως μέσω μεμονωμένων ή και πιο συστηματικών αλλαγών επί διατάξεων του ιδίου του Κώδικα, είτε κατά έμμεσο τρόπο μέσω της εισαγωγής ρυθμίσεων εκτός νομοθεσίας ΦΠΑ, οι οποίες έχουν επηρεάσει ή επιφέρει τροποποιήσεις σε αντίστοιχες ρυθμίσεις περί ΦΠΑ. Στο πλαίσιο αυτό εντοπίζεται σειρά από διατάξεις που είτε ρυθμίζουν κατά διαφορετικό τρόπο ζητήματα που ρυθμίζει η νομοθεσία περί ΦΠΑ είτε, κατ’ αποτέλεσμα, επηρεάζουν το ρυθμιστικό πεδίο των διατάξεων περί ΦΠΑ ή καταργούν ρυθμίσεις περί των οποίων ή υπό τη συνδρομή των οποίων διαλαμβάνει έννομες συνέπειες η νομοθεσία περί ΦΠΑ ή καταργούν όργανα ή και διαδικασίες που περιλαμβάνει η νομοθεσία αυτή. Οι πολλαπλές μεταβολές, στις περιπτώσεις που αφορούν στις ίδιες τις διατάξεις περί ΦΠΑ, είχαν ως χαρακτηριστικό τους ότι εστίαζαν στις κρίσιμες τροποποιούμενες κάθε φορά διατάξεις, χωρίς να λαμβάνουν κατ’ ανάγκη υπόψη εάν, λόγω της όποιας νέας ρύθμισης-τροποποίησης, επηρεάζονται αλληλένδετες διατάξεις στον ίδιο τον Κώδικα περί ΦΠΑ.

Επιπλέον, στις όποιες περιπτώσεις νομοθετικών παρεμβάσεων εκτός νομοθεσίας ΦΠΑ, που όμως επηρέαζαν τον ΦΠΑ, δεν ακολουθούσε πάντοτε αντίστοιχη νομοθετική εναρμόνιση, με ανάλογη προσαρμογή του περιεχομένου αλληλένδετων διατάξεων ή και απαλοιφή των εντός του Κώδικα ΦΠΑ συγκρουόμενων διατάξεων. Χαρακτηριστικά, υπήρξαν νομοθετικές παρεμβάσεις εκτός του Κώδικα ΦΠΑ, οι οποίες επηρέασαν τον Κώδικα, όπως ενδεικτικά ριζικές μεταβολές στη φορολογία εισοδήματος και στη νομοθεσία για τα ελληνικά λογιστικά πρότυπα, εισαγωγή του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, στο πεδίο εφαρμογής του οποίου εντάχθηκε και ο ΦΠΑ, με πλέγμα διαδικαστικών ή και ουσιαστικών ρυθμίσεων (όπως η παραγραφή και τα πρόστιμα). Τα προηγουμένως αναφερόμενα εντοπίζονται σε μεγάλο βαθμό και ως αποτέλεσμα της εισαγωγής ρυθμίσεων προς εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με το ενωσιακό δίκαιο, αφού, όπως είναι γνωστό, ο ΦΠΑ αντανακλά και αφορά σε ένα πλέγμα ρυθμίσεων που αντιστοιχούν σε ένα κοινό σύστημα φόρου ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Ειδικότερα, σε επίπεδο ενσωμάτωσης Οδηγιών παρατηρείται μεν η σχετική ενσωμάτωση με εισαγωγή εθνικών ρυθμίσεων, αλλά αυτή δεν συνδυάζει απαραίτητα την προσαρμογή του συνολικού πλαισίου της νομοθεσίας περί ΦΠΑ στις νεότερες ρυθμίσεις, με αποτέλεσμα, μετά την ενσωμάτωση, να υπάρχει ασυνέπεια μεταξύ εθνικών πλέον διατάξεων στον ίδιο τον Κώδικα περί ΦΠΑ.
Δεν λείπουν επίσης και περιπτώσεις όπου η ίδια η ενσωμάτωση δεν είναι η πλέον επιτυχής, με κυριότερη αστοχία την εσφαλμένη κατανόηση της ρύθμισης της Οδηγίας, ιδίως στη βάση του ότι αυτή εισάγει ρύθμιση που αφορά και προορίζεται να ισχύσει για το σύνολο των κρατών μελών, ενώ η όποια εθνική ρύθμιση αφορά στην ενσωμάτωση του ρυθμιστικού της περιεχομένου από το εκάστοτε κράτος μέλος, με αναφορά στον ρόλο του ιδίου ή και των λοιπών κρατών μελών ως αποδεκτών της εισαγόμενης ρύθμισης. Ειδική περίπτωση κατ’ αποτέλεσμα ρυθμιστικής ασυνέπειας των εθνικών ρυθμίσεων περί ΦΠΑ αποτελεί η αλληλεπίδρασή τους με τις διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας (κατά βάση ενωσιακής), όπου η παρατηρούμενη εξέλιξη αυτής της τελευταίας, μέσω της έκδοσης Κανονισμών (διατάξεων άμεσης εφαρμογής), δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη επικαιροποίηση-εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας περί ΦΠΑ προς αυτές, και άρα, η ανάγκη κατανόησης του πραγματικού ρυθμιστικού περιεχόμενου των διατάξεων περί ΦΠΑ απαιτεί την προσφυγή σε ερμηνευτικά κείμενα ή εργαλεία (εγκύκλιοι της Διοίκησης, ερμηνευτικές κατασκευές κ.λπ.) προς διακρίβωση του ρυθμιστικού τους περιεχομένου.

Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι ότι κατά τον παρόντα χρόνο παρουσιάζονται τα φαινόμενα:
α)
της αναντιστοιχίας στο περιεχόμενο των διατάξεων περί ΦΠΑ μεταξύ τους (εσωτερικές συγκρούσεις),
β) της αναφοράς σε όργανα και αρμοδιότητες που έχουν καταργηθεί ή τροποποιηθεί,
γ) της αναφοράς σε διαδικασίες ή έννοιες που είτε πλέον είναι παρωχημένες είτε έχουν ενσωματωθεί με διαφορετικό περιεχόμενο σε νεότερες διατάξεις,
δ) της αναφοράς ουσιαστικών ρυθμίσεων ή και διαδικασιών που πλέον είναι ανενεργείς, διότι έχουν διαφοροποιηθεί οι προϋποθέσεις και οι όροι εφαρμογής τους,
ε) της παραμονής, εντός του πλαισίου περί ΦΠΑ, διατάξεων που το πραγματικό ρυθμιστικό τους πεδίο έχει τροποποιηθεί από την εισαγωγή νεότερων διατάξεων, εκτός Κώδικα ΦΠΑ,
στ) της παραμονής εντός του Κώδικα ΦΠΑ διατάξεων που έχουν εξαντλήσει το ρυθμιστικό τους περιεχόμενο,
ζ) της ύπαρξης εντός του Κώδικα ΦΠΑ διατάξεων που δεν διακρίνονται πάντοτε για τη λογική τους συνέπεια και τη νοηματική τους αλληλουχία, το οποίο, σε συνδυασμό με τον τεχνικό χαρακτήρα των εννοιών και των κανόνων, δημιουργεί ρυθμιστική αβεβαιότητα και ανάγκη προσφυγής στη δευτερογενή νομοθεσία ή σε ερμηνευτικά εργαλεία.

Υπό τους όρους αυτούς, η νέα κωδικοποίηση της παραπάνω νομοθεσίας είναι επιβεβλημένη, προκειμένου να επικαιροποιηθεί και να βελτιωθεί η ποιότητα του ρυθμιστικού πλαισίου και να διασφαλιστεί η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων σε νομοθετικό περιβάλλον κατά το δυνατόν ασφαλές, προς διευκόλυνση της Διοίκησης αλλά και ενημέρωση και προστασία των φορολογούμενων.

Στο πλαίσιο αυτό, το παρόν σχέδιο Κώδικα ΦΠΑ:
α) αποδίδει τις κωδικοποιούμενες διατάξεις με γλωσσική ομοιομορφία, με κατά το δυνατόν εύληπτο και συστηματοποιημένο τρόπο και με αναμόρφωση, όπου απαιτείται, της δομής των άρθρων, των παραγράφων και των εδαφίων, ώστε να αποδίδουν με σαφή και πιο κατανοητό τρόπο το νόημα των κανόνων που εισάγουν,
β) αίρει τις ασυνέπειες ή τις αναντιστοιχίες στο περιεχόμενο επιμέρους ρυθμίσεων της νομοθεσίας περί ΦΠΑ, κατά τρόπο ώστε οι ρυθμίσεις αυτές να μπορούν να λειτουργούν αυτοτελώς (κανονιστική και ερμηνευτική συνέπεια) και χωρίς, κατ’ ανάγκη, προσφυγή σε άλλες διατάξεις, προκειμένου να αποτυπωθεί και να αποδοθεί η πλήρης ρύθμιση ή το πλήρες και αληθές νόημά της,
γ) καταργεί πλείστες διατάξεις ή και ολόκληρα άρθρα της υφιστάμενης νομοθεσίας περί ΦΠΑ είτε λόγω του ότι ελλείπουν ή έχουν καταργηθεί οι εισαγωγικές ή κάποιες από τις προϋποθέσεις εφαρμογής τους είτε λόγω του ότι διαπιστώνεται ότι στερούνται αντικειμένου ή ότι απηχούν ανύπαρκτους πλέον όρους είτε διότι έχουν καταργηθεί σιωπηρά από νεότερες διατάξεις,
δ) εισάγει στον Κώδικα, έστω και μερικώς, διατάξεις της συναφούς δευτερογενούς κείμενης νομοθεσίας (όπως ενδεικτικά στα άρθρα 48 και 62), κατά τρόπο ώστε οι διατάξεις που ενσωματώνονται στον Κώδικα να είναι εύληπτες και να αποκτούν κανονιστική και ερμηνευτική αυτοτέλεια,
ε) επικαιροποιεί την ονομασία των εμπλεκόμενων οργάνων της Διοίκησης και τις αρμοδιότητές τους, λαμβάνοντας υπόψη τις εκτός του νομικού πλαισίου ΦΠΑ νομικές και οργανωτικές μεταβολές που έχουν επέλθει, με γνώμονα τη δημιουργία συνθηκών ασφάλειας δικαίου για τους εφαρμοστές και τους φορολογούμενους,
στ) προσαρμόζει τον ακολουθούμενο τύπο και τις διαδικασίες στις νέες νομοθετικές συνθήκες που έχουν προκύψει,
ζ) ενσωματώνει στο σύνολο των διατάξεων του Κώδικα τον ρυθμιστικό αντίκτυπο νεότερων ρυθμίσεων που έχουν εισαχθεί σε μεμονωμένες διατάξεις του ΦΠΑ, όπου απαιτείται,
η) ενσωματώνει στον Κώδικα τον κανονιστικό αντίκτυπο νεότερων ρυθμίσεων της (εθνικής και ενωσιακής) τελωνειακής νομοθεσίας, θ) ενοποιεί την απόδοση όρων που επαναλαμβάνονται στον Κώδικα, με σκοπό την αποκατάσταση της συνολικής νοηματικής αλληλουχίας και συνέπειας, με ιδιαίτερη έκφανση την αντικατάσταση του όρου «Κοινότητα» (Ευρωπαϊκή Κοινότητα) από τον όρο Ευρωπαϊκή Ένωση, διατηρώντας, ωστόσο, τον όρο «ενδοκοινοτικός», ως προσδιοριστικό των εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης συναλλαγών, αποκτήσεων και λοιπών πράξεων, καθώς ο εν λόγω όρος διατηρείται ακόμη και σήμερα σε επίπεδο ενωσιακής αλλά και εθνικής, από μέρους των κρατών μελών, νομοθεσίας, προκειμένου να αποφευχθούν σχετικές παρανοήσεις,
ι) λαμβάνει υπόψη συντελεσθείσες εξελίξεις σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου,
ια) αποκαθιστά προφανή σφάλματα που επηρεάζουν την απόδοση του περιεχομένου των ρυθμίσεων,
ιβ) παρουσιάζει τις διαδικαστικού περιεχομένου ρυθμίσεις κατά τρόπο, ώστε να διακρίνονται τα ζητήματα που ρυθμίζονται στον ίδιο τον Κώδικα και εκείνα που αφορούν σε συναφή νομοθετήματα, όπως στον νόμο για τα ελληνικά λογιστικά πρότυπα (ν. 4308/2014, Α’ 251) και στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 5104/2024, Α’ 58, ΚΦΔ), είτε παραπέμποντας σε αυτούς είτε κωδικοποιώντας, όπου είναι αναγκαίο, ρυθμίσεις του ΚΦΔ είτε των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών αποφάσεων και
ιγ) αποτυπώνει στις αρμοδιότητες των οργάνων που αναφέρονται στον Κώδικα τις συντελεσθείσες οργανωτικές μεταβολές.

Μεταξύ των οργανωτικών μεταβολών που λαμβάνονται υπόψη είναι:
α) η αρχικώς με τον ν. 4093/2012 (Α’ 222) σύσταση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, με τη συνακόλουθη πρόβλεψη ότι με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ή του αρμόδιου Υφυπουργού Οικονομικών περιέρχονται στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων αρμοδιότητες που κατά την κείμενη νομοθεσία ασκούνται από τον Υπουργό Οικονομικών, ή τον αρμόδιο Υφυπουργό ή τους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων του Υπουργείου Οικονομικών και αφορούν, μεταξύ άλλων, στην οργάνωση και την άσκηση της φορολογικής διοίκησης και την εφαρμογή της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας που άπτεται της είσπραξης εσόδων, χωρίς οι αρμοδιότητες που μεταβιβάζονται να μπορούν να αναμεταβιβασθούν στον Υπουργό Οικονομικών με μεταγενέστερη κανονιστική διοικητική πράξη (Παρ. Ε, Υποπαρ. Ε.2., περ. 4, υποπερ. β, ν. 4093/2012),
β) η κατ’ εξουσιοδότηση του ανωτέρω ν. 4093/2012 έκδοση της υπό στοιχεία Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β’ 130) απόφασης του Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών, με την οποία μεταβιβάστηκε στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων σειρά από αρμοδιότητες, μεταξύ των οποίων και ορισμένες που αφορούν στη νομοθεσία περί ΦΠΑ,
γ) η σύσταση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) δυνάμει του ν. 4389/2016 (Α’ 94), η οποία έχει ως συνεπεία αφενός την υποκατάσταση της Αρχής και του Διοικητή της στη θέση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, αντίστοιχα (ιδίως παρ. 2 άρθρου 41 ν. 4389/2016), και αφετέρου την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα των όρων και των αρμοδιοτήτων του νόμου περί ΦΠΑ (όπως Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες, Τελωνείο, Υπουργός Οικονομικών κ.λπ.) στα σημεία που σχετικώς επηρεάζονται όσο και των ακολουθούμενων διαδικασιών,
δ) η μετονομασία του Υπουργείου Οικονομικών σε Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (παρ. 1 άρθρου 1 π.δ. 82/2023, Α’ 139)) και συνεπεία αυτού του Υπουργού Οικονομικών σε Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.

Σχετικώς επισημαίνεται ότι, όπου στον ισχύοντα Κώδικα γίνεται αναφορά σε αρμοδιότητα Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.) ή άλλης υπηρεσίας της ΑΑΔΕ ή σε αρμοδιότητα Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. στον νέο Κώδικα γίνεται αναφορά εν γένει στην ΑΑΔΕ ή στον Διοικητή της ΑΑΔΕ, καθόσον τα ζητήματα αρμοδιότητας υπηρεσιών και οργάνων της ΑΑΔΕ ρυθμίζονται πλέον από τον ΚΦΔ και τον ν. 4389/2016 και τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτών διατάξεις. Διατηρούνται, ωστόσο, περιορισμένες αναφορές σε αρμοδιότητα συγκεκριμένων υπηρεσιών και οργάνων της ΑΑΔΕ, στις περιπτώσεις που η αρμοδιότητα αυτή δεν ρυθμίζεται από το προαναφερόμενο πλαίσιο και ο ορισμός είναι αναγκαίος για τη διευκόλυνση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των φορολογουμένων (ενδεικτικά άρθρο 31 του σχεδίου του Κώδικα).

Τέλος, αναγκαία συνέπεια της παρούσας κωδικοποίησης αποτέλεσε και η αναρίθμηση των υφιστάμενων άρθρων και παραγράφων καθώς και η προσαρμογή του περιεχομένου των άρθρων και των εσωτερικών παραπομπών στη νέα κατ’ άρθρο και παράγραφο αρίθμηση.

Πηγή