Αριθμός 1545/2024
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Στ’
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Οκτωβρίου 2024, με την εξής σύνθεση: Ιωάννης Γράβαρης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ’ Τμήματος, Κωνσταντίνα Φιλοπούλου, Φραντζέσκα Γιαννακού, Κασσιανή Μαρίνου, Ιωάννης Μιχαλακόπουλος, Σύμβουλοι, Βασιλική Ρέτσα, Αικατερίνη Σούκη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Λάμπρος Ρίκος.
Για να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010, που υποβλήθηκε με την 1151/2024 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, σχετικά με την από 22 Ιουνίου 2021 έφεση:
της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Προϊσταμένου του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων), η οποία παρέστη με τη Σοφία Μπίκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του ……, κατοίκου …, ο οποίος δεν παρέστη.
Με την έφεση αυτή η εκκαλούσα Αρχή επιδιώκει να εξαφανισθεί η υπ’ αριθ. 17597/2020 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Κασσιανής Μαρίνου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο της εκκαλούσας Αρχής, η οποία τοποθετήθηκε επί του προδικαστικού ερωτήματος και των λόγων της εφέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η έφεση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την 17597/2020 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά μερική αποδοχή ανακοπής του ……., ακυρώθηκαν η υπ’ αριθμ. ……/……2016 έκθεση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …… περί αναγκαστικής κατασχέσεως ακίνητης περιουσίας του ανακόπτοντος καθώς και οι από ……2016 υπ’ αριθμ. ….. και …….. εκθέσεις κατασχέσεως του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.), με τις οποίες επιβλήθηκε κατάσχεση εις χείρας των ….. και ……., αντιστοίχως, ως τρίτων, σε όσα οφείλουν ή πρόκειται να οφείλουν στον ανακόπτοντα, για χρέη της εταιρείας «………….», της οποίας ο ανακόπτων διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος. Ειδικότερα, το διοικητικό πρωτοδικείο, αφού ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 5 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (εφεξής Κ.Φ.Δ.), σε συμφωνία με τα άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ, δεχόμενο ότι για να είναι έγκυρη η με συστημένη επιστολή επίδοση πράξεως που εκδίδεται από τη φορολογική διοίκηση, πρέπει να συντάσσεται από τα όργανα των Ελληνικών Ταχυδρομείων (εφεξής ΕΛΤΑ) αποδεικτικό παραλαβής, το οποίο πρέπει, επί ποινή ακυρότητος να περιλαμβάνει ορισμένα ουσιώδη στοιχεία, όπως είναι ο αριθμός της επιδοθείσας πράξεως, η ημέρα και η ώρα επιδόσεως καθώς και το ονοματεπώνυμο και η υπογραφή του οργάνου που επέδωσε και του προσώπου που παρέλαβε την πράξη, εν συνεχεία, έκρινε ότι εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει η περιέλευση στον ανακόπτοντα ατομικής ειδοποιήσεως του άρθρου 47 του Κ.Φ.Δ., διότι το Δημόσιο δεν προσκόμισε αποδεικτικά παραλαβής των συστημένων επιστολών των ΕΛΤΑ τις οποίες είχε αποστείλει στον ανακόπτοντα, από τα οποία να προκύπτει η ημερομηνία και το πρόσωπο που παρέλαβε το συστημένο, υπογράφοντας το σχετικό αποδεικτικό παραλαβής. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, επιληφθέν της από 22.6.2021 εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως, αγόμενο σε αντίθετη κρίση, δεχόμενο δηλαδή ότι το τεκμήριο (πλασματικής) κοινοποιήσεως που θεσπίζεται από το ως άνω άρθρο 5 του Κ.Φ.Δ., δεν τελεί «σε δυσαρμονία» προς τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται πραγματική επίδοση, υπέβαλε με την 1151/2024 απόφασή του -δεδομένης και της υπάρξεως σειράς αντιθέτων αποφάσεων άλλων διοικητικών εφετείων, καθώς και του ότι «η κρίση επί του ζητήματος αυτού έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων στους οποίους κοινοποιούνται τέτοιες ατομικές ειδοποιήσεις […]»- το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, στο Συμβούλιο της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010: «εάν η θέσπιση με την διάταξη του εδ. α΄ της παρ. 5 του άρθρου 5 του ν. 4174/2013, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 47 του ίδιου νόμου, μαχητού τεκμηρίου περί της σύννομης κοινοποίησης στον οφειλέτη του Δημοσίου φορολογούμενο ατομικής ειδοποίησης μετά την παρέλευση δεκαπέντε ημερών από την ημέρα αποστολής της σε αυτόν με συστημένη επιστολή τελεί σε αρμονία με το κατοχυρωμένο στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. δικαίωμά του σε έννομη δικαστική προστασία που συνίσταται στην άσκηση ανακοπής κατά της ατομικής αυτής ειδοποίησης με την οποία δύναται να αμυνθεί αποτελεσματικά πριν την επιβολή κατάσχεσης εις βάρος του».
2. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α’ 51) και το άρθρο 15 παρ. 4 του ν. 4446/2016 (Α’ 240), ορίζονται τα εξής: «1. Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. […]. Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία. Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο. […] 2. Όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται υπόθεσης, στην οποία ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, μπορεί με απόφασή του, που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται αναλόγως. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιόν του».
3. Επειδή, προκειμένου να απαντηθεί το πιο πάνω ερώτημα η υπόθεση εισήχθη ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Στ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας με την από 12.6.2024 πράξη του Προέδρου του Τμήματος, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α’, 20 και 21 του π.δ/τος 18/1989 λόγω της σπουδαιότητάς της. Η πράξη αυτή δημοσιεύθηκε προσηκόντως, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδάφ. τέταρτο (δεύτερο προτού η παράγραφος αυτή αντικατασταθεί με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 4055/2012) και παρ. 2 εδάφ. δεύτερο του ν. 3900/2010 και τα οριζόμενα στην πράξη αυτή, στις εφημερίδες «ΕΣΤΙΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ». Συνέτρεχαν δε, όταν υπεβλήθη το ερώτημα, κατά τα κριθέντα από το δικαστήριο της παραπομπής, και οι λοιπές προϋποθέσεις των εν λόγω διατάξεων.
4. Επειδή, στο άρθρο 5 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α’ 170, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με την παρ. 8 του άρθρου 39 του ν. 4223/2013, Α’ 287), υπό τον τίτλο «Κοινοποίηση πράξεων», ορίζονται τα εξής: «1. Η κοινοποίηση πράξεων που εκδίδει, σύμφωνα με τον Κώδικα, η Φορολογική Διοίκηση προς φορολογούμενο ή άλλο πρόσωπο, γίνεται εγγράφως ή ηλεκτρονικώς. 2. Εάν η πράξη αφορά φυσικό πρόσωπο, η κοινοποίηση συντελείται εφόσον: α) κοινοποιηθεί ηλεκτρονικά […], β) αποσταλεί με συστημένη επιστολή στην τελευταία δηλωθείσα ταχυδρομική διεύθυνση κατοικίας ή επαγγελματικής εγκατάστασης του εν λόγω προσώπου, ή γ) επιδοθεί στο εν λόγω πρόσωπο, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μόνο εφόσον δεν είναι δυνατή η επίδοση με άλλον τρόπο. […] 3. [περιέχονται αντίστοιχες διατάξεις για τα νομικά πρόσωπα] 4. […] 5. Πράξη που αποστέλλεται με συστημένη επιστολή θεωρείται ότι έχει νομίμως κοινοποιηθεί μετά την παρέλευση δεκαπέντε (15) ημερών από την ημέρα αποστολής, εάν η ταχυδρομική διεύθυνση του παραλήπτη […] βρίσκεται στην Ελλάδα. Σε περίπτωση που η ταχυδρομική διεύθυνση είναι εκτός Ελλάδας, η πράξη θεωρείται ότι έχει κοινοποιηθεί νομίμως μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την ημέρα αποστολής της συστημένης επιστολής. Σε περίπτωση που η επιστολή δεν παραδοθεί και δεν κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο ή στον εκπρόσωπό του για οποιονδήποτε λόγο, η Φορολογική Διοίκηση ζητά από την ταχυδρομική υπηρεσία την επιστροφή αυτής με συνοδευτικό κείμενο, στο οποίο περιλαμβάνονται οι ακόλουθες πληροφορίες: α) η ημερομηνία, κατά την οποία η συστημένη επιστολή προσκομίσθηκε και παρουσιάστηκε στην ως άνω διεύθυνση και β) ο λόγος για τη μη κοινοποίηση ή τη μη βεβαίωση της κοινοποίησης. Η Φορολογική Διοίκηση μεριμνά, προκειμένου αντίγραφο της συστημένης επιστολής να βρίσκεται στη διάθεση της αρμόδιας υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης και να μπορεί αυτή να παραδοθεί στον φορολογούμενο ή εκπρόσωπό του οποιαδήποτε στιγμή και αδαπάνως. 6. […]». Ως προς τις εν λόγω διατάξεις, εν όψει και της αιτιολογικής τους εκθέσεως, καθώς και σχετικής ερμηνευτικής εγκυκλίου της Διοικήσεως, με τις πρόσφατες 922-924/2024 αποφάσεις της επταμελούς συνθέσεως του Στ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδοθείσες, κατ’ αναίρεση σε υποθέσεις επί ανακοπών φυσικών προσώπων κατά εκθέσεων αναγκαστικής κατασχέσεως ακίνητης περιουσίας των ανακοπτόντων (οι δύο πρώτες αποφάσεις) και κατά ταμειακής βεβαιώσεως ποσού εις βάρος της ανακόπτουσας (η τρίτη απόφαση) έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: «[…] από τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου, την ειδικότερη αρχή της φανερής δράσεως της Διοίκησης, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 3, 66 παρ. 1, 93 παρ. 2 του Συντάγματος (Ολομ. ΣτΕ 3319/2010, πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 2386/1970, ΣτΕ 2638/1973, 7μ. ΣτΕ 1361/2013, ΣτΕ 2310/2014, ΣτΕ 1940/1983, 159, ΣτΕ 1732/2017 κ.ά.), καθώς και το δικαίωμα για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α.), απορρέει ο κανόνας ότι δυσμενής ατομική διοικητική πράξη μη δημοσιευτέα κατά νόμο, επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της έναντι εκείνου στον οποίο αφορά, μόνον από την κοινοποίησή της σε αυτόν ή τουλάχιστον από το χρονικό σημείο κατά το οποίο αυτός έλαβε γνώση, δίχως, πάντως, η κοινοποίηση να καθίσταται συστατικό στοιχείο της πράξεως (ΣτΕ 616-618/2021, ΣτΕ 602/2003 Ολομ., ΣτΕ 157/2023 7μ.). Περαιτέρω, διατάξεις από την εφαρμογή των οποίων (δια της εκδόσεως των σχετικών διοικητικών πράξεων), δύνανται να επέλθουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στα πρόσωπα στα οποία αυτές αφορούν, όπως είναι οι προβλέπουσες την επιβολή επιβαρύνσεων υπό τη μορφή φόρων, τελών, εισφορών και οποιασδήποτε φύσεως κυρώσεις καθώς και διατάξεις από την εφαρμογή και τήρηση των οποίων εξαρτάται η έναρξη των διαδικασιών της αναγκαστικής εκτελέσεως για την είσπραξη των ως άνω φόρων, τελών κ.λπ., πρέπει να τελούν σε συμφωνία με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 157/2023) και να ερμηνεύονται υπό το φως των συνταγματικών αυτών αρχών. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω […], η κοινοποίηση των πράξεων της Φορολογικής Διοικήσεως ρυθμίζεται, ήδη, από πλέγμα διατάξεων του ΚΦΔ, και, εφ’ όσον γίνει νόμιμα, συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την έναρξη προθεσμιών για την άσκηση διοικητικών προσφυγών και ενδίκων βοηθημάτων καθώς και την έναρξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως εις βάρος των οφειλετών του Δημοσίου. Ειδικότερα, από τη συστηματική ερμηνεία των προαναφερθεισών διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 5 του Κ.Φ.Δ., ενόψει και των διαληφθέντων στην οικεία αιτιολογική έκθεση, συνάγεται ότι στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού των σχέσεων κράτους πολιτών, εκσυγχρονισµού της λειτουργίας των υπηρεσιών του και προσαρμογής τους στη ραγδαία ταχύτητα των τεχνολογικών εξελίξεων, αλλά και ενόψει, μεταξύ άλλων, της δυσανάλογης αυξήσεως του αριθμού πράξεων της φορολογικής αρχής, οι οποίες χρήζουν κοινοποιήσεως, καθώς και στο πλαίσιο εξοικονομήσεως ανθρωπίνων και οικονομικών πόρων, ο νομοθέτης θέλησε, από τούδε και στο εξής οι κοινοποιήσεις των πράξεων της Φορολογικής Διοικήσεως να γίνονται πρωτίστως ηλεκτρονικώς [την κατά κανόνα ψηφιακή κοινοποίηση υιοθετεί, πλέον, άλλωστε και ο -μη ισχύων εν προκειμένω- νέος ΚΦΔ (άρθρο 5 παρ. 1 ν. 5104/2024 Α’ 58)] (πρβλ. ΣτΕ 615/2024 7μ.), ούτως ώστε η Φορολογική Διοίκηση να διευκολυνθεί και να εξυπηρετηθεί ο δημοσίου συμφέροντος σκοπός της επισπεύσεως των διαδικασιών βεβαιώσεως και εισπράξεως των φορολογικών και λοιπών εσόδων (πρβλ. ΣτΕ 157/2023 7μ.). Η ως άνω δε προβλεφθείσα διαδικασία ηλεκτρονικής κοινοποιήσεως, όπως αυτή έχει εξειδικευτεί με σειρά άλλων συναφών διατάξεων, κρίθηκε, ήδη, ως διασφαλίζουσα, κατ’ αρχήν, την ταυτοποίηση και επιβεβαίωση της ταυτότητας του φορολογουμένου, τελούσα, ως εκ τούτου, σε συμφωνία με τη συνταγματική αρχή της ασφάλειας δικαίου, αλλά και του κατοχυρωμένου στο άρθρο 5Α του Συντάγματος γενικού δικαιώματος πληροφορήσεως του πολίτη αναφορικά με υπάρχουσες υποχρεώσεις του, δυνάμενες να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στην περιουσία του (βλ. ΣτΕ 157/2023 7μ.). Εξάλλου, και η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις δυνατότητα κοινοποιήσεως των πράξεων της Φορολογικής Διοικήσεως στους φορολογουμένους με συστημένη επιστολή, εντασσόμενη στο ως άνω σύστημα διατάξεων (προβλεπόμενη, άλλωστε, και στο -ταυτοσήμου διατυπώσεως- άρθρο 5 του νέου ΚΦΔ και επιτρεπόμενη, κατ’ εξαίρεσιν στις, κατά το άρθρο 83 αυτού, ορισθησόμενες περιπτώσεις), εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό, ήτοι τον σκοπό της επισπεύσεως των διαδικασιών βεβαιώσεως και εισπράξεως των φορολογικών και λοιπών εσόδων. Κατά τα ήδη δε κριθέντα, αλλά και γενόμενα δεκτά από την ίδια τη Φορολογική Αρχή, με την […] ΠΟΛ.1180/2018 του Διοικητού της ΑΑΔΕ, με την οποία, κατά τούτο, αποδίδεται ορθώς το νόημα του νόμου, το τεκμήριο νόμιμης κοινοποιήσεως, το οποίο θεσπίζεται από τις διατάξεις αυτές και το οποίο έχει μαχητό χαρακτήρα δεν έχει, πάντως, έδαφος εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία, από το συνταχθέν αποδεικτικό επιδόσεως της ταχυδρομικής υπηρεσίας, προκύπτει ότι η πράξη της Φορολογικής Διοικήσεως επιδόθηκε στον προς ον η επίδοση σε συγκεκριμένη ημερομηνία (βλ. ΣτΕ 1115/2021) και δη μεταγενέστερη του δεκαπενθημέρου, το οποίο θεσπίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 5 ως χρονικό σημείο συναγωγής του τεκμηρίου. Ομοίως, εφ’ όσον η επίδοση αμφισβητείται από τον προς ον, εφ’ όσον δηλαδή αυτός αμφισβητεί ότι πράγματι παρέλαβε τη συστημένη επιστολή, τότε κατά την αληθή έννοια της ως άνω διατάξεως, ερμηνευόμενης υπό το φως των προαναφερθεισών συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου και της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν εφαρμόζεται το προαναφερθέν τεκμήριο, αλλά η Φορολογική Διοίκηση οφείλει, πλέον, να αποδείξει, με κάθε πρόσφορο τρόπο, την πραγματική παραλαβή της πράξεως από τον προς ον αυτή αφορά ή την πλήρη γνώση του περιεχομένου της από αυτόν (πρβλ. ΣτΕ 2592/2021)».
5. Επειδή, εν όψει της, κατά τ’ ανωτέρω, επιλύσεως, με την παρατεθείσα νομολογία του Δικαστηρίου, του ζητήματος που τίθεται και εν προκειμένω με το πιο πάνω προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε, δια της 1151/2024 αποφάσεώς του, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, πρέπει να δοθεί η ακόλουθη, σύμφωνη με την ως άνω νομολογία, απάντηση, εν συνεχεία δε η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο διοικητικό εφετείο, προκειμένου να εκδοθεί οριστική απόφαση επ’ αυτής.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απαντά ως ακολούθως στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα:
Το τεκμήριο νόμιμης κοινοποιήσεως, το οποίο θεσπίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 5 του Κ.Φ.Δ., και το οποίο έχει μαχητό χαρακτήρα, δεν έχει, πάντως, έδαφος εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία η επίδοση αμφισβητείται από τον προς ον, ήτοι εφ’ όσον αυτός αμφισβητεί ότι πράγματι παρέλαβε τη συστημένη επιστολή. Στην περίπτωση αυτή, κατά την αληθή έννοια της ως άνω διατάξεως, ερμηνευόμενης υπό το φως των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου, της φανερής δράσεως της Διοικήσεως, της ασφάλειας δικαίου και της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν εφαρμόζεται το προαναφερθέν τεκμήριο, αλλά η Φορολογική Διοίκηση οφείλει, πλέον, να αποδείξει, με κάθε πρόσφορο τρόπο, την πραγματική παραλαβή της πράξεως από τον προς ον αυτή αφορά ή την πλήρη γνώση του περιεχομένου της από αυτόν.
Παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, για την έκδοση οριστικής αποφάσεως επ’ αυτής.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Οκτωβρίου 2024
Ο Πρόεδρος του Στ’ Τμήματος
Ο Γραμματέας
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 21ης Οκτωβρίου 2024.
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος
Ο Γραμματέας