ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 5ης Σεπτεμβρίου 2024

«Προδικαστική παραπομπή – Εξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων – Οδηγία 2001/24/ΕΚ – Άρθρα 3 και 6 – Μέτρο εξυγίανσης ληφθέν έναντι πιστωτικού ιδρύματος – Μεταβίβαση των υποχρεώσεων και των ευθυνών του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος σε “μεταβατική τράπεζα” πριν από την άσκηση ενδίκου βοηθήματος με αίτημα την καταβολή απαιτήσεως δικαιούχου έναντι του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος – Αναμεταβίβαση στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα ορισμένων από τις εν λόγω υποχρεώσεις και ευθύνες – Δίκαιο του κράτους μέλους έναρξης της σχετικής διαδικασίας (lex concursus) – Αποτελέσματα μέτρου εξυγίανσης σε άλλα κράτη μέλη – Αμοιβαία αναγνώριση – Συνέπειες της παραβάσεως της υποχρέωσης δημοσιοποίησης του μέτρου εξυγίανσης – Άρθρα 17, 21, 38 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Προστασία του καταναλωτή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Καταχρηστικές ρήτρες – Αρχή της ασφάλειας δικαίου και αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Παθητική νομιμοποίηση της “μεταβατικής τράπεζας” »

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑498/22 έως C‑500/22,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) με αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 2022, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 21 και 22 Ιουλίου 2022, στο πλαίσιο των δικών

Novo Banco SA – Sucursal en España,

Banco de Portugal,

Fundo de Resolução

κατά

C.F.O. (C‑498/22),

J.M.F.T.,

M.H.D.S. (C‑499/22),

Proyectos, Obras y Servicios de Badajoz SL (C‑500/22),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, O. Spineanu‑Matei, J.‑C. Bonichot, S. Rodin και L. S. Rossi (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Οκτωβρίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Novo Banco SA – Sucursal en España, εκπροσωπούμενη από τον B. Fiestas Muñoz, την N. Rodríguez Fernández και την A. Suberviola Pagola, abogados,

–        η Banco de Portugal και το Fundo de Resolução, εκπροσωπούμενα από την C. García Vega και τον J. M. Rodríguez Cárcamo, abogados,

–        ο C.F.O., εκπροσωπούμενος από τον J. M. Arroyo Lorenzo, abogado, και την I. C. Covadonga Juliá Corujo, procuradora,

–        οι J.M.F.T. και M.H.D.S., εκπροσωπούμενοι από τον J. A. Ballesteros Garrido, abogado,

–        η Proyectos, Obras y Servicios de Badajoz SL, εκπροσωπούμενη από τον J. M. Aguado Maestro, abogado,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Aguilera Ruiz και την A. Gavela Llopis,

–        η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την P. Barros da Costa, τον M. Esménio και την A. Rodrigues, επικουρούμενους από τους R. Esteves de Oliveira και P. Pinheiro, advogados,

–        το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον J. Etienne, την P. López-Carceller και τον A. Tamás,

–        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον G. Rugge και την A. Westerhof Löfflerová,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. L. Buendía Sierra, A. Nijenhuis, N. Ruiz García και Δ. Τριανταφύλλου,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Μαρτίου 2024,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, και του άρθρου 6 της οδηγίας 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2001, L 125, σ. 15), του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29), των άρθρων 17, 21, 38 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ της Novo Banco SA – Sucursal en España (στο εξής: Novo Banco), υποστηριζόμενης από την Banco de Portugal (Τράπεζα της Πορτογαλίας) και το Fundo de Resolução (Ταμείο Εξυγιάνσεως, Πορτογαλία), και διαφόρων πελατών της Novo Banco, σχετικά με τον αντίκτυπο των μέτρων εξυγίανσης που ελήφθησαν έναντι της Banco Espíritu Santo SA (BES), πορτογαλικού πιστωτικού ιδρύματος, και του ισπανικού υποκαταστήματός της (στο εξής: BES Ισπανίας), το οποίο διαδέχθηκε η Novo Banco, επί διαφόρων συμβάσεων χρηματοοικονομικών προϊόντων και υπηρεσιών.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2001/24

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 4, 6, 7, 11, 12 και 16 της οδηγίας 2001/24 έχουν ως ακολούθως:

«(3)      Η [παρούσα] οδηγία εγγράφεται στο κοινοτικό νομοθετικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε με την οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και την άσκησή της [(ΕΕ 2000, L 126, σ. 1)]. Εξ αυτού συνάγεται ότι, κατά την περίοδο της δραστηριότητάς του, το πιστωτικό ίδρυμα και τα υποκαταστήματά του αποτελούν μία ενιαία οντότητα, η οποία υπόκειται στην εποπτεία των αρμόδιων αρχών του κράτους όπου εκδόθηκε η άδεια λειτουργίας που ισχύει για όλη την [Ευρωπαϊκή] Κοινότητα.

(4)      Θα ήταν ιδιαίτερα άσκοπο να εγκαταλείπεται η ενότητα που αποτελεί το ίδρυμα με τα υποκαταστήματά του, όταν είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα εξυγίανσης ή να κινηθεί διαδικασία εκκαθάρισης.

[…]

(6)      Επιβάλλεται να ανατεθεί στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής η αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζουν και να εφαρμόζουν τα μέτρα εξυγίανσης που προβλέπονται στη νομοθεσία και τα συναλλακτικά ήθη του εν λόγω κράτους μέλους. Λόγω της δυσχέρειας που παρουσιάζει η εναρμόνιση των νομοθεσιών και των συναλλακτικών ηθών των κρατών μελών, θα πρέπει να καθιερωθεί η αμοιβαία αναγνώριση, εκ μέρους των κρατών μελών, των μέτρων που λαμβάνει έκαστο εξ αυτών για να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα των ιδρυμάτων στα οποία έχει χορηγήσει άδεια.

(7)      Είναι απαραίτητο να εξασφαλισθεί ότι τα μέτρα εξυγίανσης που λαμβάνουν οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, καθώς και τα μέτρα που λαμβάνουν τα πρόσωπα ή τα όργανα στα οποία οι αρχές αυτές αναθέτουν τη διαχείριση αυτών των μέτρων εξυγίανσης, παράγουν τα αποτελέσματά τους σε όλα τα κράτη μέλη, ακόμη και προκειμένου για μέτρα που καθιστούν δυνατή την αναστολή πληρωμών, την αναστολή εκτελεστικών μέτρων ή τη μείωση απαιτήσεων καθώς και οιοδήποτε μέτρο ικανό να θίξει προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων.

[…]

(11)      Στα κράτη μέλη όπου βρίσκονται υποκαταστήματα, απαιτείται δημόσια ανακοίνωση με την οποία να πληροφορούνται οι τρίτοι την εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, όταν αυτά τα μέτρα υπάρχει κίνδυνος να δημιουργήσουν προβλήματα στην άσκηση ορισμένων εκ των δικαιωμάτων τους.

(12)      Η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών, όσον αφορά τη δυνατότητά τους να ασκήσουν [μέσα έννομης προστασίας], επιβάλλει στις διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι πιστωτές του κράτους μέλους υποδοχής να μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους των [μέσων έννομης προστασίας] εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας.

[…]

(16)      Η ισότητα των πιστωτών απαιτεί να εκκαθαρίζεται το πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με τις αρχές της ενότητας και της καθολικότητας, οι οποίες ορίζουν την αποκλειστική αρμοδιότητα των διοικητικών ή δικαστικών αρχών του κράτους μέλους καταγωγής και την αναγνώριση των αποφάσεών τους που πρέπει να μπορούν να παράγουν, χωρίς καμία άλλη διατύπωση, σε όλα τα άλλα κράτη μέλη, τα αποτελέσματα που τους αποδίδει το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής, εκτός εάν η παρούσα οδηγία ορίζει άλλως.»

4        Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/24 ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα και τα υποκαταστήματά τους που έχουν συσταθεί σε κράτος μέλος διάφορο του κράτους μέλους της καταστατικής έδρας, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 πρώτο και τρίτο σημείο της οδηγίας 2000/12/ΕΚ, υπό την επιφύλαξη των όρων και εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 της ίδιας οδηγίας.»

5        Κατά το άρθρο 2, έβδομη περίπτωση, της οδηγίας 2001/24, ως «μέτρα εξυγίανσης» νοούνται «τα μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση πιστωτικού ιδρύματος και είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής εκτελεστικών μέτρων ή μείωσης των απαιτήσεων».

6        Ο τίτλος II της οδηγίας, ο οποίος επιγράφεται «Μέτρα εξυγίανσης», περιλαμβάνει τα άρθρα 3 έως 8.

7        Το άρθρο 3 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λήψη μέτρων εξυγίανσης – εφαρμοστέο δίκαιο», ορίζει τα εξής:

«1.      Οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής είναι οι μόνες αρμόδιες να αποφασίζουν για την εφαρμογή ενός ή περισσότερων μέτρων εξυγίανσης σε πιστωτικό ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη.

2.      Τα μέτρα εξυγίανσης διέπονται από τους νόμους, κανονισμούς και διαδικασίες που ισχύουν στο κράτος μέλος καταγωγής, εκτός αν άλλως ορίζει η παρούσα οδηγία.

Τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν όλα τα αποτελέσματά τους σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους σε ολόκληρη την Κοινότητα, χωρίς άλλες διατυπώσεις, καθώς και έναντι τρίτων στα άλλα κράτη μέλη, και αν ακόμη οι ισχύουσες διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής δεν προβλέπουν τέτοια μέτρα ή εξαρτούν την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται.

Τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν τα αποτελέσματά τους σε ολόκληρη την Κοινότητα μόλις παράγουν τα αποτελέσματά τους στο κράτος μέλος όπου έχουν ληφθεί.»

8        Το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Δημοσίευση», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Εφόσον η θέση σε εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης που αποφασίσθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 ενδέχεται να θίξει τα δικαιώματα τρίτων σε κράτος μέλος υποδοχής, και αν η απόφαση η οποία διατάσσει το μέτρο υπόκειται σε [μέσο έννομης προστασίας] στο κράτος μέλος καταγωγής, οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, ο διαχειριστής ή κάθε πρόσωπο αρμόδιο για το σκοπό αυτό στο κράτος μέλος καταγωγής, οφείλουν να δημοσιεύουν απόσπασμα της απόφασής τους στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και σε δύο εφημερίδες που κυκλοφορούν σε όλη την επικράτεια κάθε κράτους μέλους υποδοχής, ώστε να είναι εφικτή η έγκαιρη άσκηση του [μέσου έννομης προστασίας].

2.      Το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 απόσπασμα της απόφασης αποστέλλεται, το συντομότερο δυνατόν και με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο, στο Γραφείο των Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στις δύο εφημερίδες που κυκλοφορούν σε όλη την επικράτεια κάθε κράτους μέλους υποδοχής.

3.      Το Γραφείο των Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημοσιεύει το απόσπασμα το αργότερο δώδεκα ημέρες μετά την αποστολή του.

4.      Το δημοσιευόμενο απόσπασμα αποφάσεως πρέπει να αναφέρει, στην επίσημη γλώσσα ή στις επίσημες γλώσσες των οικείων κρατών μελών, ιδίως το αντικείμενο και τη νομική βάση της ληφθείσας απόφασης, την προθεσμία ασκήσεως [μέσων έννομης προστασίας], και δη μία ευκόλως κατανοητή ένδειξη της ημερομηνίας λήξεως των προθεσμιών αυτών, καθώς και την ακριβή διεύθυνση των διοικητικών ή δικαστικών αρχών που είναι αρμόδιες να αποφανθούν επί του [μέσου έννομης προστασίας].

5.      Τα μέτρα εξυγίανσης εφαρμόζονται ανεξάρτητα από τα μέτρα που προβλέπουν οι παράγραφοι 1 έως 3, και παράγουν πλήρη αποτελέσματα έναντι των πιστωτών, εκτός αν οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή το σχετικό με τα μέτρα αυτά δίκαιο του εν λόγω κράτους ορίζουν άλλως.»

9        Το άρθρο 32 της οδηγίας 2001/24, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εκκρεμοδικία», ορίζει τα εξής:

«Τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης ή της διαδικασίας εκκαθάρισης επί εκκρεμούς δίκης με αντικείμενο πράγμα ή δικαίωμα των οποίων απεκδύθη το πιστωτικό ίδρυμα διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του κράτους μέλους, στο οποίο υφίσταται η εκκρεμοδικία.»

 Η οδηγία 2014/59/ΕΕ

10      Η αιτιολογική σκέψη 65 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190), έχει ως ακολούθως:

«Ως ίδρυμα που τελεί εν όλω ή εν μέρει υπό την κυριότητα μιας ή περισσότερων δημόσιων αρχών ή που ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης, ένα μεταβατικό ίδρυμα θα έχει ως πρωταρχικό σκοπό του να διασφαλίζει ότι εξακολουθούν να παρέχονται βασικές χρηματοοικονομικές υπηρεσίες στους πελάτες του πτωχευμένου ιδρύματος και ότι εξακολουθούν να ασκούνται βασικές χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Το μεταβατικό ίδρυμα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως βιώσιμη λειτουργούσα επιχείρηση και να επανεντάσσεται στην αγορά μόλις οι συνθήκες είναι κατάλληλες και εντός της περιόδου που ορίζει η παρούσα οδηγία ή να εκκαθαρίζεται, εάν δεν είναι βιώσιμη.»

11      Το άρθρο 83 της οδηγίας 2014/59, το οποίο επιγράφεται «Διαδικαστικές υποχρεώσεις των αρχών εξυγίανσης», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, μόλις είναι ευλόγως εφικτό μετά την ανάληψη μιας δράσης εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4.

[…]

4.      Η αρχή εξυγίανσης δημοσιεύει ή μεριμνά για τη δημοσίευση αντιγράφου της διάταξης ή της πράξης δυνάμει της οποίας αναλαμβάνεται η δράση εξυγίανσης είτε ειδοποίησης όπου συνοψίζονται τα αποτελέσματα της δράσης εξυγίανσης, και ιδίως τα αποτελέσματα για τους μικροεπενδυτές και, κατά περίπτωση, τους όρους και το χρονικό διάστημα της αναστολής ή του περιορισμού που αναφέρονται στα άρθρα 69, 70 και 71, στα ακόλουθα μέσα:

α)      στον επίσημο ιστότοπό της·

β)      στον ιστότοπο της αρμόδιας αρχής, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης, και στον ιστότοπο της [Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ)]·

γ)      στον ιστότοπο του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

δ)      σε περίπτωση που οι μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή χρεωστικά μέσα του ιδρύματος υπό εξυγίανση έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, στα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη δημοσιοποίηση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών που αφορούν το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕK (ΕΕ 2004, L 390, σ. 38)].

[…]»

12      Το άρθρο 117 της οδηγίας 2014/59, το οποίο φέρει τον τίτλο «Τροποποιήσεις της οδηγίας 2001/24/ΕΚ», προβλέπει, στην παράγραφο 1, την προσθήκη στο άρθρο 1 της οδηγίας 2001/24 παραγράφου 5, κατά την οποία «[τ]α άρθρα 4 και 7 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται όταν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 83 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ».

13      Δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/59, ως προθεσμία για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο καθορίσθηκε η 31η Δεκεμβρίου 2014.

14      Σύμφωνα με το άρθρο 131 της εν λόγω οδηγίας, η οδηγία αυτή άρχισε να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στις 2 Ιουλίου 2014.

 Η οδηγία 93/13

15      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Ρήτρα σύμβασης που δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.»

16      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

17      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

 Το ισπανικό δίκαιο

18      Ο Ley 6/2005 sobre saneamiento y liquidación de las entidades de crédito (νόμος 6/2005 περί εξυγίανσης και εκκαθάρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων), της 22ας Απριλίου 2005 (BOE αριθ. 97, της 23ης Απριλίου 2005, σ. 13912), μετέφερε την οδηγία 2001/24 στην ισπανική έννομη τάξη.

19      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του νόμου προβλέπει τα εξής:

«Όταν, έναντι πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο διαθέτει τουλάχιστον ένα υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στην Ισπανία, λαμβάνεται μέτρο εξυγιάνσεως ή κινείται διαδικασία εκκαθαρίσεως, το εν λόγω μέτρο ή η εν λόγω διαδικασία παράγει, χωρίς άλλες διατυπώσεις, όλα τα αποτελέσματά του/της στην Ισπανία αμέσως μόλις η σχετική απόφαση αρχίσει να παράγει αποτελέσματα στο κράτος μέλος στο οποίο ελήφθη το μέτρο ή κινήθηκε η διαδικασία.»

 Το πορτογαλικό δίκαιο

20      Τα άρθρα 145‑C επ. του Regime Geral das Instituições de Crédito e Sociedas Financeiras (γενικού καθεστώτος των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοοικονομικών εταιριών), το οποίο εγκρίθηκε με την Decreto-Lei [que] Aprova o Regime Geral das Instituições de Crédito e Sociedades Financeiras (πράξη νομοθετικού περιεχομένου περί εγκρίσεως του γενικού καθεστώτος των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοοικονομικών εταιριών), της 31ης Δεκεμβρίου 1992 (Diário da República, σειρά I-A, αριθ. 301-A/2012, στο εξής: RGICSF), εισήχθησαν με την Decreto-Lei n° 31‑A/2012 (πράξη νομοθετικού περιεχομένου 31‑A/2012), της 10ης Φεβρουαρίου 2012 (Diário da República, σειρά 1η, αριθ. 30, της 10ης Φεβρουαρίου 2012). Τα εν λόγω άρθρα διέπουν τα μέτρα εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοοικονομικών εταιριών.

 Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Υπόθεση C498/22

21      Στις 11 Δεκεμβρίου 2006 ο C.F.Ο., καταναλωτής, συνήψε με την ΒΕS Ισπανίας σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, η οποία περιείχε τη λεγόμενη ρήτρα «κατώτατου επιτοκίου», ορίζουσα ελάχιστο επιτόκιο ύψους 2 %.

22      Με απόφαση της 9ης Μαΐου 2013, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) έκρινε ότι μια τέτοια ρήτρα ήταν καταχρηστική λόγω έλλειψης διαφάνειας. Κατόπιν τούτου, ο C.F.Ο. απηύθυνε αίτημα προς την BES Ισπανίας με το οποίο την καλούσε να μην εφαρμόζει την επίμαχη ρήτρα. Η BES Ισπανίας έπαυσε να εφαρμόζει τη ρήτρα από τον Ιούνιο του 2013.

23      Κατ’ εφαρμογήν του RGICSF, και στο πλαίσιο σοβαρών χρηματοπιστωτικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η BES, το διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας της Πορτογαλίας, με απόφαση της 3ης Αυγούστου 2014, η οποία τροποποιήθηκε με απόφαση της 11ης Αυγούστου 2014 (στο εξής: απόφαση του Αυγούστου 2014), έλαβε τα λεγόμενα «μέτρα εξυγίανσης» του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος.

24      Με την απόφαση του Αυγούστου 2014, η Τράπεζα της Πορτογαλίας σύστησε «μεταβατική τράπεζα» ή «μεταβατικό ίδρυμα», ήτοι τη Novo Banco, στην οποία μεταβιβάσθηκαν τα στοιχεία του ενεργητικού, τα στοιχεία του παθητικού και τα λοιπά μη περιουσιακά στοιχεία της BES που περιγράφονται στο παράρτημα 2 της απόφασης.

25      Στο παράρτημα 2 μνημονεύονταν ορισμένα στοιχεία του παθητικού τα οποία αποκλείονταν από τη μεταβίβαση στη Novo Banco και τα οποία, ως εκ τούτου, παρέμεναν στην περιουσία της BES. Στα στοιχεία αυτά του παθητικού περιλαμβάνονταν τα απαριθμούμενα στην παράγραφο 1, στοιχείο b, v, του εν λόγω παραρτήματος 2, ήτοι «κάθε υποχρέωση και ενδεχόμενη υποχρέωση και ειδικότερα εκείνες που αποτελούν προϊόν απάτης ή παράβασης κανονιστικών, ποινικών ή διοικητικών διατάξεων ή αποφάσεων».

26      Κατόπιν της μεταβίβασης περί της οποίας έγινε λόγος στη σκέψη 24 της παρούσας αποφάσεως, η Novo Banco κατέστη ενυπόθηκη δανείστρια της σύμβασης δανείου που είχε συναφθεί στις 11 Δεκεμβρίου 2006 και άρχισε να εισπράττει από τον C.F.O τις μηνιαίες δόσεις αποπληρωμής του δανείου.

27      Στις 3 Οκτωβρίου 2014 η Βanco de España (Τράπεζα της Ισπανίας) δημοσίευσε ανακοίνωση στην Boletín del Estado [Επίσημη Εφημερίδα] στην οποία αναφερόταν ότι, με την απόφαση του Αυγούστου 2014, η Τράπεζα της Πορτογαλίας είχε εφαρμόσει στην BES μέτρο εξυγίανσης συνιστάμενο στη μερική μεταβίβαση των δραστηριοτήτων της στη μεταβατική τράπεζα Novo Banco, η οποία συνέχιζε χωρίς διακοπή τις συνήθεις δραστηριότητες της BES, οπότε το εν λόγω μέτρο λογιζόταν ως μέτρο εξυγίανσης, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/24.

28      Στις 29 Δεκεμβρίου 2015 η Τράπεζα της Πορτογαλίας εξέδωσε δύο αποφάσεις για την τροποποίηση και την αποσαφήνιση του παραρτήματος 2 της απόφασης του Αυγούστου 2014 (στο εξής: αποφάσεις της 29ης Δεκεμβρίου 2015).

29      Με τις αποφάσεις της 29ης Δεκεμβρίου 2015 διευκρινιζόταν, μεταξύ άλλων, ότι, «ειδικότερα, από την ημερομηνία αυτή και εφεξής, τα ακόλουθα στοιχεία του παθητικού της BES δεν [είχαν] μεταβιβασθεί στη Novo Banco: […] v) όλες οι απαιτήσεις και οι αποζημιώσεις που συνδέονται με την ενδεχόμενη ακύρωση συγκεκριμένων ρητρών συμβάσεων δανείων στις οποίες η BES ήταν δανείστρια».

30      Κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980), ο C.F.O. υπέβαλε, τον Ιανουάριο του 2017, αίτημα επιστροφής των ποσών που είχε εισπράξει η BES Ισπανίας κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας «κατώτατου επιτοκίου» του ενυπόθηκου δανείου.

31      Με έγγραφο της 21ης Μαρτίου 2017, η Novo Banco απέρριψε το αίτημα αυτό για τον λόγο ότι η BES Ισπανίας είχε ενεργήσει με πλήρη διαφάνεια όσον αφορά τις πληροφορίες σχετικά με την εν λόγω ρήτρα «κατώτατου επιτοκίου», οι οποίες είχαν γνωστοποιηθεί στην προσφορά που υπεγράφη στις 24 Νοεμβρίου 2006.

32      Στις 4 Μαΐου 2017 ο C.F.O. άσκησε αγωγή κατά της Novo Banco με αίτημα, αφενός, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της εν λόγω ρήτρας, για τον λόγο ότι ήταν καταχρηστική, και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Novo Banco να του επιστρέψει τα ποσά που ο ίδιος είχε καταβάλει αχρεωστήτως κατ’ εφαρμογήν της ίδιας ρήτρας.

33      Η Novo Banco προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της αγωγής, επικαλούμενη ότι στερείται παθητικής νομιμοποίησης, αφ’ ης στιγμής η απαίτηση που θα μπορούσε να έχει γεννηθεί υπέρ του C.F.O., και η οποία συνίστατο στην επιστροφή των ποσών που είχε εισπράξει η BES Ισπανίας δυνάμει της εφαρμογής της επίμαχης ρήτρας «κατώτατου επιτοκίου», δεν είχε μεταβιβασθεί στην ίδια με τα μέτρα εξυγίανσης που είχε λάβει η Τράπεζα της Πορτογαλίας έναντι της BES.

34      Τόσο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσο και το δικάζον κατ’ έφεση, ήτοι το Audiencia Provincial (εφετείο, Ισπανία), απέρριψαν την ένσταση της Novo Banco και έκαναν δεκτή την αγωγή του C.F.O.

35      Κατόπιν τούτου, η Novo Banco άσκησε αναίρεση ενώπιον του Tribunal supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο δέχθηκε την αίτηση της Τράπεζας της Πορτογαλίας και του Ταμείου Εξυγιάνσεως να παρέμβουν προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως.

36      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι τα μέτρα εξυγίανσης που ελήφθησαν έναντι της BES εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο με την απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, BPC Lux 2 κ.λπ. (C‑83/20, EU:C:2022:346, σκέψεις 28 έως 30), οπότε η περίπτωση της κύριας δίκης πρέπει να θεωρηθεί ως αφορώσα την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη.

37      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, μολονότι η απόφαση του Αυγούστου 2014 και οι αποφάσεις της 29ης Δεκεμβρίου 2015 λογίζονται ως αποτελούσες μέτρα εξυγίανσης, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο με την απόφαση της 29ης Απριλίου 2021, Banco de Portugal κ.λπ. (C‑504/19, EU:C:2021:335), και μολονότι είναι δυνατόν να θίξουν τα συμφέροντα τρίτων, εντούτοις, αντιθέτως προς τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας, ουδεμία δημοσίευση των αποφάσεων αυτών έλαβε χώρα. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι πληροφορίες τις οποίες κοινοποίησε η Τράπεζα της Πορτογαλίας στον ιστότοπό της, στην αγγλική και στην πορτογαλική γλώσσα, καθώς και στα ισπανικά μέσα ενημέρωσης, σχετικά με την κρίση που αντιμετώπιζε η BES και τη σύσταση της Novo Banco ήταν πολύ γενικόλογες και δεν καθιστούσαν δυνατό στους ενδιαφερόμενους πελάτες να προσδιορίσουν τα στοιχεία του παθητικού τα οποία αποκλείονταν από την επίμαχη μεταβίβαση περιουσίας και να αντιληφθούν τον περιορισμό των δικαιωμάτων τους τον οποίο συνεπαγόταν ο αποκλεισμός αυτός. Οι δε γνωστοποιήσεις της Novo Banco προς τους πελάτες της μάλλον κατέτειναν στο να αποκλειστεί κάθε ενδεχόμενο περί του ότι θα μπορούσαν να θίγονται οι τελευταίοι από τα επίμαχα μέτρα εξυγίανσης. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ούτε η ανακοίνωση την οποία δημοσίευσε η Τράπεζα της Ισπανίας, και η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 27 της παρούσας αποφάσεως, πληρούσε τις απαιτούμενες από τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις.

38      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι η ως άνω έλλειψη δημοσίευσης σύμφωνα με τους όρους που απαιτεί το άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας 2001/24 εμπόδισε το σύνολο σχεδόν των πελατών της οικείας τράπεζας οι οποίοι κατοικούν στην Ισπανία να ασκήσουν μέσο έννομης προστασίας κατά των αποφάσεων της Τράπεζας της Πορτογαλίας και τους οδήγησε να ασκήσουν μέσα έννομης προστασίας κατά της Novo Banco, έναντι των οποίων η τελευταία προέβαλε, εντούτοις, ένσταση απαραδέκτου για τον λόγο ότι με τα μέτρα εξυγίανσης δεν είχε μεταβιβασθεί η υποχρέωση επιστροφής των ποσών που είχαν καταβάλει οι πελάτες αυτοί λόγω της εφαρμογής καταχρηστικής ρήτρας.

39      Κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 6, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/24 –κατά το οποίο τα μέτρα εξυγίανσης εφαρμόζονται και παράγουν τα αποτελέσματά τους ανεξάρτητα από τα μέτρα δημοσιοποίησης που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 3, της οδηγίας αυτής– δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι επιτρέπει παρατεταμένη μη δημοσίευση, στο κράτος μέλος υποδοχής, των περιορισμών ή της στέρησης των δικαιωμάτων που τα μέτρα αυτά επιβάλλουν στους πελάτες της οικείας οντότητας, ούτε και των μέσων έννομης προστασίας που έχουν στη διάθεσή τους οι θιγόμενοι και των λεπτομερειών που διέπουν την άσκησή τους.

40      Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει ως προς το ότι η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24 υποχρέωση αναγνώρισης, στο κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης που έχουν ληφθεί στο κράτος μέλος καταγωγής μπορεί να συνάδει με την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, με την απαγόρευση κάθε διάκρισης λόγω ιθαγένειας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς και με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, όταν τα μέτρα εξυγίανσης δεν έχουν δημοσιευθεί κατά τους όρους του άρθρου 6, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας.

41      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η Novo Banco απάντησε επί της ουσίας στο αίτημα επιστροφής που της απηύθυνε ο C.F.O., υπογραμμίζοντας ότι η «τράπεζα [είχε ενεργήσει] με πλήρη διαφάνεια». Κατά συνέπεια, ο C.F.O. άσκησε αγωγή με πλήρη πεποίθηση ότι η Novo Banco, ως τραπεζικό ίδρυμα ελεγχόμενο από δημόσια αρχή που ενεργεί κατ’ εφαρμογήν του δικαίου της Ένωσης, είχε αναλάβει το σύνολο των υποχρεώσεων και των ευθυνών της BES Ισπανίας που σχετίζονταν με τη σύμβαση αυτή.

42      Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η υποχρέωση αναγνώρισης των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης, η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24, συνάδει προς το άρθρο 47 του Χάρτη καθώς και προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου σε περίπτωση που καταναλωτής, ο οποίος διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής, θα μπορούσε να έχει θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη συμπεριφορά μεταβατικής τράπεζας, ελεγχόμενης από δημόσια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

43      Τέλος, τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη νομιμότητα, υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, και ειδικότερα υπό το πρίσμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, της «κατάτμησης» της συμβατικής σχέσης η οποία απορρέει από τα επίμαχα στην κύρια δίκη μέτρα εξυγίανσης. Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, ενώ ο ενδιαφερόμενος καταναλωτής δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις του έναντι της Novo Banco, καταβάλλοντας στην τελευταία τις μηνιαίες δόσεις του ενυπόθηκου δανείου που είχε αρχικώς συνάψει με την BES Ισπανίας, η Novo Banco απαλλάσσεται από την υποχρέωση επιστροφής των ποσών που εισέπραξε η BES Ισπανίας κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας «κατώτατου επιτοκίου», όπερ συνεπάγεται ότι ο καταναλωτής επωμίζεται τις χρηματικής φύσεως συνέπειες καταχρηστικής ρήτρας, αφού, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να ανακτήσει τα ποσά αυτά από την BES, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης αφερεγγυότητας της τελευταίας.

44      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί αμφίβολο τα δικαιώματα των καταναλωτών να μην υπερισχύουν της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Συναφώς, επισημαίνει ότι, στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980), το Δικαστήριο έκρινε ότι αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) η οποία περιόριζε τα περί επιστροφής αποτελέσματα της ακύρωσης ρητρών «κατώτατου επιτοκίου» στις συμβάσεις ενυπόθηκων δανείων που συνάπτονται από επαγγελματία με καταναλωτή, προκειμένου να διασφαλιστεί η σταθερότητα του ισπανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο αντιμετώπιζε τότε σοβαρή κρίση.

45      Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η αναγνώριση των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης η οποία, στην πράξη, δεν επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο καταναλωτή να επωφεληθεί του δικαιώματος ανάκτησης των καταβληθέντων λόγω της εφαρμογής καταχρηστικής ρήτρας ποσών, ενώ, συγχρόνως, ο συγκεκριμένος καταναλωτής εξακολουθεί να υποχρεούται να εξοφλήσει ολοσχερώς τις μηνιαίες δόσεις του ενυπόθηκου δανείου που έχει συνάψει, θα μπορούσε να συνιστά δυσανάλογη επέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας του εν λόγω καταναλωτή, αντίθετη προς το άρθρο 17 του Χάρτη.

46      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνάδει με το θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του [Χάρτη], τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή της ισότητας και της απαγόρευσης κάθε διάκρισης λόγω ιθαγένειας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, του Χάρτη ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24 η οποία συνεπάγεται την αναγνώριση, σε κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής η οποία δεν δημοσιεύθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας [αυτής];

2)      Συνάδει με το θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη και τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24 η οποία συνεπάγεται την αναγνώριση, σε κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής με την οποία ορισμένες υποχρεώσεις και ευθύνες εξαιρέθηκαν από τη μεταβίβαση σε “μεταβατική τράπεζα” της συνήθους δραστηριότητας και ορισμένων περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας στην οποία εφαρμόζονται τα μέτρα εξυγίανσης, όταν η μεταγενέστερη συμπεριφορά της “μεταβατικής τράπεζας”, που ελέγχεται από δημόσια αρχή που εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, δημιούργησε στους πελάτες του κράτους μέλους υποδοχής τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι είχε επίσης αναλάβει το παθητικό που αντιστοιχεί στις ευθύνες και στις υποχρεώσεις που η τράπεζα στην οποία επιβλήθηκε το μέτρο εξυγίανσης υπείχε έναντι των εν λόγω πελατών;

3)      Συνάδει με το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη, την αρχή περί εξασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 38 του Χάρτη, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας [93/13] και τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24 η οποία συνεπάγεται την αναγνώριση, σε κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής με την οποία μεταβιβάζεται σε “μεταβατική τράπεζα” η θέση του δανειστή σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, πλην όμως η μη βιώσιμη τράπεζα διατηρεί την υποχρέωση να επιστρέψει στον δανειολήπτη καταναλωτή τα ποσά που εισέπραξε λόγω της εφαρμογής καταχρηστικής ρήτρας της εν λόγω σύμβασης;»

 Υπόθεση C499/22

47      Οι J.M.F.T. και M.H.D.S. άνοιξαν λογαριασμό τίτλων και συνήψαν σύμβαση διαχείρισης χαρτοφυλακίων επενδύσεων με την BES Ισπανίας.

48      Στις 3 Οκτωβρίου 2007 συνήψαν μια ιδιάζουσα χρηματοοικονομική σύμβαση (atypical financial contract, στο εξής: AFC) με την BES Ισπανίας, η οποία ήταν ένα πολύπλοκο χρηματοοικονομικό προϊόν υψηλού κινδύνου, με κυμαινόμενο επιτόκιο συνδεόμενο με την εξέλιξη των μετοχών άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων. Η AFC έληξε στις 11 Οκτωβρίου 2014, ημερομηνία κατά την οποία καταγγέλθηκε και εκκαθαρίστηκε με ζημία από τη Novo Banco, η οποία είχε εν τω μεταξύ διαδεχθεί την BES Ισπανίας.

49      Οι J.M.F.T. και M.H.D.S. συνήψαν επίσης με την BES Ισπανίας, στις 28 Απριλίου 2008, σύμβαση δομημένου χρηματοοικονομικού προϊόντος, η οποία έληξε στις 28 Απριλίου 2013 και εκκαθαρίστηκε με ζημία από την BES Ισπανίας.

50      Τον Αύγουστο του 2014 ο J.M.F.T. έλαβε πλείονες ανακοινώσεις εκ μέρους της Novo Banco στις οποίες αναγραφόταν ότι, κατόπιν των αποφάσεων που είχε λάβει η Τράπεζα της Πορτογαλίας έναντι της BES, οι τραπεζικές σχέσεις συνεχίζονταν μεταξύ των πελατών της BES Ισπανίας και της νέας οντότητας, ήτοι της Novo Banco, και παρεχόταν αντίγραφο της χρηματοοικονομικής κατάστασης της AFC.

51      Στις 17 Απριλίου 2017 οι J.M.F.T. και M.H.D.S. άσκησαν αγωγή κατά της Novo Banco με αίτημα την ακύρωση των δύο χρηματοπιστωτικών συμβάσεων λόγω ελαττώματος της βούλησης, και δη λόγω της πλημμελούς πληροφόρησης που τους παρέσχε η BES Ισπανίας, καθώς και την επιστροφή των ποσών που εισπράχθηκαν από κάθε συμβαλλόμενο μέρος, πλέον τόκων από την ημερομηνία κάθε πληρωμής. Επικουρικώς, οι J.M.F.T. και M.H.D.S. ζητούσαν να υποχρεωθεί η Novo Banco στην αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν λόγω της απόκτησης των δύο χρηματοοικονομικών προϊόντων, πλέον τόκων υπολογιζόμενων με το νόμιμο επιτόκιο από την επίδοση της αγωγής.

52      Η Novo Banco προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της αγωγής, επικαλούμενη ότι στερείται παθητικής νομιμοποίησης, αφ’ ης στιγμής η απαίτηση που θα μπορούσε να έχει γεννηθεί υπέρ των J.M.F.T. και M.H.D.S., και η οποία συνίστατο είτε στην επιστροφή των ποσών που είχαν καταβάλει οι τελευταίοι για τα χρηματοοικονομικά προϊόντα λόγω της πιθανής ακυρότητας των επίμαχων συμβάσεων είτε στην αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν λόγω του ότι οι πελάτες δεν είχαν ενημερωθεί για τους κινδύνους των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης χρηματοπιστωτικών μέσων, δεν είχε μεταβιβασθεί στη Novo Banco με τα μέτρα εξυγίανσης που είχε λάβει η Τράπεζα της Πορτογαλίας έναντι της BES.

53      Η αγωγή έγινε δεκτή πρωτοδίκως.

54      Το Audiencia Provincial (εφετείο) έκανε δεκτή την έφεση που άσκησε η Novo Banco κατά το μέρος που αφορούσε τη συναφθείσα στις 28 Απριλίου 2008 σύμβαση, με το σκεπτικό ότι η σύμβαση αυτή είχε εκκαθαριστεί από την BES Ισπανίας στις 28 Απριλίου 2013, ήτοι πριν από τη σύσταση της Novo Banco στο πλαίσιο της εφαρμογής των μέτρων εξυγίανσης της BES. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, η επίμαχη πράξη είχε, επομένως, εξαντλήσει τα αποτελέσματά της πριν από τα μέτρα αυτά, ούτως ώστε δεν είχε μεταβιβασθεί στη μεταβατική τράπεζα καμία υποχρέωση ή ευθύνη απορρέουσα από τη σύμβαση αυτή.

55      Στον αντίποδα, το Audiencia Provincial (εφετείο) επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος που αφορούσε την AFC, την οποία διαχειριζόταν η Novo Banco, και η οποία εκκαθαρίστηκε εν συνεχεία από την τελευταία τον Οκτώβριο του 2014. Το εν λόγω δικαστήριο επισήμανε, επίσης, ότι η απόφαση του Αυγούστου 2014 δεν απέκλειε από τη μεταβίβαση δομημένα προϊόντα, όπως είναι η AFC, αλλά τα χρεωστικά μέσα που είχαν εκδοθεί από τα εκάστοτε ιδρύματα της BES.

56      Επιληφθέν αιτήσεων αναιρέσεων κατά της εν λόγω απόφασης, μεταξύ των οποίων και η αίτηση αναιρέσεως της Novo Banco, υποστηριζόμενης από την Τράπεζα της Πορτογαλίας και το Ταμείο Εξυγιάνσεως, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) διερωτάται ως προς τη νομιμότητα της υποχρέωσης αναγνώρισης, στο κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης που έχουν ληφθεί στο κράτος μέλος καταγωγής, η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24, υπό το πρίσμα των διατάξεων και των αρχών του δικαίου της Ένωσης που μνημονεύονται στην απόφαση περί παραπομπής στην υπόθεση C‑498/22, εξαιρουμένης της οδηγίας 93/13, και επί τη βάσει λόγων που είναι ουσιαστικά παρόμοιοι με εκείνους που συνοψίσθηκαν στις σκέψεις 37 έως 42 της παρούσας αποφάσεως και που σχετίζονται με την εν λόγω απόφαση περί παραπομπής.

57      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνάδει με το θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του [Χάρτη], τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή της ισότητας και της απαγόρευσης κάθε διάκρισης λόγω ιθαγένειας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, του Χάρτη ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24 η οποία συνεπάγεται την αναγνώριση, σε κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής η οποία δεν δημοσιεύθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας [αυτής];

2)      Συνάδει με το θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη και τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24 η οποία συνεπάγεται την αναγνώριση, σε κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής με την οποία ορισμένες υποχρεώσεις και ευθύνες εξαιρέθηκαν από τη μεταβίβαση σε “μεταβατική τράπεζα” της συνήθους δραστηριότητας και ορισμένων περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας στην οποία εφαρμόζονται τα μέτρα εξυγίανσης, όταν η μεταγενέστερη συμπεριφορά της “μεταβατικής τράπεζας”, που ελέγχεται από δημόσια αρχή που εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, δημιούργησε στους πελάτες του κράτους μέλους υποδοχής τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι είχε επίσης αναλάβει το παθητικό που αντιστοιχεί στις ευθύνες και στις υποχρεώσεις που η τράπεζα στην οποία επιβλήθηκε το μέτρο εξυγίανσης υπείχε έναντι των εν λόγω πελατών;

3)      Συνάδει με το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη, την αρχή περί εξασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 38 του Χάρτη και τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24 η οποία συνεπάγεται την αναγνώριση, σε κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής με την οποία μεταβιβάζεται σε μεταβατική τράπεζα η θέση του δανειστή στο πλαίσιο των συμβατικών σχέσεων που είχαν συναφθεί [με] την τράπεζα στην οποία επιβλήθηκαν τα μέτρα εξυγίανσης, πλην όμως η μη βιώσιμη τράπεζα διατηρεί την υποχρέωση να επιστρέψει στον πελάτη τα ποσά που αυτός κατέβαλε στο πλαίσιο των συμβάσεων που ακυρώθηκαν λόγω ελαττώματος της βούλησης οφειλόμενου στην ελλιπή πληροφόρηση που παρέσχε η τράπεζα;»

 Υπόθεση C500/22

58      Στις 17 Νοεμβρίου 2014 η Proyectos, Obras y Servicios de Badajoz SL (στο εξής: POSB) αγόρασε, στη δευτερογενή αγορά, ομόλογο με προτεραιότητα εξόφλησης «Senior Bond NB 6,875 % maturity July 2016», το οποίο έληγε στις 15 Ιουλίου 2016, έναντι ποσού 100 000 ευρώ.

59      Το ομόλογο είχε εκδοθεί από την BES, αλλά, κατά τον χρόνο της αγοράς του από την POSB, μέσω τρίτης επιχείρησης επενδύσεων, το εν λόγω χρεωστικό μέσο μη μειωμένης εξασφάλισης αποτελούσε μέρος των περιουσιακών στοιχείων της Novo Banco, στην οποία είχε μεταβιβασθεί δυνάμει της απόφασης του Αυγούστου 2014.

60      Τον Ιούλιο του 2015 η Novo Banco κατέβαλε στην POSB ποσό για τις ομολογιακές αποδόσεις που αντιστοιχούσε στην περίοδο 2014/2015.

61      Όταν το ομόλογο έληξε, η Novo Banco ούτε εξόφλησε την απόδοσή του για το έτος 2015/2016 ούτε επέστρεψε την ονομαστική του αξία στην POSB.

62      Απαντώντας στην όχληση της τελευταίας, η Novo Banco επισήμανε ότι η άρνηση πληρωμής στηριζόταν στις αποφάσεις της 29ης Δεκεμβρίου 2015, με τις οποίες η Τράπεζα της Πορτογαλίας είχε «αναμεταβιβάσει» τα συνδεόμενα με το ίδιο ομόλογο στοιχεία του παθητικού από τη Novo Banco στην BES. Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις αυτές προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, την «αναμεταβίβαση» ομολόγων μη μειωμένης εξασφάλισης από τη Novo Banco στην BES, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απέρρεαν από τα χρεωστικά μέσα μη μειωμένης εξασφάλισης που απαριθμούνται στο παράρτημα 2Β των εν λόγω αποφάσεων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα «Senior Bond NB 6,875 % maturity July 2016».

63      Στις 25 Ιουνίου 2017 η POSB άσκησε αγωγή κατά της Novo Banco με αίτημα την καταβολή της απόδοσης του ομολόγου που αντιστοιχούσε στο έτος 2015/2016 και την επιστροφή του ποσού που αντιστοιχούσε στην ονομαστική του αξία.

64      Η Novo Banco προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της αγωγής, επικαλούμενη ότι στερείται παθητικής νομιμοποίησης, αφ’ ης στιγμής τα στοιχεία του παθητικού που συνδέονταν με το ομόλογο αυτό είχαν «αναμεταβιβαστεί» στην BES.

65      Τόσο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσο και το δικάζον κατ’ έφεση, ήτοι το Audiencia Provincial (εφετείο), απέρριψαν την ένσταση που προέβαλε η Novo Banco και έκαναν δεκτή την αγωγή.

66      Επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως ασκηθείσας από τη Novo Banco, υποστηριζόμενη από την Τράπεζα της Πορτογαλίας και το Ταμείο Εξυγιάνσεως, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) διερωτάται, πρώτον, ως προς τη νομιμότητα της υποχρέωσης αναγνώρισης, στο κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης που έχουν ληφθεί στο κράτος μέλος καταγωγής, η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24, υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της ισότητας καθώς και της αρχής της απαγόρευσης κάθε διάκρισης λόγω ιθαγένειας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, του Χάρτη, επί τη βάσει λόγων που είναι ουσιαστικά παρόμοιοι με εκείνους που συνοψίσθηκαν στις σκέψεις 37 έως 40 της παρούσας αποφάσεως και που σχετίζονται με την απόφαση περί παραπομπής στην υπόθεση C‑498/22.

67      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η κατοχή χρεωστικού τίτλου μη μειωμένης εξασφάλισης παρέχει στην POSB την προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος της ιδιοκτησίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη. Πάντως, κατά το εν λόγω δικαστήριο, η «αναμεταβίβαση» στην BES των ευθυνών και των υποχρεώσεων που συνδέονται με τον χρεωστικό αυτόν τίτλο συνεπάγεται, στην πράξη, αποστέρηση του δικαιώματός της ιδιοκτησίας, δεδομένου ότι η BES είναι μια αφερέγγυα τράπεζα που στερείται του ενεργητικού της.

68      Βεβαίως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι το θεμελιώδες δικαίωμα που αναγνωρίζεται στο άρθρο 17 του Χάρτη δεν είναι ένα απόλυτο δικαίωμα και ότι ο κάτοχος ενός τέτοιου δικαιώματος μπορεί να στερηθεί την ιδιοκτησία του για λόγους δημόσιας ωφέλειας στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος και διά της καταβολής δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την αποστέρησή της.

69      Το αιτούν δικαστήριο προβάλλει ότι μία από τις περιπτώσεις αυτές είναι και εκείνη των μετόχων και των πιστωτών σε περίπτωση μέτρων εξυγίανσης ληφθέντων έναντι μη βιώσιμης τράπεζας. Ωστόσο, παρατηρεί ότι, ναι μεν η POSB δεν είναι ούτε μέτοχος ούτε πιστώτρια της BES, πλην όμως, κατά το χρονικό σημείο της αγοράς του ομολόγου μη μειωμένης εξασφάλισης, κατέστη πιστώτρια μιας κεφαλαιοποιημένης και φερέγγυας τράπεζας, ήτοι της Novo Banco.

70      Επομένως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η αποστέρηση της ιδιοκτησίας της POSB, χωρίς την καταβολή δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης, επί τη βάσει εξουσιών «αναμεταβίβασης» παρασχεθεισών στην Τράπεζα της Πορτογαλίας με απόφαση της ίδιας αυτής αρχής που δεν έχει περιβληθεί την απαιτούμενη από την οδηγία 2001/24 δημοσιότητα ενδέχεται να συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και δυσανάλογη επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη.

71      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνάδει με το θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του [Χάρτη], τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή της ισότητας και της απαγόρευσης κάθε διάκρισης λόγω ιθαγένειας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, του Χάρτη ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24 η οποία συνεπάγεται την αναγνώριση, σε κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής η οποία δεν δημοσιεύθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας [αυτής];

2)      Συνάδει με το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη και τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24 η οποία συνεπάγεται την αναγνώριση, σε κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων απόφασης της αρμόδιας διοικητικής αρχής του κράτους μέλους καταγωγής με την οποία “αναμεταβιβάστηκαν” στη μη βιώσιμη τράπεζα στην οποία επιβλήθηκαν τα μέτρα εξυγίανσης οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες που απορρέουν από ομόλογο μη μειωμένης εξασφάλισης το οποίο αγόρασε τρίτος, ενώ οι εν λόγω υποχρεώσεις και ευθύνες περιλαμβάνονταν στην περιουσία της “μεταβατικής τράπεζας”;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

72      Σύμφωνα με το άρθρο 54 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, με απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2022, τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑498/22 έως C‑500/22 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας, καθώς και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί των πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων στις υποθέσεις C498/22 έως C500/22

73      Με τα πρώτα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις C‑498/22 έως C‑500/22, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν το άρθρο 3, παράγραφος 2, και το άρθρο 6 της οδηγίας 2001/24, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 21, παράγραφος 2, και του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη, καθώς και της αρχής της ασφάλειας δικαίου, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται, ελλείψει της δημοσίευσης που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, στην αναγνώριση, από δικαστήριο κράτους μέλους διάφορου του κράτους μέλους καταγωγής, των αποτελεσμάτων μέτρου εξυγίανσης το οποίο ελήφθη, προτού επιληφθεί σχετικώς το εν λόγω δικαστήριο, έναντι πιστωτικού ιδρύματος και με το οποίο μεταβιβάσθηκαν μερικώς οι υποχρεώσεις και ευθύνες του τελευταίου σε μεταβατική τράπεζα.

74      Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, δεν αμφισβητείται ότι η απόφαση του Αυγούστου 2014 και οι αποφάσεις της 29ης Δεκεμβρίου 2015, τις οποίες εξέδωσε η Τράπεζα της Πορτογαλίας έναντι της BES και με τις οποίες μέρος των στοιχείων του ενεργητικού και των στοιχείων του παθητικού του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος μεταβιβάσθηκε στη μεταβατική τράπεζα, ήτοι στη Novo Banco, συνιστούν μέτρα εξυγίανσης, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24.

75      Όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές της σκέψεις 4 και 16, η οδηγία 2001/24 βασίζεται στις αρχές της ενότητας και της καθολικότητας και θέτει ως αρχή την αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων εξυγίανσης, καθώς και των αποτελεσμάτων τους (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2021, Banco de Portugal κ.λπ., C‑504/19, EU:C:2021:335, σκέψη 33), χωρίς να αποβλέπει στην εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών στον επίμαχο τομέα (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2022, Banka Slovenije, C‑45/21, EU:C:2022:670, σκέψη 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76      Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24, τα μέτρα εξυγίανσης εφαρμόζονται κατ’ αρχήν σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής. Αφενός, από το δεύτερο εδάφιο της διάταξης αυτής προκύπτει ότι τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν όλα τους τα αποτελέσματα σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους σε ολόκληρη την Ένωση, χωρίς άλλες διατυπώσεις, καθώς και έναντι τρίτων στα άλλα κράτη μέλη, και αν ακόμη οι ισχύουσες διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής δεν προβλέπουν τέτοια μέτρα ή εξαρτούν την εφαρμογή τους από προϋποθέσεις οι οποίες δεν πληρούνται. Αφετέρου, κατά το τρίτο εδάφιο της εν λόγω διάταξης, τα μέτρα εξυγίανσης παράγουν τα αποτελέσματά τους σε ολόκληρη την Ένωση μόλις παράγουν τα αποτελέσματά τους στο κράτος μέλος καταγωγής.

77      Επομένως, οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι, κατ’ αρχήν, το δίκαιο του κράτους μέλους έναρξης της διαδικασίας (lex concursus) διέπει τα μέτρα εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και τα αποτελέσματά τους, πλην εξαιρέσεων που επιτάσσουν να γίνει, σε ορισμένες ρητώς προβλεπόμενες από την οδηγία 2001/24 περιπτώσεις, αναγκαίος μετριασμός της αρχής της εφαρμογής του δικαίου του κράτους μέλους καταγωγής (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2021, Banco de Portugal κ.λπ., C‑504/19, EU:C:2021:335, σκέψεις 34 και 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78      Όσον αφορά τη δημοσίευση τέτοιων μέτρων εξυγίανσης, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/24, εφόσον η θέση σε εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης, τα οποία αποφασίσθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας, ενδέχεται να θίξει τα δικαιώματα τρίτων στο κράτος μέλος υποδοχής και εφόσον η απόφαση η οποία διατάσσει τα μέτρα υπόκειται σε μέσο έννομης προστασίας στο κράτος μέλος καταγωγής, οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, ο διαχειριστής ή κάθε πρόσωπο αρμόδιο για τον σκοπό αυτό στο εν λόγω κράτος μέλος οφείλουν να δημοσιεύουν απόσπασμα της απόφασής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε δύο εφημερίδες που κυκλοφορούν σε όλη την επικράτεια κάθε κράτους μέλους υποδοχής, ώστε να είναι εφικτή η έγκαιρη άσκηση του μέσου έννομης προστασίας.

79      Συνακόλουθα, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/24 εξαρτά την υποχρέωση δημοσίευσης των μέτρων εξυγίανσης από την πλήρωση δύο σωρευτικών προϋποθέσεων. Αφενός, τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι ικανά να θίξουν τα δικαιώματα τρίτων στο κράτος μέλος υποδοχής και, αφετέρου, πρέπει να προβλέπεται στο κράτος μέλος καταγωγής μέσο έννομης προστασίας κατά της αποφάσεως η οποία διατάσσει τα εν λόγω μέτρα.

80      Όπως τείνει να θεωρήσει το αιτούν δικαστήριο, οι προϋποθέσεις αυτές φαίνεται να πληρούνται όσον αφορά τα επίμαχα στις υποθέσεις των κύριων δικών μέτρα εξυγίανσης. Πράγματι, αφενός, όπως επιβεβαιώνει η Πορτογαλική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της και σύμφωνα με τις διατάξεις του RGICSF, μια απόφαση της Τράπεζας της Πορτογαλίας με την οποία λαμβάνονται τέτοια μέτρα μπορεί να προσβληθεί στην Πορτογαλία υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη νομοθεσία περί διοικητικών διαφορών. Αφετέρου, οι ιδιώτες στις υποθέσεις των κύριων δικών, άπαντες διαμένοντες ή εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος υποδοχής και πελάτες του πιστωτικού ιδρύματος έναντι του οποίου ελήφθησαν τα μέτρα εξυγίανσης, ενδέχεται να θιγούν από αυτά.

81      Επομένως, δεν είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως, να εξετασθεί το κύρος των ανωτέρω προϋποθέσεων υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη.

82      Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2001/24, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής απόκειται να δημοσιεύσουν το απόσπασμα, το αντικείμενο και τη νομική βάση της ληφθείσας αποφάσεως, τις προθεσμίες ασκήσεως μέσων έννομης προστασίας, και δη μία ευκόλως κατανοητή ένδειξη της ημερομηνίας λήξεως των προθεσμιών αυτών, καθώς και την ακριβή διεύθυνση των διοικητικών ή δικαστικών αρχών που είναι αρμόδιες να αποφανθούν επί του μέσου έννομης προστασίας.

83      Στο μέτρο που η υποχρέωση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής να δημοσιεύσουν, μεταξύ άλλων, ενδείξεις σχετιζόμενες με τις προθεσμίες ασκήσεως μέσων έννομης προστασίας μπορεί, κατά λογική αναγκαιότητα, να αφορά μόνον τα μέσα έννομης προστασίας που μπορούν να ασκηθούν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι σκοπός του άρθρου 6, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας 2001/24 είναι να ρυθμίσει την ενημέρωση των πιστωτών του οικείου πιστωτικού ιδρύματος, προκειμένου να είναι σε θέση να κάνουν χρήση, στο κράτος μέλος καταγωγής, του δικαιώματός τους να προσφύγουν κατά των αποφάσεων με τις οποίες διατάσσονται τα μέτρα εξυγίανσης του ιδρύματος αυτού, τηρουμένης της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών, όπως η αρχή αυτή υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας.

84      Τέλος, δέον να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 5, της οδηγίας 2001/24, τα μέτρα εξυγίανσης εφαρμόζονται ανεξάρτητα από τα μέτρα δημοσιοποίησης που προβλέπουν οι παράγραφοι 1 έως 3 του άρθρου αυτού και παράγουν πλήρη αποτελέσματα έναντι των πιστωτών, εκτός αν οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή το σχετικό με τα μέτρα αυτά δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους ορίζουν άλλως.

85      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η μη δημοσίευση των μέτρων εξυγίανσης που έχουν ληφθεί στο κράτος μέλος καταγωγής, σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικαστικές λεπτομέρειες που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας 2001/24, δεν θίγει τις αρχές της ενότητας και της καθολικότητας καθώς και της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποτελεσμάτων των μέτρων αυτών στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως οι αρχές αυτές υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 75 και 76 της παρούσας αποφάσεως. Επομένως, η μη δημοσίευση των μέτρων εξυγίανσης δεν συνεπάγεται ότι τα μέτρα αυτά καθίστανται ανίσχυρα ή ότι δεν παράγουν τα αποτελέσματά τους στο κράτος μέλος υποδοχής.

86      Τούτου λεχθέντος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η οδηγία 2001/24 απλώς αποκλείει, ως μορφή κύρωσης, το να συνεπάγεται η μη δημοσίευση των μέτρων εξυγίανσης ότι τα μέτρα αυτά κηρύσσονται ανίσχυρα ή ότι δεν παράγουν τα αποτελέσματά τους στο κράτος μέλος υποδοχής, χωρίς να προβλέπει, πολλώ δε μάλλον να εναρμονίζει, άλλα είδη κυρώσεων. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να καθορίζει τους δικονομικούς κανόνες της διαδικασίας που αποσκοπεί στη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Πάντως, οι δικονομικοί αυτοί κανόνες δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρεμφερή ένδικα βοηθήματα ή μέσα του εσωτερικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Rudigier, C‑518/17, EU:C:2018:757, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

87      Υπενθυμίζεται επίσης ότι τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, είναι υποχρεωμένα να εξασφαλίζουν την τήρηση του δικαιώματος αποτελεσματικής προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη, το οποίο επαναδιατυπώνει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας [απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, État belge (Στοιχεία μεταγενέστερα της απόφασης μεταφοράς), C‑194/19, EU:C:2021:270, σκέψη 43].

88      Όπως διευκρινίζεται στη σκέψη 83 της παρούσας αποφάσεως, σκοπός της δημοσίευσης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2001/24 είναι να διασφαλισθεί, στο κράτος μέλος καταγωγής, η προστασία του δικαιώματος των ενδιαφερομένων να προσφύγουν κατά των αποφάσεων με τις οποίες διατάσσονται μέτρα εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος, περιλαμβανομένου ιδίως του δικαιώματος των πιστωτών του ιδρύματος αυτού που είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος υποδοχής.

89      Επομένως, όταν τα μέτρα εξυγίανσης δεν έχουν δημοσιευθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 της οδηγίας 2001/24, το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής πρέπει να παρέχει στα πρόσωπα των οποίων τα δικαιώματα που εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης θίγονται από τέτοια μέτρα και τα οποία είναι εγκατεστημένα ή διαμένουν στο κράτος μέλος υποδοχής τη δυνατότητα να ασκήσουν μέσο έννομης προστασίας κατά των μέτρων αυτών εντός εύλογης προθεσμίας αρχής γενομένης από το χρονικό σημείο που τους κοινοποιήθηκαν τα μέτρα αυτά, που έλαβαν γνώση αυτών ή που όφειλαν ευλόγως να έχουν λάβει γνώση αυτών.

90      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι συμβιβάζεται με την αρχή της αποτελεσματικότητας ο καθορισμός εύλογων αποσβεστικών προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής, προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου, η οποία προστατεύει τόσο τον ενδιαφερόμενο φορολογούμενο όσο και την εμπλεκόμενη διοίκηση (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαρτίου 2009, Danske Slagterier, C‑445/06, EU:C:2009:178, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά υπέρμετρη δυσχέρεια η επιβολή προθεσμιών ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος των οποίων αφετηρία είναι η ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση των βλαπτικών γι’ αυτόν μέτρων ή τουλάχιστον όφειλε να έχει λάβει γνώση (πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, Flausch κ.λπ., C‑280/18, EU:C:2019:928, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Συνακόλουθα, το αιτούν δικαστήριο πρέπει ιδίως να λάβει υπόψη, αφενός, και ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 77 και 86 των προτάσεών του, οι διατάξεις της οδηγίας 2014/59 δεν έχουν εφαρμογή στις διαφορές των κύριων δικών, τις πληροφορίες που δημοσίευσαν οι πορτογαλικές αρχές κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, καθώς και εκείνες που κοινοποίησαν η BES και/ή η Novo Banco, προκειμένου να προσδιορισθεί το χρονικό σημείο από το οποίο οι πελάτες στις υποθέσεις των κύριων δικών έλαβαν ή όφειλαν να έχουν λάβει γνώση των αποφάσεων της Τράπεζας της Πορτογαλίας. Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις της Πορτογαλικής Κυβερνήσεως, οι οποίες επιβεβαιώνονται, ενδεχομένως, από τη νομολογία των δικαστηρίων του κράτους μέλους καταγωγής, και σύμφωνα με τις οποίες το δικονομικό δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους διασφαλίζει ότι, ελλείψει δημοσίευσης διοικητικής πράξης, όπως είναι η απόφαση της Τράπεζας της Πορτογαλίας για την εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος, κατά της εν λόγω πράξης μπορεί να ασκηθεί μέσο έννομης προστασίας από το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι ζημιωθέντες έλαβαν ή όφειλαν να έχουν λάβει γνώση της εν λόγω πράξης ή της εφαρμογής της, ανάλογα με το ποιο από τα δύο συμβαίνει πρώτο.

92      Εξάλλου, το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη δεν αντιτίθεται στην επιβολή εύλογων προθεσμιών για την άσκηση μέσου έννομης προστασίας κατά αποφάσεως εθνικής αρχής με την οποία εφαρμόζεται το δίκαιο της Ένωσης και η οποία ενδέχεται να προσβάλλει κάποιο από τα δικαιώματα που αντλούν οι ιδιώτες από το δίκαιο της Ένωσης.

93      Επιπλέον, ούτε το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη ούτε η αρχή της αποτελεσματικότητας επιτάσσουν να έχει το προβλεπόμενο από το δίκαιο του κράτους μέλους καταγωγής μέσο έννομης προστασίας κατά αποφάσεως με την οποία εθνική αρχή λαμβάνει μέτρο εξυγίανσης ανασταλτικό αποτέλεσμα δυνάμει του οποίου τα αποτελέσματα της αποφάσεως αυτής θα αναστέλλονταν αυτοδικαίως εν αναμονή της εκβάσεως του ασκηθέντος μέσου έννομης προστασίας.

94      Όσον αφορά, εν συνεχεία, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 21, παράγραφος 2, του Χάρτη, ούτε υποστηρίζεται ούτε αποδεικνύεται ότι η αναγνώριση των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24, εφαρμόζεται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με την ιθαγένεια του εκάστοτε πολίτη.

95      Τέλος, όσον αφορά την αρχή της ασφάλειας δικαίου, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή αυτή επιτάσσει, αφενός, να είναι οι κανόνες δικαίου σαφείς και ακριβείς και, αφετέρου, η εφαρμογή τους να μπορεί να προβλεφθεί από τους πολίτες, ιδίως όταν οι κανόνες αυτοί ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις. Ειδικότερα, η εν λόγω αρχή απαιτεί να παρέχει η κανονιστική ρύθμιση τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει και να είναι σε θέση να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2021, Banco de Portugal κ.λπ., C‑504/19, EU:C:2021:335, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

96      Εν προκειμένω, αφενός, σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2001/24, το κράτος μέλος υποδοχής οφείλει να διασφαλίζει, χωρίς άλλες διατυπώσεις, την αναγνώριση στο έδαφός του των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης που έχουν ληφθεί στο κράτος μέλος καταγωγής, παρά το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά δεν έχουν δημοσιευθεί κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής. Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά το χρονικό σημείο που οι πελάτες της Novo Banco άσκησαν τις αντίστοιχες αγωγές τους ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων εν έτει 2017, τα μέτρα εξυγίανσης είχαν αποτελέσει αντικείμενο διαφόρων μέτρων δημοσιότητας, τόσο με μέριμνα των πορτογαλικών αρχών όσο και με μέριμνα των ισπανικών αρχών. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, οι πελάτες της Novo Banco διέθεταν, κατά τον χρόνο ασκήσεως των αντίστοιχων αγωγών τους, όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να λάβουν, εν πλήρη επιγνώσει της καταστάσεως, απόφαση σχετικά με την άσκηση των αγωγών αυτών καθώς και προκειμένου να προσδιορίσουν με βεβαιότητα την οντότητα κατά της οποίας έπρεπε να στραφούν.

97      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στα πρώτα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, και το άρθρο 6 της οδηγίας 2001/24, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 21, παράγραφος 2, και του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη, καθώς και της αρχής της ασφάλειας δικαίου, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται, ελλείψει της δημοσίευσης που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, στην αναγνώριση, από δικαστήριο κράτους μέλους διάφορου του κράτους μέλους καταγωγής, των αποτελεσμάτων μέτρου εξυγίανσης το οποίο ελήφθη, προτού επιληφθεί σχετικώς το εν λόγω δικαστήριο, έναντι πιστωτικού ιδρύματος και με το οποίο μεταβιβάσθηκαν μερικώς οι υποχρεώσεις και ευθύνες του τελευταίου σε μεταβατική τράπεζα.

 Επί των δευτέρων προδικαστικών ερωτημάτων στις υποθέσεις C498/22 και C499/22

98      Με τα δεύτερα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις C‑498/22 και C‑499/22, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη, καθώς και της αρχής της ασφάλειας δικαίου, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην αναγνώριση, στο κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων μέτρου εξυγίανσης το οποίο ελήφθη στο κράτος μέλος καταγωγής έναντι πιστωτικού ιδρύματος και με το οποίο μεταβιβάσθηκαν μερικώς οι υποχρεώσεις και ευθύνες του τελευταίου σε μεταβατική τράπεζα, ελεγχόμενη από δημόσια αρχή που εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, όταν οι πελάτες της μεταβατικής τράπεζας ισχυρίζονται ότι είχαν θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο γεγονός ότι η εν λόγω μεταβατική τράπεζα, λαμβανομένης υπόψη της μεταγενέστερης συμπεριφοράς της, είχε επίσης αναλάβει το παθητικό που αντιστοιχούσε στο σύνολο των υποχρεώσεων και ευθυνών του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος έναντι των πελατών αυτών.

99      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το ερώτημα αυτό στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι πελάτες μεταβατικής τράπεζας, όπως η Novo Banco, της οποίας το κεφάλαιο ανήκε προσωρινά σε δημόσια αρχή κράτους μέλους, ενόψει της μελλοντικής ιδιωτικοποίησής της, δύνανται να επικαλεστούν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έναντι της μεταβατικής αυτής τράπεζας.

100    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Europa Way και Persidera, C‑560/15, EU:C:2017:593, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η οποία πρέπει να τηρείται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, αλλά και από τα κράτη μέλη, όταν λαμβάνουν μέτρα με τα οποία θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως στο πλαίσιο της ασκήσεως των εξουσιών που τους απονέμουν οι οδηγίες της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Europa Way και Persidera, C‑560/15, EU:C:2017:593, σκέψη 79, και της 17ης Νοεμβρίου 2022, Avicarvil Farms, C‑443/21, EU:C:2022:899, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

101    Το δικαίωμα επικλήσεως της αρχής αυτής έχουν όλοι οι ιδιώτες στους οποίους διοικητική αρχή δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, παρέχοντάς τους συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις (αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2015, Salomie και Oltean, C‑183/14, EU:C:2015:454, σκέψη 44, και της 20ής Ιανουαρίου 2022, Air Berlin, C‑165/20, EU:C:2022:42, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

102    Αντιθέτως, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη δυνατότητα επικλήσεως της αρχής αυτής σε σχέση με επιχειρηματία ιδιωτικού δικαίου προκειμένου να προβάλει δικαίωμα εκπτώσεως του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) επί των εισροών (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018, Kreuzmayr, C‑628/16, EU:C:2018:84, σκέψη 47), ή στο πλαίσιο διαφοράς ανακύπτουσας αποκλειστικώς μεταξύ εθνικών διοικητικών αρχών (πρβλ. απόφαση της 31ης Μαρτίου 2022, Smetna palata na Republika Bulgaria, C‑195/21, EU:C:2022:239, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), ούτως ώστε το δικαίωμα ιδιώτη να επικαλεστεί την εν λόγω αρχή εκτείνεται, στο δίκαιο της Ένωσης, μόνον έναντι συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων που του παρασχέθηκαν από διοικητική αρχή.

103    Εν προκειμένω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 98 των προτάσεών του, το να θεωρηθεί μια μεταβατική τράπεζα, όπως η Novo Banco, ως διοικητική αρχή που εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης ενώ συστάθηκε υπό τη μορφή πιστωτικού ιδρύματος ιδιωτικού δικαίου, στερούμενου κάθε εξουσίας που εκφεύγει του κοινού δικαίου προς εκπλήρωση αποστολής δημόσιας υπηρεσίας, θα ισοδυναμούσε με υπέρβαση των περιπτώσεων στις οποίες ο ιδιώτης μπορεί να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Το γεγονός ότι το εταιρικό κεφάλαιο του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος ελεγχόταν προσωρινά από δημόσια αρχή, όπως είναι το Ταμείο Εξυγιάνσεως, ενόψει της ιδιωτικοποίησής του, δεν μεταβάλλει την ως άνω διαπίστωση. Πράγματι, το γεγονός αυτό και μόνο δεν μετατρέπει ένα πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στην ανταγωνιστική αγορά τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών σε εθνική διοικητική αρχή.

104    Κατόπιν των ανωτέρω, στα δεύτερα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις C‑498/22 και C‑499/22 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη και της αρχής της ασφάλειας δικαίου, έχει την έννοια ότι οι ιδιώτες δεν μπορούν να επικαλεστούν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έναντι μεταβατικής τράπεζας, οργανισμού ιδιωτικού δικαίου που δεν διαθέτει κανενός είδους εξαιρετικό προνόμιο πέραν του κοινού δικαίου, συσταθέντος στο πλαίσιο μέτρων εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος του οποίου ήταν αρχικώς πελάτες, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη της μεταβατικής αυτής τράπεζας για προσυμβατικές και συμβατικές υποχρεώσεις συνδεόμενες με τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί σε προγενέστερο χρόνο με το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα. Το γεγονός και μόνον ότι το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα ελεγχόταν προσωρινά από δημόσια αρχή, ενόψει της ιδιωτικοποιήσεώς του, δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι το ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο δραστηριοποιείται στην ανταγωνιστική αγορά τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, εξομοιώνεται με εθνική διοικητική αρχή.

 Επί των τρίτων προδικαστικών ερωτημάτων στις υποθέσεις C498/22 και C499/22 καθώς και επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C500/22

105    Με τα τρίτα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις C‑498/22 και C‑499/22 καθώς και με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑500/22, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί εάν το άρθρο 17 του Χάρτη και η αρχή της ασφάλειας δικαίου έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην αναγνώριση, στο κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης τα οποία ελήφθησαν στο κράτος μέλος καταγωγής κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2001/24 και τα οποία προβλέπουν τη σύσταση μεταβατικής τράπεζας και τη διατήρηση στο παθητικό της τράπεζας έναντι της οποίας ελήφθησαν τα μέτρα αυτά της υποχρέωσης καταβολής των οφειλόμενων από προσυμβατική ή συμβατική ευθύνη ποσών. Επιπλέον, στις υποθέσεις C‑498/22 και C‑499/22, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη συμβατότητα μιας τέτοιας αναγνώρισης με το άρθρο 38 του Χάρτη καθώς και, στην υπόθεση C‑498/22, με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

106    Προκαταρκτικώς, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία, την οποία προέβαλε ιδίως η Novo Banco, περί απαραδέκτου του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑499/22, για τον λόγο ότι το ερώτημα αυτό αφορά μόνον την αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 38 του Χάρτη, αφ’ ης στιγμής καμία διάταξη του παράγωγου δικαίου στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 93/13, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, αφενός, η αναγνώριση, στο κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων μέτρου εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος ληφθέντος στο κράτος μέλος καταγωγής, που μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24 υποχρέωση, συνιστά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Έχει, επομένως, εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑499/22 και πρέπει να δοθεί απάντηση επί της ουσίας στο εν λόγω ερώτημα. Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, από την ίδια τη διατύπωση του τελευταίου αυτού ερωτήματος προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο όχι μόνον ως προς την τήρηση της αρχής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 38 του Χάρτη, αλλά και ως προς τον σεβασμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη.

107    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί διαδοχικά αν το άρθρο 17 του Χάρτη, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, το άρθρο 38 του Χάρτη και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην αναγνώριση των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης τα οποία ελήφθησαν στο κράτος μέλος καταγωγής κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2001/24 και τα οποία προβλέπουν τη σύσταση μεταβατικής τράπεζας και τη διατήρηση στο παθητικό της τράπεζας έναντι της οποίας ελήφθησαν τα μέτρα αυτά της υποχρέωσης καταβολής των οφειλόμενων από προσυμβατική ή συμβατική ευθύνη ποσών.

 Επί του άρθρου 17 του Χάρτη

108    Δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί, και κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Όσον αφορά τη χρήση των αγαθών, αυτή μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από τον νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον. Εξάλλου, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται με αυτόν, όπως είναι το δικαίωμα ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

109    Όσον αφορά, πρώτον, την παρεχόμενη από το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη προστασία, κατά πάγια νομολογία, η προστασία αυτή αφορά δικαιώματα με περιουσιακή αξία εκ των οποίων απορρέει, λαμβανομένης υπόψη της έννομης τάξεως, μια δεδομένη νομική θέση βάσει της οποίας ασκούνται αυτοτελώς τα εν λόγω δικαιώματα από και υπέρ του φορέα τους (πρβλ. απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, HOLD Alapkezelő, C‑352/20, EU:C:2022:606, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι μετοχές ή ομόλογα διαπραγματεύσιμα στις κεφαλαιαγορές συνιστούν τέτοια δικαιώματα δυνάμενα να τύχουν της προστασίας την οποία εγγυάται το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, BPC Lux 2 κ.λπ., C‑83/20, EU:C:2022:346, σκέψεις 40 και 43).

110    Επομένως, είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί αν η επίμαχη κατάσταση σε καθεμία από τις υποθέσεις των κύριων δικών αφορά δικαίωμα με περιουσιακή αξία, εκ του οποίου απορρέει μια δεδομένη νομική θέση βάσει της οποίας ασκούνται αυτοτελώς τα εν λόγω δικαιώματα από και υπέρ του φορέα τους.

111    Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το ομόλογο υψηλής εξασφάλισης που απέκτησε η POSB στη δευτερογενή αγορά κεφαλαίων, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑500/22, δεν χωρεί αμφιβολία, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 109 της παρούσας αποφάσεως, ότι ένα τέτοιο ομόλογο με προτεραιότητα ικανοποίησης, ιδίως καθόσον συνεπάγεται κατ’ αρχήν την καταβολή ετήσιων ομολογιακών αποδόσεων και, εν τέλει, την επιστροφή της ονομαστικής του αξίας, έχει περιουσιακή αξία και παρέχει στον κάτοχό του μια δεδομένη νομική θέση βάσει της οποίας ασκούνται αυτοτελώς τα εξ αυτής απορρέοντα δικαιώματα.

112    Εν συνεχεία, όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη απαίτηση στην υπόθεση C‑498/22, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το οποίο υπογράφηκε στο Παρίσι στις 20 Μαρτίου 1952, προκύπτει ότι η έννοια των «αγαθών» μπορεί να καλύπτει τόσο τα «υφιστάμενα αγαθά» όσο και τα «περιουσιακά στοιχεία», συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων βάσει των οποίων ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ισχυρισθεί ότι έχει τουλάχιστον μια «θεμιτή προσδοκία» να αποκτήσει τη δυνατότητα να απολαύσει πραγματικά ένα δικαίωμα ιδιοκτησίας. Όταν το οικείο περιουσιακό συμφέρον έχει τη φύση απαιτήσεως, μπορεί να εκληφθεί ως «περιουσιακό στοιχείο» μόνον οσάκις έχει επαρκή νομική βάση, ιδίως οσάκις επιβεβαιώνεται από πάγια νομολογία (πρβλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, Kopecký κατά Σλοβακίας, CE:ECHR:2004:0928JUD004491298, § 35 και 52, και της 20ής Μαρτίου 2018, Radomilja κ.λπ. κατά Κροατίας, CE:ECHR:2018:0320JUD003768510, § 142).

113    Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 111 των προτάσεών του, η επίμαχη στην κύρια δίκη απαίτηση στην υπόθεση C‑498/22 συνδέεται με την κατ’ αρχήν υποχρέωση ενός πιστωτικού ιδρύματος να επιστρέψει τους τόκους που εισέπραξε κατ’ εφαρμογήν ρήτρας «κατώτατου επιτοκίου», η οποία κρίθηκε καταχρηστική, περιεχόμενης σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου συναφθείσα με καταναλωτή, χωρίς να μπορεί να περιορίσει την επιστροφή των τόκων αυτών στο χρονικό διάστημα μετά την κήρυξη της επίμαχης ρήτρας ως καταχρηστικής, σύμφωνα με τη σχετική με την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 νομολογία [πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψεις 61 και 62, και της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψεις 57 και 58]. Επομένως, ο κάτοχος της απαιτήσεως αυτής μπορεί τουλάχιστον να ισχυρισθεί ότι έχει μια «θεμιτή προσδοκία» να αποκτήσει τη δυνατότητα να απολαύσει πραγματικά ένα δικαίωμα ιδιοκτησίας, οπότε μπορεί να τύχει της προστασίας την οποία εγγυάται το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη.

114    Τέλος, όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη απαίτηση στην υπόθεση C‑499/22, ήτοι την απαίτηση που συνδέεται με τον πλημμελή χαρακτήρα της προσυμβατικής ενημέρωσης σχετικά με τους κινδύνους που συνεπαγόταν το χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο απέκτησαν οι J.M.F.T. και M.H.D.S. από την BES, στο μέτρο που ο επαρκής χαρακτήρας της προσυμβατικής ενημέρωσης πρέπει να εκτιμάται δικαστικώς σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, τόσο ως προς το υποστατό όσο και ως προς την έκτασή της, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αν η απαίτηση αυτή πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη σκέψη 110 της παρούσας αποφάσεως και, ειδικότερα, αν η εθνική νομολογία που καθιερώνει, έναντι πιστωτικού ιδρύματος, προσυμβατική υποχρέωση γνωστοποίησης πληροφοριών είναι επαρκώς εδραιωμένη ώστε το πρόσωπο που επικαλείται την παράβαση μιας τέτοιας υποχρεώσεως να μπορεί να έχει «θεμιτή προσδοκία» ότι θα αποκτήσει τη δυνατότητα να απολαύσει πραγματικά ένα δικαίωμα ιδιοκτησίας.

115    Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα αν, ως προς τις απαιτήσεις αυτές, η αναγνώριση, στο κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης που ελήφθησαν έναντι της BES, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24, συνεπάγεται στέρηση της ιδιοκτησίας, κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη, ή προσομοιάζει με ρύθμιση σχετική με τη χρήση των αγαθών, κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η λήψη, από το κράτος μέλος καταγωγής, των εν λόγω μέτρων εξυγίανσης, τα οποία προβλέπουν, μεταξύ άλλων, τη μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού ενός πιστωτικού ιδρύματος σε μεταβατική τράπεζα, συνιστά ρύθμιση της χρήσης των αγαθών, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, δυνάμενη να προσβάλει το δικαίωμα ιδιοκτησίας των πιστωτών του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος, όπως οι ομολογιούχοι, των οποίων οι απαιτήσεις δεν έχουν μεταβιβασθεί στη μεταβατική αυτή τράπεζα (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, BPC Lux 2 κ.λπ., C‑83/20, EU:C:2022:346, σκέψη 50).

116    Το γεγονός ότι τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης κατέστησαν εφαρμοστέα στο κράτος μέλος υποδοχής, δυνάμει της υποχρεώσεως περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως των μέτρων αυτών, όπως η υποχρέωση αυτή απορρέει από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24, δεν μεταβάλλει την ανάλυση αυτή, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 117 των προτάσεών του.

117    Μένει να εξακριβωθεί αν, σύμφωνα με συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 17, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, τα αποτελέσματα στο κράτος μέλος υποδοχής των μέτρων εξυγίανσης δυνάμει των οποίων οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών απαιτήσεις κατανεμήθηκαν στο παθητικό της BES Ισπανίας προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος ιδιοκτησίας και είναι αναλογικά, εξυπακουομένου ότι η αρχή της αναλογικότητας τηρείται λαμβανομένου υπόψη του σκοπού γενικού συμφέροντος του οποίου γίνεται επίκληση προς δικαιολόγηση τέτοιων μέτρων εξυγίανσης, όπως προβλέπει το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Μαΐου 2019, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Επικαρπίες επί γεωργικών γαιών), C‑235/17, EU:C:2019:432, σκέψεις 88 και 89].

118    Εν προκειμένω, κατ’ αρχάς, οι περιορισμοί στα δικαιώματα των πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος που συνεπάγονται τα οικεία μέτρα εξυγίανσης, καθώς και η αναγνώριση των αποτελεσμάτων τους στο κράτος μέλος υποδοχής, απορρέουν τόσο από τις διατάξεις της οδηγίας 2001/24 όσο και από την εθνική νομοθεσία που μεταφέρει την οδηγία αυτή στην εσωτερική έννομη τάξη, είτε πρόκειται για την Πορτογαλία, μέσω του RGICSF βάσει του οποίου ελήφθησαν τα μέτρα αυτά, είτε για την Ισπανία, με τον νόμο 6/2005, δυνάμει του οποίου τα αποτελέσματα των εν λόγω μέτρων αναγνωρίσθηκαν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Εξάλλου, καίτοι είναι αληθές ότι, όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη απαίτηση στην υπόθεση C‑500/22, της οποίας απεκδύθηκε η BES δυνάμει της αποφάσεως του Αυγούστου 2014, η απαίτηση αυτή μεταβιβάσθηκε εκ νέου, αναδρομικώς, στο παθητικό της BES δυνάμει των αποφάσεων της 29ης Δεκεμβρίου 2015, φαίνεται ότι η δυνατότητα τροποποιήσεως, με αναδρομική ισχύ, των ίδιων μέτρων προβλέφθηκε ειδικώς όχι μόνον από τις σχετικές διατάξεις του RGICSF, αλλά και από την απόφαση του Αυγούστου 2014, χωρίς η οδηγία 2001/24 να εμποδίζει, σύμφωνα με τη νομολογία, το κράτος μέλος καταγωγής να προβαίνει σε τέτοιου είδους τροποποίηση (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2021, Banco de Portugal κ.λπ., C‑504/19, EU:C:2021:335, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, οι περιορισμοί στα δικαιώματα των πιστωτών του οικείου πιστωτικού ιδρύματος προβλέπονται από τον νόμο, κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

119    Περαιτέρω, αφ’ ης στιγμής τα μέτρα εξυγίανσης του οικείου πιστωτικού ιδρύματος καθώς και η αναγνώριση των αποτελεσμάτων τους στο κράτος μέλος υποδοχής δεν συνιστούν στέρηση της ιδιοκτησίας, αλλά, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 115 της παρούσας αποφάσεως, ρύθμιση της χρήσεως των αγαθών, δεν δύνανται να θίγουν το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος ιδιοκτησίας ή την ίδια την υπόστασή του (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, BPC Lux 2 κ.λπ., C‑83/20, EU:C:2022:346, σκέψη 53).

120    Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η λήψη των μέτρων αυτών και η αναγνώριση των αποτελεσμάτων τους στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως προκύπτουν από την οδηγία 2001/24, ανταποκρίνονται σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση, κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Πράγματι, όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο, η λήψη τέτοιων μέτρων στον τραπεζικό τομέα ανταποκρίνεται σε σκοπό γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ένωση, ήτοι στη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, και ειδικότερα της ζώνης του ευρώ, καθώς και στην αποτροπή συστημικού κινδύνου (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Ledra Advertising κ.λπ. κατά Επιτροπής και EKT, C‑8/15 P έως C‑10/15 P, EU:C:2016:701, σκέψεις 71 και 72, και της 5ης Μαΐου 2022, BPC Lux 2 κ.λπ., C‑83/20, EU:C:2022:346, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

121    Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα αν οι περιορισμοί που συνεπάγονται τα μέτρα εξυγίανσης, καθώς και η αναγνώριση των αποτελεσμάτων τους στο κράτος μέλος υποδοχής, στην άσκηση των δικαιωμάτων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών σκοπών γενικού συμφέροντος, υπενθυμίζεται ότι, αφενός, λαμβανομένου υπόψη του ειδικού οικονομικού πλαισίου, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως κατά τη λήψη αποφάσεων στον οικονομικό τομέα και ότι βρίσκονται σε καλύτερη θέση για να καθορίσουν τα μέτρα που είναι πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, BPC Lux 2 κ.λπ., C‑83/20, EU:C:2022:346, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

122    Συναφώς, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 119 των προτάσεών του, τα μέτρα εξυγίανσης έχουν νόημα μόνον εφόσον πραγματοποιείται διαλογή μεταξύ των στοιχείων του παθητικού και των στοιχείων του ενεργητικού του μη βιώσιμου πιστωτικού ιδρύματος, ήτοι εν προκειμένω της BES, προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί γενικού συμφέροντος τους οποίους επιδιώκουν τα μέτρα αυτά, ήτοι η διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και η αποτροπή συστημικού κινδύνου.

123    Αφετέρου, όπως επισήμαναν, κατ’ ουσίαν, η Ισπανική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, τα μέτρα αυτά, καθώς και η αναγνώριση των αποτελεσμάτων τους στο κράτος μέλος υποδοχής, φαίνεται να συνάδουν προς την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι, δυνάμει των διατάξεων του RGICSF, οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις δεν μεταβιβάσθηκαν στη μεταβατική τράπεζα δικαιούνται να λάβουν ποσό τουλάχιστον ίσο με εκείνο που θα ελάμβαναν αν το οικείο πιστωτικό ίδρυμα είχε τεθεί υπό εκκαθάριση δυνάμει των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας (πρβλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, BPC Lux 2 κ.λπ., C‑83/20, EU:C:2022:346, σκέψη 58).

124    Τούτου λεχθέντος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη απαίτηση στην υπόθεση C‑500/22 απορρέει από σύμβαση πωλήσεως συναφθείσα όχι με την BES, αλλά με τη Novo Banco, και έχουσα ως αντικείμενο υποχρέωση η οποία, κατά την ημερομηνία συνάψεως της συμβάσεως, αποτελούσε μέρος της περιουσίας της Novo Banco, δυνάμει της αποφάσεως του Αυγούστου 2014, δεδομένου ότι το παθητικό που συνδεόταν με την υποχρέωση αυτή συμπεριλήφθηκε στο παθητικό της BES το πρώτον συνεπεία των αποφάσεων της 29ης Δεκεμβρίου 2015.

125    Βεβαίως, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 118 της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία 2001/24 δεν εμποδίζει το κράτος μέλος καταγωγής να τροποποιεί, ακόμη και αναδρομικώς, το νομικό καθεστώς που εφαρμόζει στα μέτρα εξυγίανσης.

126    Εντούτοις, εξ αυτού δεν συνάγεται αυτομάτως ότι τέτοια αναδρομικά μέτρα εξυγίανσης δεν μπορούν, σε καμία περίπτωση, να προσβάλλουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, και όπως επισημαίνεται στη σκέψη 117 της παρούσας αποφάσεως, τα εν λόγω μέτρα εξυγίανσης πρέπει να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, εξυπακουομένου ότι η αρχή αυτή τηρείται λαμβανομένου υπόψη του γενικού συμφέροντος του οποίου γίνεται επίκληση προς δικαιολόγηση των μέτρων αυτών.

127    Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει την τήρηση της τελευταίας αυτής απαίτησης λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, αφενός, το γεγονός ότι η παράγραφος 2 του παραρτήματος 2 της απόφασης του Αυγούστου 2014 προέβλεπε ρητώς τη δυνατότητα μεταβίβασης ή «αναμεταβίβασης» ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού μεταξύ της Novo Banco και της BES και, αφετέρου, την ιδιότητα του πιστωτή στην υπόθεση C‑500/22 ως επαγγελματία.

 Επί της αρχής της ασφάλειας δικαίου

128    Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, της οποίας οι απαιτήσεις υπομνήσθηκαν στη σκέψη 95 της παρούσας αποφάσεως, υπογραμμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, έβδομη περίπτωση, της οδηγίας 2001/24, ως μέτρα εξυγίανσης νοούνται τα μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση πιστωτικού ιδρύματος και είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα μείωσης απαιτήσεων. Τα μέτρα αυτά παράγουν τα αποτελέσματά τους σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο ελήφθησαν σε ολόκληρη την Ένωση, χωρίς άλλες διατυπώσεις, καθώς και έναντι τρίτων στα άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας.

129    Δοθέντος ότι δεν αμφισβητείται ότι η απόφαση του Αυγούστου 2014 και οι αποφάσεις της 29ης Δεκεμβρίου 2015 συνιστούν μέτρα εξυγίανσης, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24, τα οποία ελήφθησαν κατ’ εφαρμογήν του RGICSF και με τα οποία έγινε διαχωρισμός μεταξύ των στοιχείων του παθητικού και των στοιχείων του ενεργητικού του μη βιώσιμου πιστωτικού ιδρύματος, οι πιστωτές στις υποθέσεις των κύριων δικών ήταν σε θέση να αναμένουν ότι ορισμένες ευθύνες, όπως αυτή που απορρέει από τον πλημμελή χαρακτήρα της επίμαχης στην κύρια δίκη στην υπόθεση C‑499/22 προσυμβατικής ενημέρωσης εκ μέρους της BES, ή ορισμένες ενδεχόμενες υποχρεώσεις, όπως αυτές που αποτελούν το αντικείμενο των διαφορών των κύριων δικών στις υποθέσεις C‑498/22 και C‑500/22, δεν θα μεταβιβάζονταν στην οικεία μεταβατική τράπεζα. Εξάλλου, από το παράρτημα 2, παράγραφος 1, στοιχείο b, v, της αποφάσεως του Αυγούστου 2014 προκύπτει ότι στην περιουσία της BES παρέμεναν «κάθε υποχρέωση και [κάθε] ενδεχόμενη υποχρέωση και ειδικότερα εκείνες που αποτελούν προϊόν απάτης ή παράβασης κανονιστικών, ποινικών ή διοικητικών διατάξεων ή αποφάσεων».

130    Τούτου δοθέντος, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 118 της παρούσας αποφάσεως, δυνάμει της αποφάσεως του Αυγούστου 2014, η BES απεκδύθηκε της επίμαχης στην υπόθεση C‑500/22 απαιτήσεως, αφού η απαίτηση αυτή συμπεριλήφθηκε, αναδρομικώς, στο παθητικό της BES το πρώτον δυνάμει των αποφάσεων της 29ης Δεκεμβρίου 2015, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του RGICSF.

131    Όπως, όμως, έχει επισημάνει το Δικαστήριο, η αρχή της ασφάλειας δικαίου αντιτίθεται στην αναδρομική εφαρμογή ενός νέου κανόνα, εκτός εάν τούτο επιβάλλεται από σκοπό γενικού συμφέροντος και η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων προστατεύεται δεόντως (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2022, VYSOČINA WIND, C‑181/20, EU:C:2022:51, σκέψεις 49 και 59).

132    Συναφώς, η αναδρομική μεταβολή της ταυτότητας του οφειλέτη της επίμαχης στην υπόθεση C‑500/22 απαιτήσεως μπορεί ευλόγως να δικαιολογηθεί βάσει του σκοπού γενικού συμφέροντος που συνίσταται στη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και στην αποτροπή συστημικού κινδύνου. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που αναφέρθηκαν στη σκέψη 127 της παρούσας αποφάσεως, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να έγινε δεόντως σεβαστή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του πιστωτή στην υπόθεση αυτή, όπερ εναπόκειται εν πάση περιπτώσει στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί του άρθρου 38 του Χάρτη και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13

133    Τέλος, πρέπει να εξεταστούν τα ερωτήματα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο στις υποθέσεις C‑498/22 και C‑499/22, σχετικά με τη συμβατότητα των επίμαχων μέτρων εξυγίανσης και της αναγνώρισης των αποτελεσμάτων τους στο κράτος μέλος υποδοχής με την προστασία των καταναλωτών.

134    Όσον αφορά, πρώτον, την υπόθεση C‑499/22, επισημαίνεται ότι τα ερωτήματα αυτά αφορούν αποκλειστικά την ερμηνεία του άρθρου 38 του Χάρτη, το οποίο ορίζει ότι οι πολιτικές της Ένωσης διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρινίζει αν οι πελάτες της Novo Banco εξ αφορμής της αγωγής των οποίων ανέκυψε η υπόθεση αυτή έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή βάσει πράξης του δικαίου της Ένωσης, δυνάμει της οποίας θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να αντλήσουν δικαιώματα.

135    Υπό τις συνθήκες αυτές, τυχόν απάντηση στο συγκεκριμένο σκέλος του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος που υποβλήθηκε στην υπόθεση C‑499/22 θα ισοδυναμούσε με διατύπωση συμβουλευτικής γνωμοδοτήσεως επί υποθετικού ερωτήματος, κατά παράβαση της αποστολής που έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαστικής συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Stichting Rookpreventie Jeugd κ.λπ., C‑160/20, EU:C:2022:101, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

136    Στον αντίποδα, δεύτερον, δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τη διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑498/22. Συγκεκριμένα, από το σκεπτικό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς αυτής, o C.F.O. ζητεί, ως καταναλωτής δυνάμει της οδηγίας 93/13, την αναδρομική επιστροφή των ποσών που κατέβαλε αχρεωστήτως κατ’ εφαρμογήν της ρήτρας «κατώτατου επιτοκίου», η οποία κηρύχθηκε δικαστικώς καταχρηστική, περιεχόταν στη σύμβαση ενυπόθηκου δανείου την οποία είχε αρχικώς συνάψει με την BES Ισπανίας και μεταβιβάσθηκε στη Novo Banco δυνάμει των μέτρων εξυγίανσης, όπως αυτά αναγνωρίζονται στην Ισπανία. Ειδικότερα, ο C.F.O. υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, την οποία δέχθηκε το Δικαστήριο στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980), ο καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας «κατώτατου επιτοκίου» εμπεριέχει αποτελέσματα επιστροφής αναφορικά με το σύνολο των ποσών που κατέβαλε αχρεωστήτως δυνάμει της ρήτρας αυτής, τα οποία οφείλει να καταβάλει η Novo Banco.

137    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η επιταγή να διασφαλίζουν οι πολιτικές της Ένωσης υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, όπως προκύπτει από το άρθρο 38 του Χάρτη, διαπνέει όλως ιδιαιτέρως την εφαρμογή της οδηγίας 93/13 (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Bondora, C‑453/18 και C‑494/18, EU:C:2019:1118, σκέψη 40).

138    Συνακόλουθα, δεδομένης της φύσεως και της σπουδαιότητας του δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στην προστασία των καταναλωτών, η οδηγία 93/13 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέπουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από επαγγελματία με καταναλωτές. Προς τούτο, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μην εφαρμόζουν τις καταχρηστικές ρήτρες ώστε αυτές να μην παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, εκτός αν ο καταναλωτής αντιτίθεται σε αυτό [απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

139    Συμβατική ρήτρα η οποία κρίνεται καταχρηστική πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρείται ως ουδέποτε υπάρξασα και, επομένως, δεν δύναται να παράγει αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση με δικαστική απόφαση της καταχρηστικότητας μιας τέτοιας ρήτρας πρέπει, κατ’ αρχήν, να συνεπάγεται την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα [αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 61, και της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 57].

140    Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να αποκλείσει την εφαρμογή καταχρηστικής συμβατικής ρήτρας, η οποία επιβάλλει την πληρωμή ποσών τα οποία κρίνονται μη οφειλόμενα, έχει, κατ’ αρχήν, αντίστοιχο αποτέλεσμα συνιστάμενο στην επιστροφή των ποσών αυτών, στο μέτρο που η απουσία ενός τέτοιου αποτελέσματος θα ήταν ικανή να διακυβεύσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που επιδιώκει να προσδώσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, στη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών που περιλαμβάνονται σε συμβάσεις συναπτόμενες από επαγγελματία με καταναλωτές [απόφαση της 15ης Ιουνίου 2023, Bank M. (Συνέπειες της ακύρωσης της σύμβασης), C‑520/21, EU:C:2023:478, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

141    Ωστόσο, παρά τις εν λόγω διαπιστώσεις αρχής, το Δικαστήριο έχει επίσης αναγνωρίσει ότι η προστασία του καταναλωτή δεν είναι απόλυτη (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ., C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 68).

142    Επιπλέον, καίτοι το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι υφίσταται σαφές δημόσιο συμφέρον για τη διασφάλιση, σε ολόκληρη την Ένωση, ισχυρής και συνεπούς προστασίας των μετόχων και των πιστωτών, εντούτοις, το συμφέρον αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερέχει σε κάθε περίπτωση του δημοσίου συμφέροντος που συνίσταται στη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος [πρβλ. αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2016, Dowling κ.λπ., C‑41/15, EU:C:2016:836, σκέψη 54, και της 5ης Μαΐου 2022, Banco Santander (Τραπεζική εξυγίανση Banco Popular), C‑410/20, EU:C:2022:351, σκέψη 36].

143    Πλην όμως, όπως διαπιστώνεται στη σκέψη 120 της παρούσας αποφάσεως, η λήψη μέτρων εξυγίανσης και η αναγνώριση των αποτελεσμάτων τους στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως αμφότερες προκύπτουν από την οδηγία 2001/24, ανταποκρίνονται σε σκοπό γενικού συμφέροντος τον οποίο επιδιώκει η Ένωση, ήτοι στον σκοπό που συνίσταται στη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, όπως και σε εκείνον που έγκειται στην αποτροπή συστημικού κινδύνου.

144    Εν προκειμένω, η αναγνώριση των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως προκύπτει από την οδηγία 2001/24, συνεπάγεται τη διατήρηση στην περιουσία της BES της ευθύνης και των ενδεχόμενων υποχρεώσεων που συνδέονται με την εφαρμογή αχρεωστήκως εισπραχθέντων τόκων για το χρονικό διάστημα εφαρμογής της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου το οποίο είναι προγενέστερο της έκδοσης της απόφασης του Αυγούστου 2014. Όμως, η προστασία του καταναλωτή από τη χρήση καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται με επαγγελματία, όπως αυτή προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, δεν μπορεί να φθάνει μέχρι του σημείου να παραβλέπεται η κατανομή των περιουσιακών ευθυνών μεταξύ του πτωχεύσαντος πιστωτικού ιδρύματος και της μεταβατικής τράπεζας, όπως η κατανομή αυτή καθορίσθηκε με τα μέτρα εξυγίανσης που έλαβε το κράτος μέλος καταγωγής.

145    Πράγματι, αν η παρεχόμενη από την οδηγία 93/13 προστασία επέτρεπε σε κάθε καταναλωτή του κράτους μέλους υποδοχής, πιστωτή του πτωχεύσαντος πιστωτικού ιδρύματος, να ανατρέψει την αναγνώριση των μέτρων με τα οποία αποφασίσθηκε από το κράτος μέλος καταγωγής η κατανομή των περιουσιακών ευθυνών μεταξύ του ιδρύματος αυτού και της μεταβατικής τράπεζας, η παρέμβαση των δημοσίων αρχών του κράτους μέλους αυτού, σκοπός της οποίας είναι η διασφάλιση της προστασίας της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, θα κινδύνευε να στερηθεί πρακτικής αποτελεσματικότητας στο σύνολο των κρατών μελών στα οποία το πτωχεύσαν πιστωτικό ίδρυμα έχει υποκαταστήματα.

146    Συναφώς, πρέπει ακόμη να διευκρινισθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του σκοπού που επιδιώκεται με τα μέτρα αυτά καθώς και με την αναγνώριση των αποτελεσμάτων τους στα άλλα κράτη μέλη, ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή του ενδεχομένου, λαμβανομένης υπόψη της υψηλού βαθμού ενσωμάτωσης των τραπεζικών αγορών στην Ένωση, η πτώχευση ενός πιστωτικού ιδρύματος να προκαλέσει, εξ αντανακλάσεως, συστημικές ζημίες στη σταθερότητα των αγορών αυτών και, γενικότερα, στην εσωτερική αγορά της Ένωσης, καθώς και, αφετέρου, της υπάρξεως, εν προκειμένω, μέτρων εξυγίανσης ληφθέντων από την αρμόδια πορτογαλική αρχή έναντι της BES, οι υπό κρίση υποθέσεις διακρίνονται σαφώς από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ.. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980).

147    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα τρίτα προδικαστικά ερωτήματα στις υποθέσεις C‑498/22 και C‑499/22 καθώς και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑500/22 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 38 του Χάρτη, καθώς και το άρθρο 17 του Χάρτη και η αρχή της ασφάλειας δικαίου, έχουν την έννοια ότι, κατ’ αρχήν, δεν αντιτίθενται στην αναγνώριση, στο κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης τα οποία ελήφθησαν στο κράτος μέλος καταγωγής κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2001/24 και τα οποία προβλέπουν τη σύσταση μεταβατικής τράπεζας και τη διατήρηση στο παθητικό του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος έναντι του οποίου ελήφθησαν τα μέτρα αυτά της υποχρέωσης καταβολής των οφειλόμενων από προσυμβατική ή συμβατική ευθύνη ποσών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

148    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, και το άρθρο 6 της οδηγίας 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του άρθρου 21, παράγραφος 2, και του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και της αρχής της ασφάλειας δικαίου,

έχουν την έννοια ότι:

δεν αντιτίθενται, ελλείψει της δημοσίευσης που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας, στην αναγνώριση, από δικαστήριο κράτους μέλους διάφορου του κράτους μέλους καταγωγής, των αποτελεσμάτων μέτρου εξυγίανσης το οποίο ελήφθη, προτού επιληφθεί σχετικώς το εν λόγω δικαστήριο, έναντι πιστωτικού ιδρύματος και με το οποίο μεταβιβάσθηκαν μερικώς οι υποχρεώσεις και ευθύνες του τελευταίου σε μεταβατική τράπεζα.

2)      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/24, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και της αρχής της ασφάλειας δικαίου,

έχει την έννοια ότι:

οι ιδιώτες δεν μπορούν να επικαλεστούν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έναντι μεταβατικής τράπεζας, οργανισμού ιδιωτικού δικαίου που δεν διαθέτει κανενός είδους εξαιρετικό προνόμιο πέραν του κοινού δικαίου, συσταθέντος στο πλαίσιο μέτρων εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος του οποίου ήταν αρχικώς πελάτες, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη της μεταβατικής αυτής τράπεζας για προσυμβατικές και συμβατικές υποχρεώσεις συνδεόμενες με τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί σε προγενέστερο χρόνο με το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα. Το γεγονός και μόνον ότι το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα ελεγχόταν προσωρινά από δημόσια αρχή, ενόψει της ιδιωτικοποιήσεώς του, δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι το ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο δραστηριοποιείται στην ανταγωνιστική αγορά τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, εξομοιώνεται με εθνική διοικητική αρχή.

3)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και το άρθρο 17 του Χάρτη και η αρχή της ασφάλειας δικαίου,

έχουν την έννοια ότι:

κατ’ αρχήν, δεν αντιτίθενται στην αναγνώριση, στο κράτος μέλος υποδοχής, των αποτελεσμάτων των μέτρων εξυγίανσης τα οποία ελήφθησαν στο κράτος μέλος καταγωγής κατ’ εφαρμογήν της οδηγίας 2001/24 και τα οποία προβλέπουν τη σύσταση μεταβατικής τράπεζας και τη διατήρηση στο παθητικό του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος έναντι του οποίου ελήφθησαν τα μέτρα αυτά της υποχρέωσης καταβολής των οφειλόμενων από προσυμβατική ή συμβατική ευθύνη ποσών.

(υπογραφές)

Πηγή