ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

30/09/2024

ΣτΕ Α’ 1368/2024 7μ.

Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Μ.-Αλ.Τσακάλη, Σύμβουλος της Επικρατείας

 
Παύση λειτουργίας από 1.1.2017 του ΕΤΑΤ, εντασσόμενου στον ΕΦΚΑ, κατ’ άρ. 53 παρ. 1 περ. Η του ν. 4387/2016 και αναπροσαρμογή κατ’ άρ. 73 Α του ν. 4387/2016 των προβλεπόμενων από τις καταστατικές διατάξεις του ΤΕΑΠΕΤΕ προσυνταξιοδοτικών και λοιπών παροχών που καταβάλλονταν από το ΕΤΑΤ προς τους πρώην υπαλλήλους της Εμπορικής Τράπεζας. Μετ’ εννόμου συμφέροντος ασκείται αίτηση ακύρωσης κατά της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης από τον Σύλλογο με μέλη δικαιούχους προσυνταξιοδοτικής παροχής, οι οποίοι υπήχθησαν στο ΕΤΑΤ και συνταξιοδοτήθηκαν μετά την 18.4.2006, κατ’ άρ. 61 του ν. 3371/2005 και 26 του ν. 3455/2006, ενώ άνευ εννόμου συμφέροντος πλήσσεται η πράξη αυτή από τη δεύτερη και τρίτη αιτούσα, συνταξιούχους πριν από την 18.4.2006 που δεν ελάμβαναν παροχή από το ΕΤΑΤ. Έλλειψη συνάφειας δεύτερης και τέταρτης προσβαλλόμενης πράξης με την πρώτη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη. Κατάργηση δίκης ως προς την τρίτη προσβαλλόμενη πράξη. Αρμοδίως εκδόθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη από τον Υφυπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, βάσει ΚΥΑ, η οποία ευρίσκει αυτοτελές έρεισμα στο άρ. 83 παρ.2 του Συντ.. Οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 θεσπίστηκαν λόγω αδυναμίας καταβολής των ανωτέρω παροχών από το ΕΤΑΤ στο ύψος που προέβλεπαν οι καταστατικές διατάξεις του ΤΕΑΠΕΤΕ, είναι δε αναγκαίες και πρόσφορες για την επίτευξη του σκοπού θέσπισής τους, ο οποίος συνιστά σοβαρό λόγο δημοσίου συμφέροντος. Η κατ’ άρ. 73 Α του ν. 4387/2016 αναπροσαρμογή των προσυνταξιοδοτικών παροχών μέσω της θέσπισης νέου, μειωμένου ποσοστού αναπλήρωσης (0,93% χ 2 από 1,65714 % χ 2), δεν χωρεί σε τέτοιο επίπεδο ώστε να τίθεται ζήτημα επάρκειας των παροχών. Οι αρχές της ισότητας και αναλογικότητας ουδόλως εμποδίζουν τον νομοθέτη να επιβάλει για λόγους δημοσίου συμφέροντος μειώσεις σε παροχές το ύψος των οποίων είχε διαμορφωθεί ως αποτέλεσμα της ιδιωτικής βούλησης στο πλαίσιο της συλλογικής αυτονομίας. Απορριπτέος ο ισχυρισμός ότι το συσταθέν με ΣΣΕ ΤΕΑΠΕΤΕ συγχωνεύεται στον ΕΦΚΑ. Απορριπτέος ο ισχυρισμός ότι αντίκειται στο Σύνταγμα η παράλειψη του νομοθέτη να υποχρεώσει την εργοδότρια Τράπεζα να καταβάλει εκ νέου στο ΕΤΑΤ, δυνάμει νέας επικαιροποιημένης μελέτης, συμπληρωματική εισφορά, προκειμένου να διατηρηθεί το προϋφιστάμενο καθεστώς. Τυχόν δε ενοχικές αξιώσεις των συνταξιούχων του ΤΕΑΠΕΤΕ κατά της Τράπεζας, η οποία έχει εγγυητική ευθύνη βάσει των καταστατικών διατάξεων να καλύπτει τα ελλείμματα του εν λόγω Ταμείου- περί των οποίων αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια- δεν μετετράπησαν πάντως σε δημοσίου δικαίου δικαιώματα λήψης προσυνταξιοδοτικών παροχών από τον δημόσιο φορέα. Εξάλλου, η ένταξη του ΕΤΑΤ στον ΕΦΚΑ, η οποία αποφασίστηκε μετά τη σύνταξη της αναλογιστικής μελέτης με την οποία συνοδεύθηκαν οι ρυθμίσεις του ν. 4387/2016, δεν είναι ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να κλονίσει τη βιωσιμότητα του ΕΦΚΑ, σε κάθε δε περίπτωση η δεινή οικονομική κατάσταση του ΕΤΑΤ κατέστησε αναγκαία την ένταξη αυτού στον ΕΦΚΑ. Εφόσον οι επίμαχες μειώσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος ο λόγος ακύρωσης ότι οι σχετικές ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 παραβιάζουν το άρ.1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ είναι αβάσιμος. Τέλος, απορριπτέοι είναι οι ισχυρισμοί ότι οι επίμαχες διατάξεις του ν. 4387/2016 αντίκεινται στο άρ. 72 παρ.1 και 2 της 102 ΔΣΕ, στην παρ.3 του άρ. 70 του Μέρους ΧII του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας, στο άρ.11 της ΕΣΔΑ και στο άρ. 12 παρ.3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη.
 
Η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση (Φ.80000/οίκ.60871/16291/2.1.2017, φ. Β’ 3), με την οποία διαπιστώνεται η παύση λειτουργίας, από 1.1.2017, των φορέων που παρατίθενται στο άρ.53 του ν. 4387/2016, μεταξύ των οποίων και το ΕΤΑΤ, μετ’ εννόμου συμφέροντος πλήσσεται από τον αιτούντα Σύλλογο, ο οποίος είναι σωματείο που κατά το καταστατικό του ενεργεί για την προάσπιση των συμφερόντων των μελών του, συνταξιούχων του ΤΕΑΠΕΤΕ, μεταξύ των οποίων και οι δικαιούχοι προσυνταξιοδοτικής παροχής που υπήχθησαν στο ΕΤΑΤ και συνταξιοδοτήθηκαν μετά την 18.4.2016, ενώ η δεύτερη και τρίτη αιτούσα, ως συνταξιούχοι ήδη πριν από την 18.4.2006, δεν ελάμβαναν παροχή από το ΕΤΑΤ και, συνεπώς, άνευ εννόμου συμφέροντος πλήσσουν την πράξη αυτή. Η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση (Φ.80000/οίκ.60871/16291/2.1.2017, φ. Β’ 55), αφορώσα το σύστημα ρυθμίσεων του ν. 4387/2016 σχετικά με τον κλάδο των εφάπαξ παροχών, καθώς και η τέταρτη προσβαλλόμενη απόφαση (Φ.80000/55949/14809/27.12.2016, φ. Β’ 4288), με την οποία ρυθμίζονται τα ζητήματα διάρθρωσης και καθηκόντων των υπηρεσιών των κλάδων επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ παροχών του ΕΤΕΑΕΠ, δεν είναι συναφείς με την πρώτη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη, δεν συντρέχει δε περίπτωση να διαταχθεί χωρισμός του δικογράφου (άρ. 45 παρ.6 π.δ. 18/1989), εφόσον δεν προβάλλονται λόγοι αναγόμενοι σε αυτοτελείς πλημμέλειες των πράξεων αυτών, οι οποίες, ως εκ τούτου, απαραδέκτως προσβάλλονται. Η τρίτη προσβαλλόμενη απόφαση (Φ. ΕΦΚΑ/οικ.59522/2205/29.12.2016, φ. Β’ 4486), με την οποία εγκρίθηκε ο Κανονισμός Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του ΕΦΚΑ, αντικαταστάθηκε μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης από την απόφαση Φ.ΕΦΚΑ/οικ.22424/861/2017 (Β’ 1720) και δη από τον χρόνο κατά τον οποίο η προσβαλλόμενη πράξη ίσχυσε (1.1.2017). Συνεπώς, η δίκη πρέπει να καταργηθεί κατά το μέρος τούτο, κατ’ άρ. 32 παρ.1 του π.δ. 18/1989.

Αρμοδίως εκδόθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη από τον Υφυπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Αν. Πετρόπουλο, βάσει της ΚΥΑ 44549/Δ9.12193/8.10.2015, η οποία ευρίσκει αυτοτελές έρεισμα στο άρ.83 παρ.2 του Συντ. και η οποία, ως εκ τούτου, δεν εθίγη από τη μεταγενέστερη εξουσιοδοτική διάταξη (για την έκδοση υπουργικής απόφασης) του άρ. 100 παρ.1 και 2 εδ. β’ του ν. 4387/2016, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι αβάσιμα. Το ΤΕΑΠΕΤΕ, το οποίο συνεστήθη με ΣΣΕ ως ειδικός λογαριασμός επικουρικής ασφάλισης χωρίς νομική προσωπικότητα, χορηγούσε στους ασφαλισμένους του, εργαζομένους στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, μεταξύ άλλων, προσυνταξιοδοτική παροχή, η οποία αντιστοιχούσε στο άθροισμα της κύριας και επικουρικής σύνταξης, η δε απονομή της προϋπέθετε την αποχώρηση από την Εμπορική Τράπεζα και τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων στο Καταστατικό του χρόνων ασφάλισης και όπου απαιτείτο του ορίου ηλικίας. Εξάλλου, από 18.4.2006, οι προσυνταξιοδοτικές παροχές και διαφορές επικουρικών συντάξεων των ασφαλισμένων μέχρι την 31.12.1992 του ΤΕΑΠΕΤΕ καταβάλλονταν πλέον από το ΕΤΑΤ (άρ. 61 ν. 3371/2005 και 26 ν. 3455/2006), όπως έχει δε κριθεί ( ΣτΕ 2197-2201/2010 Ολομ.), η υποχρεωτική υπαγωγή του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων στο ΕΤΑΤ δεν αντίκειται στο Σύνταγμα ή σε άλλες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις. Όμως, ενόψει και της γενικότερης οικονομικής κρίσης, το ΕΤΑΤ αδυνατούσε να χορηγήσει τις παροχές στο ύψος αυτό, προκειμένου δε να διασφαλιστεί ο πυρήνας του δικαιώματος λήψης της προσυνταξιοδοτικής παροχής, κρίθηκε επιβεβλημένη η ένταξη του ΕΤΑΤ στον ΕΦΚΑ και, κατ’ ακολουθίαν, αναγκαίος ο επανακαθορισμός του τρόπου υπολογισμού της εν λόγω παροχής (τόσο για τους ασφαλισμένους όσο και τους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ), με την τροποποίηση μόνο του ποσοστού αναπλήρωσης. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι τεκμηριώνεται επαρκώς η αναγκαιότητα καταβολής από τον ΕΦΚΑ των καταβαλλομένων από αυτό προσυνταξιοδοτικών και λοιπών παροχών. Εξάλλου, η μείωση των προσυνταξιοδοτικών παροχών δύναται να είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τις μειώσεις των κύριων και επικουρικών συντάξεων, δοθέντος ότι, σε αντίθεση με τις τελευταίες, οι οποίες προϋποθέτουν επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και, κατά συνέπεια, αδυναμία βιοπορισμού, η καταβολή των προσυνταξιοδοτικών παροχών συνδέεται με την κινητικότητα των εργαζομένων. Με τα δεδομένα αυτά, η κατ’ άρ. 73 Α του ν. 4387/2016 αναπροσαρμογή-μείωση των προσυνταξιοδοτικών παροχών μέσω της θέσπισης νέου, μειωμένου ποσοστού αναπλήρωσης (0,93% Χ 2 από 1,65714% Χ 2), δεν χωρεί σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να τίθεται ζήτημα επάρκειας των παροχών. Περαιτέρω, οι αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας ουδόλως εμποδίζουν τον νομοθέτη να επιβάλει για λόγους δημοσίου συμφέροντος μειώσεις σε παροχές, το ύψος των οποίων είχε διαμορφωθεί ως αποτέλεσμα της ιδιωτικής βούλησης στο πλαίσιο της συλλογικής αυτονομίας. Επιπλέον, ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι καθιστά υπέρμετρη την επιβάρυνση των μελών του το γεγονός ότι αυτά κατέβαλαν αυξημένες σε σχέση με τους λοιπούς συνταξιούχους εισφορές, παρίσταται απορριπτέος, διότι οι εν λόγω εισφορές δεν είναι ευθέως συγκρίσιμες με εκείνες που είχαν καταβάλει οι λοιποί συνταξιούχοι του τ. ΕΤΕΑΜ, εφόσον οι τελευταίες καταβλήθηκαν προς τον σκοπό της απονομής αποκλειστικά επικουρικής σύνταξης και όχι και προσυνταξιοδοτικής παροχής του ΤΕΑΠΕΤΕ, η οποία μάλιστα είναι ιδιαίτερα υψηλή, διότι κατ’ ουσίαν αντιστοιχεί προς το άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης των τραπεζοϋπαλλήλων, οδηγεί σε υπεραναπλήρωση εισοδήματος και καταβάλλεται πολύ νωρίτερα σε σχέση με την επικουρική σύνταξη που χορηγούσε το ΤΕΑΠΕΤΕ. Ο προβαλλόμενος δε ισχυρισμός ότι, κατά παράβαση των άρ.12, 22 παρ.2 και 5, 5 παρ.1, 106 παρ.1 του Συντάγματος και των άρ. 3 και 4 των 87 και 98 ΔΣΕ, αντιστοίχως, το ΤΕΑΠΕΤΕ συγχωνεύεται στον ΕΦΚΑ είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι η λειτουργία και η τύχη της τυχόν περιουσίας του ΤΕΑΠΕΤΕ δεν αποτέλεσε αντικείμενο ρύθμισης εκ μέρους του νομοθέτη, ο οποίος δεν το διέλυσε ούτε αφαίρεσε περιουσιακά του στοιχεία, τούτο δε ανεξαρτήτως αν το εν λόγω Ταμείο είχε ήδη, κατά τη σύσταση του ΕΤΑΤ, καταστεί ανενεργό στην πράξη. Συναφώς, ο ισχυρισμός ότι, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, το ΕΤΑΤ δεν μπορούσε να ενταχθεί στον ΕΦΚΑ προβάλλεται αβασίμως, εφόσον το ΕΤΑΤ αποτελεί νπδδ και όχι ιδιωτικό φορέα. Κατά τα λοιπά, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι στόχος των ρυθμίσεων των άρ. 51, 53 παρ. 1 περ. Η και 73Α του ν. 4387/2016 ήταν η απαλλαγή της πρώην Εμπορικής Τράπεζας από τυχόν υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις καταστατικές διατάξεις περί του προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΤΕΑΠΕΤΕ και πέραν όσων είχαν καθοριστεί με τον ν. 3455/2006. Αντιθέτως, η ένταξη στον ΕΦΚΑ του ΕΤΑΤ και η μείωση των προσυνταξιοδοτικών και λοιπών παροχών που το τελευταίο κατέβαλε βάσει των καταστατικών διατάξεων του ΤΕΑΠΕΤΕ εχώρησε λόγω αδυναμίας καταβολής των εν λόγω παροχών από το ΕΤΑΤ και στο μέτρο που αυτές έχουν τεθεί πλέον υπό την εγγύηση του ΕΦΚΑ. Επομένως, η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού θέσπισής της, ο οποίος συνιστά σοβαρό λόγο δημοσίου συμφέροντος, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, ενώ καθ’ ο μέρος πλήσσουν την ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη ως προς την ορθότητα των ληφθέντων μέτρων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα, εφόσον η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την επίτευξη σκοπού δημοσίου συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο. Ως εκ τούτου, είναι απορριπτέος ο προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι αντίκειται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις η παράλειψη του νομοθέτη να υποχρεώσει την εργοδότρια Τράπεζα να καταβάλει εκ νέου στο ΕΤΑΤ, δυνάμει νέας επικαιροποιημένης μελέτης, συμπληρωματική εισφορά, προκειμένου να διατηρηθεί το προϋφιστάμενο καθεστώς. Τυχόν δε ενοχικές αξιώσεις των συνταξιούχων του ΤΕΑΠΕΤΕ κατά της Τράπεζας, η οποία έχει εγγυητική ευθύνη βάσει των καταστατικών διατάξεων να καλύπτει τα ελλείμματα του εν λόγω Ταμείου και να διασφαλίζει την καταβολή των συμφωνηθεισών παροχών  – περί των οποίων αρμόδια να κρίνουν είναι τα πολιτικά δικαστήρια – δεν μετετράπησαν πάντως σε δημοσίου δικαίου δικαιώματα λήψης προσυνταξιοδοτικών παροχών από τον δημόσιο φορέα, δυνάμει του ν. 3371/2005. Δοθέντος ότι, κατά τα κριθέντα με την ΣτΕ 1891/2019 Ολομ., οι ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 σχετικά με την ίδρυση του ΕΦΚΑ συνοδεύθηκαν από την απαιτούμενη από το άρ. 22 παρ. 5 του Συντ. αναλογιστική μελέτη, ο λόγος ακύρωσης, καθ’ ο μέρος με αυτόν προβάλλεται έλλειψη εκπόνησης εν γένει αναλογιστικής μελέτης κατά την ψήφιση του ν. 4387/2016, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ο ίδιος λόγος, καθ’ ο μέρος με αυτόν προβάλλεται ότι αντίκειται στην ως άνω συνταγματική επιταγή η παράλειψη εκτίμησης, κατά την εκπόνηση της προεκτεθείσας αναλογιστικής μελέτης, της επιβάρυνσης του ΕΦΚΑ από την ένταξη σε αυτόν και των συνταξιούχων προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΑΤ, προβάλλεται αλυσιτελώς. Διότι η ένταξη του ΕΤΑΤ στον ΕΦΚΑ – η οποία, όπως προκύπτει και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου, αποφασίστηκε πράγματι μετά τη σύνταξη της ως άνω αναλογιστικής μελέτης – δεν είναι πάντως ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να κλονίσει τη βιωσιμότητα του ΕΦΚΑ, στον οποίο εντάχθηκε το σύνολο των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων της Χώρας. Σε κάθε δε περίπτωση, η δεινή οικονομική κατάσταση του ΕΤΑΤ κατέστησε αναγκαία την ένταξη της κατηγορίας αυτής δικαιούχων στον ΕΦΚΑ. Συνακόλουθα, αβασίμως προβάλλεται ότι η επίμαχη ρύθμιση αντίκειται στις διατάξεις της παρ. 3 του άρ. 70 του Μέρους XII της Διεθνούς Σύμβασης «περί του Ευρωπαϊκού Κώδικος Κοινωνικής Ασφάλειας», διότι με τις διατάξεις αυτές απευθύνονται απλές κατευθυντήριες υποδείξεις προς τα συμβαλλόμενα κράτη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας τους όσον αφορά την περιοδική εκπόνηση των οικονομικών και αναλογιστικών μελετών αναγκαίων για την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των οργανισμών που παρέχουν κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, περαιτέρω δε τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υιοθετήσουν μέτρα για την εκπόνηση αντιστοίχου περιεχομένου μελετών πριν από την μεταβολή του ύψους των χορηγούμενων παροχών ή των ασφαλιστικών εισφορών και των λοιπών κοινωνικών πόρων μέσω των οποίων χρηματοδοτούνται τα συστήματα αυτά. Για τον ίδιο λόγο, αβασίμως προβάλλεται ότι η επίμαχη ρύθμιση έρχεται σε αντίθεση προς το άρ. 71 παρ. 3 της 102 Διεθνούς Σύμβασης «περί των ελαχίστων ορίων κοινωνικής ασφάλειας». Ο προβαλλόμενος δε λόγος ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 αντίκεινται στο άρ. 72 παρ. 1 και 2 της 102 ΔΣΕ είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης εκδοχής, διότι: α) η διάταξη του άρ. 72 παρ. 1 της 102 ΔΣΕ, η οποία επιβάλλει απλή και όχι πλειοψηφική συμμετοχή των ασφαλισμένων στα διοικητικά όργανα των ασφαλιστικών οργανισμών, αναφέρεται σε Ιδρύματα που δεν έχουν δεσμό ή εξάρτηση από κρατικές αρχές, όπως εν προκειμένω ο ΕΦΚΑ και β) πάντως, στο άρ. 57 παρ.4 περ. γ’ και δ’ του ν. 4387/2016 ορίζεται ότι στο ΔΣ του ΕΦΚΑ μετέχουν, αντίστοιχα, δύο (2) εκπρόσωποι των ασφαλισμένων που προτείνονται από τις Συμβουλευτικές Επιτροπές του άρθρου 58 του ίδιου νόμου, στις οποίες περιλαμβάνεται η Συμβουλευτική Επιτροπή μισθωτών ιδιωτικού τομέα, και ένας (1) εκπρόσωπος των συνταξιούχων που υποδεικνύεται από κοινού από την Ανώτατη Γενική Συνομοσπονδία Συνταξιούχων Ελλάδος, την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συνταξιούχων ΟΑΕΕ, την Ομοσπονδία Συνταξιούχων Ελλάδος ΙΚΑ και Επικουρικών Ταμείων Μισθωτών και την Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτικών Συνταξιούχων. Εξάλλου, αβασίμως ο αιτών επικαλείται τις διατάξεις του άρ. 11 της ΕΣΔΑ, διότι αυτές δεν καταλαμβάνουν τη συμμετοχή στη διοίκηση ασφαλιστικού φορέα.
Εφόσον οι επίμαχες μειώσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένους στην εξασφάλιση της καταβολής των προσυνταξιοδοτικών και λοιπών παροχών και στη βιωσιμότητα του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης, ο λόγος ακύρωσης ότι οι σχετικές ρυθμίσεις παραβιάζουν το άρ. 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ παρίσταται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθ’ο μέρος δε με αυτόν επιδιώκεται ο περαιτέρω έλεγχος της ορθότητας της συγκεκριμένης νομοθετικής επιλογής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Με τις 65-66/2011 και 76-80/2012 αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων έγινε δεκτό ότι το σωρευτικό αποτέλεσμα των μέτρων λιτότητας που προβλέφθηκαν διαδοχικώς με διάφορους νόμους (ν. 3833/2010, 3845/2010, 3847/2010, 3863/2010, 3866/2010, 3896/2011, 4002/2011, 4024/2011, 4051/2012 και 4093/2012), σε συνδυασμό με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά τη θέσπιση και την υλοποίησή τους, συνιστούσε παραβίαση των διατάξεων του άρ. 12 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Με τις αποφάσεις, ωστόσο, αυτές ουδόλως έγινε δεκτό ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις, αυτοτελώς θεωρούμενες, συνιστούσαν παραβίαση των προαναφερομένων διατάξεων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενόψει των σκοπών δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι υπαγόρευσαν τη θέσπιση των επίμαχων μέτρων, εν πάση δε περιπτώσει, διότι τυχόν αντίθεση προς τις διατάξεις αυτές του σωρευτικού αποτελέσματος των μέτρων που δεν αποτελούν αντικείμενο αυτής της δίκης, μόνο τα τελευταία αυτά μέτρα μπορεί να θίξει και όχι τα επίμαχα.
 
ΣτΕ Α’ 1369/2024 7μ.

Πρόεδρος: Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Μ.-Αλ.Τσακάλη, Σύμβουλος της Επικρατείας

 
Παύση λειτουργίας από 1.1.2017 του ΕΤΑΤ, εντασσόμενου στον ΕΦΚΑ, κατ’ άρ. 53 παρ. 1 περ. Η του ν. 4387/2016 και αναπροσαρμογή κατ’ άρ. 73 Α του ν. 4387/2016 των προβλεπόμενων από τις καταστατικές διατάξεις του ΤΕΑΠΕΤΕ προσυνταξιοδοτικών και λοιπών παροχών που καταβάλλονταν από το ΕΤΑΤ προς τους πρώην υπαλλήλους της Εμπορικής Τράπεζας. Η παρούσα αίτηση, καθ’ ο μέρος ασκείται από τον αιτούντα Σύλλογο αποτελεί δεύτερη αίτηση ακύρωσης του αυτού διαδίκου κατά των αυτών πράξεων και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτόν ως απαράδεκτη. Μετ’ εννόμου συμφέροντος πλήσσεται η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη από τους λοιπούς αιτούντες, δικαιούχους προσυνταξιοδοτικής παροχής του ΤΕΑΠΕΤΕ υπαχθέντες μετά την 18.4.2006 στην ασφάλιση του ΕΤΑΤ, οι οποίοι παραδεκτώς ομοδικούν. Έλλειψη συνάφειας δεύτερης και τέταρτης προσβαλλόμενης πράξης με την πρώτη παραδεκτώς προσβαλλόμενη  πράξη και κατάργηση δίκης ως προς την τρίτη προσβαλλόμενη πράξη. Αρμοδίως εκδόθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη από τον Υφυπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, βάσει ΚΥΑ, η οποία ευρίσκει αυτοτελές έρεισμα στο άρ. 83 παρ.2 του Συντ.. Οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 θεσπίστηκαν λόγω αδυναμίας καταβολής των ανωτέρω παροχών από το ΕΤΑΤ στο ύψος που προέβλεπαν οι καταστατικές διατάξεις του ΤΕΑΠΕΤΕ, είναι δε αναγκαίες και πρόσφορες για την επίτευξη του σκοπού θέσπισής τους, ο οποίος συνιστά σοβαρό λόγο δημοσίου συμφέροντος. Η κατ’ άρ. 73 Α του ν. 4387/2016 αναπροσαρμογή των προσυνταξιοδοτικών παροχών μέσω της θέσπισης νέου, μειωμένου ποσοστού αναπλήρωσης (0,93% χ 2 από 1,65714 % χ 2), δεν χωρεί σε τέτοιο επίπεδο ώστε να τίθεται ζήτημα επάρκειας των παροχών. Οι αρχές της ισότητας και αναλογικότητας ουδόλως εμποδίζουν τον νομοθέτη να επιβάλει για λόγους δημοσίου συμφέροντος μειώσεις σε παροχές το ύψος των οποίων είχε διαμορφωθεί ως αποτέλεσμα της ιδιωτικής βούλησης στο πλαίσιο της συλλογικής αυτονομίας. Απορριπτέος ο ισχυρισμός ότι το συσταθέν με ΣΣΕ ΤΕΑΠΕΤΕ συγχωνεύεται στον ΕΦΚΑ. Απορριπτέος ο ισχυρισμός ότι αντίκειται στο Σύνταγμα η παράλειψη του νομοθέτη να υποχρεώσει την εργοδότρια Τράπεζα να καταβάλει εκ νέου στο ΕΤΑΤ, δυνάμει νέας επικαιροποιημένης μελέτης, συμπληρωματική εισφορά, προκειμένου να διατηρηθεί το προϋφιστάμενο καθεστώς. Τυχόν δε ενοχικές αξιώσεις των συνταξιούχων του ΤΕΑΠΕΤΕ κατά της Τράπεζας, η οποία έχει εγγυητική ευθύνη βάσει των καταστατικών διατάξεων να καλύπτει τα ελλείμματα του εν λόγω Ταμείου- περί των οποίων αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια- δεν μετετράπησαν πάντως σε δημοσίου δικαίου δικαιώματα λήψης προσυνταξιοδοτικών παροχών από τον δημόσιο φορέα. Εξάλλου, η ένταξη του ΕΤΑΤ στον ΕΦΚΑ, η οποία αποφασίστηκε μετά τη σύνταξη της αναλογιστικής μελέτης με την οποία συνοδεύθηκαν οι ρυθμίσεις του ν. 4387/2016, δεν είναι ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να κλονίσει τη βιωσιμότητα του ΕΦΚΑ, σε κάθε δε περίπτωση η δεινή οικονομική κατάσταση του ΕΤΑΤ κατέστησε αναγκαία την ένταξη αυτού στον ΕΦΚΑ. Εφόσον οι επίμαχες μειώσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος ο λόγος ακύρωσης ότι οι σχετικές ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 παραβιάζουν το άρ.1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ είναι αβάσιμος. Τέλος, απορριπτέοι είναι οι ισχυρισμοί ότι οι επίμαχες διατάξεις του ν. 4387/2016 αντίκεινται στο άρ. 72 παρ.1 και 2 της 102 ΔΣΕ , στην παρ.3 του άρ. 70 του Μέρους ΧII του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας, στο άρ.11 της ΕΣΔΑ και στο άρ. 12 παρ.3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη.
 
Κατά γενική δικονομική αρχή, συναγόμενη και από το άρ. 50 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, η άσκηση δεύτερης αίτησης ακύρωσης από το ίδιο πρόσωπο κατά της ίδιας διοικητικής πράξης είναι απαράδεκτη. Εν προκειμένω, πριν από την άσκηση της υπό κρίση αίτησης, ο αιτών Σύλλογος είχε ασκήσει (από κοινού με άλλους δύο αιτούντες) κατά των προσβαλλομένων πράξεων αίτηση ακύρωσης. Με τα δεδομένα αυτά, η παρούσα αίτηση αποτελεί δεύτερη αίτηση ακύρωσης του αυτού διαδίκου κατά των αυτών πράξεων και, επομένως, καθ’ ο μέρος αυτή ασκείται από τον πρώτο αιτούντα, πρέπει να απορριφθεί για τον λόγο αυτό ως απαράδεκτη στο σύνολό της. Οι λοιποί αιτούντες είναι δικαιούχοι προσυνταξιοδοτικής παροχής του ΤΕΑΠΕΤΕ, υπαχθέντες μετά την 18.4.2006 στην ασφάλιση του ΕΤΑΤ και ήδη συνταξιούχοι αυτού, καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις των άρ. 51, 53 παρ.1 περ. Η του ν. 4387/2016 περί ένταξης του ΕΤΑΤ στον ΕΦΚΑ. Συνεπώς, η πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση (Φ. 80000/οικ.60871/16291/2.1.2017, φ. Β’ 3), με την οποία διαπιστώνεται η παύση λειτουργίας, από 1.1.2017, των φορέων που παρατίθενται στο άρ.53 του ν. 4387/2016, μεταξύ των οποίων και το ΕΤΑΤ, μετ’ εννόμου συμφέροντος πλήσσεται από τους ανωτέρω αιτούντες, οι οποίοι παραδεκτώς ομοδικούν, προβάλλοντας κοινούς λόγους ακύρωσης που στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι καθένας από τους αιτούντες εισήλθε και εξήλθε από την υπηρεσία σε διαφορετικό χρόνο και ότι διαφοροποιούνται και άλλα επιμέρους στοιχεία που προσδιορίζουν, κατά περίπτωση, την καταβλητέα σε καθένα εξ αυτών παροχή. Η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση (Φ.80000/οικ.60872/16292/2.1.2017, φ. Β’ 55), αφορώσα το σύστημα ρυθμίσεων του ν. 4387/2016 σχετικά με τον κλάδο των εφάπαξ παροχών, καθώς και η τέταρτη προσβαλλόμενη απόφαση (Φ.80000/55949/14809/27.12.2016, φ. Β’ 4288), με την οποία ρυθμίζονται τα ζητήματα διάρθρωσης και καθηκόντων των υπηρεσιών των κλάδων επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ παροχών του ΕΤΕΑΕΠ, δεν είναι συναφείς με την πρώτη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη, δεν συντρέχει  δε περίπτωση να διαταχθεί χωρισμός του δικογράφου (άρ. 45 παρ.6 π.δ. 18/1989), εφόσον δεν προβάλλονται λόγοι αναγόμενοι σε αυτοτελείς πλημμέλειες των πράξεων αυτών, οι οποίες, ως εκ τούτου, απαραδέκτως προσβάλλονται. Η τρίτη προσβαλλόμενη απόφαση (Φ. ΕΦΚΑ/οικ.59522/2205/29.12.2016, φ. Β’ 4486), με την οποία εγκρίθηκε ο Κανονισμός Οικονομικής Οργάνωσης και Λογιστικής Λειτουργίας του ΕΦΚΑ, αντικαταστάθηκε μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης από την απόφαση Φ.ΕΦΚΑ/οικ.22424/861/2017 (Β’ 1720) και δη από τον χρόνο κατά τον οποίο η προσβαλλόμενη πράξη ίσχυσε (1.1.2017). Συνεπώς, η δίκη (για τους λοιπούς αιτούντες) πρέπει να καταργηθεί κατά το μέρος τούτο, κατ’ άρ. 32 παρ.1 του π.δ. 18/1989. Αρμοδίως εκδόθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη από τον Υφυπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Αν. Πετρόπουλο, βάσει της ΚΥΑ 44549/Δ9.12193/8.10.2015, η οποία ευρίσκει αυτοτελές έρεισμα στο άρ.83 παρ.2 του Συντ. και η οποία, ως εκ τούτου, δεν εθίγη από τη μεταγενέστερη εξουσιοδοτική διάταξη (για την έκδοση υπουργικής απόφασης) του άρ. 100 παρ.1 και 2 εδ. β’ του ν. 4387/2016, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι αβάσιμα. Το ΤΕΑΠΕΤΕ, το οποίο συνεστήθη με ΣΣΕ ως ειδικός λογαριασμός επικουρικής ασφάλισης χωρίς νομική προσωπικότητα, χορηγούσε στους ασφαλισμένους του, εργαζομένους στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, μεταξύ άλλων, προσυνταξιοδοτική παροχή, η οποία αντιστοιχούσε στο άθροισμα της κύριας και επικουρικής σύνταξης, η δε απονομή της προϋπέθετε την αποχώρηση από την Εμπορική Τράπεζα και τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων στο Καταστατικό του χρόνων ασφάλισης και όπου απαιτείτο του ορίου ηλικίας. Εξάλλου, από 18.4.2006, οι προσυνταξιοδοτικές παροχές και διαφορές επικουρικών συντάξεων των ασφαλισμένων μέχρι την 31.12.1992 του ΤΕΑΠΕΤΕ καταβάλλονταν πλέον από το ΕΤΑΤ (άρ. 61 ν. 3371/2005 και 26 ν. 3455/2006), όπως έχει δε κριθεί (ΣτΕ 2197-2201/2010 Ολομ.), η υποχρεωτική υπαγωγή του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων στο ΕΤΑΤ δεν αντίκειται στο Σύνταγμα ή σε άλλες υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις. Όμως, ενόψει και της γενικότερης οικονομικής κρίσης, το ΕΤΑΤ αδυνατούσε να χορηγήσει τις παροχές στο ύψος αυτό, προκειμένου δε να διασφαλιστεί ο πυρήνας του δικαιώματος λήψης της προσυνταξιοδοτικής παροχής, κρίθηκε επιβεβλημένη η ένταξη του ΕΤΑΤ στον ΕΦΚΑ και, κατ’ ακολουθίαν, αναγκαίος ο επανακαθορισμός του τρόπου υπολογισμού της εν λόγω παροχής (τόσο για τους ασφαλισμένους όσο και τους συνταξιούχους του ΕΤΑΤ), με την τροποποίηση μόνο του ποσοστού αναπλήρωσης. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι τεκμηριώνεται επαρκώς η αναγκαιότητα καταβολής από τον ΕΦΚΑ των καταβαλλομένων από αυτό προσυνταξιοδοτικών και λοιπών παροχών. Εξάλλου, η μείωση των προσυνταξιοδοτικών παροχών δύναται να είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τις μειώσεις των κύριων και επικουρικών συντάξεων, δοθέντος ότι, σε αντίθεση με τις τελευταίες, οι οποίες προϋποθέτουν επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και, κατά συνέπεια, αδυναμία βιοπορισμού, η καταβολή των προσυνταξιοδοτικών παροχών συνδέεται με την κινητικότητα των εργαζομένων. Με τα δεδομένα αυτά, η κατ’ άρ. 73 Α του ν. 4387/2016 αναπροσαρμογή-μείωση των προσυνταξιοδοτικών παροχών μέσω της θέσπισης νέου, μειωμένου ποσοστού αναπλήρωσης (0,93% Χ 2 από 1,65714% Χ 2), δεν χωρεί σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να τίθεται ζήτημα επάρκειας των παροχών. Περαιτέρω, οι αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας ουδόλως εμποδίζουν τον νομοθέτη να επιβάλει για λόγους δημοσίου συμφέροντος μειώσεις σε παροχές, το ύψος των οποίων είχε διαμορφωθεί ως αποτέλεσμα της ιδιωτικής βούλησης στο πλαίσιο της συλλογικής αυτονομίας. Επιπλέον, ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι καθιστά υπέρμετρη την επιβάρυνση των μελών του το γεγονός ότι αυτά κατέβαλαν αυξημένες σε σχέση με τους λοιπούς συνταξιούχους εισφορές, παρίσταται απορριπτέος, διότι οι εν λόγω εισφορές δεν είναι ευθέως συγκρίσιμες με εκείνες που είχαν καταβάλει οι λοιποί συνταξιούχοι του τ. ΕΤΕΑΜ, εφόσον οι τελευταίες καταβλήθηκαν προς τον σκοπό της απονομής αποκλειστικά επικουρικής σύνταξης και όχι και προσυνταξιοδοτικής παροχής του ΤΕΑΠΕΤΕ, η οποία μάλιστα είναι ιδιαίτερα υψηλή, διότι κατ’ ουσίαν αντιστοιχεί προς το άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης των τραπεζοϋπαλλήλων, οδηγεί σε υπεραναπλήρωση εισοδήματος και καταβάλλεται πολύ νωρίτερα σε σχέση με την επικουρική σύνταξη που χορηγούσε το ΤΕΑΠΕΤΕ. Ο προβαλλόμενος δε ισχυρισμός ότι, κατά παράβαση των άρ.12, 22 παρ.2 και 5, 5 παρ.1, 106 παρ.1 του Συντάγματος και των άρ. 3 και 4 των 87 και 98 ΔΣΕ, αντιστοίχως, το ΤΕΑΠΕΤΕ συγχωνεύεται στον ΕΦΚΑ είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι η λειτουργία και η τύχη της τυχόν περιουσίας του ΤΕΑΠΕΤΕ δεν αποτέλεσε αντικείμενο ρύθμισης εκ μέρους του νομοθέτη, ο οποίος δεν το διέλυσε ούτε αφαίρεσε περιουσιακά του στοιχεία, τούτο δε ανεξαρτήτως αν το εν λόγω Ταμείο είχε ήδη, κατά τη σύσταση του ΕΤΑΤ, καταστεί ανενεργό στην πράξη. Συναφώς, ο ισχυρισμός ότι, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, το ΕΤΑΤ δεν μπορούσε να ενταχθεί στον ΕΦΚΑ προβάλλεται αβασίμως, εφόσον το ΕΤΑΤ αποτελεί νπδδ και όχι ιδιωτικό φορέα. Κατά τα λοιπά, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι στόχος των ρυθμίσεων των άρ. 51, 53 παρ. 1 περ. Η και 73Α του ν. 4387/2016 ήταν η απαλλαγή της πρώην Εμπορικής Τράπεζας από τυχόν υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις καταστατικές διατάξεις περί του προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΤΕΑΠΕΤΕ και πέραν όσων είχαν καθοριστεί με τον ν. 3455/2006. Αντιθέτως, η ένταξη στον ΕΦΚΑ του ΕΤΑΤ και η μείωση των προσυνταξιοδοτικών και λοιπών παροχών που το τελευταίο κατέβαλε βάσει των καταστατικών διατάξεων του ΤΕΑΠΕΤΕ εχώρησε λόγω αδυναμίας καταβολής των εν λόγω παροχών από το ΕΤΑΤ και στο μέτρο που αυτές έχουν τεθεί πλέον υπό την εγγύηση του ΕΦΚΑ. Επομένως, η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού θέσπισής της, ο οποίος συνιστά σοβαρό λόγο δημοσίου συμφέροντος, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, ενώ καθ’ ο μέρος πλήσσουν την ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη ως προς την ορθότητα των ληφθέντων μέτρων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα, εφόσον η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την επίτευξη σκοπού δημοσίου συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο. Ως εκ τούτου, είναι απορριπτέος ο προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι αντίκειται στις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις η παράλειψη του νομοθέτη να υποχρεώσει την εργοδότρια Τράπεζα να καταβάλει εκ νέου στο ΕΤΑΤ, δυνάμει νέας επικαιροποιημένης μελέτης, συμπληρωματική εισφορά, προκειμένου να διατηρηθεί το προϋφιστάμενο καθεστώς. Τυχόν δε ενοχικές αξιώσεις των συνταξιούχων του ΤΕΑΠΕΤΕ κατά της Τράπεζας, η οποία έχει εγγυητική ευθύνη βάσει των καταστατικών διατάξεων να καλύπτει τα ελλείμματα του εν λόγω Ταμείου και να διασφαλίζει την καταβολή των συμφωνηθεισών παροχών  – περί των οποίων αρμόδια να κρίνουν είναι τα πολιτικά δικαστήρια – δεν μετετράπησαν πάντως σε δημοσίου δικαίου δικαιώματα λήψης προσυνταξιοδοτικών παροχών από τον δημόσιο φορέα, δυνάμει του ν. 3371/2005. Δοθέντος ότι, κατά τα κριθέντα με την ΣτΕ 1891/2019 Ολομ., οι ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 σχετικά με την ίδρυση του ΕΦΚΑ συνοδεύθηκαν από την απαιτούμενη από το άρ. 22 παρ. 5 του Συντ. αναλογιστική μελέτη, ο λόγος ακύρωσης, καθ’ ο μέρος με αυτόν προβάλλεται έλλειψη εκπόνησης εν γένει αναλογιστικής μελέτης κατά την ψήφιση του ν. 4387/2016, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ο ίδιος λόγος, καθ’ ο μέρος με αυτόν προβάλλεται ότι αντίκειται στην ως άνω συνταγματική επιταγή η παράλειψη εκτίμησης, κατά την εκπόνηση της προεκτεθείσας αναλογιστικής μελέτης, της επιβάρυνσης του ΕΦΚΑ από την ένταξη σε αυτόν και των συνταξιούχων προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του ΕΤΑΤ, προβάλλεται αλυσιτελώς. Διότι η ένταξη του ΕΤΑΤ στον ΕΦΚΑ – η οποία, όπως προκύπτει και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου, αποφασίστηκε πράγματι μετά τη σύνταξη της ως άνω αναλογιστικής μελέτης – δεν είναι πάντως ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να κλονίσει τη βιωσιμότητα του ΕΦΚΑ, στον οποίο εντάχθηκε το σύνολο των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων της Χώρας. Σε κάθε δε περίπτωση, η δεινή οικονομική κατάσταση του ΕΤΑΤ κατέστησε αναγκαία την ένταξη της κατηγορίας αυτής δικαιούχων στον ΕΦΚΑ. Συνακόλουθα, αβασίμως προβάλλεται ότι η επίμαχη ρύθμιση αντίκειται στις διατάξεις της παρ. 3 του άρ. 70 του Μέρους XII της Διεθνούς Σύμβασης «περί του Ευρωπαϊκού Κώδικος Κοινωνικής Ασφάλειας», διότι με τις διατάξεις αυτές απευθύνονται απλές κατευθυντήριες υποδείξεις προς τα συμβαλλόμενα κράτη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας τους όσον αφορά την περιοδική εκπόνηση των οικονομικών και αναλογιστικών μελετών αναγκαίων για την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των οργανισμών που παρέχουν κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, περαιτέρω δε τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υιοθετήσουν μέτρα για την εκπόνηση αντιστοίχου περιεχομένου μελετών πριν από την μεταβολή του ύψους των χορηγούμενων παροχών ή των ασφαλιστικών εισφορών και των λοιπών κοινωνικών πόρων μέσω των οποίων χρηματοδοτούνται τα συστήματα αυτά. Για τον ίδιο λόγο, αβασίμως προβάλλεται ότι η επίμαχη ρύθμιση έρχεται σε αντίθεση προς το άρ. 71 παρ. 3 της 102 Διεθνούς Σύμβασης «περί των ελαχίστων ορίων κοινωνικής ασφάλειας». Ο προβαλλόμενος δε λόγος ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 αντίκεινται στο άρ.72 παρ. 1 και 2 της 102 ΔΣΕ είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης εκδοχής, διότι: α) η διάταξη του άρ. 72 παρ. 1 της 102 ΔΣΕ, η οποία επιβάλλει απλή και όχι πλειοψηφική συμμετοχή των ασφαλισμένων στα διοικητικά όργανα των ασφαλιστικών οργανισμών, αναφέρεται σε Ιδρύματα που δεν έχουν δεσμό ή εξάρτηση από κρατικές αρχές, όπως εν προκειμένω ο ΕΦΚΑ και β) πάντως, στο άρ. 57 παρ.4 περ. γ’ και δ’ του ν. 4387/2016 ορίζεται ότι στο ΔΣ του ΕΦΚΑ μετέχουν, αντίστοιχα, δύο (2) εκπρόσωποι των ασφαλισμένων που προτείνονται από τις Συμβουλευτικές Επιτροπές του άρθρου 58 του ίδιου νόμου, στις οποίες περιλαμβάνεται η Συμβουλευτική Επιτροπή μισθωτών ιδιωτικού τομέα, και ένας (1) εκπρόσωπος των συνταξιούχων που υποδεικνύεται από κοινού από την Ανώτατη Γενική Συνομοσπονδία Συνταξιούχων Ελλάδος, την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συνταξιούχων ΟΑΕΕ, την Ομοσπονδία Συνταξιούχων Ελλάδος ΙΚΑ και Επικουρικών Ταμείων Μισθωτών και την Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτικών Συνταξιούχων. Εξάλλου, αβασίμως ο αιτών επικαλείται τις διατάξεις του άρ. 11 της ΕΣΔΑ, διότι αυτές δεν καταλαμβάνουν τη συμμετοχή στη διοίκηση ασφαλιστικού φορέα.
Εφόσον οι επίμαχες μειώσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένους στην εξασφάλιση της καταβολής των προσυνταξιοδοτικών και λοιπών παροχών και στη βιωσιμότητα του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης, ο λόγος ακύρωσης ότι οι σχετικές ρυθμίσεις παραβιάζουν το άρ. 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ παρίσταται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθ’ο μέρος δε με αυτόν επιδιώκεται ο περαιτέρω έλεγχος της ορθότητας της συγκεκριμένης νομοθετικής επιλογής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Με τις 65-66/2011 και 76-80/2012 αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων έγινε δεκτό ότι το σωρευτικό αποτέλεσμα των μέτρων λιτότητας που προβλέφθηκαν διαδοχικώς με διάφορους νόμους (ν. 3833/2010, 3845/2010, 3847/2010, 3863/2010, 3866/2010, 3896/2011, 4002/2011, 4024/2011, 4051/2012 και 4093/2012), σε συνδυασμό με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά τη θέσπιση και την υλοποίησή τους, συνιστούσε παραβίαση των διατάξεων του άρ. 12 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Με τις αποφάσεις, ωστόσο, αυτές ουδόλως έγινε δεκτό ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις, αυτοτελώς θεωρούμενες, συνιστούσαν παραβίαση των προαναφερομένων διατάξεων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενόψει των σκοπών δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι υπαγόρευσαν τη θέσπιση των επίμαχων μέτρων, εν πάση δε περιπτώσει, διότι τυχόν αντίθεση προς τις διατάξεις αυτές του σωρευτικού αποτελέσματος των μέτρων που δεν αποτελούν αντικείμενο αυτής της δίκης, μόνο τα τελευταία αυτά μέτρα μπορεί να θίξει και όχι τα επίμαχα.

Πηγή