Κατατέθηκε σε Δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών με τίτλο: «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2021/514 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 2021 για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και άλλες διατάξεις για τη φορολογική διαδικασία»

Ποιο ζήτημα αντιμετωπίζει η αξιολογούμενη ρύθμιση;

Κεφάλαιο Β: Ενσωματώνεται η Οδηγία (ΕΕ) 2021/514 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 2021 για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας (L 104). Με την ενσωματούμενη Οδηγία βελτιώνονται η διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών και η αποτελεσματικότητα της συνεργασίας μεταξύ των φορολογικών αρχών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στον τομέα της φορολογίας εισοδήματος, του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) και των λοιπών έμμεσων φόρων.

Βασικά στοιχεία βελτίωσης είναι η περαιτέρω τυποποίηση διαδικασιών για τον καθορισμό των δεδομένων που ανταλλάσσονται και η πρόβλεψη για τη διενέργεια κοινών ελέγχων.

Παράλληλα, επιβάλλονται υποχρεώσεις στους διαχειριστές πλατφορμών της οικονομίας του διαμοιρασμού που δραστηριοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), ανεξαρτήτως της έδρας τους, οι οποίοι πλέον οφείλουν να συλλέγουν και να κοινοποιούν στις φορολογικές αρχές δεδομένα σχετικά με τους πωλητές που αξιοποιούν τις πλατφόρμες για να δραστηριοποιούνται σε τομείς, όπως μισθώσεις ακίνητης περιουσίας και μέσων μεταφοράς, παροχή προσωπικών υπηρεσιών και πώληση αγαθών.

Η χορήγηση αυτών των δεδομένων επιτρέπει τον ακριβέστερο προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, κυρίως σε σχέση με τον φόρο εισοδήματος και τον Φ.Π.Α., και παράλληλα βοηθά στον εντοπισμό και την αντιμετώπιση μορφών φορολογικής απάτης, φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής.

Κεφάλαιο Γ: Αντιμετωπίζονται ζητήματα που αφορούν στη φορολογική διαδικασία, σε σχέση συγκεκριμένα με τη διασύνδεση των τερματικών ηλεκτρονικής μεταφοράς κεφαλαίων με τη φορολογική διοίκηση.

Γιατί αποτελεί πρόβλημα;
    
Κεφάλαιο Β: Δεν υπάρχουν σαφή κριτήρια για τον καθορισμό της εύλογης συνάφειας μεταξύ των πληροφοριών που ζητούνται και της πιθανής αξιοποίησής τους στο πλαίσιο των φορολογικών ελέγχων.

Οι φορολογικές διοικήσεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν διαθέτουν επαρκείς πληροφορίες για την ορθή εκτίμηση και τον έλεγχο του ακαθάριστου εισοδήματος που αποκτάται στη χώρα τους από εμπορικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται με τη διαμεσολάβηση ψηφιακών πλατφορμών, το οποίο επιτείνεται στην περίπτωση των εγκατεστημένων σε άλλη δικαιοδοσία ψηφιακών πλατφορμών.

Εξάλλου, σε ορισμένα κράτη μέλη έχουν επιβληθεί υποχρεώσεις για συλλογή και κοινοποίηση πληροφοριών στους διαχειριστές των πλατφορμών, με αποτέλεσμα να προκαλείται σημαντικό διοικητικό κόστος για τους φορείς εκμετάλλευσης πλατφόρμας, καθώς οφείλουν να συμμορφώνονται με πολλά εθνικά πρότυπα υποβολής στοιχείων.

Δεν έχει θεσμοθετηθεί μια γενική υποχρέωση συνεργασίας των διαχειριστών πλατφορμών με τις φορολογικές αρχές όλων των κρατών μελών, καθώς και η τυποποίηση της συνεργασίας αυτής, ώστε η συμμόρφωση των διαχειριστών πλατφορμών να γίνεται σε ενιαία πρότυπα.
Αναλυτικά το νομοσχέδιο προβλέπει

Αναλυτικά ανά άρθρο

‘Άρθρα 1 – 2 Περιγράφονται ο σκοπός και το αντικείμενο του σχεδίου νόμου.

Άρθρο 3. Διευρύνεται το πεδίο ανταλλαγής πληροφοριών που είναι εύλογα συναφείς με την εφαρμογή και την επιβολή της ελληνικής νομοθεσίας όσον αφορά τους φόρους οι οποίοι αναφέρονται στο άρθρο 3 του ν. 4170/2013 (Α’ 163), μεταξύ των ελληνικών φορολογικών αρχών και των αρχών των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), προκειμένου να επεκταθεί και στον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) και σε άλλους έμμεσους φόρους. Περαιτέρω, προβλέπεται ότι οι εν λόγω πληροφορίες δύνανται να χρησιμοποιούνται σε δικαστικές και διοικητικές διαδικασίες, οι οποίες εκκινούν κατόπιν παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας και ενδέχεται να συνεπάγονται κυρώσεις σε βάρος των παραβατών, χωρίς να θίγονται οι γενικοί κανόνες που διέπουν τα δικαιώματα των κατηγορουμένων και των μαρτύρων στις ως άνω διαδικασίες.

Άρθρο 4. Ορίζεται η έννοια της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών και επισημαίνεται ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται στο κύριο σώμα του νόμου και στο Παράρτημα έχουν την ίδια έννοια. Περαιτέρω, τίθενται οι ορισμοί του «κοινού ελέγχου» και της «παραβίασης των προσωπικών δεδομένων».

Άρθρο 5. Με την παρ. 1 της αξιολογούμενης ρύθμισης ορίζεται η έννοια της «εύλογης συνάφειας», η οποία είναι απαραίτητη για τη νόμιμη μετάδοση των ζητούμενων πληροφοριών από τη λαμβάνουσα αρχή προς την αιτούσα αρχή.
Με την παρ. 2 προβλέπεται ότι, προκειμένου η λαμβάνουσα αρχή να κρίνει την εύλογη συνάφεια, πρέπει να πληροφορείται από την αιτούσα αρχή τους φορολογικούς σκοπούς, για τους οποίους ζητούνται οι πληροφορίες, και να διευκρινίζονται σ’ αυτήν οι πληροφορίες που απαιτούνται για την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας της λαμβάνουσας αρχής.
Στην παρ. 3 ρυθμίζεται η ανταλλαγή πληροφοριών που αφορούν ομάδες φορολογουμένων, οι οποίοι δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν ομαδικά.

Άρθρο 6. Με την αξιολογούμενη ρύθμιση προβλέπεται ότι το αίτημα από την αρμόδια φορολογική αρχή ενός κράτους μέλους σε άλλο μπορεί να συνοδεύεται και από αιτιολογημένο αίτημα για τη διενέργεια διοικητικής έρευνας. Εάν τέτοιο αίτημα υποβληθεί στην ελληνική αρχή και η λαμβάνουσα ελληνική αρχή θεωρεί ότι δεν είναι αναγκαία η διενέργεια διοικητικής έρευνας, απορρίπτει το αίτημα, αιτιολογώντας αμέσως την άποψη αυτή στην αιτούσα αρχή του άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο  7. Ορίζεται το μέγιστο χρονικό διάστημα, εντός του οποίου οφείλει η ελληνική αρμόδια αρχή να ανταποκρίνεται στο αίτημα παροχής των πληροφοριών. Προβλέπεται, επίσης, παρέκκλιση από τα θεσπιζόμενα χρονικά όρια, κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας της λαμβάνουσας ελληνικής αρχής και της αιτούσας αρχής του οικείου κράτους μέλους. Στο πλαίσιο της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής ρυθμίζεται και η δυνατότητα επικοινωνίας των εμπλεκόμενων αρχών για την παροχή των αναγκαίων διευκρινίσεων κατά την παροχή των πληροφοριών.

Άρθρο 8. Με την αξιολογούμενη ρύθμιση απαριθμούνται περιοριστικά κατηγορίες εισοδήματος και κεφαλαίου, οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ανταλλαγής πληροφοριών. Παράλληλα, προβλέπεται από την 1η Ιανουαρίου 2024, η κοινοποίηση του αριθμού φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) του ελεγχομένου προσώπου, προκειμένου να καταστεί πιο εύκολη η ταυτοποίησή του.


Άρθρο 9. Ορίζονται το πεδίο εφαρμογής και οι προϋποθέσεις της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών αναφορικά με τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης, τηρουμένου του εμπορικού, βιομηχανικού ή επαγγελματικού απορρήτου και κάθε εμπορικής διαδικασίας ή πληροφορίας, της οποίας η κοινοποίηση αντιβαίνει στη δημόσια τάξη.

Άρθρο 10. Προβλέπονται το πεδίο εφαρμογής και οι προϋποθέσεις της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών που υποβάλλονται από Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας. Όταν υποβάλλονται στοιχεία στην Ελλάδα, η αρμόδια αρχή της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4170/2013 (Α’ 163), όπου έλαβε χώρα η υποβολή στοιχείων, κοινοποιεί, μέσω αυτόματης ανταλλαγής, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους του οποίου ο Δηλωτέος Πωλητής είναι κάτοικος, και, όταν ο Δηλωτέος Πωλητής παρέχει υπηρεσίες μίσθωσης ακίνητης περιουσίας, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η ακίνητη περιουσία, συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Πωλητή, οι οποίες περιγράφονται αναλυτικά. Παράλληλα προβλέπεται σχετική εξουσιοδότηση.

Άρθρο 11. Προβλέπεται ότι η αρμόδια αρχή της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4170/2013 παρέχει στην Επιτροπή, σε ετήσια βάση, στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον όγκο των αυτόματων συναλλαγών και πληροφορίες σχετικά με τις διοικητικές και άλλες συναφείς δαπάνες και το όφελος των πραγματοποιηθεισών ανταλλαγών, καθώς και οποιεσδήποτε ενδεχόμενες μεταβολές, τόσο για τη φορολογική διοίκηση, όσο και για τρίτους.

Άρθρο 12. Προβλέπονται οι διαδικαστικές ρυθμίσεις για την παρουσία σε διοικητικές υπηρεσίες και τη συμμετοχή σε διοικητικές έρευνες, υπαλλήλων των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, για την ανταλλαγή των πληροφοριών η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο τμήμα διασύνδεσης της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 4170/2013, ώστε υπάλληλοι εξουσιοδοτημένοι από το εν λόγω κράτος μέλος και σύμφωνα με τις διαδικαστικές ρυθμίσεις που ορίζει αυτό το τμήμα διασύνδεσης:
α) να είναι παρόντες στα γραφεία στα οποία εκτελούν τα καθήκοντά τους οι αρμόδιες ημεδαπές ελεγκτικές υπηρεσίες της αρμόδιας ημεδαπής ελεγκτικής αρχής,
β) να είναι παρόντες κατά τις διοικητικές έρευνες οι οποίες διεξάγονται σε ελληνικό έδαφος, και
γ) να συμμετέχουν στις διοικητικές έρευνες που διενεργούν οι υπηρεσίες της αρμόδιας ημεδαπής ελεγκτικής αρχής με ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, όπου συντρέχει περίπτωση.

Στο πλαίσιο αυτό προβλέπεται περαιτέρω δυνατότητα επικοινωνίας των υπαλλήλων της αιτούσας αρχής με το πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο έρευνας και η εξέταση φακέλων. Παρόμοια δυνατότητα προβλέπεται και για τις ημεδαπές ελεγκτικές υπηρεσίες, κατόπιν υποβολής αιτιολογημένου αιτήματος, μέσω του τμήματος διασύνδεσης της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 4170/2013, σε διοικητικές υπηρεσίες άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο 13. Προβλέπεται ότι για τις προτάσεις που υποβάλλονται στο αρμόδιο τμήμα διασύνδεσης του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ανάλογα με την περίπτωση, από τις αιτούσες αρχές των άλλων κρατών μελών για συμμετοχή της λαμβάνουσας ελληνικής αρχής σε ταυτόχρονους ελέγχους, αποφαίνεται το ίδιο τμήμα διασύνδεσης, κατόπιν σχετικής εισήγησης και παροχής των απαραίτητων πληροφοριών από την αρμόδια ημεδαπή ελεγκτική αρχή. Το παραπάνω τμήμα διασύνδεσης γνωστοποιεί στην αιτούσα αρχή του άλλου κράτους μέλους τη συμφωνία του ή την αιτιολογημένη άρνησή του εντός εξήντα (60) ημερών από τη λήψη της πρότασης.

Άρθρο 14. Προβλέπεται η δυνατότητα διενέργειας και η διαδικασία κοινών ελέγχων, κατόπιν υποβολής από την αρμόδια αρχή ενός ή περισσότερων κρατών μελών, αιτήματος στην αρμόδια αρχή της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4170/2013. Οι κοινοί έλεγχοι διενεργούνται με πρότερη συμφωνία και με συντονισμό, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσικών ρυθμίσεων, από τις αρμόδιες αρχές του αιτούντος κράτους μέλους και σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις διαδικαστικές απαιτήσεις του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες του κοινού ελέγχου. Σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες κοινού ελέγχου, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους διορίζει εκπρόσωπο ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εποπτεία και τον συντονισμό του κοινού ελέγχου στο εν λόγω κράτος μέλος.

Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων των κρατών μελών που συμμετέχουν στον κοινό έλεγχο, όταν είναι παρόντες σε δραστηριότητες που εκτελούνται σε διαφορετικό κράτος μέλος, καθορίζονται σύμφωνα με τους νόμους του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγονται οι δραστηριότητες του κοινού ελέγχου.

Άρθρο 15. Προβλέπεται ότι οι πληροφορίες που κοινοποιούνται στην αρμόδια αρχή της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4170/2013 υπό οποιαδήποτε μορφή καλύπτονται από το υπηρεσιακό απόρρητο και προστατεύονται από το φορολογικό απόρρητο δυνάμει του άρθρου 17 του του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4987/2022, Α’ 206), ενώ ρυθμίζεται ειδικότερα και η χρήση των πληροφοριών αυτών.

Ειδικότερα ορίζεται ότι οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μεταξύ κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 9ΑΑ, περί του πεδίου εφαρμογής και των προϋποθέσεων της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών, όσον αφορά τις εκ των προτέρων διασυνοριακές αποφάσεις και τις εκ των προτέρων συμφωνίες ενδοομιλικής τιμολόγησης, χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της αξιολόγησης υψηλών κινδύνων σε σχέση με τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών και άλλων κινδύνων σε σχέση με τη διάβρωση της φορολογικής βάσης και τη μεταφορά κερδών.

Άρθρο 16. Προβλέπεται η χρήση τυποποιημένου εντύπου κατά την ανταλλαγή των αιτούμενων πληροφοριών. Ειδικότερα, σε περίπτωση ανταλλαγής πληροφοριών κατόπιν αιτήματος, η αιτούσα ελληνική αρχή πρέπει στο τυποποιημένο έντυπο να αναφέρει τουλάχιστον: α) τα στοιχεία ταυτότητας του προσώπου που αποτελεί αντικείμενο εξέτασης ή έρευνας και, σε περίπτωση ομαδοποιημένων αιτημάτων, λεπτομερή περιγραφή της ομάδας και β) τους φορολογικούς λόγους για τους οποίους ζητούνται οι πληροφορίες. Στην περίπτωση των αυθόρμητα παρεχόμενων πληροφοριών, τα αιτήματα διοικητικών κοινοποιήσεων, η πληροφόρηση σχετικά με τη χρησιμότητα των ζητούμενων πληροφοριών και οι κοινοποιήσεις αποστέλλονται μέσω των τυποποιημένων εντύπων που εγκρίνει η Επιτροπή. Στην περίπτωση της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών, αυτή πραγματοποιείται με τη χρήση εγκριθέντος από την Επιτροπή τυποποιημένου μηχανογραφημένου μορφοτύπου που έχει στόχο τη διευκόλυνσή της.

Άρθρο 17. Προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις που τα κράτη μέλη επικοινωνούν με τη χρήση τυποποιημένων εντύπων, η αρμόδια αρχή της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 4170/2013, έχει πρόσβαση στην ασφαλή κεντρική διεπαφή της Επιτροπής για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας.

Άρθρο 18. Προβλέπεται ότι στο πλαίσιο της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής και για τη διασφάλιση της λειτουργίας της διοικητικής συνεργασίας, η φορολογική διοίκηση έχει πρόσβαση στους μηχανισμούς, τις διαδικασίες, τα έγγραφα και τις πληροφορίες των άρθρων 13, 14 παρ. 4, 20, 21, 21Α και 30 του ν. 4557/2018 (Α’ 139) περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Άρθρο 19. Προβλέπεται ότι όλες οι ανταλλαγές πληροφοριών δυνάμει των άρθρων 1 έως και 25 του ν. 4170/2013 υπόκεινται στον Κανονισμό 2016/679/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων (L 119), καθώς και τον ν. 4624/2019 (Α’ 137). Οι υποχρεώσεις ενημέρωσης του άρθρου 13 και της παρ. 1 του άρθρου 14 και το δικαίωμα πρόσβασης των υποκειμένων των δεδομένων του άρθρου 15 του Κανονισμού 2016/679/ΕΕ περιορίζονται στον βαθμό και για το χρονικό διάστημα που ο περιορισμός τους συνιστά αναγκαίο και αναλογικό μέτρο για τη διασφάλιση σημαντικών στόχων γενικού δημοσίου συμφέροντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ελλάδας ή άλλου κράτους μέλους, ιδίως σημαντικών οικονομικών ή χρηματοοικονομικών, νομισματικών, δημοσιονομικών και φορολογικών στόχων.

Περαιτέρω, ρυθμίζονται:
α) η θέση των πληροφοριών στη διάθεση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα,
β) οι υποχρεώσεις ενημέρωσης των υπεύθυνων επεξεργασίας των δεδομένων προς κάθε ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο του οποίου οι πληροφορίες θα συλλέγονται και θα διαβιβάζονται σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως και 25 του ν. 4170/2013, και
γ) οι ενέργειες σε περίπτωση παραβίασης των δεδομένων στην Ελλάδα.

Άρθρο 20. Θεσπίζεται η κύρωση της επιβολής προστίμου για παραβάσεις υποχρεώσεων κατά την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών που υποβάλλονται από Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, εφόσον:
α) υποβάλλουν εκπρόθεσμα τις πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Πωλητή,
β) δεν υποβάλλουν πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Πωλητή,
γ) υποβάλλουν ελλιπείς ή ανακριβείς πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Πωλητή,
δ) δεν ανταποκριθούν σε αίτημα της φορολογικής διοίκησης, είτε για παροχή πληροφοριών ή στοιχείων, είτε για συμπλήρωση ή διόρθωση πληροφοριών ή στοιχείων σχετικά με κάθε Δηλωτέο Πωλητή εντός προθεσμίας,
ε) δεν συνεργαστούν στη διάρκεια ελέγχου για τη συμμόρφωση με τους κανόνες υποβολής των στοιχείων και δέουσας επιμέλειας,
στ) δεν συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις υποβολής πληροφοριών σχετικά με κάθε Δηλωτέο Πωλητή σύμφωνα με τους κανόνες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας εντός προθεσμίας.
Η ρύθμιση προβαίνει και στην αναλογική κλιμάκωση του προστίμου, σε αντιστοιχία με τη διαπραχθείσα παράβαση, θέτει όμως ανώτατο όριο το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, ως το συνολικό ύψος των πράξεων επιβολής προστίμου ανά έλεγχο συμμόρφωσης.

Άρθρο 21. Προβλέπεται η δυνατότητα της φορολογικής διοίκησης να ζητά εγγράφως ή ηλεκτρονικώς, πέραν των στοιχείων που υποβάλλονται στο πλαίσιο της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής, από κάθε διαχειριστή ψηφιακής πλατφόρμας, ανεξάρτητα από το εάν αυτή έχει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχείο σχετικά με πρόσωπα που χρησιμοποιούν την πλατφόρμα ως πωλητές, για τα οποία προκύπτουν φορολογικές υποχρεώσεις στην ημεδαπή.

Άρθρο 22. Καταγράφεται η εφαρμοστέα νομοθεσία σε περίπτωση αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής και ταυτόχρονων φορολογικών ελέγχων και συγκεκριμένα τα Κεφάλαια Α’ έως και Η’ του ν. 4170/2013, ο ν. 4153/2013 (Α’ 116) για την κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.), σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή σε φορολογικά θέματα, οι διεθνείς συμβάσεις και τα σχετικά σχόλια του Ο.Ο.Σ.Α., καθώς και η νομοθεσία σχετικά με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή. Για τον έλεγχο της τήρησης των υποχρεώσεων που αφορούν στη συμμόρφωση με τους κανόνες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας από τα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και τους Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας εφαρμόζεται από τη φορολογική διοίκηση ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν. 4987/2022, Α’ 206).

Άρθρο 23. Θεσπίζεται ότι στις περιπτώσεις:
α) μη ανταπόκρισης σε αίτημα της φορολογικής διοίκησης, είτε για παροχή πληροφοριών ή στοιχείων, είτε για συμπλήρωση ή διόρθωση πληροφοριών ή στοιχείων σχετικά με κάθε Δηλωτέο Πωλητή εντός προθεσμίας,
β) μη συνεργασίας στη διάρκεια ελέγχου για τη συμμόρφωση με τους κανόνες υποβολής των στοιχείων και δέουσας επιμέλειας,
γ) μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις υποβολής πληροφοριών σχετικά με κάθε Δηλωτέο Πωλητή, σύμφωνα με τους κανόνες υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας, εντός προθεσμίας ή παροχής στοιχείων που δεν ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές του ως αιτήματος, η κύρωση της διακοπής της πρόσβασης στους ιστότοπους των ψηφιακών πλατφορμών, από τους Παρόχους Υπηρεσιών Διαδικτύου με καταστατική έδρα ή με τόπο πραγματικής διοίκησης ή μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, όταν η πρόσβαση διενεργείται από Διεύθυνση Διαδικτυακού Πρωτοκόλλου (Διεύθυνση IP) που βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια. Για τη διακοπή εκδίδεται κοινή απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., εφόσον το αίτημα αφορά σε στοιχεία ή πληροφορίες που συντελούν στην ταυτοποίηση ή και στην εκτίμηση της φορολογικής υποχρέωσης πωλητών, κατά της οποίας δεν απαιτείται η προηγούμενη του ενδίκου βοηθήματος άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής του άρθρου 63 Κ.Φ.Δ.. Στον Πάροχο Υπηρεσιών Διαδικτύου που παραβαίνει την ανωτέρω υποχρέωση επιβάλλεται πρόστιμο από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ.

Άρθρο 24. Προβλέπεται ότι με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) μπορεί να ορίζεται κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης ή τμήμα ή τμήματα διασύνδεσης. Διευκρινίζεται ότι μέχρι την έκδοση της εξουσιοδοτικής διάταξης της παρ. 1 της εν λόγω ρύθμισης όπου στο Μέρος Πρώτο του ν. 4170/2013 αναφέρονται οι υπηρεσίες του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών νοούνται ως αρμόδια αρχή ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και ως κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης ή τμήμα διασύνδεσης οι υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε..

Άρθρο 25. Με το προτεινόμενο Παράρτημα προβλέπονται οι διαδικασίες δέουσας επιμέλειας, οι απαιτήσεις υποβολής στοιχείων και άλλοι κανόνες που πρέπει να εφαρμόζουν οι Δηλούντες Φορείς Εκμετάλλευσης Πλατφόρμας, προκειμένου η Ελλάδα να μπορεί να κοινοποιεί τις πληροφορίες μέσω αυτόματης ανταλλαγής. Επίσης, ορίζονται οι κανόνες και οι διοικητικές διαδικασίες που πρέπει να διαθέτει η χώρα, προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας και των απαιτήσεων υποβολής στοιχείων που αναφέρονται σε αυτό, καθώς και η συμμόρφωση προς αυτές.

Άρθρα 26 – 29. Θεσπίζεται η υποχρέωση διασύνδεσης των οντοτήτων που χρησιμοποιούν τερματικά «Ηλεκτρονικής Μεταφοράς Κεφαλαίων στο Σημείο Πώλησης (Electronic Funds Transfer at the point of sale, EFT/POS)», ημεδαπών ή αλλοδαπών παρόχων, διασύνδεσης και παροχής στη φορολογική διοίκηση, πληροφοριών για τις συναλλαγές που εκτελούνται μέσω αυτών, είτε μέσω διασύνδεσης των τερματικών με Φορολογικούς Ηλεκτρονικούς Μηχανισμούς, είτε απευθείας με τα πληροφοριακά συστήματα της φορολογικής διοίκησης.
Παράλληλα, προβλέπεται η υποχρέωση υποβολής Δήλωσης Συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις λειτουργίας και διασύνδεσης με την Α.Α.Δ.Ε. από μέρους των οντοτήτων των τερματικών «EFT/POS», η οποία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την έναρξη ή τη συνέχιση της νόμιμης λειτουργίας των τερματικών «EFT/POS».

Περαιτέρω θεσπίζονται κυρώσεις επί παράλειψης υποβολής Δήλωσης Συμμόρφωσης στην Α.Α.Δ.Ε., καθώς και επί μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις διασύνδεσης και λειτουργίας με την Α.Α.Δ.Ε, προκειμένου να εξασφαλιστεί η εφαρμογή του νέου πλαισίου.

Άρθρο  30 Προβλέπεται η ημερομηνία έναρξης ισχύος του σχεδίου νόμου.

Πηγή