Χρειάστηκαν 220.000 πίνακες ζωγραφικής, και πέντε χρόνια κοπιαστικής δουλειάς για να ολοκληρωθούν «Οι χωρικοί», η νέα ταινία κινουμένων σχεδίων των Ντορότα Κομπιέλα και Χιού Βέλχμαν, αμφότεροι υπεύθυνοι για το «Ο Αγαπημένος σου Βίνσεντ» του 2017, με ήρωα τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ και τεχνοτροπία ταιριαστά εξπρεσιονιστική, σαν τους δικούς του πίνακες. Κι όμως, το μυθιστόρημα με το οποίο καταπιάνονται εδώ, έκανε περισσότερα χρόνια να γραφτεί, απ’ όσα έκανε να γυριστεί η ταινία: Ο γεννημένος στην Πολωνική επαρχία Βλάντισλαβ Ρέιμοντ, ξεκίνησε να γράφει το βιβλίο του το 1897, για να το ολοκληρώσει το 1909, μετά από πολλές περιπέτειες με την υγεία του, φτιάχνοντας ουσιαστικά μια μεγαλόπνοη, ηθογραφική παραβολή, καμωμένη από τις δικές του αναμνήσεις. Για το βιβλίο αυτό, που σήμερα θεωρείται η σημαντικότερη προσφορά της χώρας στη παγκόσμια λογοτεχνία, κέρδισε το βραβείο Νόμπελ το 1924 – δύο χρόνια πριν, «Οι χωρικοί» είχαν ήδη μεταφερθεί, για πρώτη φορά, στον κινηματογράφο.

Κεντρική ηρωίδα η 19χρονη Γιάγκνα που μεγαλώνει στη Λίπκα, ένα χωριό της βορειοκεντρικής Πολωνίας, στις αρχές του 20ου αιώνα. Αναγκάζεται να παντρευτεί έναν πολύ μεγαλύτερό της πλούσιο γαιοκτήμονα που, ακολούθως, μεταφέρει στο όνομα της τα καλύτερα χωράφια του. Εκείνη βέβαια αγαπά τον γιο του αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, ειδικά σε εποχές σαν κι αυτή, με τις αλλαγές να διαδέχονται η μία την άλλη, και τη ζωή να αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική τους μελαγχολία, που θα έλεγε και ο Σαββόπουλος. Σκληρές οι εποχές, σκληροί και οι άνθρωποι. Η δε δράση χωρίζεται σε τέσσερις εποχές, ξεκινώντας από το φθινόπωρο και φτάνοντας μέχρι το καλοκαίρι. Και οι Κομπιέλα & Βέλχμαν, δίχως την ξεκάθαρη πυξίδα του Βαν Γκογκ, ακολουθούν μια πιο περίπλοκη διαδρομή, αναζητώντας στην εικόνα τον ιμπρεσιονιστικό τόνο του συγγραφέα. Είναι αυτή η επιλογή που δίνει στην ταινία μια διαχρονική αίσθηση, την ίδια στιγμή που αισθάνεσαι πως παρακολουθείς εικόνες «παγωμένες» στο χρόνο, παγιδευμένες ανάμεσα στον λυρισμό και την τεκμηρίωση. Και στο αισθητικό αυτό κομψοτέχνημα αντανακλάται όλη η πλάση, στην τρυφεράδα αλλά και την αγριότητα της. Γιατί κάθε άνθρωπος στη γη είναι απόγονος όλων των αρχόντων και όλων των σκλάβων που έζησαν ως τώρα.

Στη «Λίμνη Φάλκον» στο Κεμπέκ είναι που περνά τις διακοπές του ο 14χρονος Γάλλος Μπαστιάν και η οικογένεια του. Εκεί θα γνωρίσει την 16χρονη Χλόη, την κόρη της οικογενειακής φίλης που τους φιλοξενεί. Boy meets girl, η πιο συνηθισμένη ιστορία του κόσμου θα πείτε. Κι όμως, από το πρώτο πλάνο έχεις την αίσθηση πως όλα εδώ μοιάζουν «γνήσια» και «αυθεντικά». Γιατί η Σαρλότ Λεμπόν, σε ένα ντεμπούτο σπάνιας ευαισθησίας, μοιάζει να κινηματογραφεί τα πάντα για πρώτη φορά – κι εμείς νιώθουμε σα να τα βλέπουμε πρώτη φορά. Δύσκολο να σε υποβάλλει κάτι στο ξεκίνημα του, και η Λεμπόν διατηρεί σταθερό το βλέμμα της μέχρι τέλους, ακόμα κι όταν τα πράγματα μοιάζουν περίπλοκα: Τόσο μακριά και τόσο κοντά στην εφηβεία ο Μπαστιάν, τόσο μακριά και τόσο κοντά στην ενηλικίωση η Χλόη. Ο πρώτος επιθυμεί διακαώς να την φτάσει, η δεύτερη μοιάζει να τη φοβάται.

Γι’ αυτό και το σμίξιμο τους είναι τόσο ταιριαστό, γι’ αυτό και εκείνος θα δεχτεί να περάσει από διάφορες δοκιμασίες για την αγάπη της, όπως, για παράδειγμα, να κολυμπήσει στη λίμνη που σύμφωνα με τη Χλόη κρύβει μέσα της ένα φάντασμα – κι αυτός δεν ξέρει καν να κολυμπά. Ο μεγαλύτερος άθλος της Λεμπόν είναι η ευκρίνεια με την οποία φιλμογραφεί το αχαρτογράφητο και απροσδιόριστο τοπίο της εφηβείας, και αυτή είναι που «ξεκλειδώνει» μοναδικά όλο το δράμα. Αφήστε δε που η τρυφεράδα της γραφής της δεν μπλοκάρει ούτε τη μελαγχολία, αλλά ούτε και το παιχνίδισμα με το Φανταστικό (άλλωστε, σε αυτή την ηλικία, όλα δείχνουν ακόμα Φανταστικά), που οδηγεί την ταινία σε ένα υπέροχα ανοιχτό φινάλε. Σημειώστε πως η «Λίμνη Φάλκον» παρουσιάστηκε στην 15νθήμερο των Σκηνοθετών στο Φεστιβάλ των Καννών, και είναι βασισμένη σε ένα κόμικ («Une soeur», του Μπαστιάν Βιβέ).

Πηγή