ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)  της 27ης Φεβρουαρίου 2025

« Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων – Οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες – Φόρος νομικών προσώπων – Απαλλαγή από τον φόρο νομικών προσώπων για τα εισοδήματα που πραγματοποιεί τέτοιος οργανισμός – Όροι απαλλαγής – Εξωτερική διαχείριση του οργανισμού αυτού – Οδηγία 2009/65/ΕΚ – Άρθρο 29, παράγραφος 1 – Ζήτημα εφαρμογής »

Στην υπόθεση C‑18/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Wojewódzki Sąd Administracyjny w Gliwicach (διοικητικό δικαστήριο της περιφέρειας του Gliwice, Πολωνία) με απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 18 Ιανουαρίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

F S.A.

κατά

Dyrektor Krajowej Informacji Skarbowej

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύοντα του πρώτου τμήματος, A. Arabadjiev και I. Ziemele (εισηγήτρια), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M. Siekierzyńska, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Μαΐου 2024,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η F S.A., εκπροσωπούμενη από τον Ł. Adamczyk, doradca podatkowy,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους B. Majczyna, R. Stańczyk και S. Żyrek,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Auvret, την U. Małecka, τον W. Roels και την Ε. Τσερέπα-Lacombe,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 2024,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 29, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ 2009, L 302, σ. 32), καθώς και των άρθρων 18, 49 και 63 ΣΛΕΕ.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της F S.A., ανώνυμης εταιρίας λουξεμβουργιανού δικαίου (στο εξής: επενδυτικό κεφάλαιο F), και του Dyrektor Krajowej Informacji Skarbowej (Διευθυντή της Εθνικής Υπηρεσίας Φορολογικών Πληροφοριών, Πολωνία, στο εξής: φορολογική αρχή) σχετικά με τη φορολόγηση των εισοδημάτων από επενδύσεις που απέκτησε η εταιρία αυτή.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η αιτιολογική σκέψη 83 της οδηγίας 2009/65 αναφέρει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει τους εθνικούς κανόνες φορολογίας, συμπεριλαμβανομένων ρυθμίσεων που μπορούν να επιβάλλουν τα κράτη μέλη για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες αυτούς στην επικράτειά τους.»

4        Το άρθρο 1 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη υπάγουν στην παρούσα οδηγία τους εγκατεστημένους στο έδαφός τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (εφεξής “ΟΣΕΚΑ”).

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 3, ως ΟΣΕΚΑ νοείται ο οργανισμός:

α)      ο οποίος έχει μοναδικό σκοπό να επενδύει συλλογικά σε κινητές αξίες ή/και σε άλλα ρευστά χρηματοπιστωτικά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 50 παράγραφος 1, τα κεφάλαια που συγκεντρώνει από το κοινό, και των οποίων η λειτουργία βασίζεται στην αρχή της κατανομής των κινδύνων, και

β)      του οποίου τα μερίδια, ύστερα από αίτηση των κομιστών, εξαγοράζονται ή εξοφλούνται, άμεσα ή έμμεσα, με στοιχεία του ενεργητικού του οργανισμού αυτού. Προς αυτές τις εξαγορές ή εξοφλήσεις εξομοιώνονται οι ενέργειες ενός ΟΣΕΚΑ που στοχεύουν στο να μην αποκλίνει αισθητά η χρηματιστηριακή τιμή των μεριδίων του από την καθαρή αξία του ενεργητικού τους.

Τα κράτη μέλη μπορεί να επιτρέπουν τη συγκρότηση των ΟΣΕΚΑ σε διάφορα επενδυτικά τμήματα.

3.      Οι οργανισμοί που αναφέρονται στην παράγραφο 2 μπορούν, σύμφωνα με το δίκαιο, να λαμβάνουν συμβατική μορφή (αμοιβαία κεφάλαια διαχειριζόμενα από εταιρεία διαχείρισης) ή trust (unit trust) ή καταστατική μορφή (εταιρεία επενδύσεων).

[…]

7.      Με την επιφύλαξη του παρόντος κεφαλαίου, ένα κράτος μέλος μπορεί να υπάγει τους εγκατεστημένους στο έδαφός τους ΟΣΕΚΑ σε διατάξεις αυστηρότερες από εκείνες της παρούσας οδηγίας και σε πρόσθετες διατάξεις, υπό τον όρο ότι οι διατάξεις αυτές είναι γενικής ισχύος και δεν συγκρούονται με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»

5        Κατά το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας:

«Δεν θεωρούνται ΟΣΕΚΑ υπαγόμενοι στην παρούσα οδηγία:

α)      οι εταιρείες συλλογικών επενδύσεων κλειστού τύπου·

β)      οι εταιρείες συλλογικών επενδύσεων που συγκεντρώνουν κεφάλαια χωρίς να προωθούν την πώληση των μεριδίων τους στο κοινό μέσα στην [Ευρωπαϊκή] Κοινότητα ή σε τμήμα της·

[…]».

6        Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Η ανάληψη της δραστηριότητας της εταιρείας διαχείρισης χρειάζεται προηγούμενη άδεια από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας διαχείρισης. Η άδεια που χορηγείται βάσει της παρούσας οδηγίας σε μια εταιρεία διαχείρισης ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη.

2.      Καμία εταιρεία διαχείρισης δεν αναλαμβάνει δραστηριότητες διαφορετικές από αυτές της διαχείρισης ΟΣΕΚΑ εγκεκριμένων βάσει της παρούσας οδηγίας, πλην της επιπρόσθετης διαχείρισης άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, και για τους οποίους η εταιρεία διαχείρισης υπόκειται σε προληπτική εποπτεία, αλλά δεν δύναται βάσει της παρούσας οδηγίας να διαθέτει τα μερίδιά τους σε άλλα κράτη μέλη.

Η δραστηριότητα της διαχείρισης ΟΣΕΚΑ περιλαμβάνει, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τις λειτουργίες που αναφέρονται στο παράρτημα II.»

7        Το άρθρο 29, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/65 έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη των λοιπών όρων γενικής εφαρμογής που καθορίζει το εθνικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας επενδύσεων δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας σε μια εταιρεία επενδύσεων που δεν έχει ορίσει εταιρεία διαχείρισης, εκτός εάν η εταιρεία επενδύσεων διαθέτει επαρκές αρχικό κεφάλαιο ύψους τουλάχιστον 300 000 ευρώ.

Επιπλέον, εάν η εταιρεία επενδύσεων δεν έχει ορίσει εταιρεία διαχείρισης εγκεκριμένη βάσει της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      η άδεια λειτουργίας χορηγείται μόνον εάν η σχετική αίτηση συνοδεύεται από πρόγραμμα λειτουργίας, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον την οργανωτική δομή της εταιρείας επενδύσεων·

β)      οι διευθύνοντες την εταιρεία επενδύσεων πρέπει να παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και πείρας επίσης και σε σχέση με το είδος των δραστηριοτήτων που ασκεί η εταιρεία επενδύσεων. Για τον σκοπό αυτό, τα ονόματα των διευθυνόντων, καθώς και κάθε διαδόχου τους, κοινοποιούνται πάραυτα στις αρμόδιες αρχές. Οι εργασίες της εταιρείας επενδύσεων διευθύνονται από δύο τουλάχιστον πρόσωπα τα οποία πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Ως διευθύνοντες νοούνται τα πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με τον νόμο ή το καταστατικό, εκπροσωπούν την εταιρεία επενδύσεων ή τα οποία πράγματι καθορίζουν την πολιτική της· και

γ)      αν υφίστανται στενοί δεσμοί μεταξύ της εταιρείας επενδύσεων και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον οι στενοί αυτοί δεσμοί δεν εμποδίζουν την ορθή άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων.

Ομοίως, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας επενδύσεων αρνούνται άδεια λειτουργίας εάν οι νομικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις μιας τρίτης χώρας, που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η εταιρεία επενδύσεων διατηρεί στενούς δεσμούς, ή οι δυσκολίες που συνδέονται με την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την ορθή άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων.

Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής της εταιρείας επενδύσεων απαιτούν από τις εταιρείες επενδύσεων την παροχή των αναγκαίων πληροφοριών.»

 Το πολωνικό δίκαιο

 Ο νόμος περί φόρου νομικών προσώπων

8        Το άρθρο 6 του ustawa o podatku dochodowym od osób prawnych (νόμου περί φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων), της 15ης Φεβρουαρίου 1992 (Dz. U. του 1992, θέση αριθ. 86), όπως τροποποιήθηκε με τον ustawa – Przepisy wprowadzające ustawę o Krajowym Ośrodku Wsparcia Rolnictwa (νόμος περί διατάξεων για τη θέσπιση του νόμου περί του Εθνικού Κέντρου Στήριξης της Γεωργίας) της 10ης Φεβρουαρίου 2017 (Dz. U. του 2017, θέση αριθ. 614) (στο εξής: νόμος περί φορολογίας νομικών προσώπων), προβλέπει τα εξής:

«1.      Απαλλάσσονται:

[…]

10)      τα επενδυτικά κεφάλαια ανοικτού τύπου και τα επενδυτικά κεφάλαια ανοικτού τύπου ειδικού σκοπού, τα οποία έχουν συσταθεί σύμφωνα με τον νόμο περί επενδυτικών κεφαλαίων, εξαιρουμένων των επενδυτικών κεφαλαίων ανοικτού τύπου ειδικού σκοπού τα οποία εφαρμόζουν τις διατάξεις και τους περιορισμούς περί επενδύσεων που ισχύουν για τα επενδυτικά κεφάλαια κλειστού τύπου·

10a)      οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που εδρεύουν σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλην της Δημοκρατίας της Πολωνίας ή σε άλλο κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, εφόσον πληρούν σωρευτικά τις εξής προϋποθέσεις:

a)      υπόκεινται στο κράτος της έδρας σε φόρο εισοδήματος για το σύνολο των εισοδημάτων τους, ανεξαρτήτως της προελεύσεώς τους,

b)      έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τις συλλογικές επενδύσεις, σε κινητές αξίες, σε τίτλους της χρηματαγοράς και σε άλλα περιουσιακά δικαιώματα, των οικονομικών πόρων που συλλέγουν κατόπιν δημόσιας προτάσεως αγοράς των επενδυτικών τους τίτλων,

c)      ασκούν τις δραστηριότητές τους δυνάμει άδειας που έχουν χορηγήσει οι αρμόδιες αρχές για την εποπτεία της χρηματοπιστωτικής αγοράς του κράτους της έδρας τους

d)      οι δραστηριότητές τους είναι υπό τον άμεσο έλεγχο των αρμόδιων αρχών για την εποπτεία της χρηματοπιστωτικής αγοράς του κράτους της έδρας τους,

e)      έχουν ορίσει θεματοφύλακα για τη φύλαξη των στοιχείων του ενεργητικού τους,

f)      τη διαχείρισή τους ασκούν πρόσωπα τα οποία έχουν λάβει για την άσκηση της δραστηριότητάς τους άδεια των αρμόδιων αρχών για την εποπτεία της χρηματοπιστωτικής αγοράς του κράτους της έδρας τους.

[…]

4.      Η απαλλαγή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, σημείο 10a, δεν εφαρμόζεται: στους:

1)      οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων,

a)      οι οποίοι δραστηριοποιούνται υπό μορφή οργανισμών συλλογικών επενδύσεων κλειστού τύπου ή είναι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων ανοικτού τύπου που λειτουργούν βάσει των κανόνων και των περιορισμών που ισχύουν για τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων κλειστού τύπου, ή

b)      των οποίων οι επενδυτικοί τίτλοι, σύμφωνα με τα καταστατικά έγγραφα, δεν προσφέρονται μέσω δημόσιας προσφοράς, δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή μέσω εναλλακτικού συστήματος διαπραγμάτευσης και μπορούν να αποκτηθούν από φυσικά πρόσωπα μόνον εφόσον αποκτήσουν άπαξ μερίδια αξίας τουλάχιστον 40 000 ευρώ.

[…]»

9        Κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, σημείο 58, του νόμου αυτού:

«Απαλλάσσονται από τον φόρο:

[…]

58)      τα εισοδήματα (έσοδα) των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που εδρεύουν σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλην της Δημοκρατίας της Πολωνίας ή σε άλλη χώρα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, περί των οποίων κάνει λόγο το άρθρο 6, παράγραφος 4, σημείο 1, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχεία a και d έως f, εξαιρουμένων των εσόδων του σημείου 57, στοιχεία a έως g».

 Ο νόμος περί επενδυτικών κεφαλαίων

10      Ο ustawa o funduszach inwestycyjnych i zarządzaniu alternatywnymi funduszami inwestycyjnymi (νόμος περί επενδυτικών κεφαλαίων και διαχείρισης οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων), της 27ης Μαΐου 2004 (Dz. U. του 2004, θέση αριθ. 1546), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί επενδυτικών κεφαλαίων), προβλέπει, στο άρθρο 1, τα ακόλουθα:

«Ο νόμος ορίζει τους κανόνες που διέπουν την ίδρυση και τη δραστηριότητα των επενδυτικών κεφαλαίων που εδρεύουν στο έδαφος της Δημοκρατίας της Πολωνίας και τους κανόνες που διέπουν τη δραστηριότητα των αλλοδαπών επενδυτικών κεφαλαίων και εταιριών διαχειρίσεως στο έδαφος της Δημοκρατίας της Πολωνίας.»

11      Το άρθρο 1a, παράγραφος 1, του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«Ο νόμος καθορίζει επίσης τους κανόνες λειτουργίας των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων των οποίων η έδρα βρίσκεται στο έδαφος της Δημοκρατίας της Πολωνίας, καθώς και τους κανόνες λειτουργίας, στο έδαφος της Δημοκρατίας της Πολωνίας, των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων των οποίων η έδρα βρίσκεται σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα.»

12      Το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου έχει ως εξής:

«1.      Τα επενδυτικά κεφάλαια είναι νομικά πρόσωπα που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό τις συλλογικές επενδύσεις, σε κινητές αξίες, σε τίτλους της χρηματαγοράς και σε άλλα περιουσιακά δικαιώματα, όπως ορίζονται από τον νόμο, των οικονομικών πόρων που συλλέγουν κατόπιν προτάσεως αγοράς επενδυτικών τίτλων ή πιστοποιητικών επενδύσεων.

[…]

3.      Ένα επενδυτικό κεφάλαιο ασκεί τις δραστηριότητές του λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τα συμφέροντα των μεριδιούχων, τηρώντας τις αρχές που προβλέπει ο νόμος για τη μείωση των επενδυτικών κινδύνων.

4.      Ένα επενδυτικό κεφάλαιο μπορεί να ασκεί δραστηριότητες ως:

1)      επενδυτικό κεφάλαιο ανοικτού τύπου·

2)      οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων: επενδυτικό κεφάλαιο ανοικτού τύπου ειδικού σκοπού ή επενδυτικό κεφάλαιο κλειστού τύπου.»

13      Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, του ιδίου νόμου ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Η εταιρία ιδρύει, διαχειρίζεται και εκπροσωπεί το επενδυτικό κεφάλαιο στις σχέσεις με τους τρίτους.

1a.      Η εταιρία μπορεί, μέσω συμφωνίας που συνάπτεται εγγράφως επί ποινή ακυρότητας, να αναθέσει τη διαχείριση ενός επενδυτικού κεφαλαίου ανοικτού τύπου και τον χειρισμό των υποθέσεών του σε εταιρία διαχειρίσεως δραστηριοποιούμενη στο έδαφος της Δημοκρατίας της Πολωνίας.»

14      Από το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 14, παράγραφος 1, του νόμου περί επενδυτικών κεφαλαίων συνάγεται ότι επενδυτικά κεφάλαια μπορούν να συστήνονται μόνον από εταιρίες.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

15      Το επενδυτικό κεφάλαιο F δήλωσε στη φορολογική αρχή ότι έχει φορολογική έδρα στο Λουξεμβούργο και υπέχει εκεί πλήρη φορολογική υποχρέωση.

16      Σύμφωνα με τις δηλώσεις του, το επενδυτικό κεφάλαιο F λειτουργεί σύμφωνα με το λουξεμβουργιανό δίκαιο και, ειδικότερα, με τον νόμο περί επενδυτικών κεφαλαίων ειδικού σκοπού, της 13ης Φεβρουαρίου 2007 (Mémorial A 2007, σ. 13), υπό το καθεστώς επενδυτικού κεφαλαίου ειδικού σκοπού. Το επενδυτικό κεφάλαιο F ισχυρίζεται ότι έχει λάβει άδεια από την Commission de surveillance du secteur financier (Επιτροπή Εποπτείας του Χρηματοπιστωτικού Τομέα, Λουξεμβούργο, στο εξής: CSSF) και ότι υπάγεται απευθείας στον έλεγχο της τελευταίας, καθόσον έχει καταχωριστεί από αυτήν ως ρυθμιζόμενο επενδυτικό κεφάλαιο.

17      Σύμφωνα με το καταστατικό του, το οποίο έχει εγκριθεί από την CSSF, το επενδυτικό κεφάλαιο F τελεί υπό εσωτερική διαχείριση ασκούμενη από διοικητικό συμβούλιο, το οποίο έχει επίσης καταχωριστεί στον κατάλογο των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων που τηρεί η CSSF.

18      Ο αποκλειστικός σκοπός του επενδυτικού κεφαλαίου F είναι η συλλογική επένδυση κεφαλαίων, τα οποία συγκεντρώνονται στο πλαίσιο μη δημόσιας προσφοράς αγοράς μετοχών του επενδυτικού κεφαλαίου, σε κινητές αξίες, σε τίτλους της χρηματαγοράς και σε άλλα περιουσιακά δικαιώματα.

19      Σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας που έχει χορηγήσει η CSSF, το επενδυτικό κεφάλαιο F μπορεί να επενδύει σε μετοχές εταιριών εισηγμένων σε χρηματιστήριο, περιλαμβανομένου του Giełda Papierów Wartościowych w Warszawie (Χρηματιστηρίου Βαρσοβίας, Πολωνία), σε ομόλογα εκδοθέντα από κεφαλαιουχικές εταιρίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν την έδρα τους στην Πολωνία, καθώς και σε κρατικά ομόλογα, μεταξύ των οποίων και εκείνα που έχουν εκδοθεί από τη Δημοκρατία της Πολωνίας.

20      Το επενδυτικό κεφάλαιο F υπέβαλε στη φορολογική αρχή αίτηση για την έκδοση φορολογικής ερμηνευτικής αποφάσεως προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα εισοδήματα που δηλώθηκαν λόγω μελλοντικού γεγονότος και τα οποία απέκτησε ο οργανισμός αυτός τυγχάνουν της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, σημείο 58, του νόμου περί φόρου νομικών προσώπων.

21      Το επενδυτικό κεφάλαιο F ήταν της γνώμης ότι η απαλλαγή αυτή έπρεπε να ισχύσει. Αφενός, το επενδυτικό κεφάλαιο F πληρούσε τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχεία a, d και e, του νόμου αυτού. Αφετέρου, όσον αφορά την τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχείο f, του εν λόγω νόμου, ήτοι της απαίτησης κατά την οποία το επενδυτικό κεφάλαιο πρέπει να τελεί υπό τη διαχείριση οντότητας η οποία διαθέτει, για την άσκηση της δραστηριότητάς της, άδεια των αρμόδιων για την εποπτεία της χρηματοπιστωτικής αγοράς αρχών του κράτους στο οποίο βρίσκεται η έδρα της, το επενδυτικό κεφάλαιο F υποστήριξε ότι ένα επενδυτικό κεφάλαιο που τελεί υπό εσωτερική διαχείριση, ως διαχειριστής οργανισμού εναλλακτικών επενδύσεων, πληροί τις προϋποθέσεις για να τύχει της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, σημείο 58, του ίδιου νόμου.

22      Με τη φορολογική ερμηνευτική απόφαση της 6ης Ιουνίου 2022, η φορολογική αρχή έκρινε ότι, μολονότι το επενδυτικό κεφάλαιο F πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχεία a, και c έως e, του νόμου περί φόρου νομικών προσώπων, εντούτοις δεν πληρούσε την προϋπόθεση του άρθρου 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχείο f, του νόμου αυτού, δεδομένου ότι δεν τελούσε υπό τη διαχείριση εξωτερικής οντότητας.

23      Το επενδυτικό κεφάλαιο F άσκησε προσφυγή ενώπιον του Wojewódzki Sąd Administracyjny w Gliwicach (διοικητικού πρωτοδικείου της περιφέρειας του Gliwice, Πολωνία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, ζητώντας την ακύρωση της εν λόγω ερμηνευτικής αποφάσεως.

24      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση αφορά τη φορολογική μεταχείριση των εισοδημάτων που προέρχονται από επενδύσεις που πραγματοποιούν οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων. Η διαφορά αφορά το ζήτημα αν επενδυτικό κεφάλαιο το οποίο τελεί υπό εσωτερική διαχείριση ασκούμενη από το διοικητικό του συμβούλιο και έχει λάβει σχετική άδεια από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους της έδρας του, είναι δε εγγεγραμμένο στην εν λόγω αρχή ως εγκεκριμένος διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των διαχειριστών που τηρεί η αρχή αυτή, πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχείο f, του νόμου περί φόρου νομικών προσώπων.

25      Η προσθήκη του άρθρου 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στον εν λόγω νόμο είχε ως σκοπό να διασφαλίσει την ίση μεταχείριση μεταξύ των πολωνικών επενδυτικών κεφαλαίων και των επενδυτικών κεφαλαίων των οποίων η έδρα βρίσκεται σε άλλα κράτη μέλη όσον αφορά την απαλλαγή από τον φόρο νομικών προσώπων που προβλέπεται για τα επενδυτικά κεφάλαια. Εξάλλου, μετά τη θέσπιση και εν συνεχεία την τροποποίηση του άρθρου 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχεία a έως e, του εν λόγω νόμου και την προσθήκη του στοιχείου f στο άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περάτωσε τη διαδικασία λόγω παραβάσεως βάσει των άρθρων 49 και 63 ΣΛΕΕ η οποία είχε κινηθεί κατά της Δημοκρατίας της Πολωνίας λόγω προβαλλόμενης φορολογικής διάκρισης εις βάρος των επενδυτικών κεφαλαίων που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη πλην της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

26      Από το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 14, παράγραφος 1, του νόμου περί επενδυτικών κεφαλαίων προκύπτει ότι, σύμφωνα με το πρότυπο που έχει υιοθετηθεί στην Πολωνία, τα επενδυτικά κεφάλαια τελούν υπό τη διαχείριση νομικού προσώπου διαφορετικού από τα ίδια, ήτοι εταιρίας επενδυτικών κεφαλαίων, και ότι δεν μπορούν να υπόκεινται σε εσωτερική διαχείριση, όπως είναι, για παράδειγμα, η ασκούμενη από διοικητικό συμβούλιο. Εξάλλου, από τον νόμο αυτόν προκύπτει ότι μόνον οι αλλοδαποί οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που τελούν υπό εξωτερική διαχείριση μπορούν να δραστηριοποιούνται στο πολωνικό έδαφος.

27      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι ο κανόνας του άρθρου 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχείο f, του νόμου περί φόρου νομικών προσώπων, σε συνδυασμό με το άρθρο 17, παράγραφος 1, σημείο 58, του νόμου αυτού, εισάγει ένα αντικειμενικό κριτήριο, το οποίο έχει ως συνέπεια να χορηγείται απαλλαγή από τον φόρο νομικών προσώπων μόνο στους αλλοδαπούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που τελούν υπό τη διαχείριση εξωτερικών φορέων εγκεκριμένων από τις αρμόδιες αρχές και να μην εφαρμόζεται η απαλλαγή αυτή στην περίπτωση των επενδυτικών κεφαλαίων που τελούν υπό εσωτερική διαχείριση.

28      Αφενός, από την οδηγία 2009/65, και ιδίως από τα άρθρα 6 και 29 καθώς και από το παράρτημα II αυτής, προκύπτει ότι η οδηγία προβλέπει τη δυνατότητα –και όχι την υποχρέωση– σύστασης εταιρίας διαχείρισης και ότι το εύρος των υπηρεσιών που παρέχονται από εξωτερική οντότητα είναι ανάλογο του εύρους των υπηρεσιών που αφορούν τη διαχείριση οργανισμού συλλογικών επενδύσεων από το διοικητικό του συμβούλιο. Αφετέρου, τέτοιοι οργανισμοί που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας πρέπει να θεωρηθούν συγκρίσιμοι.

29      Ως εκ τούτου, τίθεται το ζήτημα αν το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει στον εθνικό νομοθέτη να θεσπίζει, καθοδηγούμενος από την αρχή της συγκρισιμότητας μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών οντοτήτων και αποβλέποντας στον μετριασμό του κινδύνου που συνδέεται με τις επενδύσεις, τυπική προϋπόθεση όπως η απορρέουσα από το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχείο f, του νόμου περί φόρου νομικών προσώπων, σε συνδυασμό με το άρθρο 17, παράγραφος 1, σημείο 58, του νόμου αυτού, κατά την οποία το πλεονέκτημα της απαλλαγής από τον φόρο νομικών προσώπων χορηγείται αποκλειστικά και μόνον σε επενδυτικό κεφάλαιο και σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων που τελούν υπό εξωτερική διαχείριση.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Wojewódzki Sąd Administracyjny w Gliwicach (διοικητικό δικαστήριο της περιφέρειας του Gliwice) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν οι διατάξεις της οδηγίας [2009/65], και ειδικότερα το άρθρο 29, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 18, 49 και 63 ΣΛΕΕ, την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία προβλέπει τυπικές προϋποθέσεις, όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, για την απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης πλην της Δημοκρατίας της Πολωνίας ή σε άλλο κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, ήτοι την απαίτηση διαχειρίσεώς τους από εξωτερικές οντότητες οι οποίες ασκούν τις δραστηριότητές τους βάσει αδείας των αρμόδιων εποπτικών αρχών της χρηματοπιστωτικής αγοράς του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένες;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

31      Με απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2023, κατόπιν κοινής προτάσεως της εισηγήτριας δικαστή και της γενικής εισαγγελέα, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έθεσε στο αιτούν δικαστήριο ερωτήσεις σχετικά με το εφαρμοστέο στη διαφορά της κύριας δίκης πολωνικό δίκαιο καθώς και σχετικά με ορισμένους ισχυρισμούς του επενδυτικού κεφαλαίου F που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

32      Στις 18 Δεκεμβρίου 2023 το αιτούν δικαστήριο διαβίβασε στο Δικαστήριο την απάντησή του από την οποία προκύπτει, πρώτον, ότι ο νόμος περί επενδυτικών κεφαλαίων αποκλείει τη σύσταση επενδυτικού κεφαλαίου οργανωμένου με εσωτερική διαχείριση ή με δομή παρεμφερή εκείνης του επίμαχου στην κύρια δίκη επενδυτικού κεφαλαίου F, το οποίο έχει τη νομική μορφή εταιρίας επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου, και ότι ένα τέτοιο επενδυτικό κεφάλαιο δεν δύναται να μεταφέρει την έδρα του στην Πολωνία, παρά μόνον αν οργανωθεί με εξωτερική διαχείριση.

33      Δεύτερον, η προϋπόθεση σχετικά με την υποχρέωση ανάθεσης της διαχείρισης επενδυτικού κεφαλαίου σε άλλη οντότητα και όχι σε φυσικά πρόσωπα, ήτοι η προϋπόθεση που αφορά την εξωτερική διαχείριση του εν λόγω επενδυτικού κεφαλαίου, αποσκοπεί στη διαφύλαξη της ασφάλειας δικαίου σε σχέση με τη δραστηριότητα του εν λόγω επενδυτικού κεφαλαίου ως οργανισμού συλλογικών επενδύσεων διακριτού από τα ατομικά συμφέροντα των μεμονωμένων μεριδιούχων του ίδιου επενδυτικού κεφαλαίου. Η προϋπόθεση αυτή αποσκοπεί επίσης στον διαχωρισμό των στοιχείων του ενεργητικού των μεριδιούχων από εκείνα της οντότητας διαχείρισης, η οποία αναλαμβάνει αυτοτελώς την ευθύνη για τη διαχείριση του επενδυτικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα ότι η αστική ευθύνη της εταιρίας διαχείρισης δεν επηρεάζει τα στοιχεία του ενεργητικού του ίδιου του επενδυτικού κεφαλαίου.

34      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο επιβεβαίωσε επίσης ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά αποκλειστικώς το ζήτημα αν το επενδυτικό κεφάλαιο F έπρεπε να πληροί την προϋπόθεση σχετικά με την άσκηση της διαχείρισης από εξωτερική οντότητα την οποία προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχείο f, του νόμου περί φόρου νομικών προσώπων.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

35      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου και του αιτούντος δικαστηρίου είναι σαφώς διακριτές και η ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2022, Daimler, C‑232/20, EU:C:2022:196, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Επομένως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, επί της ερμηνείας των εθνικών διατάξεων. Πράγματι, το Δικαστήριο οφείλει, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων, να λαμβάνει υπόψη το πραγματικό και νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα προδικαστικά ερωτήματα, όπως ακριβώς εξειδικεύεται από την απόφαση περί παραπομπής (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Μαρτίου 2022, Daimler, C‑232/20, EU:C:2022:196, σκέψη 92 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 9ης Νοεμβρίου 2023, Keolis Agen, C‑271/22 έως C‑275/22, EU:C:2023:834, σκέψη 38).

37      Επιπλέον, το ζήτημα αν οι παραδοχές στις οποίες στηρίζεται το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο του ερωτήματός του είναι εσφαλμένες ή όχι συνιστά ζήτημα που εμπίπτει στο πραγματικό πλαίσιο του οποίου την ακρίβεια δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο (διάταξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Gmalieva κ.λπ., C‑79/17, EU:C:2018:687, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο στηρίζεται στην παραδοχή ότι ένας οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, όπως το επενδυτικό κεφάλαιο F, μπορεί να τύχει της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, σημείο 58, του νόμου περί φόρου νομικών προσώπων, υπό την επιφύλαξη ότι πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχείο f, του νόμου αυτού.

39      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι η πρόβλεψη προϋπόθεσης σχετικής με την εξωτερική διαχείριση οργανισμού συλλογικών επενδύσεων αιτιολογείται από το γεγονός ότι αυτός είναι ο μόνος επιτρεπόμενος τρόπος διαχείρισης για τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων στην Πολωνία.

40      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 29, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/65, σε συνδυασμό με τα άρθρα 18, 49 και 63 ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι μόνον οργανισμός συλλογικών επενδύσεων που τελεί υπό τη διαχείριση εξωτερικής οντότητας, ασκούσας τις δραστηριότητές της βάσει άδειας που έχουν χορηγήσει οι αρμόδιες για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών αρχές του κράτους στο οποίο η οντότητα αυτή έχει την έδρα της, μπορεί να τύχει της απαλλαγής από τον φόρο νομικών προσώπων για τα εισοδήματα που προέρχονται από επενδύσεις που πραγματοποιεί ο οργανισμός αυτός και η οποία, επομένως, δεν χορηγεί τέτοια απαλλαγή στους τελούντες υπό εσωτερική διαχείριση οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων οι οποίοι έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, σε περίπτωση που το δίκαιο του πρώτου κράτους μέλους επιτρέπει τη σύσταση μόνον οργανισμών συλλογικών επενδύσεων τελούντων υπό εξωτερική διαχείριση.

 Επί των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης

41      Δεδομένου ότι η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή εξέφρασαν αμφιβολίες ως προς την κρισιμότητα της οδηγίας 2009/65 για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, πρέπει να εξακριβωθεί, κατά πρώτον, αν η εν λόγω οδηγία έχει εφαρμογή στη διαφορά αυτή.

42      Συναφώς, όπως προκύπτει, κατ’ αρχάς, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/65, αυτή εφαρμόζεται στους ΟΣΕΚΑ που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος των κρατών μελών.

43      Εν συνεχεία, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, ως ΟΣΕΚΑ, κατά την έννοια της οδηγίας, νοείται ο οργανισμός οποίος έχει μοναδικό σκοπό να επενδύει συλλογικά σε κινητές αξίες ή/και σε άλλα ρευστά χρηματοπιστωτικά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 50, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας τα κεφάλαια που συγκεντρώνει από το κοινό και του οποίου η λειτουργία βασίζεται στην αρχή της κατανομής των κινδύνων.

44      Τέλος, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2009/65, δεν υπάγονται στην οδηγία αυτή οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που συγκεντρώνουν κεφάλαια χωρίς να προωθούν την πώληση των μεριδίων τους στο κοινό εντός της Ένωσης ή σε οποιοδήποτε τμήμα αυτής.

45      Επομένως, από το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που συγκεντρώνουν κεφάλαια χωρίς να προωθούν την πώληση των μεριδίων τους στο κοινό δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

46      Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι αποκλειστικός σκοπός του επενδυτικού κεφαλαίου F είναι η συλλογική επένδυση κεφαλαίων, τα οποία συγκεντρώνονται στο πλαίσιο μη δημόσιας προσφοράς αγοράς μετοχών του επενδυτικού κεφαλαίου, σε κινητές αξίες, σε τίτλους της χρηματαγοράς και σε άλλα περιουσιακά δικαιώματα.

47      Το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ίδιου του επενδυτικού κεφαλαίου F, οι οποίοι περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η εκ μέρους του συγκέντρωση κεφαλαίων πραγματοποιήθηκε χωρίς να προωθηθεί η πώληση των μεριδίων του στο κοινό συνεπάγεται ότι αποκλείεται η εφαρμογή της οδηγίας 2009/65 στην επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση.

48      Κατά δεύτερον, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο, με το προδικαστικό του ερώτημα, παραπέμπει στα άρθρα 18, 49 και 63 ΣΛΕΕ, πρέπει να καθοριστεί αν οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή στην περίπτωση αυτή.

49      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, το οποίο κατοχυρώνει τη γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς μόνο σε διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεις για τις οποίες η Συνθήκη ΛΕΕ δεν προβλέπει ειδικούς κανόνες απαγόρευσης των διακρίσεων (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2019, Αυστρία κατά Γερμανίας, C‑591/17, EU:C:2019:504, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Στον τομέα όμως του δικαιώματος εγκαταστάσεως, η αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων τέθηκε σε εφαρμογή με το άρθρο 49 ΣΛΕΕ (απόφαση της 3ης Μαρτίου 2020, Tesco-Global Áruházak, C‑323/18, EU:C:2020:140, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επιπλέον, όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, η Συνθήκη ΛΕΕ επιβάλλει, με το άρθρο 63, ειδική απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων [απόφαση της 18ης Μαρτίου 2021, Autoridade Tributária e Aduaneira (Φόρος υπεραξίας ακινήτου), C‑388/19, EU:C:2021:212, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

51      Εκτός αυτού, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να κριθεί αν εθνική νομοθεσία εμπίπτει σε κάποια από τις θεμελιώδεις ελευθερίες που εγγυάται η Συνθήκη ΛΕΕ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αντικείμενο της οικείας νομοθεσίας [απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, Staatssecretaris van Financiën (Τόκοι ενδοομιλικού δανείου), C‑585/22, EU:C:2024:822, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

52      Ειδικότερα, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ εθνική νομοθεσία η οποία έχει εφαρμογή αποκλειστικά σε περιπτώσεις εταιρικών συμμετοχών που παρέχουν τη δυνατότητα άσκησης αναμφισβήτητης επιρροής επί των αποφάσεων μιας εταιρίας και καθορισμού των δραστηριοτήτων της [απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, Staatssecretaris van Financiën (Τόκοι ενδοομιλικού δανείου), C‑585/22, EU:C:2024:822, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

53      Αντιθέτως, εθνικές διατάξεις που τυγχάνουν εφαρμογής επί μεριδίων συμμετοχής τα οποία αποκτώνται με μοναδικό σκοπό την πραγματοποίηση χρηματικής επενδύσεως, χωρίς πρόθεση να ασκηθεί επιρροή στη διαχείριση και τον έλεγχο της επιχειρήσεως, πρέπει να εξετάζονται αποκλειστικώς υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων [απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

54      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά το ζήτημα αν το επενδυτικό κεφάλαιο F μπορεί να τύχει της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, σημείο 58, του νόμου περί φόρου νομικών προσώπων για τυχόν εισοδήματα από τις επενδύσεις του σε μετοχές εταιριών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο της Βαρσοβίας, σε ομόλογα εκδοθέντα από κεφαλαιουχικές εταιρίες εδρεύουσες στην Πολωνία, καθώς και σε ομόλογα εκδοθέντα από το Πολωνικό Δημόσιο.

55      Χωρίς να αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της καταστάσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση αναμφισβήτητης επιρροής επί των αποφάσεων μιας εταιρίας και τον καθορισμό των δραστηριοτήτων της, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια να εμπίπτουν οι περιπτώσεις αυτές στην ελευθερία εγκαταστάσεως, η νομοθεσία αυτή αφορά τη φορολογική μεταχείριση των εισοδημάτων από συλλογικές επενδύσεις κεφαλαίων, χωρίς πρόθεση ασκήσεως επιρροής στη διαχείριση και τον έλεγχο της επιχείρησης, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 53 της παρούσας απόφασης. Κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάσει κατά κύριο λόγο την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Οι ενδεχόμενοι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως που απορρέουν από την εν λόγω νομοθεσία θα συνιστούσαν αναπόφευκτη συνέπεια του ενδεχόμενου περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και, κατά συνέπεια, δεν δικαιολογούν αυτοτελή εξέταση της ίδιας νομοθεσίας υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΣΛΕΕ [πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

56      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση πρέπει να εξεταστεί αποκλειστικώς υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

 Επί της ύπαρξης περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων

57      Κατά πάγια νομολογία, στα μέτρα που απαγορεύονται από το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ως περιορισμοί των κινήσεων κεφαλαίων, συγκαταλέγονται εκείνα που μπορούν να αποτρέψουν τους κατοίκους αλλοδαπής από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε κράτος μέλος ή να αποτρέψουν τους κατοίκους του εν λόγω κράτους μέλους από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε άλλα κράτη [απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

58      Ειδικότερα, το γεγονός ότι κράτος μέλος επιφυλάσσει στα εισοδήματα που καταβάλλονται στους αλλοδαπούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που επιφυλάσσει στα εισοδήματα που καταβάλλονται σε ημεδαπούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων μπορεί να αποτρέψει τους οργανισμούς που εδρεύουν σε κράτος διαφορετικό από το πρώτο κράτος από την πραγματοποίηση επενδύσεων στο κράτος μέλος αυτό και, ως εκ τούτου, συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, κατ’ αρχήν απαγορευόμενο από το άρθρο 63 ΣΛΕΕ [απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

59      Τέτοια λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση συνιστά η μη απαλλαγή των εισοδημάτων που αποκτά αλλοδαπός οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, σε αντίθεση με τα εισοδήματα που αποκτά ημεδαπός οργανισμός συλλογικών επενδύσεων [πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

60      Εν προκειμένω, από τις διευκρινίσεις του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει, πρώτον, ότι τα εισοδήματα των επενδυτικών κεφαλαίων που εδρεύουν στην Πολωνία τυγχάνουν απαλλαγής από τον φόρο νομικών προσώπων.

61      Δεύτερον, από τις διευκρινίσεις αυτές προκύπτει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, του νόμου περί φόρου νομικών προσώπων, το οποίο εφαρμόζεται στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος ή σε κράτος συμβαλλόμενο στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3) (στο εξής: Συμφωνία ΕΟΧ), και το οποίο περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις απαλλαγής από τον φόρο νομικών προσώπων στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 17, παράγραφος 1, σημείο 58, του νόμου αυτού, θεσπίστηκε προκειμένου να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση μεταξύ των τελευταίων αυτών οργανισμών και των επενδυτικών κεφαλαίων που έχουν την έδρα τους στην Πολωνία.

62      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο νόμος περί επενδυτικών κεφαλαίων αποκλείει άνευ ετέρου τη σύσταση στην Πολωνία επενδυτικού κεφαλαίου υποκείμενου σε εσωτερική διαχείριση.

63      Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχείο f, του νόμου περί φόρου νομικών προσώπων, μόνον οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων των οποίων η διαχείριση ασκείται από οντότητες οι οποίες έχουν λάβει για την άσκηση της δραστηριότητάς τους άδεια των αρμόδιων για την εποπτεία της χρηματοπιστωτικής αγοράς αρχών του κράτους της έδρας τους μπορούν να τύχουν της απαλλαγής από τον φόρο αυτόν για τα εισοδήματα που προέρχονται από τις επενδυτικές δραστηριότητές τους. Σύμφωνα με την ερμηνεία της διάταξης αυτής από το αιτούν δικαστήριο, η ως άνω προϋπόθεση απαιτεί ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων να τελεί υπό τη διαχείριση εξωτερικής οντότητας προκειμένου να μπορεί να τύχει της απαλλαγής από τον εν λόγω φόρο για τα εισοδήματα αυτά.

64      Επομένως, η προϋπόθεση αυτή εισάγει διαφορετική μεταχείριση όχι ανάλογα με το κράτος της έδρας του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, αλλά ανάλογα με τον τρόπο διαχείρισής του.

65      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι εθνική νομοθεσία η οποία εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους εγκατεστημένους στην ημεδαπή όσο και στους εγκατεστημένους στην αλλοδαπή επιχειρηματίες μπορεί να συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ακόμη και μια διαφοροποίηση στηριζόμενη σε αντικειμενικά κριτήρια δύναται να συνεπάγεται, εν τοις πράγμασι, τη δυσμενέστερη αντιμετώπιση των διασυνοριακών καταστάσεων [απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

66      Τούτο συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση που εθνική νομοθεσία η οποία εφαρμόζεται αδιακρίτως στους εγκατεστημένους στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή επιχειρηματίες παρέχει φορολογικό πλεονέκτημα μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιχειρηματίας πληροί προϋποθέσεις ή τηρεί υποχρεώσεις οι οποίες προσιδιάζουν, εκ φύσεως ή εν τοις πράγμασι, στην εθνική αγορά, κατά τρόπον ώστε μόνον οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στην εθνική αγορά να μπορούν να τις πληρούν, ενώ οι εγκατεστημένοι στην αλλοδαπή επιχειρηματίες που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση να μην τις πληρούν γενικώς [απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

67      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν τη νομική μορφή υπό την οποία μπορούν να συσταθούν επενδυτικά κεφάλαια στο έδαφός τους, εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της έλλειψης εναρμόνισης του δικαίου της Ένωσης στον τομέα αυτόν, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων θα στερούνταν αποτελεσματικότητας, αν αλλοδαπός οργανισμός συλλογικών επενδύσεων ο οποίος έχει συσταθεί σύμφωνα με τη νομική μορφή την οποία επιτρέπει ή απαιτεί η νομοθεσία του κράτους μέλους εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος και ο οποίος λειτουργεί σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία στερούνταν ενός φορολογικού πλεονεκτήματος σε άλλο κράτος μέλος εντός του οποίου επενδύει, για τον λόγο και μόνον ότι η νομική μορφή του δεν αντιστοιχεί στη νομική μορφή που απαιτείται για τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος [πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψεις 57 και 61].

68      Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά νομοθεσία κράτους μέλους η οποία παρείχε φορολογικό πλεονέκτημα μόνο στα επενδυτικά κεφάλαια κλειστού τύπου, ότι, δεδομένου ότι μόνον τα κεφάλαια επενδύσεων σε ακίνητα που διέπονται από το δίκαιο άλλων κρατών μελών μπορούσαν να συσταθούν με τη μορφή επενδυτικών κεφαλαίων ανοικτού τύπου και, κατά συνέπεια, να μην τύχουν του προβλεπόμενου φορολογικού πλεονεκτήματος, η εφαρμογή του κριτηρίου διάκρισης που στηρίζεται στη φύση του επενδυτικού κεφαλαίου ως «ανοικτού» ή «κλειστού» είχε ως αποτέλεσμα τη δυσμενή μεταχείριση των οργανισμών επενδύσεων σε ακίνητα που διέπονται από το δίκαιο άλλων κρατών μελών, κατά τρόπον ώστε να καταλήγει σε διαφορετική μεταχείριση εις βάρος τους (πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, UBS Real Estate, C‑478/19 και C‑479/19, EU:C:2021:1015, σκέψη 42).

69      Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 62 της παρούσας απόφασης, επενδυτικά κεφάλαια μπορούν να συσταθούν στην Πολωνία μόνον αν επιλέξουν εξωτερική διαχείριση. Κατά συνέπεια, η αναπόφευκτη και μη τυχαία συνέπεια μιας προϋπόθεσης όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχείο f, του νόμου περί φόρου νομικών προσώπων είναι ότι μόνον οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που έχουν συσταθεί σε άλλο κράτος μέλος είναι δυνατόν να μην πληρούν την προϋπόθεση σχετικά με την εξωτερική διαχείριση και να μη δικαιούνται, για τον λόγο αυτόν, να τύχουν απαλλαγής των εισοδημάτων τους [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, Staatssecretaris van Financiën (Τόκοι ενδοομιλικού δανείου), C‑585/22, EU:C:2024:822, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

70      Βεβαίως, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 67 της παρούσας απόφασης, δεδομένου ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν έχει εναρμονιστεί στον τομέα αυτόν, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να καθορίζουν τον τρόπο διαχείρισης που εφαρμόζεται στα επενδυτικά κεφάλαια που συστήνονται στο έδαφός τους [πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψη 57].

71      Επομένως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέπουν, προκειμένου να προωθήσουν τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, ειδικό φορολογικό καθεστώς εφαρμοστέο στους οργανισμούς αυτούς και στα μερίσματα και λοιπά εισοδήματα που εισπράττουν οι οργανισμοί αυτοί καθώς και να καθορίζουν τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται για την υπαγωγή σε τέτοιο καθεστώς [απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

72      Εντούτοις, εφόσον κράτος μέλος προβλέπει φορολογικό πλεονέκτημα υπέρ ορισμένων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγείται το πλεονέκτημα αυτό δεν πρέπει να συνιστούν περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων [απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

73      Λαμβανομένης δε υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 67 της παρούσας απόφασης, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων θα στερούνταν αποτελεσματικότητας αν αλλοδαπός οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, ο οποίος έχει επιλέξει τρόπο διαχείρισης επιτρεπόμενο από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εντός του οποίου είναι εγκατεστημένος και λειτουργεί σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία, στερούνταν φορολογικού πλεονεκτήματος που παρέχεται για τα εισοδήματα που αντλεί από την επένδυσή του σε άλλο κράτος μέλος για τον λόγο και μόνον ότι ο τρόπος διαχείρισής του δεν αντιστοιχεί στον απαιτούμενο για τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος.

74      Νομοθεσία η οποία εισάγει τέτοια προϋπόθεση είναι ικανή να αποτρέψει αλλοδαπούς οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε μετοχές εταιριών εισηγμένων στο χρηματιστήριο της Βαρσοβίας, σε ομόλογα εκδοθέντα από κεφαλαιουχικές εταιρίες εδρεύουσες στην Πολωνία, καθώς και σε ομόλογα εκδοθέντα από το Πολωνικό Δημόσιο, και συνιστά, ως εκ τούτου, περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων απαγορευόμενο, κατ’ αρχήν, από το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

75      Τούτου λεχθέντος, δυνάμει του άρθρου 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, το άρθρο 63 ΣΛΕΕ δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους.

76      Από πάγια νομολογία προκύπτει ωστόσο ότι το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, καθόσον εισάγει παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επομένως, η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι κάθε φορολογική νομοθεσία που προβλέπει διάκριση μεταξύ των φορολογουμένων αναλόγως του τόπου όπου κατοικούν ή του κράτους εντός του οποίου επενδύουν τα κεφάλαιά τους συμβιβάζεται άνευ ετέρου με τη Συνθήκη [απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

77      Πράγματι, η διαφορετική μεταχείριση την οποία επιτρέπει το άρθρο 65, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ δεν μπορεί να αποτελεί, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, ούτε μέσο αυθαιρέτων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, ως εκ τούτου, ότι τέτοια διαφορετική μεταχείριση μπορεί να επιτρέπεται μόνον εφόσον αφορά καταστάσεις οι οποίες δεν είναι αντικειμενικώς συγκρίσιμες ή, διαφορετικά, εφόσον δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος [απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

 Επί της ύπαρξης αντικειμενικώς συγκρίσιμων καταστάσεων

78      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η δυνατότητα συγκρίσεως ή μη μιας διασυνοριακής καταστάσεως με μια εσωτερική κατάσταση του κράτους μέλους πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένων υπόψη του σκοπού που επιδιώκεται από τις επίμαχες εθνικές διατάξεις, καθώς και του αντικειμένου και του περιεχομένου των διατάξεων αυτών [απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

79      Εξάλλου, μόνον τα ουσιώδη κριτήρια διακρίσεως που προβλέπονται από την επίμαχη νομοθεσία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν η διαφορετική μεταχείριση που απορρέει από την εν λόγω νομοθεσία αποτελεί συνέπεια μιας αντικειμενικής διαφοράς των καταστάσεων [απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

80      Συναφώς, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 17, παράγραφος 1, σημείο 58, του νόμου περί φόρου νομικών προσώπων, το οποίο παραπέμπει στις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχεία a και d έως f, του νόμου αυτού, οι διατάξεις αυτές έχουν ως αντικείμενο τη φορολογική απαλλαγή των εισοδημάτων των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων των οποίων η έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος ή σε κράτος συμβαλλόμενο στη Συμφωνία ΕΟΧ.

81      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η επίμαχη απαλλαγή αφορά τα εισοδήματα των οργανισμών που ασκούν ειδικές δραστηριότητες, οι οποίες υπόκεινται, όπως συνάγεται, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχείο d, του νόμου περί φόρου νομικών προσώπων, στον έλεγχο των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της χρηματοπιστωτικής αγοράς του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους. Η νομοθεσία αυτή δεν έχει ως αντικείμενο την απαλλαγή των εισοδημάτων των εταιριών που ασκούν εμπορικές δραστηριότητες μη υποκείμενες σε τέτοιου είδους έλεγχο.

82      Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η προϋπόθεση σχετικά με την εξωτερική διαχείριση του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων την οποία προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία αποσκοπεί στον μετριασμό του κινδύνου που συνδέεται με την επένδυση. Ως εκ τούτου, κατά την Πολωνική Κυβέρνηση, οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων που τελούν υπό εξωτερική διαχείριση δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με τους οργανισμούς που τελούν υπό εσωτερική διαχείριση, λαμβανομένου υπόψη του επενδυτικού κινδύνου που συνδέεται με τις δραστηριότητες των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων. Η Πολωνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η απαίτηση περί εξωτερικής διαχείρισης έχει ως σκοπό τον περιορισμό του κινδύνου αυτού.

83      Ωστόσο, προκειμένου να καταστεί δυνατόν να εκτιμηθεί αν το επίπεδο κινδύνου που συνδέεται με τις δραστηριότητες των οργανισμών αυτών, αναλόγως του τρόπου διαχείρισής τους, αντανακλά αντικειμενική διαφορά που να δικαιολογεί τη φορολογική απαλλαγή μόνον των εισοδημάτων των οργανισμών που τελούν υπό τη διαχείριση εξωτερικού φορέα, πρέπει να προσδιοριστεί ο σκοπός της εν λόγω απαλλαγής.

84      Συναφώς, μολονότι το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 60 της παρούσας απόφασης, ότι η νομοθεσία που προβλέπει απαλλαγή των εισοδημάτων που εισπράττει ένας οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, της οποίας επιθυμεί να τύχει το επενδυτικό κεφάλαιο F, αποσκοπεί στη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος ή σε κράτος συμβαλλόμενο στη Συμφωνία ΕΟΧ και των επενδυτικών κεφαλαίων που έχουν την έδρα τους στην Πολωνία, το εν λόγω δικαστήριο δεν περιγράφει τον σκοπό που επιδιώκεται με την απαλλαγή από τον φόρο νομικών προσώπων που χορηγείται στα ημεδαπά επενδυτικά κεφάλαια.

85      Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία της επίμαχης στην κύρια δίκη φορολογικής νομοθεσίας και το σύνολο του υπό εξέταση εθνικού φορολογικού συστήματος, να προσδιορίσει τον σκοπό που επιδιώκεται με την απαλλαγή αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Ιανουαρίου 2020, Köln-Aktienfonds Deka, C‑156/17, EU:C:2020:51, σκέψη 79, και της 16ης Δεκεμβρίου 2021, UBS Real Estate, C‑478/19 και C‑479/19, EU:C:2021:1015, σκέψη 55).

86      Πρέπει, εντούτοις, να επισημανθεί συναφώς ότι, αν το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απαλλαγή αυτή αποσκοπεί στην αποφυγή της διπλής φορολογίας των εισοδημάτων που αντλούνται από επενδύσεις, στο επίπεδο του επενδυτικού φορέα και στο επίπεδο των μεριδιούχων του, καθώς και στην πανομοιότυπη φορολογική μεταχείριση, αφενός, των επενδύσεων που πραγματοποιούνται μέσω οργανισμού συλλογικών επενδύσεων και, αφετέρου, των άμεσων επενδύσεων, το γεγονός ότι ένας τέτοιος οργανισμός τελεί υπό τη διαχείριση εσωτερικής οντότητας δεν τον περιάγει κατ’ ανάγκην σε διαφορετική κατάσταση από εκείνη ενός ίδιου οργανισμού τελούντος υπό τη διαχείριση εξωτερικής οντότητας. Πράγματι, ο σκοπός αυτός μπορεί να επιτευχθεί ανεξαρτήτως του τρόπου διαχείρισης του επενδυτικού φορέα, δεδομένου ότι ο σκοπός αυτός εξαρτάται από το φορολογικό καθεστώς που ισχύει για τα εισοδήματα που εισπράττει και διανέμει ένας τέτοιος οργανισμός, χωρίς ο ίδιος ο τρόπος διαχείρισης να επηρεάζει τη φορολόγηση των εισοδημάτων αυτών.

87      Κατά συνέπεια, μολονότι στις εκτιμήσεις σχετικά με τα διάφορα επίπεδα κινδύνων που συνδέονται με τις δραστηριότητες των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, αναλόγως του τρόπου διαχείρισής τους, εκτίθενται οι λόγοι που ενδέχεται να οδήγησαν τον εθνικό νομοθέτη να απαιτεί τη σύσταση των ημεδαπών επενδυτικών κεφαλαίων σύμφωνα με την εξωτερική διαχείριση, εντούτοις από τις εκτιμήσεις αυτές δεν αναδεικνύονται κρίσιμες διαφορές της κατάστασης των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που έχουν εξωτερική διαχείριση σε σχέση με την κατάσταση των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που έχουν εσωτερική διαχείριση, υπό το πρίσμα της απαλλαγής από τον φόρο νομικών προσώπων την οποία προβλέπει ο νόμος περί φόρου νομικών προσώπων [πρβλ. απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Veronsaajien oikeudenvalvontayksikkö (Απαλλαγή των επενδυτικών οργανισμών με συμβατική μορφή από τον φόρο), C‑342/20, EU:C:2022:276, σκέψη 76].

88      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όσον αφορά εθνική νομοθεσία η οποία έχει ως αντικείμενο την απαλλαγή των εισοδημάτων των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και αποσκοπεί στη φορολογική εξομοίωση των επενδύσεων που πραγματοποιούνται μέσω τέτοιων οργανισμών με τις άμεσες επενδύσεις, ένας οργανισμός συλλογικών επενδύσεων με εσωτερική διαχείριση δεν βρίσκεται σε κατάσταση αντικειμενικώς διαφορετική από εκείνη ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων με εξωτερική διαχείριση.

89      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί αν ο περιορισμός που θεσπίζεται με την επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος.

 Επί της ύπαρξης επιτακτικού λόγου γενικού συμφέροντος

90      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων επιτρέπεται μόνον εφόσον δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, είναι κατάλληλος να διασφαλίσει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο [απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2023, BA (Κληρονομική διαδοχή – Κοινωνική πολιτική στέγασης στην Ένωση), C‑670/21, EU:C:2023:763, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

91      Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 82 της παρούσας απόφασης, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο και η Πολωνική Κυβέρνηση προκύπτει ότι η προϋπόθεση σχετικά με την εξωτερική διαχείριση αποσκοπεί στην προστασία των συμφερόντων των επενδυτών. Η απαίτηση αυτή αποσκοπεί, επομένως, στο να διαχωριστούν τα κεφάλαια των επενδυτών που συγκεντρώνονται στο επενδυτικό κεφάλαιο από την περιουσία της εταιρίας διαχείρισης και, με τον τρόπο αυτόν, στο να διαχωριστούν οι επενδυτικοί κίνδυνοι από τους κινδύνους που συνδέονται με τη σύσταση και τη διαχείριση του επενδυτικού κεφαλαίου.

92      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η προστασία των επενδυτών συνιστά σκοπό γενικού συμφέροντος, επιδιωκόμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση (πρβλ. απόφαση της 1ης Αυγούστου 2022, HOLD Alapkezelő, C‑352/20, EU:C:2022:606, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Επομένως, ένας σκοπός αναγόμενος στην προστασία των επενδυτών μπορεί, κατ’ αρχήν, να συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

94      Εντούτοις, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 90 της παρούσας απόφασης, πρέπει επίσης να εξακριβωθεί, αφενός, αν ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων τον οποίο συνεπάγεται η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση είναι κατάλληλος να διασφαλίσει, κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό, την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και, αφετέρου, αν υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.

95      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, για να μπορέσει να τύχει της επίμαχης στην κύρια δίκη απαλλαγής, ένας οργανισμός συλλογικών επενδύσεων που έχει την έδρα του σε άλλο κράτος μέλος ή σε κράτος συμβαλλόμενο στη Συμφωνία ΕΟΧ πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχεία a και d έως f, του νόμου περί φόρου νομικών προσώπων.

96      Όπως επισημάνθηκε δε στη σκέψη 81 της παρούσας απόφασης, το άρθρο 6, παράγραφος 1, σημείο 10a, στοιχείο d, του νόμου αυτού προβλέπει ότι οι δραστηριότητες των επενδυτικών κεφαλαίων πρέπει να υπόκεινται στον άμεσο έλεγχο των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της χρηματοπιστωτικής αγοράς του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους.

97      Η προϋπόθεση αυτή διασφαλίζει ήδη ότι η απαλλαγή χορηγείται μόνον ως προς τα εισοδήματα των οργανισμών οι οποίοι, στο κράτος όπου βρίσκεται η έδρα τους, υπόκεινται στις διατάξεις που εγγυώνται την προστασία των επενδυτών μέσω της άδειας που χορηγούν οι αρχές αυτές και της εποπτείας των οργανισμών από τις εν λόγω αρχές.

98      Βεβαίως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένα κράτος μέλος να προβλέψει ότι, προκειμένου να διασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας των επενδυτών, στο έδαφός του μπορούν να συσταθούν μόνον επενδυτικά κεφάλαια που τελούν υπό εξωτερική διαχείριση.

99      Πράγματι, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι οι διατάξεις που θεσπίστηκαν από κράτος μέλος είναι σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας απλώς και μόνον επειδή το εν λόγω κράτος επέλεξε σύστημα προστασίας διαφορετικό από εκείνο που υιοθετήθηκε από άλλο κράτος μέλος, δεδομένου ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να αξιολογούνται με γνώμονα μόνον τους σκοπούς που επιδιώκουν οι εθνικές αρχές του ενδιαφερομένου κράτους μέλους και το επίπεδο προστασίας που σκοπούν να διασφαλίσουν (πρβλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, X, C‑498/10, EU:C:2012:635, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

100    Εντούτοις, πρώτον, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, προκύπτει ότι η χορήγηση φορολογικής απαλλαγής ως προς τα εισοδήματα οργανισμού συλλογικών επενδύσεων που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος δεν έχει συνέπειες όσον αφορά τις νομικές μορφές που έχουν τα επενδυτικά κεφάλαια στα οποία το τελευταίο αυτό κράτος μπορεί να χορηγήσει άδεια στο έδαφός του και δεν υποχρεώνει το εν λόγω κράτος μέλος να επιτρέψει τη σύσταση επενδυτικών κεφαλαίων υπό εσωτερική διαχείριση.

101    Συναφώς, ερωτηθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Πολωνική Κυβέρνηση δεν εξήγησε με ποιον τρόπο η χορήγηση της απαλλαγής από τον φόρο νομικών προσώπων σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος και τελούντα υπό εσωτερική διαχείριση θα έθετε σε κίνδυνο τον επιδιωκόμενο από τις εθνικές αρχές σκοπό της προστασίας των επενδυτών.

102    Δεύτερον, μολονότι μπορεί να θεωρηθεί ότι μια ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση των εισοδημάτων ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων με εξωτερική διαχείριση θα μπορούσε να παρακινήσει τους επενδυτές να στραφούν σε τέτοιους οργανισμούς, εξ αυτού δεν μπορεί να συναχθεί, a contrario, ότι μια λιγότερο ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση, υπό τη μορφή της άρνησης χορήγησης απαλλαγής από τον φόρο νομικών προσώπων ως προς τα εισοδήματα που εισπράττει επενδυτικό κεφάλαιο με εσωτερική διαχείριση, καθιστά δυνατή την προστασία των επενδυτών από τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται σε τέτοια επενδυτικά κεφάλαια.

103    Κατά συνέπεια, ένα φορολογικό μέτρο που σκοπεί να καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις επενδύσεις που πραγματοποιεί οργανισμός συλλογικών επενδύσεων ο οποίος έχει την έδρα του σε άλλο κράτος μέλος και υπόκειται εντός του κράτους αυτού σε έλεγχο από τις αρμόδιες για την εποπτεία της χρηματοπιστωτικής αγοράς αρχές, αλλά έχει εσωτερική διαχείριση, δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού προστασίας των επενδυτών.

104    Εκτός αυτού, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Πολωνική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη νομοθεσία αποσκοπεί επίσης στην πρόληψη των καταχρηστικών πρακτικών.

105    Εντούτοις, δεδομένου ότι η εν λόγω κυβέρνηση αρκείται στην επίκληση, άνευ περαιτέρω διευκρινίσεων, ενός τέτοιου δικαιολογητικού λόγου, χωρίς να αποδεικνύει τη σύνδεση του τρόπου διαχείρισης ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων με ενδεχόμενο κίνδυνο καταχρηστικής πρακτικής, η επιχειρηματολογία της δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

106    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι μόνον οργανισμός συλλογικών επενδύσεων που τελεί υπό τη διαχείριση εξωτερικής οντότητας, ασκούσας τις δραστηριότητές της βάσει άδειας που έχουν χορηγήσει οι αρμόδιες για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών αρχές του κράτους στο οποίο η οντότητα αυτή έχει την έδρα της, μπορεί να τύχει της απαλλαγής από τον φόρο νομικών προσώπων για τα εισοδήματα που προέρχονται από επενδύσεις που πραγματοποιεί ο οργανισμός αυτός και η οποία, επομένως, δεν χορηγεί τέτοια απαλλαγή στους τελούντες υπό εσωτερική διαχείριση οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων οι οποίοι έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, σε περίπτωση που το δίκαιο του πρώτου κράτους μέλους επιτρέπει τη σύσταση μόνον οργανισμών συλλογικών επενδύσεων τελούντων υπό εξωτερική διαχείριση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

107    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 63, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία κράτους μέλους η οποία προβλέπει ότι μόνον οργανισμός συλλογικών επενδύσεων που τελεί υπό τη διαχείριση εξωτερικής οντότητας, ασκούσας τις δραστηριότητές της βάσει άδειας που έχουν χορηγήσει οι αρμόδιες για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών αρχές του κράτους στο οποίο η οντότητα αυτή έχει την έδρα της, μπορεί να τύχει της απαλλαγής από τον φόρο νομικών προσώπων για τα εισοδήματα που προέρχονται από επενδύσεις που πραγματοποιεί ο οργανισμός αυτός και η οποία, επομένως, δεν χορηγεί τέτοια απαλλαγή στους τελούντες υπό εσωτερική διαχείριση οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων οι οποίοι έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, σε περίπτωση που το δίκαιο του πρώτου κράτους μέλους επιτρέπει τη σύσταση μόνον οργανισμών συλλογικών επενδύσεων τελούντων υπό εξωτερική διαχείριση.

(υπογραφές)

Πηγή

Continue Reading