Με την απόφαση 282/2025 το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι, λογιστής που συνδράμει στην έκδοση εικονικών τιμολογίων (κατασκευή, συμπλήρωση και προμήθεια) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «παντελώς αμέτοχος» σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 40 παρ. 3 του ν. 3220/2004.
Ιστορικό
Η υπόθεση αφορά αίτηση αναίρεσης που υπέβαλε λογιστής κατά της ΑΑΔΕ, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, η οποία είχε απορρίψει την προσφυγή του κατά πράξης επιβολής προστίμου 326.200 € για την έκδοση πλαστών-εικονικών φορολογικών στοιχείων (τιμολογίων) για το έτος 2003.
✍ Ο λογιστής προέβαλε μεταξύ άλλων ότι μη νομίμως κρίθηκε με την απόφαση του εφετείου ότι ο ίδιος δεν μπορεί να θεωρηθεί “παντελώς αμέτοχος” στην έκδοση των ένδικων πλαστών-εικονικών τιμολογίων και να υπαχθεί στην απαλλακτική διάταξη του άρθρου 40 παρ. 3 του ν. 3220/2004. Ειδικότερα, προέβαλε ότι η μέχρι πρότινος νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για την έννοια του “παντελώς αμέτοχου” περιορίζεται στην περίπτωση προσώπου που κατασκεύασε και προμήθευσε πλαστά στοιχεία όχι από τη δική του επιχείρηση, αλλά από επιχείρηση τρίτου, χωρίς να υπεισέρχεται σε ειδικότερες περιπτώσεις έκδοσης πλαστών στοιχείων κατόπιν εντολής τρίτου.
Συγκεκριμένα, ο λογιστής ισχυρίστηκε ότι δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του ζητήματος εάν θεωρείται παντελώς αμέτοχο, κατά την έννοια του άρθρου 40παρ. 3 του ν. 3220/2004 (αναλόγως εφαρμοζόμενου), πρόσωπο, το οποίο δίχως οικονομικό ή έτερο ίδιον όφελος, απλώς συμπληρώνει φορολογικά στοιχεία (για την ορθότερη συμπλήρωση αυτών) κατόπιν εντολής τρίτου, ο οποίος επωφελείται από την έκδοση των εν λόγω πλαστών στοιχείων.
Το ΣτΕ για τον συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης έκρινε ότι:
-Από τις διατάξεις των 1, 2 και 12 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ. Π.Δ. 186/1992 Α΄ 84) και των άρθρων 5 παρ. 1 και παρ. 10 περ. β΄ ν. 2523/1997 συνάγεται ότι επιτρέπεται η επιβολή προστίμου και στις περιπτώσεις που οι παραβάσεις του Κ.Β.Σ. διενεργούνται από τρίτο πρόσωπο, το οποίο αποδεδειγμένα συμπράττει στις πράξεις ή στις παραλείψεις που έχουν ως συνέπεια τα βιβλία και στοιχεία των επιτηδευματιών να μην εμφανίζουν την πραγματική κατάσταση. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση εκδόσεως εικονικού στοιχείου, το οποίο φέρεται ότι εκδόθηκε από οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση, για την οποία αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχη στη συγκεκριμένη συναλλαγή, κατά το άρθρο 40 παρ. 3 του ν. 3220/2004 (Α΄ 15), η σχετική διοικητική κύρωση του προστίμου επιβάλλεται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται, ανεξάρτητα από το εάν αυτός έχει ή όχι την ιδιότητα του επιτηδευματία (πρβλ. ΣτΕ 3276/2014). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 40 παρ. 3 του ν. 3220/2004, από την επιβολή των αναλογούντων φόρων, τελών και εισφορών και, γενικά, των κάθε είδους φορολογικών επιβαρύνσεων και διοικητικών κυρώσεων, που συνεπάγεται η έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, απαλλάσσεται το πρόσωπο που φέρεται ότι ασκεί την επιχείρηση που έχει εκδώσει τα εικονικά στοιχεία και αποδεικνύει ότι είναι παντελώς αμέτοχο στη συγκεκριμένη συναλλαγή.
– Ως εκ τούτου, πρόσωπο, και μάλιστα, λογιστής, ο οποίος, καθ’ υπόδειξη άλλου προσώπου, κατασκεύασε-συμπλήρωσε και προμήθευσε πλαστά-εικονικά φορολογικά στοιχεία, για ανύπαρκτες συναλλαγές, τα οποία έχουν εκδοθεί όχι από δική του επιχείρηση, αλλά από υπαρκτή επιχείρηση τρίτου, δεν μπορεί να υπαχθεί στην, κατά την απαλλακτική διάταξη του άρθρου 40 παρ. 3 του ν. 3220/2004, έννοια του «παντελώς αμετόχου» στις συγκεκριμένες συναλλαγές για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα φορολογικά στοιχεία. Επομένως νομίμως επιβάλλεται σε βάρος του πρόστιμο για την παράβαση της έκδοσης πλαστών-εικονικών φορολογικών στοιχείων (πρβλ. ΣτΕ 858/2017, ΣτΕ 249/2024 παραπεμπτική στην 7μελή σύνθεση, 3276/ 2014).
– Συνεπώς η κρίση του διοικητικού εφετείου περί του ότι ο λογιστής δεν μπορεί να θεωρηθεί “παντελώς αμέτοχος”, κατά την έννοια της απαλλακτικής διάταξης του άρθρου 40 παρ. 3 του ν. 3220/2004, στην έκδοση των ένδικων πλαστών-εικονικών φορολογικών στοιχείων είναι νόμιμη.
Τούτο ενόψει της συνομολόγησης από τον λογιστή, ως πάροχο οργανωμένων υπηρεσιών τήρησης λογιστικών βιβλίων, ότι εξέδωσε ιδιοχείρως τα ένδικα τιμολόγια, καθ’ υπόδειξη του συζύγου της φερόμενης ως εκδότριας αυτών, “για την καλή σύνταξη του κειμένου”, τελώντας, συνεπώς, σε πλήρη γνώση της, κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά με την απόφαση του εφετείου και μη αμφισβητούμενης από τον ίδιο, διαφοροποίησης της αναγραφόμενης αξίας μεταξύ του σώματος και του στελέχους αυτών [στο σώμα αναγράφεται αξία συναλλαγής μεγαλύτερη από την αναγραφόμενη στα στελέχη].
✍ Ο λογιστής προέβαλε επίσης ως λόγο αναίρεσης της απόφασης του εφετείου, ότι ενήργησε καλόπιστα στην έκδοση φορολογικών στοιχείων, αποκλειστικά και μόνο κατόπιν εντολής τρίτου, μη δυνάμενος να ελέγξει την ορθότητα και τη νομιμότητα της εντολής που έλαβε.
Το ΣτΕ και γι’ αυτό το λόγο έκρινε ότι: Περαιτέρω, ενόψει της κατά τα ανωτέρω, απόρριψης του δευτέρου λόγου αναιρέσεως (ως παντελώς αμέτοχου), ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος. Τούτο διότι, ανεξαρτήτως ότι, όπως έχει κριθεί, επί εικονικών φορολογικών στοιχείων, που αφορούν συναλλαγή η οποία δεν έχει πραγματοποιηθεί, ως εν προκειμένω, δεν νοείται καλή πίστη ούτε του λήπτη, αλλά ούτε και του εκδότη φορολογικού στοιχείου, εφόσον διαπιστωθεί εικονικότητα της σχετικής συναλλαγής (ΣτΕ 800/2023, πρβλ. ΣτΕ 406/2019, ΣτΕ 336/2018, ΣτΕ 1829/2016, ΣτΕ 223/2015), δεν μπορεί πάντως να θεωρηθεί ότι συντρέχει το στοιχείο της καλής πίστης στο πρόσωπο του λογιστή. Ο λογιστής, υπό τις εκτεθείσες στην αντιμετώπιση του δεύτερου λόγου αναιρέσεως ειδικότερες περιστάσεις της παρούσης υποθέσεως, δεν είναι “παντελώς αμέτοχος”, αλλά έχει συμμετάσχει στην έκδοση πλαστών-εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτες συναλλαγές.