Η ΔΕΔ απέρριψε την προσφυγή με τα παρακάτω σκεπτικά:
….
Επειδή, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ενδικοφανούς προσφυγής του ο προσφεύγων προβάλλει ότι για ένα τέτοιο επαχθές μέτρο (πρόστιμο συνολικού ύψους 646.729,10 €) θα έπρεπε να είχε κληθεί προηγουμένως από τη Φορολογική Διοίκηση, προκειμένου να δώσει τις κατάλληλες εξηγήσεις, ωστόσο κάτι τέτοιο ουδέποτε συνέβη κατά τον προσήκοντα τρόπο, καθώς, όπως προκύπτει από την από 16.1.2024 έκθεση ελέγχου εφαρμογής διατάξεων του ν. 4987/2022, εξαρχής είχε συνεργαστεί με την αρμόδια αρχή, συναινώντας ενυπόγραφα να διαθέσει προς έλεγχο ό,τι στοιχεία διέθετε για την ελεγχόμενη εταιρεία «………………………….», έπειτα δε από τη συναίνεσή του αυτή η εταιρεία είναι εκείνη που αρνήθηκε τη συνεργασία με τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές, καθώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση ελέγχου, δεν ανταποκρίθηκε στον έλεγχο παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις της Διοίκησης, ενώ εξάλλου για τις ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις ουδέποτε κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις και να επιχειρηματολογήσει αναφορικά με την ύπαρξη ή μη και την εμπλοκή του στις φερόμενες παραβιάσεις, πράγμα που καλείται να κάνει τώρα και εκ των υστέρων, γεγονός αντίθετο στις αρχές τις προηγούμενης ακρόασης και της χρηστής διοίκησης.
Επειδή, ο ισχυρισμός αυτός του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Κι αυτό, γιατί:
α) Όπως προκύπτει σαφώς από την από 11.3.2024 οικεία έκθεση ελέγχου εφαρμογής διατάξεων του ν. 4987/2022 του Προϊσταμένου της Υποδ/νσης Α’ Προληπτικών Ελέγχων (Τρίπολης) της Υπηρεσίας Ερευνών & Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (ΥΕΔΔΕ) Πάτρας (σελ. 12 και 19 αυτής) -που αποτελεί σύμφωνα με τις προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 171 παρ. 4 ν. 2717/1999 σε συνδυασμό με εκείνη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου ν. 2717/1999 (όπως αμφότερες ισχύουν (αναλογικά εφαρμοζόμενες) κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης της Υπηρεσίας μας) πλήρη απόδειξη για όσα βεβαιώνεται σε αυτή ότι ενήργησε/-αν ο/οι συντάκτης/-ες της-, ο Προϊστάμενος της Α’ Υποδιεύθυνσης της ΥΕΔΔΕ Πάτρας είχε εκδώσει και κοινοποιήσει στον προσφεύγοντα μετά το πέρας του σχετικού ελέγχου της ΥΕΔΔΕ Πάτρας το υπ’ αριθμ ./……..2024 Σημείωμα Διαπιστώσεων Ελέγχου, επ’ αυτού δε ο προσφεύγων δεν τοποθετήθηκε εντός της κατά την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 εδ. γ’ ν. 5104/2024 (όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία κοινοποίησης σ’ αυτόν του εν λόγω σημειώματος διαπιστώσεων (29.1.2024)) 20ήμερης προθεσμίας από την κοινοποίησή του. Επομένως, εν προκειμένω τηρήθηκε πλήρως το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε ακρόασή του από τη (Φορολογική) Διοίκηση πριν την έκδοση και την κοινοποίηση σ’ αυτόν της εν λόγω έκθεσης ελέγχου.
β) Όπως προκύπτει σαφώς από τις διατάξεις του άρθρου 1 (περ. 28 και 23 σε συνδυασμό με περ. 20 και 12) της υπ’ αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α ………… ΕΞ 2022/20.7.2022 απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ, αλλά και την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 42Ε παρ. 4 της υπ’ αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1125859 ΕΞ 2020/23.10.2020 απόφασης του Διοικητή της ΑΑΔΕ (όπως όλες αυτές οι διατάξεις ίσχυαν κατά την ημερομηνία κοινοποίησης στον προσφεύγοντα των ως άνω προσβαλλόμενης πράξεων), για τις υποθέσεις ελέγχου αρμοδιότητας της ΥΕΔΔΕ, και ειδικότερα επί ελέγχου πιθανών παραβάσεων των διατάξεων του ν. 4987/2022 (ΚΦΔ) και προσδιορισμού σχετικών προστίμων, αρμόδιοι για τη διενέργεια του ελέγχου (και κατ’ επέκταση την έκδοση και κοινοποίηση σημειώματος διαπιστώσεων ελέγχου) και την έκδοση σχετικής έκθεσης ελέγχου (για την υπογραφή και τη θεώρησή της) ήταν μόνο (οι) υπάλληλοι της ΥΕΔΔΕ. Αντιθέτως, η Προϊσταμένη / ο Προϊστάμενος της αρμόδιας φορολογικής αρχής που είχε τη γενική ελεγκτική αρμοδιότητα (εν προκειμένω, το 2ο ΕΛ.ΚΕ. Αττικής) ήταν αρμόδια/-ος μόνο για την έκδοση της σχετικής καταλογιστικής πράξης (επιβολής προστίμου), βασιζόμενη/-ος μόνο στην έκθεση ελέγχου της ΥΕΔΔΕ, χωρίς να έχει (και) την αρμοδιότητα για τη διενέργεια αυτοτελούς ελέγχου (και κατ’ επέκταση την έκδοση και κοινοποίηση νέου/αυτοτελούς σημειώματος διαπιστώσεων ελέγχου) και την έκδοση (άλλης) σχετικής έκθεσης ελέγχου.
γ) Η φαινομενική αυτή διάσπαση της αρμοδιότητας στις περιπτώσεις ελέγχου πιθανών παραβάσεων των διατάξεων του ν. 4987/2022 (ΚΦΔ) αρμοδιότητας ΥΕΔΔΕ και προσδιορισμού σχετικών προστίμων ήταν εύλογη, αφού η Προϊσταμένη / ο Προϊστάμενος της αρμόδιας φορολογικής αρχής που είχε τη γενική ελεγκτική αρμοδιότητα για το εκάστοτε συγκεκριμένο πρόσωπο ήταν η μόνη / ο μόνος που είχε σαφή εικόνα όλων των λεπτομερειών που άπτονταν του προσώπου που υπαγόταν χωρικά στην ελεγκτική του αρμοδιότητα και επηρέαζαν ενδεχομένως το τελικώς επιβλητέο πρόστιμο (π.χ. ενδεχόμενο υποτροπής κ.λπ.), ενώ την ίδια στιγμή δεν ήταν εύλογο, στις περιπτώσεις αυτές, να διενεργηθεί (και) αυτοτελής έλεγχος (και κατ’ επέκταση να εκδοθεί και να κοινοποιηθεί νέο/αυτοτελές σημείωμα διαπιστώσεων ελέγχου) από την αρμόδια για την έκδοση της πράξης επιβολής του προστίμου φορολογική αρχή, αφού όλες οι σχετικές διαπιστώσεις είχαν γίνει από την ΥΕΔΔΕ και ένας περαιτέρω έλεγχος (και κατ’ επέκταση η έκδοση και κοινοποίηση ενός ακόμα σημειώματος διαπιστώσεων ελέγχου) από τη φορολογική αρχή που είχε τη γενική ελεγκτική αρμοδιότητα δε θα προσέθετε (ούτε και θα αφαιρούσε) τίποτε στις (από τις) διαπιστώσεις αυτές.
Για τους λόγους αυτούς, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση ενδικοφανούς προσφυγής πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος.
Ως προς το δεύτερο λόγο της ενδικοφανούς προσφυγής
Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 60 του ν. 4174/2013, όπως ίσχυε κατά τις ημερομηνίες υποβολής των δηλώσεων ΦΠΑ και ΦΕνπ της προαναφερθείσας εταιρείας με ΑΦΜ ………………(«…………….»): «Κάθε πρόσωπο που παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει τις ενέργειες και την εκτέλεση καθηκόντων της Φορολογικής Διοίκησης κατά την άσκηση των εξουσιών της σύμφωνα με τον Κώδικα ή υποθάλπει ή υποκινεί άλλο πρόσωπο ή συνεργεί με άλλο πρόσωπο για τη διάπραξη παράβασης του Κώδικα υπόκειται στα ίδια πρόστιμα που υπόκειται ο φορολογούμενος.»
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 παρ. 1 και 5 του ν. 4174/2013, όπως ίσχυαν κατά τις ημερομηνίες υποβολής των δηλώσεων ΦΠΑ και ΦΕνπ της προαναφερθείσας εταιρείας με ΑΦΜ ………………..(«…………….»): «……»
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 67 παρ. 1 και 3-4 ν. 4174/2013, όπως ίσχυαν κατά τις ημερομηνίες υποβολής των δηλώσεων ΦΠΑ και ΦΕνπ της προαναφερθείσας εταιρείας με ΑΦΜ………………..(«……………….»): «…..»
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 3 ν. 2873/2000, όπως ίσχυαν κατά τις ημερομηνίες υποβολής των δηλώσεων ΦΠΑ και ΦΕνπ της προαναφερθείσας εταιρείας με ΑΦΜ ……… («………………»): «Ο λογιστής φοροτεχνικός είναι υπεύθυνος για την ορθή μεταφορά των οικονομικών δεδομένων από τα στοιχεία στα βιβλία, για την ακρίβεια των δηλώσεων ως προς τη συμφωνία αυτών με τα φορολογικά και οικονομικά δεδομένα που προκύπτουν από τα τηρούμενα βιβλία. Επίσης, είναι υπεύθυνος για την ορθή φορολογική αναμόρφωση των αποτελεσμάτων με τις δαπάνες που δεν αναγνωρίζονται και τις οποίες παραθέτει αναλυτικά σε κατάσταση που συνυποβάλλεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος. Το περιεχόμενο της κατάστασης αυτής υπόκειται σε έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κ.Φ.Ε.. Τέλος, με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος δηλώνεται ότι κατά τη διαρρεύσασα διαχειριστική περίοδο έχουν υποβληθεί ορθά όλες οι δηλώσεις παρακρατούμενου φόρου εισοδήματος και απόδοσης των έμμεσων φόρων. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, ο λογιστής φοροτεχνικός υπογράφει τις δηλώσεις της παραγράφου 2, καθώς και τα συνυποβαλλόμενα έντυπα ή καταστάσεις, όπως αυτά καθορίζονται κάθε φορά με τις οικείες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών Επίσης, κατά την υποβολή των δηλώσεων οι λογιστές φοροτεχνικοί αναγράφουν υποχρεωτικά το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση κατοικίας τους ή της έδρας του επαγγέλματος τους, κατά περίπτωση, τον Α.Φ.Μ., την αρμόδια Δ.Ο.Υ για τη φορολογία τους, τον αριθμό μητρώου της άδειας άσκησης επαγγέλματος τους και την κατηγορία της άδειας τους.»
Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 76 του ν. 5104/2024, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία κοινοποίησης στον προσφεύγοντα των ως άνω προσβαλλόμενων πράξεων (09.09.2024):……»
Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του ν. 5104/2024, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία κοινοποίησης στον προσφεύγοντα των ως άνω προσβαλλόμενων πράξεων (09.09.2024): «7α άρθρα 27 και 28 εφαρμόζονται για ελέγχους που γίνονται με βάση εντολή που εκδίδεται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος.»
Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 2 εδ. β’ Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο ν. 4987/2022)…. «….»
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 παρ. 2 εδ. β’ ν. 5104/2024, όπως ίσχυαν κατά την ημερομηνία κοινοποίησης στον προσφεύγοντα των ως άνω προσβαλλόμενων πράξεων (09.09.2024): «….»
Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 38 εδ. β’ περ. ζ του ν. 5104/2024, όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία κοινοποίησης στον προσφεύγοντα των ως άνω προσβαλλόμενων πράξεων (09.09.2024): «…..»
Επειδή, όπως κρίθηκε (ομόφωνα) με την υπ’ αριθμ. ΣτΕ 884/2016 απόφαση (7μ.) του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (σκέψη 8 της απόφασης), «…η καταστολή της φοροδιαφυγής (και, ιδίως, της μεγάλης από απόψεως ποσού), μέσω της διαπίστωσης των οικείων παραβάσεων και της επιβολής από τη Διοίκηση των αντίστοιχων διαφυγόντων φόρων, καθώς και των προβλεπόμενων στο νόμο διοικητικών κυρώσεων, συνιστά, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 5 και άρθρο 106 παρ. 1 και 2), επιτακτικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές του σεβασμού της αξιοπρέπειας του ανθρώπου (άρ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος), του κράτους δικαίου (άρ. 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος), της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος) και του τεκμηρίου αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ και βρίσκει εφαρμογή και σε διοικητικές διαδικασίες καταλογισμού παραβάσεων και συναφών κυρώσεων […], το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε ορισμένο πρόσωπο φορολογική παράβαση, η οποία επισύρει την επιβολή σε βάρος του των διαφυγόντων φόρων και συναφών κυρώσεων, φέρει, κατ’ αρχήν, το κράτος, ήτοι η φορολογική Διοίκηση (πρβλ. ΣτΕ 4049/2014, 2442/2013, 886/2005 κ.ά.). Ωστόσο, τούτο δεν έχει την έννοια ότι η φορολογική αρχή υποχρεούται να τεκμηριώσει την παράβαση με αδιάσειστα στοιχεία, που αποδεικνύουν άμεσα και με πλήρη βεβαιότητα την τέλεσή της. Πράγματι, μια τέτοια απαίτηση θα επέβαλε στη Διοίκηση ένα υπέρμετρο και συχνά αδύνατο να επωμισθεί βάρος, ασύμβατο με την ανάγκη ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, των προαναφερόμενων θεμελιωδών αρχών (και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αντλούν από αυτές οι φορολογούμενοι) και, αφετέρου, του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος της πάταξης της φοροδιαφυγής, που από τη φύση της είναι συνήθως δυσχερώς εντοπίσιμη. Συγκεκριμένα, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής επιβάλλει να μην καθιστούν οι αρχές ή οι κανόνες που διέπουν το είδος και το βαθμό απόδειξης της ύπαρξής της αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας από τη Διοίκηση. Τούτων έπεται ότι η τέλεση φορολογικής παράβασης, όπως η επίδικη, που συνίσταται στην παράλειψη δήλωσης φορολογητέου εισοδήματος, και, περαιτέρω, η ύπαρξη αντίστοιχης φορολογητέας ύλης μπορεί να προκύπτει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας φορολογικής αρχής, όχι μόνο με βάση άμεσες αποδείξεις, αλλά και από έμμεσες αποδείξεις (άλλως, “τεκμήρια”), ήτοι από αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης [πρβλ. ΣτΕ 2316/1991, ΣτΕ 2961/1980 (φορολογία εισοδήματος), ΣτΕ 43/2006 επταμ., ΣτΕ 4134/2001, ΣτΕ 428/1996, ΣτΕ 4026/1983, ΣτΕ 954/1982 (φορολογία δωρεών), ΣτΕ 2046/1985, ΣτΕ 2193/1958 (φορολογία κληρονομιών), ΣτΕ 2136/2012, ΣτΕ 2967/2004, ΣτΕ 1275/1985 (παραβάσεις μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων), ΣτΕ 1404/2015 (παράβαση λήψης εικονικού τιμολογίου), ΣτΕ 2768/2015, ΣτΕ 747/2015, ΣτΕ 1351/2014 επταμ., ΣτΕ 2951/2013, ΣτΕ 117/2005 (τελωνειακές παραβάσεις) – πρβλ. ακόμα ΣτΕ 2780/2012 επταμ., ΣτΕ 1934/2013 επταμ., ΣτΕ 2365/2013 επταμ., ΣτΕ 3103/2015, σχετικά με παραβάσεις των κανόνων περί ανταγωνισμού). Τούτο δεν συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά κανόνα που αφορά στη φύση και στον τρόπο εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων (πρβλ. ΣτΕ 2365/2013 επταμ., ΣτΕ 2780/2012 επταμ.). […].»
Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης (και ειδικότερα από τη συμπροσβαλλόμενη με τις ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις, ως συνιστώσα την αιτιολογία τους, από 11.3.2024 οικεία έκθεση ελέγχου εφαρμογής διατάξεων του ν. 4987/2022 του Προϊσταμένου της Υποδ/νσης Α’ Προληπτικών Ελέγχων (Τρίπολης) της ΥΕΔΔΕ Πάτρας (σελ. 911 και 12 αυτής)), η ΥΕΔΔΕ Πάτρας κατόπιν ελέγχου της κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων βοήθησε και συνέπραξε με άλλα πρόσωπα στην τέλεση εγκλημάτων φοροδιαφυγής από την προαναφερθείσα εταιρεία με ΑΦΜ………………(«……………IKE»), με την εν γνώσει του υπογραφή ανακριβών δηλώσεών της ΦΠΑ και ΦΕνπ, και ως εκ τούτου τον θεώρησε άμεσο συνεργό του διαχειριστή της με ΑΦΜ…………..σύμφωνα με τα οριζόμενα στη παράγραφο 3 του άρθρου 67 του ν. 4987/2022. Το συμπέρασμα αυτό βασίστηκε στη «συνολική θεώρηση» των ακόλουθων «αντικειμενικών και συγκλινουσών ενδείξεων» (βλ. τα παρατιθέμενα στις σελ. 9-10 της έκθεσης ελέγχου), κατά την ορολογία που χρησιμοποιήθηκε στην προπαρατεθείσα σκέψη 8 (ομόφωνα) της υπ’ αριθμ. ΣτΕ 884/2016 απόφασης (7μ.) του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας (ήτοι σε «έμμεση απόδειξη»):
α) Η εταιρεία με ΑΦΜ ………………..(«……………….») φέρεται να είχε λάβει και να είχε εκδώσει πλήθος εικονικών φορολογικών παραστατικών εντός των ετών 2017-2020. Συγκεκριμένα, φέρεται αφενός να έλαβε και να αποδέχθηκε δεκατέσσερα (14) εικονικά φορολογικά παραστατικά εντός του 2017 και εκατόν δεκαέξι (116) εικονικά φορολογικά παραστατικά εντός του 2018 συνολικής καθαρής αξίας 21.485,60 € και 167.585,90 € αντίστοιχα (συνολικός αναλογών ΦΠΑ 5.156,56 € και 36.104,87 € αντίστοιχα) και αφετέρου να εξέδωσε εκατόν είκοσι τρία (123) εικονικά φορολογικά παραστατικά εντός του 2017 συνολικής καθαρής αξίας 776.520,08 €, τριακόσια πενήντα οκτώ (358) εικονικά φορολογικά παραστατικά εντός του 2018 συνολικής καθαρής αξίας 1.229.432,13 €, δεκατρία (13) εικονικά φορολογικά παραστατικά εντός του 2019 συνολικής καθαρής αξίας 239.786,48 € και δεκαεννέα (19) εικονικά φορολογικά παραστατικά εντός του 2020 συνολικής καθαρής αξίας 320.291,45 € αντίστοιχα (συνολικός αναλογών ΦΠΑ 186.364,82 €, 295.063,71 €, 57.548,76 € και 76.869,95 € αντίστοιχα).
β) Από τον έλεγχο των δηλώσεών της ΦΕνπ και ΦΠΑ αφενός και των συγκεντρωτικών καταστάσεών της (φορολογικών παραστατικών) πελατών-προμηθευτών αφετέρου διαπιστώθηκαν μεγάλες διαφορές αναφορικά με τις δηλωθείσες δαπάνες/αγορές-εισροές. Συγκεκριμένα, οι δηλωθείσες με τις δηλώσεις της ΦΕνπ και ΦΠΑ ήταν ιδιαιτέρως υψηλότερες σε σχέση με τις δηλωθείσες με τις συγκεντρωτικές καταστάσεις της πελατών-προμηθευτών.
γ) Ο προσφεύγων ήταν ο διαχειριστής της εταιρείας με ΑΦΜ………………(«…………»), η οποία είχε εξουσιοδοτηθεί για την υποβολή δηλώσεων της ως άνω εταιρείας με ΑΦΜ ……….. («………………….»), και ταυτόχρονα ο υπογράφων τις δηλώσεις της ΦΕνπ και ΦΠΑ τις συγκεντρωτικές καταστάσεις της (φορολογικών παραστατικών) πελατών-προμηθευτών.
δ) Ο προσφεύγων υπέβαλε τις δηλώσεις ΦΠΑ και τις δηλώσεις ΦΕνπ της ως άνω εταιρείας με ΑΦΜ………..(«…………..») με αυθαίρετα και αναληθή στοιχεία, χωρίς να υπάρχουν τα αντίστοιχα παραστατικά εισροών, κατά παράβαση των οριζόμενων στο άρθρο 38 παρ. 3 του ν. 2873/2000.
Όπως προκύπτει σαφώς από την οικεία έκθεση ελέγχου του Προϊσταμένου της Υποδ/νσης Α’ Προληπτικών Ελέγχων (Τρίπολης) της ΥΕΔΔΕ Πάτρας (σελ. 3-4 αυτής), συναφώς η ΥΕΔΔΕ Πάτρας είχε εκδώσει και κοινοποιήσει (i) στον προσφεύγοντα (ως διαχειριστή της εταιρείας με ΑΦΜ ……………(«…………»), που είχε εξουσιοδοτηθεί, κατά τα προεκτεθέντα, από την εταιρεία με ΑΦΜ …………..(«……….»)) την υπ’ αριθμ ./…….2021 πρόσκληση του άρθρου 14 ν. 4174/2013 του Προϊσταμένου της να θέσει στη διάθεση του ελέγχου, μεταξύ άλλων, τα τηρούμενα λογιστικά της αρχεία (βιβλία και ληφθέντα και εκδοθέντα φορολογικά παραστατικά) από ενάρξεώς της μέχρι και 31.12.2020 και (ii) στον προαναφερθέντα διαχειριστή της τελευταίας με ΑΦΜ……………την υπ’ αριθμ. πρωτ ./……..2021 νέα δεύτερη πρόσκληση του άρθρου 14 ν. 4174/2013 του Προϊσταμένου της. Ωστόσο, η ελεγχόμενη εταιρεία με ΑΦΜ ……………………(«………………») δεν ανταποκρίθηκε σε καμιά από τις προσκλήσεις αυτές.
ε) Το μέγεθος του κύκλου εργασιών της εταιρείας με ΑΦΜ …… («……») και το γεγονός ότι έπρεπε να χρησιμοποιεί διπλογραφικό λογιστικό σύστημα απαιτούσε επισταμένη λογιστική παρακολούθηση και όχι περιστασιακή και ευκαιριακή.
Από αυτό συνάγεται ότι οι δηλώσεις της ΦΠΑ και ΦΕνπ υποβάλλονταν (ανακριβώς) από τον προσφεύγοντα μόνο και μόνο για να προσδοθεί αληθοφάνεια στις συναλλαγές της και να μην κινηθούν υποψίες στη Φορολογική Διοίκηση σχετικά με τις συναλλαγές της.
στ) Για σκοπούς έναρξης της εταιρείας με ΑΦΜ …………………. («…………….») στο ΓΕΜΗ ο προσφεύγων δήλωσε δικό του τραπεζικό λογαριασμό.
Από αυτό συνάγεται ότι γνώριζε πως η εταιρεία δε διέθετε δικό της τραπεζικό λογαριασμό, αν και φερόταν (σύμφωνα με τις δηλώσεις της στη Φορολογική Διοίκηση) να διενεργεί πλήθος εμπορικών συναλλαγών.
Επειδή, με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση ενδικοφανούς προσφυγής του ο προσφεύγων προβάλλει ότι:
α) Εν προκειμένω ο έλεγχος, διά των ως άνω προσβαλλόμενων πράξεων, όχι μόνο δεν εξετάζει εις βάθος τη σχέση του με την προαναφερθείσα εταιρεία με ΑΦΜ …………………(«………………
…………»), αρκούμενος στο απλό γεγονός της υποβολής των φορολογικών δηλώσεων, αλλά τεκμαίρει από μόνη την υπογραφή του την ύπαρξη δόλου, (αυτο)απαλλασσόμενος από το καθήκον του να αιτιολογεί με ακρίβεια τα γεγονότα, στα οποία ερείδεται η υπό κρίση παραβίαση.
β) Οι διαπιστωθείσες παραβάσεις βαρύνουν κατά κύριο λόγο την ως άνω εταιρεία, η οποία διέθετε εσωτερικό λογιστήριο, μάλιστα δε η σχέση του ιδίου με το λογιστήριό της δεν είχε τον χαρακτήρα απλής συνεργασίας, καθώς ως εξωτερικός συνεργάτης δεχόταν σαφείς κατευθύνσεις για την υποβολή των δηλώσεων της εταιρείας, ενώ δεν μπορούσε, αντικειμενικά, να διαθέτει παραπάνω πληροφόρηση από αυτή που λάμβανε από την εταιρεία.
γ) Επί 42 και πλέον έτη ασκεί το επάγγελμα του λογιστή και κατά τη διάρκεια της παρέλευσης των ετών αυτών έχει συνεργασθεί με πλήθος εταιρειών και ουδέποτε κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του υπήρξε το παραμικρό πρόβλημα και ουδέποτε έχει κατηγορηθεί ούτε για πταίσμα. Έχει λευκό ποινικό μητρώο και εντούτοις κατηγορείται ως συνεργός στην τέλεση εγκλημάτων φοροδιαφυγής για τα έτη 2017-2020 της ως άνω εταιρείας, κάτι το οποίο δεν ευσταθεί σε καμία περίπτωση και ουδέν αδίκημα φοροδιαφυγής με πρόθεση έχει τελέσει και ούτε ένα ευρώ δεν έχει αποκομίσει από τη δήθεν τέλεση εκ μέρους του εγκλημάτων φοροδιαφυγής.
Επειδή, ο ισχυρισμός αυτός του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως νόμω και εν μέρει ως ουσία αβάσιμος. Κι αυτό, γιατί:
α) Όπως προκύπτει σαφώς από τη συμπροσβαλλόμενη με τις ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις, ως συνιστώσα την αιτιολογία τους, από 11.3.2024 οικεία έκθεση ελέγχου εφαρμογής διατάξεων του ν. 4987/2022 του Προϊσταμένου της Υποδ/νσης Α’ Προληπτικών Ελέγχων (Τρίπολης) της ΥΕΔΔΕ Πάτρας και συγκεκριμένα από τις σελ. 9-11 σε συνδυασμό με τις σελ. 1 και 4-6 αυτής, ο εν λόγω Προϊστάμενος έκρινε ότι ο προσφεύγων εν γνώσει του υπέγραψε ανακριβείς δηλώσεις ΦΕνπ και ΦΠΑ της εταιρείας με ΑΦΜ ………………(«……………») για τις περιόδους 01.01.2017 31.12.2017, 01.01.2018-31.12.2018, 01.01.2019-31.12.2019 και 01.01.2020-31.12.2020 (και με αυτόν τον τρόπο συνήργησε με το ως άνω πρόσωπο με ΑΦΜ……….., διαχειριστή της εταιρείας αυτής, στη διάπραξη των εγκλημάτων φοροδιαφυγής που περιγράφονται στην προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 του ν. 4174/2013) επί τη βάσει της παραβίασης της υποχρέωσης που υπείχε κατά την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 38 παρ. 3 εδ. α’ του ν. 2873/2000 (όπως ίσχυε κατά τις ως άνω κρίσιμες ημερομηνίες) να μεριμνήσει για την ακρίβεια των δηλωθέντων φορολογικών και οικονομικών δεδομένων που προέκυπταν από τα τηρούμενα λογιστικά της βιβλία, βεβαιώνοντας (διά της υπογραφής του) την ακρίβεια αυτή.
Το συμπέρασμα αυτό βασίστηκε κυρίως, αρχικά στο γεγονός ότι κατά το χρόνο σύστασης του νομικού προσώπου εσφαλμένα δηλώθηκε ο ατομικός τραπεζικός λογαριασμός του προσφεύγοντος αντί για επιχειρηματικό λογαριασμό του νομικού προσώπου και εν συνεχεία
(i) στη διαπίστωση μεγάλων διαφορών αναφορικά με τις δηλωθείσες δαπάνες/αγορές-εισροές μεταξύ δηλώσεων ΦΕνπ και ΦΠΑ συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών-προμηθευτών (οι πρώτες ιδιαιτέρως υψηλότερες, ως μη τεκμηριωθείσες με σχετικά φορολογικά παραστατικά (δεδομένου ότι δεν προσκομίστηκαν τέτοια στον έλεγχο της ΥΕΔΔΕ), σε σχέση με τις δεύτερες),
(ii) στη διαπίστωση έκδοσης εικονικών φορολογικών παραστατικών μεγάλης αξίας και
(iii) στην υπογραφή εκ μέρους του προσφεύγοντος, ως λογιστή, των ως άνω ανακριβώς υποβληθεισών δηλώσεων ΦΠΑ και ΦΕνπ και των συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών-προμηθευτών της εταιρείας (ήτοι δηλώσεων υποβληθεισών από τον ίδιο με διαφορετικά δεδομένα σε σχέση με τις συγκεντρωτικές καταστάσεις) για τις ως άνω περιόδους, στα πλαίσια εξουσιοδότησης που είχε παράσχει η τελευταία στην εταιρεία με ΑΦΜ……………………..(«………..»), της οποίας διαχειριστής ήταν ο προσφεύγων, ως «έμμεσες αποδείξεις», ήτοι «αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις, συνολικά θεωρούμενες», σύμφωνα με τα ως άνω κριθέντα (ομόφωνα) με την προπαρατεθείσα σκέψη 8 της υπ’ αριθμ. 884/2016 απόφασης (7μ.) του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
β) Μόνη η επίκληση από τον προσφεύγοντα του ότι
1) η ως άνω εταιρεία με ΑΦΜ ……………. («………………….») διέθετε εσωτερικό λογιστήριο, ο ίδιος ήταν δε εξωτερικός συνεργάτης της και με αυτή του την ιδιότητα δεχόταν σαφείς κατευθύνσεις για την υποβολή των δηλώσεών της, ενώ δεν μπορούσε, αντικειμενικά, να διαθέτει παραπάνω πληροφόρηση από αυτή που λάμβανε από την εταιρεία,
2) επί 42 και πλέον έτη ασκεί το επάγγελμα του λογιστή και κατά τη διάρκεια της παρέλευσης των ετών αυτών έχει συνεργασθεί με πλήθος εταιρειών και ουδέποτε κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του υπήρξε το παραμικρό πρόβλημα και ουδέποτε έχει κατηγορηθεί ούτε για πταίσμα, έχει δε λευκό ποινικό μητρώο, και
3) ο έλεγχος τεκμαίρει από μόνη την υπογραφή του την ύπαρξη δόλου δεν τεκμηριώνει με βεβαιότητα (πλήρης απόδειξη) τον ισχυρισμό του ότι δεν έχει διαπράξει κανένα αδίκημα φοροδιαφυγής με πρόθεση και ούτε ένα ευρώ δεν έχει αποκομίσει από τη δήθεν τέλεση εκ μέρους του εγκλημάτων φοροδιαφυγής, οι δε διαπιστωθείσες παραβάσεις βαρύνουν κατά κύριο λόγο την ίδια την εταιρεία, αφού συναφώς -και δεδομένης της δικής του (αυξημένης) ευθύνης κατά την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 38 παρ. 3 εδ. αζ ν. 2873/2000– δεν τεκμηριώνεται με βεβαιότητα η τυχόν παραπλάνησή του από την εταιρεία κατά την υπογραφή των δηλώσεών της.
Για τους λόγους αυτούς, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση ενδικοφανούς προσφυγής πρέπει να απορριφθεί εν μέρει ως νόμω και εν μέρει ως ουσία αβάσιμος, κατά την ειδικότερη ως άνω ανάλυση.
Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παρ. 6 του ν. 5104/2024, όπως ισχύουν κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης της Υπηρεσίας μας: «Αν με την απόφαση ακυρώνεται, μερικά ή ολικά, ή τροποποιείται η πράξη της Φορολογικής Διοίκησης, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών οφείλει να αιτιολογεί την απόφαση αυτή επαρκώς με νομικούς ή και πραγματικούς ισχυρισμούς. Σε περίπτωση απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, η αιτιολογία μπορεί να συνίσταται στην αποδοχή των διαπιστώσεων της οικείας πράξης της Φορολογικής Διοίκησης.
Επειδή, κατά τα λοιπά, οι διαπιστώσεις του υπό κρίση ελέγχου, όπως αυτές αποτυπώνονται στην από 11.3.2024 οικεία έκθεση ελέγχου εφαρμογής διατάξεων του ν. 4987/2022 του Προϊσταμένου της Υποδ/νσης Αζ Προληπτικών Ελέγχων (Τρίπολης) της ΥΕΔΔΕ Πάτρας, επί της οποίας εδράζονται οι ως άνω προσβαλλόμενες πράξεις, κρίνονται βάσιμες και πλήρως, ειδικώς και σαφώς αιτιολογημένες. Για το λόγο αυτό, γίνονται πλήρως αποδεκτές με την παρούσα απόφαση της Υπηρεσίας μας, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 6 εδ. β ν. 5104/2024 (όπως ισχύει κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης της Υπηρεσίας μας).
Αποφασίζουμε
την απόρριψη