Από την έντυπη έκδοση

Του Ανέστη Ντόκα
[email protected]

Ο κόκκινος χρηματιστηριακά Σεπτέμβριος κόστισε συνολικά 4,3 δισ. ευρώ σε απώλειες από την κεφαλαιοποίηση της αγοράς που συγκαταλέγεται μέσα στην πρώτη εικοσάδα των διεθνών αγορών με τις μεγαλύτερες απώλειες. Ειδικότερα, ο γενικός δείκτης τον 9ο μήνα του 2022 έχασε το 7,42% της αξίας του. Το αποτέλεσμα είναι σε επίπεδο 9μήνου και στις πρώτες 185 συνεδριάσεις της χρονιάς το Χρηματιστήριο της Αθήνας να χάνει 11,25%, ενώ η μείωση της χρηματιστηριακής αξίας φθάνει τα 8,17 δισ. ευρώ. Σε επίπεδο εβδομάδας, ο γενικός δείκτης σημείωσε απώλειες 0,65%, ενώ στο 3ο τρίμηνο της χρονιάς οι απώλειες ήταν 21,6%. Παρόμοια ήταν η εικόνα και για τον FTSE 25, ο οποίος σε εβδομαδιαία βάση έχασε 0,62%, σε μηνιαία βάση οι απώλειες έφτασαν το 7,57% και στη διάρκεια Ιουλίου-Αυγούστου-Σεπτεμβρίου η πτώση ήταν 1,97%.

Επίσης ο τραπεζικός δείκτης την τελευταία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου υποχώρησε 2,74%, οι μηνιαίες απώλειες ήταν 7,63%, ενώ στο 3ο τρίμηνο του 2022 σημείωσε οριακά κέρδη 2,62%.

Οι πρωταγωνιστές του FTSE 25

Μόλις 6 μετοχές από τις συνολικά 25 της υψηλής κεφαλαιοποίησης έχουν καταφέρει στα τρία τρίμηνα της χρονιάς να διατηρηθούν με θετικές αποδόσεις. Πρόκειται για τις εξής μετοχές: στην πρώτη θέση από πλευράς απόδοσης (+22,7%) βρίσκεται η μετοχή της Ελλάκτωρ και ακολουθούν η Τέρνα Ενεργειακή με άνοδο 21,5% και η Motor Oil με 17,4%. Με λιγότερα κέρδη ακολούθησαν οι εξής τίτλοι: η Jumbo ενισχύθηκε 8,3%, η Εθνική Τράπεζα είχε άνοδο 3,2% και τα ΕΛΠΕ κέρδισαν 0,6%.

63 συνεδριάσεις μέχρι το τέλος του 2022

Χωρίς να αλλάξει η τάση της αγοράς, το ελληνικό χρηματιστήριο εισέρχεται στις 63 τελευταίες συνεδριάσεις της χρονιάς με τους περισσότερους τεχνικούς του δείκτες σε αρνητικά εδάφη. Το κυριότερο όμως είναι ότι εισέρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία η Ευρώπη θα δείξει το πόσο αντέχει τους «μαύρους κύκνους» μιας ενεργειακής κρίσης για την οποία οι διοικούντες αδυνατούν να δώσουν ένα πειστικό σχέδιο αντιμετώπισης.

Το χρηματιστήριο έχει αποδείξει στα τρία πρώτα τρίμηνα της χρονιάς ότι δεν έχει τη δυνατότητα ούτε να προσελκύσει διεθνή κεφάλαια ούτε και να συντηρήσει βιώσιμες προσδοκίες σοβαρής ανάταξης των τιμών. Ειδικά, μάλιστα, όταν διεθνώς η ψυχολογία είναι αρνητική, με τις αγορές και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού να υποφέρουν.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι θεσμικοί επενδυτές και διαχειριστές χαρτοφυλακίων επισημαίνουν ότι αν και διεθνώς υπάρχει υπερβάλλουσα ρευστότητα, εντούτοις αυτή δεν έχει αποδέκτη τις χρηματιστηριακές αγορές. Διότι οι φόβοι μιας μεγάλης βουτιάς υπερνικούν τις όποιες βλέψεις για υπεραξίες.

Υπ’ αυτό το πρίσμα θεώρησης των εξελίξεων, η χωρίς βάθος και μη ανεπτυγμένη ελληνική αγορά δεν είναι σε θέση να προσδοκά επενδυτικά κεφάλαια από διεθνή χαρτοφυλάκια. Με συνέπεια να άγεται και να φέρεται από τις συγκυρίες, που αν επιδεινωθούν στο διεθνοποιημένο περιβάλλον των αγορών, μπορεί να οδηγήσουν τις ελληνικές μετοχές σε νέα χαμηλά έτους. Οι χρηματιστές συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι μόνο από τη στιγμή που η χώρα θα ανακτήσει επενδυτική βαθμίδα μπορεί να υπάρξει μια σημαντική ροή κεφαλαίων στον αθηναϊκό «ναό του χρήματος». Αυτή η εξέλιξη όμως μεταφέρεται στο δεύτερο εξάμηνο του 2023.  

Πηγή