ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 30ής Μαΐου 2024 «Προδικαστική παραπομπή – Κανονισμός (ΕE) 2019/1150 – Άρθρα 1, 15, 16 και 18 – Σκοπός – Εφαρμογή – Έλεγχος – Επανεξέταση – Μέτρα που λαμβάνονται από κράτος μέλος – Υποχρέωση παροχής πληροφοριών σχετικά με την οικονομική κατάσταση ενός παρόχου επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης»

Στην υπόθεση C‑663/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) με απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Οκτωβρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Expedia Inc.

κατά

Autorità per le Garanzie nelle Comunicazioni,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, N. Wahl (εισηγητή), J. Passer και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Expedia Inc., εκπροσωπούμενη από τους P. Actis Perinetto, F. Brunetti, C. Osti και A. Vitale, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τις L. Delbono και R. Guizzi, avvocati dello Stato,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek, την T. Suchá και τον J. Vláčil,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τη M. Browne, Chief State Solicitor, τον A. Joyce και τον M. Tierney, επικουρούμενους από τον D. Fennelly, BL,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη L. Armati, τον S. L. Kalėda και τον L. Malferrari,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 2024,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕE) 2019/1150 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την προώθηση της δίκαιης μεταχείρισης και της διαφάνειας για τους επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης (ΕΕ 2019, L 186, σ. 57).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Expedia Inc., εταιρίας εγκατεστημένης στις Ηνωμένες Πολιτείες, και της Autorità per le Garanzie nelle Comunicazioni (ρυθμιστικής αρχής επικοινωνιών, Ιταλία) (στο εξής: AGCOM) με αντικείμενο μέτρα που έλαβε η τελευταία έναντι παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 7, 46 και 51 του κανονισμού 2019/1150 έχουν ως εξής:

«(7)      Θα πρέπει να θεσπιστεί ένα στοχευμένο σύνολο υποχρεωτικών κανόνων σε επίπεδο [Ευρωπαϊκής] Ένωσης, ώστε να διασφαλιστεί ένα δίκαιο, προβλέψιμο, βιώσιμο και αξιόπιστο επιγραμμικό επιχειρηματικό περιβάλλον εντός της εσωτερικής αγοράς. Ειδικότερα, θα πρέπει να παρέχονται στους χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης κατάλληλη διαφάνεια, καθώς και αποτελεσματικές δυνατότητες προσφυγής σε ολόκληρη την Ένωση ώστε να διευκολύνεται η άσκηση διασυνοριακών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων εντός της Ένωσης και έτσι να βελτιωθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να αντιμετωπιστεί οποιοσδήποτε πιθανός αναδυόμενος κατακερματισμός στους συγκεκριμένους τομείς που καλύπτει ο παρών κανονισμός.

[…]

(46)      Θα πρέπει να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την επαρκή και αποτελεσματική επιβολή του παρόντος κανονισμού. Δεδομένου ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ήδη διαφορετικά συστήματα επιβολής, δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να συγκροτήσουν νέους εθνικούς φορείς επιβολής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναθέσουν σε υφιστάμενες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, την επιβολή του παρόντος κανονισμού. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν αυτεπάγγελτη επιβολή ή να επιβάλλουν πρόστιμα.

[…]

(51)      Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η διασφάλιση δίκαιου, προβλέψιμου, βιώσιμου και αξιόπιστου επιγραμμικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος εντός της εσωτερικής αγοράς δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να αποφασίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 [ΣΕΕ]. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.»

4        Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού 2019/1150:

«1.      Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς θεσπίζοντας κανόνες που εξασφαλίζουν κατάλληλη διαφάνεια, αμεροληψία και δυνατότητα αποτελεσματικής προσφυγής σε επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και χρήστες εταιρικών ιστότοπων, σε σχέση με επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης.

2.      Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης και τις επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης που παρέχονται ή προσφέρονται προς παροχή στους επιχειρηματικούς χρήστες και τους χρήστες εταιρικών ιστότοπων, αντίστοιχα, που είναι εγκατεστημένοι ή διαμένουν στην Ένωση και οι οποίοι προσφέρουν προϊόντα ή υπηρεσίες, μέσω των εν λόγω επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης ή επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης, σε καταναλωτές που βρίσκονται στην Ένωση, ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασης ή διαμονής των παρόχων των εν λόγω υπηρεσιών και ανεξαρτήτως του κατά τα άλλα εφαρμοστέου δικαίου.

[…]

5.      Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το ενωσιακό δίκαιο και ειδικότερα το ενωσιακό δίκαιο που ισχύει στους τομείς της δικαστικής συνεργασίας επί αστικών υποθέσεων, του ανταγωνισμού, της προστασίας των δεδομένων, της προστασίας των εμπορικών απορρήτων, της προστασίας των καταναλωτών, του ηλεκτρονικού εμπορίου και των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.»

5        Το άρθρο 2, σημείο 1, του κανονισμού 2019/1150 ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      “επιχειρηματικός χρήστης”: κάθε φυσικό πρόσωπο που ενεργεί υπό εμπορική ή επαγγελματική ιδιότητα ή κάθε νομικό πρόσωπο το οποίο προσφέρει προϊόντα ή υπηρεσίες, μέσω επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, σε καταναλωτές για σκοπούς σχετικούς με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα».

6        Το άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει την κατάλληλη και αποτελεσματική επιβολή της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

2.      Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες με τους οποίους θεσπίζουν τα μέτρα που έχουν εφαρμογή σε περίπτωση παραβίασης του παρόντος κανονισμού και διασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Τα προβλεπόμενα μέτρα είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.»

7        Το άρθρο 16 του κανονισμού 2019/1150 ορίζει τα εξής:

«Η [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, παρακολουθεί στενά τον αντίκτυπο του παρόντος κανονισμού στις σχέσεις ανάμεσα στις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης και στους επιχειρηματικούς χρήστες τους και ανάμεσα στις επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης και στους χρήστες εταιρικών ιστότοπων. Προς το σκοπό αυτό, η Επιτροπή συλλέγει σχετικές πληροφορίες και παρακολουθεί τις αλλαγές στις ανωτέρω σχέσεις, μεταξύ άλλων εκπονώντας και σχετικές μελέτες. Τα κράτη μέλη επικουρούν την Επιτροπή παρέχοντας, όποτε τους ζητηθεί, κάθε συλλεγείσα σχετική πληροφορία, μεταξύ άλλων και για συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η Επιτροπή δύναται, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 18, να επιδιώξει να συλλέξει πληροφορίες από παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης.»

8        Κατά το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 2019/1150:

«1.      Έως τις 13 Ιανουαρίου 2022, και εν συνεχεία ανά τριετία, η Επιτροπή αξιολογεί τον παρόντα κανονισμό και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.

[…]

3.      Τα κράτη μέλη παρέχουν κάθε χρήσιμη πληροφορία που διαθέτουν και που ενδέχεται να χρειαστεί η Επιτροπή για τους σκοπούς της σύνταξης της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1.»

 Το ιταλικό δίκαιο

 Ο νόμος 249 της 31ης Ιουλίου 1997

9        Το άρθρο 1 του legge n. 249 – Istituzione dell’Autorità per le garanzie nelle comunicazioni e norme sui sistemi delle telecomunicazioni e radiotelevisivo (νόμου 249 περί ίδρυσης της ρυθμιστικής αρχής επικοινωνιών και περί κανόνων για τα συστήματα τηλεπικοινωνιών και ραδιοτηλεόρασης), της 31ης Ιουλίου 1997 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 177, της 31ης Ιουλίου 1997), ορίζει τα εξής:

«[…]

29.      Όσοι, στις κοινοποιήσεις που ζητεί η [AGCOM], δηλώνουν λογιστικά δεδομένα ή πραγματικά περιστατικά σχετικά με την άσκηση της δραστηριότητάς τους τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 2621 του Αστικού Κώδικα.

30.      Όσοι δεν κοινοποιούν, εντός των τασσόμενων προθεσμιών και με τον προβλεπόμενο τρόπο, τα έγγραφα, τα στοιχεία και τις πληροφορίες που ζητεί η [AGCOM] τιμωρούνται με διοικητικό πρόστιμο ποσού από ένα εκατομμύριο [ιταλικές λίρες (ITL) (περίπου 516 ευρώ) έως διακόσια εκατομμύρια ITL (περίπου 103 000 ευρώ)] το οποίο επιβάλλει η αρχή αυτή.

[…]»

10      Ο νόμος 249 της 31ης Ιουλίου 1997, όπως τροποποιήθηκε με τον legge n. 178 – Bilancio di previsione dello Stato per l’anno finanziario 2021 e bilancio pluriennale per il triennio 2021-2023 (νόμο 178 περί κρατικού προϋπολογισμού για το οικονομικό έτος 2021 και περί πολυετούς προϋπολογισμού για την τριετία 2021-2023), της 30ής Δεκεμβρίου 2020 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 322, της 30ής Δεκεμβρίου 2020), προβλέπει στο άρθρο 1, παράγραφος 6, στοιχείο c, σημείο 14-bis, τα εξής:

«Η [AGCOM] έχει τα ακόλουθα καθήκοντα:

[…]

c)      το συμβούλιο:

[…]

14-bis)      διασφαλίζει την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού [2019/1150], ιδίως με την έκδοση κατευθυντήριων γραμμών, την προώθηση κωδίκων δεοντολογίας και τη συλλογή σχετικών πληροφοριών».

 Η απόφαση αριθ. 397/13

11      Στις 25 Ιουνίου 2013 η AGCOM εξέδωσε την delibera n. 397/13/CONS – Informativa economica di sistema (απόφαση αριθ. 397/13/CONS, περί συστηματικής δήλωσης οικονομικών πληροφοριών) (στο εξής: απόφαση αριθ. 397/13).

12      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της απόφασης αριθ. 397/13 απαριθμεί τις κατηγορίες προσώπων που υποχρεούνται να διαβιβάζουν στην AGCOM έγγραφο με τίτλο «Informativa economica di sistema» (συστηματική δήλωση οικονομικών πληροφοριών) (στο εξής: IES).

13      Το άρθρο 6 της απόφασης αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.      Όσοι, προς εκπλήρωση της υποχρέωσης που προβλέπεται στο άρθρο 2 της παρούσας απόφασης, κοινοποιούν στοιχεία που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τιμωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 29, του νόμου [249 της 31ης Ιουλίου 1997].

2.      Όσοι δεν εκπληρώνουν, εντός των τασσόμενων προθεσμιών και με τον προβλεπόμενο τρόπο, την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 2 τιμωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 30, του νόμου [249 της 31ης Ιουλίου 1997].»

 Η απόφαση αριθ. 161/21

14      Στις 12 Μαΐου 2021 η AGCOM εξέδωσε την delibera n. 161/21/CONS – Modifiche alla delibera n. 397/13 del 25 giugno 2013 «Informativa Economica di Sistema» (απόφαση αριθ. 161/21/CONS, για την τροποποίηση της απόφασης 397/13 της 25ης Ιουνίου 2013 «Συστηματική δήλωση οικονομικών πληροφοριών») (στο εξής: απόφαση αριθ. 161/21).

15      Κατά το προοίμιο της απόφασης αριθ. 161/21:

«[…]

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό 2019/1150 […]

Έχοντας υπόψη τον νόμο [178 της 30ής Δεκεμβρίου 2020] […]

[…]

Εκτιμώντας ότι η IES είναι ετήσια αναφορά την οποία πρέπει να υποβάλλουν οι φορείς παροχής υπηρεσιών επικοινωνιών και η οποία αφορά τα στοιχεία ταυτοποίησης και οικονομικά δεδομένα σχετικά με την ασκούμενη από τα οικεία πρόσωπα δραστηριότητα, με σκοπό τη συλλογή των στοιχείων που είναι αναγκαία για την εκπλήρωση συγκεκριμένων νομικών υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η αποτίμηση του Sistema integrato delle comunicazioni [ολοκληρωμένου συστήματος επικοινωνιών (SIC)] και ο έλεγχος των κατώτατων ορίων συγκέντρωσης στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, οι αναλύσεις της αγοράς και ενδεχόμενων δεσποζουσών θέσεων ή, εν πάση περιπτώσει, επιζήμιων για την πολυφωνία, η ετήσια έκθεση και οι έρευνες […], καθώς και με σκοπό την επικαιροποίηση της στατιστικής βάσης των φορέων παροχής υπηρεσιών επικοινωνιών·

Εκτιμώντας ότι ο νόμος [178 της 30ής Δεκεμβρίου 2020] παρέχει νέες αρμοδιότητες στην [AGCOM], αναθέτοντάς της την αποστολή να διασφαλίζει “την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού [2019/1150], ιδίως με την έκδοση κατευθυντήριων γραμμών, την προώθηση κωδίκων δεοντολογίας και τη συλλογή σχετικών πληροφοριών”·

[Εκτιμώντας], ως εκ τούτου, ότι είναι αναγκαία η επέκταση [ορισμένων] υποχρεώσεων κοινοποίησης IES στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης, προκειμένου να συλλέγονται ετησίως κρίσιμες πληροφορίες και να ασκούνται οι δραστηριότητες με σκοπό τη διασφάλιση της κατάλληλης και αποτελεσματικής εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150 και την εκπλήρωση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην [AGCOM] με τον νόμο [178 της 30ής Δεκεμβρίου 2020]·

[…]».

16      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της ως άνω απόφασης τροποποίησε τον κατάλογο του άρθρου 2 της απόφασης αριθ. 397/13, επεκτείνοντας την υποχρέωση υποβολής IES στην AGCOM στις εξής δύο κατηγορίες προσώπων:

«[…]

h)      Οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης: φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία, μολονότι δεν κατοικούν ή δεν είναι εγκατεστημένα στην ημεδαπή, παρέχουν ή προσφέρονται να παράσχουν επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης, όπως αυτές ορίζονται στον κανονισμό 2019/1150, σε επιχειρηματικούς χρήστες που είναι εγκατεστημένοι ή κατοικούν στην Ιταλία·

i)      Οι πάροχοι επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης: φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία, μολονότι δεν κατοικούν ή δεν είναι εγκατεστημένα στην ημεδαπή, παρέχουν ή προσφέρονται να παράσχουν επιγραμμική μηχανή αναζήτησης, όπως αυτή ορίζεται στον κανονισμό 2019/1150, στην ιταλική γλώσσα ή σε επιχειρηματικούς χρήστες που είναι εγκατεστημένοι ή κατοικούν στην Ιταλία.

[…]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17      Η Expedia Inc. είναι εταιρία με έδρα το Seattle (Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής), η οποία διαχειρίζεται ηλεκτρονικές πλατφόρμες για την παροχή επιγραμμικών υπηρεσιών κρατήσεων καταλυμάτων και ταξιδίων.

18      Κατόπιν των τροποποιήσεων του εθνικού νομικού πλαισίου, αφενός, με τον νόμο 178 της 30ής Δεκεμβρίου 2020 και, αφετέρου, με την απόφαση αριθ. 161/21, στις οποίες προέβησαν οι ιταλικές αρχές μεταξύ άλλων και με σκοπό να διασφαλίσουν την εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150, η Expedia υπόκειται πλέον, ως πάροχος επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, στην υποχρέωση να υποβάλλει στην AGCOM την IES, ήτοι έγγραφο στο οποίο πρέπει να συμπληρωθούν πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση του παρόχου.

19      Η Expedia άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, Ιταλία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, με αίτημα την ακύρωση της απόφασης αριθ. 161/21.

20      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Expedia υποστηρίζει ότι η απόφαση αυτή, κατά το μέτρο που της επιβάλλει την υποχρέωση να υποβάλλει IES στην AGCOM, αντιβαίνει στον κανονισμό 2019/1150, ο οποίος είναι πράξη εναρμόνισης διαπνεόμενη από την αρχή της αναλογικότητας και, συνεπώς, δεν επιτρέπει την επιβολή επαχθέστερων διαδικαστικών απαιτήσεων στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, είτε είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση είτε σε τρίτη χώρα.

21      Ως προς το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει, κατά πρώτον, ότι, κατόπιν της έκδοσης του κανονισμού 2019/1150, ο Ιταλός νομοθέτης τροποποίησε, με τον νόμο 178 της 30ής Δεκεμβρίου 2020, τον νόμο 249 της 31ης Ιουλίου 1997.

22      Ως εκ τούτου, ανατέθηκε στην AGCOM η μέριμνα για την εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150, μεταξύ άλλων μέσω της συλλογής πληροφοριών (άρθρο 1, παράγραφος 6, στοιχείο c, σημείο 14-bis, του νόμου 249 της 31ης Ιουλίου 1997, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 178 της 30ής Δεκεμβρίου 2020).

23      Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, με την απόφαση αριθ. 161/21, η AGCOM τροποποίησε την απόφαση αριθ. 397/13, προκειμένου να λάβει υπόψη τα μέτρα που έλαβε ο Ιταλός νομοθέτης προς εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση υποβολής της IES στην AGCOM επεκτάθηκε στους παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης και επιγραμμικών μηχανών αναζήτησης (στο εξής: πάροχοι των επίμαχων υπηρεσιών) που προσφέρουν υπηρεσίες στην Ιταλία.

24      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, αφενός, ότι η υποβολή της IES είχε αρχικά προβλεφθεί για τις ανάγκες του Garante per la radiodiffusione e l’editoria (Επιτρόπου για τις ραδιοτηλεοπτικές και εκδοτικές δραστηριότητες, Ιταλία), δυνάμει νομοθετικών διατάξεων που του παρείχαν την εξουσία να λαμβάνει μέτρα για τον έλεγχο της ορθότητας των λογιστικών δεδομένων και των λοιπών πληροφοριών που όφειλαν να του δηλώνουν ορισμένες οντότητες και, αφετέρου, ότι οι αρμοδιότητες του Επιτρόπου μεταβιβάστηκαν στην AGCOM.

25      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, με την απόφαση αριθ. 161/21, η AGCOM επέβαλε στους παρόχους των επίμαχων υπηρεσιών τη διαβίβαση σημαντικών και συγκεκριμένων πληροφοριών σχετικά με την οικονομική κατάστασή τους. Ειδικότερα, οι εν λόγω πάροχοι υποχρεούνται να της δηλώνουν τα συνολικά έσοδά τους από ιστοτόπους διαδικτυακών πωλήσεων, τα εισπραττόμενα ποσά από τέλη συνδρομής και τέλη εγγραφής, σύνδεσης ή συμμετοχής για τη χρήση της πλατφόρμας διαδικτυακών πωλήσεων από χρήστες εγκατεστημένους στην Ιταλία για την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών στους καταναλωτές, τις πάγιες και μεταβλητές προμήθειες επί των πωλήσεων αγαθών και υπηρεσιών που πραγματοποιούνται μέσω της πλατφόρμας διαδικτυακών πωλήσεων από επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, του κανονισμού 2019/1150 (στο εξής: επιχειρηματικοί χρήστες), που είναι εγκατεστημένοι στην Ιταλία, τις πάγιες και μεταβλητές προμήθειες που καταβάλλουν οι εγκατεστημένοι στην Ιταλία επιχειρηματικοί χρήστες για τις πωλήσεις αγαθών ή υπηρεσιών που προτείνουν στους καταναλωτές μέσω της πλατφόρμας διαδικτυακών πωλήσεων, τα λοιπά έσοδά τους από υπηρεσίες διαμεσολάβησης, πλην της διαφήμισης, οι οποίες παρέχονται σε εγκατεστημένους στην Ιταλία επιχειρηματικούς ή άλλους χρήστες οι οποίοι προτείνουν προς πώληση στους καταναλωτές αγαθά ή υπηρεσίες μέσω της πλατφόρμας διαδικτυακών πωλήσεων.

26      Το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι η παράλειψη διαβίβασης της IES στην AGCOM ή η κοινοποίηση ανακριβών στοιχείων συνεπάγεται την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφοι 29 και 30, του νόμου 249/1997 της 31ης Ιουλίου 1997.

27      Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω στοιχεία, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η υποχρέωση υποβολής της IES στην AGCOM ενδέχεται να αντιβαίνει στον κανονισμό 2019/1150.

28      Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι ο κανονισμός αυτός περιέχει διατάξεις σχετικά με τον έλεγχο της εφαρμογής και των αποτελεσμάτων του. Αφενός, υπενθυμίζει ότι, όπως προβλέπει το άρθρο 15 του κανονισμού, κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του και καθορίζει τα μέτρα που έχουν εφαρμογή σε περίπτωση παραβίασής του, τα οποία πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.

29      Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στο άρθρο 16 του κανονισμού 2019/1150, το οποίο προβλέπει, κατ’ αρχάς, ότι η Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, παρακολουθεί στενά τον αντίκτυπο του, μεταξύ άλλων, στις σχέσεις ανάμεσα στις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης και στους επιχειρηματικούς χρήστες, εν συνεχεία, ότι, προς τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή συλλέγει σχετικές πληροφορίες και παρακολουθεί τις αλλαγές στις ανωτέρω σχέσεις, επικουρούμενη από τα κράτη μέλη, τα οποία της παρέχουν κάθε συλλεγείσα σχετική πληροφορία, μεταξύ άλλων και για συγκεκριμένες περιπτώσεις, και, τέλος, ότι η Επιτροπή δύναται να συλλέξει πληροφορίες από παρόχους υπηρεσιών.

30      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, κατά συνέπεια, ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ της τήρησης των προβλεπόμενων από τον κανονισμό 2019/1150 υποχρεώσεων και των πληροφοριών που ζητούνται με την IES, οι οποίες αφορούν κυρίως τα έσοδα των παρόχων των επίμαχων υπηρεσιών και δεν έχουν σημασία ως προς τη διαφάνεια και τον δίκαιο χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ των παρόχων και των επιχειρηματικών χρηστών. Ως εκ τούτου, κατά την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, με τα εθνικά μέτρα δυνάμει των οποίων οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης υποχρεούνται πλέον να υποβάλλουν την IES στην AGCOM (στο εξής: επίδικα εθνικά μέτρα), οι ιταλικές αρχές εισήγαγαν στην ιταλική έννομη τάξη διατάξεις που προβλέπουν έλεγχο επί υποκειμενικών στοιχείων σχετικών με τους ίδιους τους παρόχους των επίμαχων υπηρεσιών ο οποίος είναι εντελώς διαφορετικός από τον προβλεπόμενο στον κανονισμό έλεγχο που αφορά την τήρηση εκ μέρους τους των υποχρεώσεων που αυτός προβλέπει.

31      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, στην περίπτωση που η υποχρέωση υποβολής της IES δεν συμβιβάζεται με τον κανονισμό 2019/1150, η απόφαση αριθ. 161/21 θα είναι άκυρη κατά το μέτρο που ο νόμος 178 της 30ής Δεκεμβρίου 2020 αναθέτει στην AGCOM το καθήκον διασφάλισης της κατάλληλης και αποτελεσματικής εφαρμογής του κανονισμού αυτού.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό πρωτοδικείο περιφέρειας Λατίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αντιτίθενται ο [κανονισμός 2019/1150] και, ειδικότερα, το άρθρο 15, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας, σε νομοθεσία κράτους μέλους ή σε μέτρο λαμβανόμενο από εθνική ανεξάρτητη αρχή […] που επιβάλλει στους αλλοδαπούς παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης την υποχρέωση υποβολής αναφοράς η οποία περιλαμβάνει πληροφορίες άσχετες με τους σκοπούς του κανονισμού αυτού;

2)      Εν πάση περιπτώσει, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι πληροφορίες που απαιτούνται για τη διαβίβαση της [IES] σχετίζονται με την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του [κανονισμού 2019/1150] και εξυπηρετούν την εφαρμογή αυτή;»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

33      Η Ιταλική Κυβέρνηση διατηρεί αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, για τον λόγο ότι τα δύο υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα είναι κατά την άποψή της αντιφατικά, καθόσον το αιτούν δικαστήριο, αφενός, κρίνει, χωρίς να εξηγεί τους λόγους, ότι η υποχρέωση υποβολής IES στην AGCOM είναι άσχετη προς την εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150 και, αφετέρου, ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει αν οι πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στην IES σχετίζονται με την εφαρμογή του κανονισμού αυτού και την εξυπηρετούν, ενώ η εξέταση του ζητήματος αυτού εμπίπτει στη δικαιοδοσία του αιτούντος δικαστηρίου, ιδίως κατά το μέτρο που προϋποθέτει τη διενέργεια εκτιμήσεων σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά.

34      Κατά πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που στηρίζεται σε σαφή διάκριση των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, κάθε εκτίμηση των επίδικων περιστατικών εμπίπτει στη δικαιοδοσία του εθνικού δικαστηρίου. Ωστόσο, για να του δώσει μια χρήσιμη απάντηση, το Δικαστήριο μπορεί, σε πνεύμα συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια, να του παράσχει όλα τα στοιχεία που κρίνει αναγκαία (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Επιπλέον, το Δικαστήριο, μολονότι δεν εναπόκειται σε αυτό να αποφανθεί επί της ερμηνείας κανόνων του δικαίου ενός κράτους μέλους, εντούτοις δύναται να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τις απαιτούμενες διευκρινίσεις σχετικά με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που ενδέχεται να αντιτίθενται στους εν λόγω κανόνες (πρβλ. αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2016, Lesoochranárske zoskupenie VLK, C‑243/15, EU:C:2016:838, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 8ης Μαΐου 2019, Rossato και Conservatorio di Musica F. A. Bonporti, C‑494/17, EU:C:2019:387, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 80 των προτάσεών του, η αντίφαση την οποία επικαλείται η Ιταλική Κυβέρνηση, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 33 της παρούσας απόφασης, απορρέει από το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, αναφέρει ότι οι πληροφορίες που πρέπει να δηλώνονται με την IES είναι, κατά την εκτίμησή του, άσχετες με τους σκοπούς του κανονισμού 2019/1150, ζητώντας όμως να διευκρινιστεί, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, αν οι πληροφορίες αυτές σχετίζονται με την κατάλληλη και αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150 και την εξυπηρετούν.

37      Πλην όμως, οι αμφιβολίες της Ιταλικής Κυβερνήσεως, οι οποίες αφορούν τόσο τα όρια της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου όσο και τον φερόμενο ως αντιφατικό χαρακτήρα των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων, μπορούν να αρθούν με από κοινού εξέτασή των ερωτημάτων αυτών, η οποία να αφορά το ζήτημα αν ο κανονισμός 2019/1150 αντιτίθεται σε εθνικά μέτρα όπως τα επίδικα εθνικά μέτρα.

38      Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

39      Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν ο κανονισμός 2019/1150 έχει την έννοια ότι δικαιολογεί τη λήψη από κράτος μέλος μέτρων δυνάμει των οποίων, για την παροχή των υπηρεσιών τους στο κράτος μέλος αυτό, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος υποχρεούνται επ’ απειλή κυρώσεων να υποβάλλουν περιοδικά σε αρχή του πρώτου κράτους μέλους έγγραφο σχετικό με την οικονομική κατάστασή τους, στο οποίο πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς πολυάριθμες πληροφορίες, ιδίως σχετικά με τα έσοδα που πραγματοποιούν οι πάροχοι αυτοί.

40      Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι, κατά πάγια νομολογία, δυνάμει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ και λόγω της φύσεως των κανονισμών και της λειτουργίας τους στο σύστημα των πηγών του δικαίου της Ένωσης, οι διατάξεις των κανονισμών έχουν, εν γένει, άμεσο αποτέλεσμα στις εθνικές έννομες τάξεις, χωρίς να απαιτείται από τις εθνικές αρχές να λαμβάνουν μέτρα εφαρμογής. Εντούτοις, για την εφαρμογή ορισμένων από τις διατάξεις αυτές ενδέχεται να απαιτείται η λήψη μέτρων εφαρμογής από τα κράτη μέλη (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2021, Facebook Ireland κ.λπ., C‑645/19, EU:C:2021:483, σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Στο μέτρο που το επιβάλλει η εφαρμογή ορισμένων διατάξεων ενός κανονισμού, τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν μέτρα εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού εφόσον δεν παρακωλύουν την άμεση εφαρμογή του, δεν αποκρύπτουν τη φύση του ως πράξεως του δικαίου της Ένωσης και συγκεκριμενοποιούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας την οποία τους παρέχει ο εν λόγω κανονισμός, χωρίς ωστόσο να υπερβαίνουν τα όρια που θέτουν οι διατάξεις του (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2020, Ursa Major Services, C‑814/18, EU:C:2020:27, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Συναφώς, κατόπιν εξετάσεως των εφαρμοστέων διατάξεων του συγκεκριμένου κανονισμού, ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα των σκοπών του, μπορεί να προσδιοριστεί αν αυτές απαγορεύουν, επιβάλλουν ή παρέχουν τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να λαμβάνουν ορισμένα μέτρα εφαρμογής και, ιδίως στην τελευταία αυτή περίπτωση, να προσδιοριστεί αν κάποιο συγκεκριμένο μέτρο εντάσσεται στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται σε κάθε κράτος μέλος (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2020, Ursa Major Services, C‑814/18, EU:C:2020:27, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι, όταν λαμβάνουν τέτοια μέτρα, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας, η οποία δεσμεύει τις νομοθετικές και ρυθμιστικές αρχές τους κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και απαιτεί τα μέσα που προβλέπει μια διάταξη να είναι πρόσφορα για την υλοποίηση του επιδιωκόμενου από την εν λόγω νομοθεσία της Ένωσης σκοπού και να μη βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξή του μέτρου (πρβλ. απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, Επιτροπή κατά Δανίας, C‑541/16, EU:C:2018:251, σκέψεις 49 και 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Συνεπώς, προκειμένου να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, πρέπει να προσδιοριστεί ο σκοπός που επιδιώκει ο κανονισμός 2019/1150, καθώς και οι διατάξεις του οι οποίες αναθέτουν ρόλο στα κράτη μέλη για την εφαρμογή του.

45      Αφενός, όσον αφορά τον επιδιωκόμενο σκοπό, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές του σκέψεις 7 και 51, ο κανονισμός 2019/1150 έχει ως σκοπό να θεσπίσει ένα στοχευμένο σύνολο υποχρεωτικών κανόνων σε επίπεδο Ένωσης, ώστε να διασφαλιστεί ένα δίκαιο, προβλέψιμο, βιώσιμο και αξιόπιστο επιγραμμικό επιχειρηματικό περιβάλλον εντός της εσωτερικής αγοράς. Ειδικότερα, στους επιχειρηματικούς χρήστες θα πρέπει να παρέχεται κατάλληλη διαφάνεια, καθώς και αποτελεσματικές δυνατότητες προσφυγής σε ολόκληρη την Ένωση, ώστε να διευκολύνεται η άσκηση διασυνοριακών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων εντός της Ένωσης και έτσι να βελτιωθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

46      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού διευκρινίζει ότι σκοπός του είναι να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς θεσπίζοντας κανόνες που εξασφαλίζουν κατάλληλη διαφάνεια, αμεροληψία και δυνατότητα αποτελεσματικής προσφυγής σε επιχειρηματικούς χρήστες και χρήστες εταιρικών ιστότοπων σε σχέση με επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης.

47      Στο ως άνω πλαίσιο, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 100 των προτάσεών του, ο κανονισμός 2019/1150 επιβάλλει στους παρόχους των επίμαχων υπηρεσιών συγκεκριμένες υποχρεώσεις σχετικά με τη διαφάνεια και τον δίκαιο χαρακτήρα των όρων που εφαρμόζονται στους επιχειρηματικούς χρήστες και προβλέπει διατάξεις σχετικά με την εξωδικαστική και δικαστική επίλυση των διαφορών μεταξύ των παρόχων και των επιχειρηματικών χρηστών.

48      Αφετέρου, όσον αφορά τις διατάξεις του κανονισμού 2019/1150 που αναθέτουν ρόλο στα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή του, υπενθυμίζεται, κατά πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος «διασφαλίζει την κατάλληλη και αποτελεσματική επιβολή της εφαρμογής» του κανονισμού. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 15 διευκρινίζεται ότι τα «κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες με τους οποίους θεσπίζουν τα μέτρα που έχουν εφαρμογή σε περίπτωση παραβίασης του […] κανονισμού και διασφαλίζουν την εφαρμογή τους» και ότι τα μέτρα αυτά «είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά».

49      Το άρθρο 15 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 46 του κανονισμού 2019/1150, κατά την οποία, μεταξύ άλλων, τα «κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναθέσουν σε υφιστάμενες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, την επιβολή του παρόντος κανονισμού», διευκρινιζομένου, εντούτοις, ότι ο «κανονισμός δεν θα πρέπει να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν αυτεπάγγελτη επιβολή ή να επιβάλλουν πρόστιμα».

50      Κατά δεύτερον, το άρθρο 16 του κανονισμού 2019/1150 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η «Επιτροπή, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, παρακολουθεί στενά τον αντίκτυπο του παρόντος κανονισμού στις σχέσεις ανάμεσα στις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης και στους επιχειρηματικούς χρήστες τους». Προς τον σκοπό αυτόν, «η Επιτροπή συλλέγει σχετικές πληροφορίες και παρακολουθεί τις αλλαγές στις ανωτέρω σχέσεις». Όσον αφορά τα κράτη μέλη, το άρθρο 16 προβλέπει ότι «επικουρούν την Επιτροπή παρέχοντας, όποτε τους ζητηθεί, κάθε συλλεγείσα σχετική πληροφορία, μεταξύ άλλων και για συγκεκριμένες περιπτώσεις». Επιπλέον, «[η] Επιτροπή δύναται […] να επιδιώξει να συλλέξει πληροφορίες από παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης».

51      Κατά τρίτον, το άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 2019/1150 διευκρινίζει ότι τα «κράτη μέλη παρέχουν κάθε χρήσιμη πληροφορία που διαθέτουν και που ενδέχεται να χρειαστεί η Επιτροπή για τους σκοπούς της σύνταξης της έκθεσης» την οποία το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει να καταρτίζει περιοδικά στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 του άρθρου 18 επανεξέτασης του εν λόγω κανονισμού.

52      Πρώτον, από τις σκέψεις 50 και 51 της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι οι πληροφορίες τις οποίες ενδέχεται τα κράτη μέλη να κληθούν να παράσχουν στην Επιτροπή δυνάμει των άρθρων 16 και 18 του κανονισμού 2019/1150 πρέπει να είναι σχετικές ή χρήσιμες προκειμένου το θεσμικό αυτό όργανο να είναι σε θέση να παρακολουθεί την εξέλιξη των σχέσεων, μεταξύ άλλων, ανάμεσα στις επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης και στους επιχειρηματικούς χρήστες τους ή να συντάσσει εκθέσεις για την αξιολόγηση του κανονισμού αυτού.

53      Δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 45 έως 47 της παρούσας απόφασης, ο κανονισμός 2019/1150 έχει ως σκοπό να διασφαλιστεί ένα δίκαιο, προβλέψιμο, βιώσιμο και αξιόπιστο επιγραμμικό επιχειρηματικό περιβάλλον εντός της εσωτερικής αγοράς, εντός του οποίου εξασφαλίζεται κατάλληλη διαφάνεια, αμεροληψία και δυνατότητα αποτελεσματικής προσφυγής στους επιχειρηματικούς χρήστες, οι πληροφορίες που συλλέγουν οι εθνικές αρχές μπορούν να χαρακτηριστούν ως «σχετικές» ή «χρήσιμες», κατά την έννοια των άρθρων 16 και 18 του κανονισμού, μόνον εφόσον έχουν αρκούντως άμεση σχέση με τον εν λόγω σκοπό.

54      Αντιθέτως, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 113 και 114 των προτάσεών του, τα κράτη μέλη δεν μπορούν, στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού 2019/1150, να συλλέγουν πληροφορίες τις οποίες επιλέγουν αυθαίρετα για τον λόγο ότι ενδέχεται να τους ζητηθούν στη συνέχεια από την Επιτροπή κατά την άσκηση της αποστολής της που συνίσταται στην παρακολούθηση της εφαρμογής του κανονισμού και στην επανεξέτασή του. Πράγματι, η δυνατότητα συλλογής πληροφοριών με αυτό το πρόσχημα θα έδινε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να παρακάμπτουν τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις εκτεθείσες στις σκέψεις 41 έως 43 της παρούσας απόφασης αρχές που διέπουν τη λήψη από τα κράτη μέλη μέτρων εφαρμογής των κανονισμών. Εξάλλου, ο κανονισμός 2019/1150 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να συλλέγουν, με δική τους πρωτοβουλία, πληροφορίες τις οποίες θα μπορούσε ενδεχομένως να χρειαστεί η Επιτροπή για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, δεδομένου ότι πρέπει να παρέχουν τέτοιες πληροφορίες μόνον «όποτε τους ζητηθεί» από το θεσμικό αυτό όργανο, το οποίο άλλωστε μπορεί να επιδιώξει να συλλέξει πληροφορίες από παρόχους επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης.

55      Δεύτερον, όταν ένα κράτος μέλος αναθέτει σε διοικητική αρχή την αποστολή να ελέγχει την εφαρμογή του κανονισμού 2019/1150, σύμφωνα με το άρθρο του 15, οι πληροφορίες τις οποίες μπορεί να συλλέγει η εν λόγω αρχή, στο πλαίσιο της άσκησης της συγκεκριμένης αποστολής, είναι πρόσφορες για την υλοποίηση του σκοπού του κανονισμού αυτού μόνον εφόσον έχουν αρκούντως άμεση σχέση με αυτόν.

56      Συναφώς, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 121 έως 123 των προτάσεών του, οι πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση των παρόχων επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης δεν έχουν αρκούντως άμεση σχέση με τον σκοπό του κανονισμού 2019/1150, όπως αυτός εκτίθεται στις σκέψεις 45 έως 47 της παρούσας απόφασης. Πράγματι, οι πληροφορίες που απαιτούνται από τους παρόχους των υπηρεσιών αυτών βάσει του κανονισμού 2019/1150 πρέπει να αφορούν τους όρους της παρεχόμενης υπηρεσίας, προκειμένου, μεταξύ άλλων, οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να προσδιορίζουν και να αξιολογούν τον δίκαιο χαρακτήρα των συμβατικών όρων που θέτουν οι πλατφόρμες στους επιχειρηματικούς χρήστες εντός της Ένωσης. Πλην όμως, η σχέση μεταξύ, αφενός, της οικονομικής κατάστασης ενός παρόχου τέτοιων υπηρεσιών και, αφετέρου, του τρόπου παροχής των υπηρεσιών αυτών στους επιχειρηματικούς χρήστες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υφίσταται, μπορεί να είναι μόνον έμμεση. Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα του κανονισμού αυτού, η επαλήθευση των πληροφοριών σχετικά με την οικονομική κατάσταση, την οποία επικαλείται η Ιταλική Κυβέρνηση, δεν είναι κρίσιμη. Ο δε εντοπισμός ενδεχόμενων «στρεβλώσεων του ανταγωνισμού», στον οποίο επίσης αναφέρεται η Ιταλική Κυβέρνηση, δεν εμπίπτει στον σκοπό του κανονισμού, δεδομένου ότι αυτός δεν θίγει το δίκαιο της Ένωσης που ισχύει στον τομέα του ανταγωνισμού, όπως ορίζει το άρθρο του 1, παράγραφος 5.

57      Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των μνημονευόμενων στη σκέψη 25 της παρούσας απόφασης στοιχείων σχετικά με το περιεχόμενο της IES τα οποία παρέθεσε ενδεικτικά το αιτούν δικαστήριο, συνάγεται ότι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 125 έως 128 των προτάσεών του, η εκτέλεση του κανονισμού 2019/1150 δεν δικαιολογεί μέτρα όπως τα επίδικα εθνικά μέτρα.

58      Κατόπιν των ανωτέρω, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 2019/1150 έχει την έννοια ότι δεν δικαιολογεί, στο πλαίσιο της διασφάλισης της κατάλληλης και αποτελεσματικής εφαρμογής του, τη λήψη από κράτος μέλος μέτρων δυνάμει των οποίων, για την παροχή των υπηρεσιών τους στο κράτος μέλος αυτό, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος υποχρεούνται επ’ απειλή κυρώσεων να υποβάλλουν περιοδικά σε αρχή του πρώτου κράτους μέλους έγγραφο σχετικό με την οικονομική κατάστασή τους, στο οποίο πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς πολυάριθμες πληροφορίες, ιδίως σχετικά με τα έσοδα που πραγματοποιούν οι πάροχοι αυτοί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

59      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/1150 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την προώθηση της δίκαιης μεταχείρισης και της διαφάνειας για τους επιχειρηματικούς χρήστες επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης,

έχει την έννοια ότι:

δεν δικαιολογεί, στο πλαίσιο της διασφάλισης της κατάλληλης και αποτελεσματικής εφαρμογής του, τη λήψη από κράτος μέλος μέτρων δυνάμει των οποίων, για την παροχή των υπηρεσιών τους στο κράτος μέλος αυτό, οι πάροχοι επιγραμμικών υπηρεσιών διαμεσολάβησης που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος υποχρεούνται επ’ απειλή κυρώσεων να υποβάλλουν περιοδικά σε αρχή του πρώτου κράτους μέλους έγγραφο σχετικό με την οικονομική κατάστασή τους, στο οποίο πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς πολυάριθμες πληροφορίες, ιδίως σχετικά με τα έσοδα που πραγματοποιούν οι πάροχοι αυτοί.

(υπογραφές)

Πηγή