Αριθμ. 234/3/23.9.2024
(ΦΕΚ Β’ 5776/17.10.2024)
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Αφού έλαβε υπόψη:
α) Τα άρθρα 28 και 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος (Α’ 298/1927),
β) τον ν. 4261/2014 «Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις» (Α’ 107), και ιδίως τα άρθρα 4 και 66 αυτού,
γ) τον ν. 4514/2018 «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» (Α’ 14), με τον οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173/12.06.2014), και ιδίως τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 2, το άρθρο 4 και το άρθρο 16 αυτού,
δ) την κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγία (ΕΕ) 2017/593 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 7ης Απριλίου 2016 για τη συμπλήρωση της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη διατήρηση των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων που ανήκουν στους πελάτες, τις υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων και τους κανόνες που ισχύουν για την παροχή ή λήψη αμοιβών, προμηθειών ή άλλων χρηματικών ή μη χρηματικών οφελών (ΕΕ L 87/31.03.2017), και ιδίως τα άρθρα 1 έως 10 αυτής,
ε) την Πράξη Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (εφεξής «ΠΔ/ΤΕ») 2577/09.03.2006 «Πλαίσιο αρχών λειτουργίας και κριτηρίων αξιολόγησης της οργάνωσης και των Συστημάτων Εσωτερικού Ελέγχου των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και σχετικές αρμοδιότητες των διοικητικών τους οργάνων» (Α’ 59),
στ) την κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγία (ΕΕ) 2021/1269 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 21ης Απριλίου 2021 για την τροποποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγίας (ΕΕ) 2017/593, όσον αφορά την ενσωμάτωση παραγόντων βιωσιμότητας στις υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων (ΕΕ L 277/02.08.2021),
ζ) την ανάγκη επικαιροποίησης του εθνικού δικαίου που ενσωματώνει τις ανωτέρω διατάξεις της κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγίας (ΕΕ) 2017/593 λόγω των τροποποιήσεων που επέφερε η υπό στοιχείο (στ) κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγία (ΕΕ) 2021/1269,
η) ότι από τις διατάξεις της παρούσας Πράξης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζει:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
1. Οι διατάξεις της παρούσας Πράξης εφαρμόζονται από τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει του ν. 4261/2014 (Α’ 107) (συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα τα οποία λειτουργούν στην Ελλάδα) ή σε άλλο κράτος μέλος βάσει της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ (ΕΕ L 176/27.06.2013), όταν παρέχουν μία ή και περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν μία ή και περισσότερες επενδυτικές δραστηριότητες, όσον αφορά τη φύλαξη των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων των πελατών στους οποίους παρέχονται επενδυτικές υπηρεσίες καθώς και τις υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΟΡΙΣΜΟΙ
(άρθρο 1 της κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγίας 2017/593/ΕΕ)
Για τους σκοπούς της παρούσας Πράξης ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1. «Συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων»: συναλλαγές όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 11) του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337/23.12.2015, σ. 1).
2. «Αναγνωρισμένο αμοιβαίο κεφάλαιο διαχείρισης διαθεσίμων»: ένας οργανισμός συλλογικών επενδύσεων που έχει αδειοδοτηθεί βάσει του ν. 4099/2012 «Οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες και ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων» (Α’ 250), ή της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ (ΕΕ L 302/17.11.2009, σ. 32) ή που υπόκειται σε εποπτεία και, κατά περίπτωση, έχει αδειοδοτηθεί από μια αρχή βάσει της εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους, και ο οποίος πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
α) Πρωταρχικός επενδυτικός σκοπός του είναι η διατήρηση της καθαρής αξίας της περιουσίας του οργανισμού, είτε σταθερά στο άρτιο (χωρίς τα κέρδη) είτε στην αξία του αρχικού κεφαλαίου των επενδυτών συν τα κέρδη,
β) για την επίτευξη του πρωταρχικού επενδυτικού σκοπού, επενδύει αποκλειστικά σε υψηλής ποιότητας μέσα χρηματαγοράς με ληκτότητα ή εναπομένουσα ληκτότητα όχι μεγαλύτερη των 397 ημερών, ή με τακτικές προσαρμογές απόδοσης (regular yields adjustments) συνεπείς με αυτή τη ληκτότητα, και με σταθμισμένη μέση ληκτότητα 60 ημερών. Μπορεί επίσης να επιτυγχάνει το αποτέλεσμα αυτό επενδύοντας σε παρεπόμενη βάση σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα, και
γ) παρέχει ρευστότητα με διακανονισμό την ίδια ή την επόμενη ημέρα.
Για τους σκοπούς της περ. β) ένα μέσο χρηματαγοράς θεωρείται υψηλής ποιότητας εάν το πιστωτικό ίδρυμα διενεργεί δική του τεκμηριωμένη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των μέσων χρηματαγοράς που του επιτρέπει να το θεωρήσει υψηλής ποιότητας. Εάν ένας ή περισσότεροι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγγεγραμμένοι και εποπτεύονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) έχουν δώσει αξιολόγηση του μέσου, η εσωτερική αξιολόγηση του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις εν λόγω αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.
3. «Παράγοντες βιωσιμότητας»: οι παράγοντες αειφορίας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 σημείο 24) του Κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 317 της 9.12.2019, σ. 1).
4. Οι αναφορές της παρούσας Πράξης σε χρηματοπιστωτικά μέσα περιλαμβάνουν και τις δομημένες καταθέσεις σε σχέση με όλες τις απαιτήσεις που αναφέρονται στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 2 του ν. 4514/2018 (Α’ 14).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΤΩΝ ΠΕΛΑΤΩΝ
1. Προστασία των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων των πελατών (άρθρο 2 της κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγίας 2017/593/ΕΕ)
1. Για τους σκοπούς της διαφύλαξης των δικαιωμάτων των πελατών σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και κεφάλαια που τους ανήκουν, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν:
α) Να τηρούν αρχεία και λογαριασμούς ώστε να είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή και χωρίς καθυστέρηση να διαχωρίζουν τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται για λογαριασμό ενός πελάτη από τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου πελάτη, καθώς και από τα δικά τους περιουσιακά στοιχεία,
β) να τηρούν τα αρχεία και τους λογαριασμούς τους κατά τρόπο που να διασφαλίζει την ακρίβεια και ιδίως την αντιστοιχία τους με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα κεφάλαια που κατέχονται για λογαριασμό πελατών, καθώς και ότι μπορούν να χρησιμοποιούνται ως διαδρομή ελέγχου (audit trail),
γ) να εξετάζουν τακτικά τη συμφωνία μεταξύ των εσωτερικών λογαριασμών και των αρχείων τους και εκείνων τυχόν τρίτων οι οποίοι κατέχουν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία των πελατών,
δ) να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζουν ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών που έχουν κατατεθεί σε τρίτο, σύμφωνα με την Ενότητα 2, μπορούν να διαχωριστούν από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στο πιστωτικό ίδρυμα και από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε αυτόν τον τρίτο, με τη χρήση λογαριασμών με διαφορετικές ονομασίες στα βιβλία του τρίτου ή με άλλα ισοδύναμα μέτρα με τα οποία επιτυγχάνεται το ίδιο επίπεδο προστασίας,
ε) να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζουν ότι τα κεφάλαια που έχουν καταθέσει οι πελάτες σε κεντρική τράπεζα, σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή σε πιστωτικό ίδρυμα που έχει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα ή σε αναγνωρισμένα αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων κατέχονται σε λογαριασμό ή λογαριασμούς χωριστούς από τυχόν άλλους λογαριασμούς που χρησιμοποιούνται για την κατοχή κεφαλαίων που ανήκουν στο πιστωτικό ίδρυμα,
στ) να θεσπίζουν επαρκείς οργανωτικές ρυθμίσεις για να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο απώλειας ή μείωσης των περιουσιακών στοιχείων πελατών ή των δικαιωμάτων σε σχέση με τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, λόγω κατάχρησης των περιουσιακών στοιχείων, απάτης, κακής διαχείρισης, ελλιπούς τήρησης αρχείου ή αμέλειας.
2. Εάν για λόγους που σχετίζονται με το εφαρμοστέο δίκαιο, περιλαμβανομένης ιδίως της νομοθεσίας σχετικά με την κυριότητα ή την αφερεγγυότητα, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις της παρ. 1 της παρούσας Ενότητας για την προστασία των δικαιωμάτων των πελατών όσον αφορά την τήρηση των απαιτήσεων των παρ. 8 και 9 του άρθρου 16 του ν. 4514/2018, τα πιστωτικά ιδρύματα θεσπίζουν ρυθμίσεις που εξασφαλίζουν την προστασία των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους με σκοπό την επίτευξη των στόχων της παρ. 1 της παρούσας Ενότητας.
3. Εάν το εφαρμοστέο δίκαιο της χώρας στην οποία κατέχονται τα κεφάλαια ή τα χρηματοπιστωτικά μέσα των πελατών εμποδίζει τα πιστωτικά ιδρύματα να συμμορφωθούν με τις περ. δ) ή ε) της παρ. 1 της παρούσας Ενότητας, τα πιστωτικά ιδρύματα θεσπίζουν ρυθμίσεις με ισοδύναμο αποτέλεσμα όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων των πελατών. Όταν βασίζονται σε τέτοιου είδους ισοδύναμες απαιτήσεις σύμφωνα με τις περ. δ) ή ε) της παρ. 1 της παρούσας Ενότητας, τα πιστωτικά ιδρύματα ενημερώνουν τους πελάτες ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δεν επωφελούνται από τις διατάξεις που προβλέπονται στον ν. 4514/2018 και στην παρούσα Πράξη.
4. α) Ασφάλειες, δικαιώματα παρακράτησης ή δικαιώματα συμψηφισμού επί χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων του πελάτη που επιτρέπουν σε τρίτους να διαθέτουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια του πελάτη, για την είσπραξη οφειλών που δεν έχουν σχέση με τον πελάτη ή την παροχή υπηρεσιών προς τον πελάτη δεν επιτρέπονται, εκτός εάν αυτό απαιτείται βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας της τρίτης χώρας στην οποία κατέχονται τα κεφάλαια ή τα χρηματοπιστωτικά μέσα του πελάτη.
β) Εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα είναι υποχρεωμένο να συνάπτει συμφωνίες που δημιουργούν τις εν λόγω ασφάλειες, δικαιώματα παρακράτησης ή δικαιώματα συμψηφισμού, οφείλει να γνωστοποιεί τις εν λόγω πληροφορίες στους πελάτες, ενημερώνοντάς τους για τους κινδύνους που συνδέονται με τις εν λόγω ρυθμίσεις.
γ) ‘Οταν ασφάλειες, δικαιώματα παρακράτησης ή δικαιώματα συμψηφισμού παρέχονται από το πιστωτικό ίδρυμα επί των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων του πελάτη, ή όταν το πιστωτικό ίδρυμα ενημερωθεί ότι αυτά έχουν παρασχεθεί, πρέπει να καταγράφονται στις συμβάσεις του πελάτη και στους λογαριασμούς του ίδιου του πιστωτικού ιδρύματος για να αποσαφηνιστεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας.
5. Τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα άμεσα διαθέσιμα κεφάλαια των πελατών στην Τράπεζα της Ελλάδος, με την ιδιότητά της ως αρμόδιας αρχής όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4261/2014 και την ιδιότητά της ως αρχής εξυγίανσης όπως ορίζεται στην παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 3 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), και στους ειδικούς εκκαθαριστές. Οι πληροφορίες που πρέπει να διατίθενται περιλαμβάνουν τα εξής:
α) Σχετικούς εσωτερικούς λογαριασμούς και αρχεία που προσδιορίζουν εύκολα τα υπόλοιπα των κεφαλαίων και των χρηματοπιστωτικών μέσων που κατέχονται για κάθε πελάτη,
β) στις περιπτώσεις όπου τα κεφάλαια πελατών κατέχονται από άλλα πιστωτικά ιδρύματα, λεπτομέρειες των λογαριασμών στους οποίους κατέχονται τα κεφάλαια των πελατών, και των σχετικών συμφωνιών με τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα,
γ) στις περιπτώσεις όπου τα χρηματοπιστωτικά μέσα κατέχονται από πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με την Ενότητα 2, λεπτομέρειες των λογαριασμών που έχουν ανοιχτεί σε τρίτους και των σχετικών συμφωνιών με τους εν λόγω τρίτους, καθώς και λεπτομέρειες των σχετικών συμφωνιών με εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα,
δ) λεπτομέρειες τρίτων που ασκούν οποιαδήποτε σχετικά καθήκοντα (εξωτερικής ανάθεσης) και λεπτομέρειες οποιωνδήποτε καθηκόντων εξωτερικής ανάθεσης,
ε) άτομα που κατέχουν καίριες θέσεις στο πιστωτικό ίδρυμα και που συμμετέχουν στις σχετικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των υπευθύνων για την επίβλεψη των απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος σε σχέση με τη φύλαξη των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη, και
στ) συμφωνίες σχετικά με τη σύσταση κυριότητας των πελατών επί των περιουσιακών στοιχείων.
2. Κατάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων των πελατών (άρθρο 3 της κατ’ εξουσιοδότηση οδηγίας 2017/593/ΕΕ)
1. α) Τα πιστωτικά ιδρύματα καταθέτουν χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχουν για λογαριασμό πελατών τους σε λογαριασμό ή λογαριασμούς που έχουν ανοιχτεί σε τρίτο, υπό τον όρο ότι τα πιστωτικά ιδρύματα επιδεικνύουν την απαιτούμενη ικανότητα, φροντίδα και επιμέλεια κατά την επιλογή, τον διορισμό και τον περιοδικό έλεγχο του τρίτου και των ρυθμίσεων για την κατοχή και φύλαξη των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων.
β) Τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη την τεχνογνωσία και τη φήμη στην αγορά του τρίτου, καθώς και τυχόν απαιτήσεις της κείμενης νομοθεσίας που σχετίζονται με την κατοχή των χρηματοπιστωτικών μέσων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τα δικαιώματα των πελατών.
2. Τα πιστωτικά ιδρύματα καταθέτουν χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών τους σε τρίτο εγκαταστημένο μόνο σε χώρα όπου η φύλαξη χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό άλλου προσώπου υπόκειται σε ειδικές κανονιστικές ρυθμίσεις και εποπτεία και ο εν λόγω τρίτος υπόκειται σε συγκεκριμένη ρύθμιση και εποπτεία.
3. Τα πιστωτικά ιδρύματα δεν καταθέτουν χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχονται για λογαριασμό πελατών σε τρίτο εγκατεστημένο σε τρίτη εκτός ΕΟΧ χώρα η οποία δεν ρυθμίζει κανονιστικά την κατοχή και φύλαξη χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό άλλου προσώπου, εκτός εάν πληρούται τουλάχιστον μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Η φύση των χρηματοπιστωτικών μέσων ή των επενδυτικών υπηρεσιών που συνδέονται με αυτά απαιτεί την κατάθεσή τους σε τρίτο εγκατεστημένο σε αυτή την τρίτη χώρα,
β) όταν τα χρηματοπιστωτικά μέσα κατέχονται για λογαριασμό επαγγελματία πελάτη, και ο εν λόγω πελάτης έχει ζητήσει εγγράφως από το πιστωτικό ίδρυμα να τα καταθέσει σε τρίτο εγκατεστημένο σε αυτή την τρίτη χώρα.
4. Οι απαιτήσεις σύμφωνα με τις παρ. 2 και 3 της παρούσας Ενότητας ισχύουν επίσης όταν ο τρίτος έχει αναθέσει σε άλλο τρίτο πρόσωπο οποιοδήποτε από τα καθήκοντά του όσον αφορά την κατοχή και τη φύλαξη των χρηματοπιστωτικών μέσων.
3. Χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων των πελατών (άρθρο 5 της κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγίας 2017/593/ΕΕ)
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα δεν συνάπτουν συμφωνίες για συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχουν για λογαριασμό πελάτη και δεν χρησιμοποιούν με άλλο τρόπο τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου πελάτη του πιστωτικού ιδρύματος, εκτός εάν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Ο πελάτης έχει δώσει προηγουμένως τη ρητή του συγκατάθεση για τη χρησιμοποίηση των μέσων με συγκεκριμένους όρους, όπως αποδεικνύεται εγγράφως και εκτελείται κατηγορηματικά μέσω υπογραφής ή με ισοδύναμο τρόπο, και
β) η χρησιμοποίηση των χρηματοπιστωτικών μέσων του εν λόγω πελάτη περιορίζεται στους συγκεκριμένους όρους στους οποίους συγκατατίθεται ο πελάτης.
2. Τα πιστωτικά ιδρύματα δεν συνάπτουν συμφωνίες για συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχονται για λογαριασμό πελάτη σε συλλογικό λογαριασμό (omnibus account) που τηρείται από τρίτο και δεν χρησιμοποιούν με άλλο τρόπο για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου πελάτη του πιστωτικού ιδρύματος χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχονται σε τέτοιο λογαριασμό, παρά μόνον εάν πληρούται, επιπλέον των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην παρ. 1 της παρούσας Ενότητας, μία τουλάχιστον από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Κάθε πελάτης χρηματοπιστωτικά μέσα του οποίου κατέχονται από κοινού σε συλλογικό λογαριασμό, πρέπει να έχει δώσει την προηγούμενη ρητή συγκατάθεσή του σύμφωνα με την περ. α) της παρ. 1 της παρούσας Ενότητας,
β) το πιστωτικό ίδρυμα έχει θεσπίσει συστήματα και ελέγχους που διασφαλίζουν ότι χρησιμοποιούνται κατ’ αυτό τον τρόπο μόνο χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες που έχουν δώσει την προηγούμενη ρητή συγκατάθεσή τους σύμφωνα με την περ. α) της παρ. 1 της παρούσας Ενότητας.
Τα αρχεία του πιστωτικού ιδρύματος περιλαμβάνουν λεπτομερή στοιχεία για τον πελάτη με τις οδηγίες του οποίου χρησιμοποιήθηκαν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και τον αριθμό των χρησιμοποιούμενων χρηματοπιστωτικών μέσων κάθε πελάτη που έχει δώσει τη συγκατάθεσή του, ώστε να καθίσταται δυνατή η ορθή κατανομή τυχόν ζημιών.
3. Τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή μη εξουσιοδοτημένης χρήσης χρηματοπιστωτικών μέσων πελατών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου προσώπου. Τέτοια μέτρα αποτελούν ενδεικτικά:
α) Η σύναψη συμφωνιών με πελάτες σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από τα πιστωτικά ιδρύματα σε περίπτωση που ο πελάτης δεν έχει επαρκή κάλυψη στον λογαριασμό του κατά την ημερομηνία διακανονισμού, όπως δανεισμός των αντίστοιχων τίτλων για λογαριασμό του πελάτη ή αναστροφή της θέσης,
β) η συνεπής παρακολούθηση από το πιστωτικό ίδρυμα της προβλεπόμενης ικανότητάς του να παραδώσει κατά την ημερομηνία διακανονισμού και η εφαρμογή διορθωτικών μέτρων σε περίπτωση που αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί, και
γ) η συνεπής παρακολούθηση και έγκαιρη απαίτηση των μη παραδοθέντων τίτλων που εκκρεμούν κατά την ημερομηνία διακανονισμού και μετά.
4. Τα πιστωτικά ιδρύματα θεσπίζουν ειδικές ρυθμίσεις για το σύνολο των πελατών ώστε να διασφαλίζεται ότι ο δανειζόμενος των χρηματοπιστωτικών μέσων του πελάτη παρέχει την κατάλληλη ασφάλεια και ότι το πιστωτικό ίδρυμα παρακολουθεί σε συνεχή βάση την καταλληλότητα της εν λόγω ασφάλειας και λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να διατηρείται η κάλυψη της αξίας των χρηματοπιστωτικών μέσων των πελατών.
5. Τα πιστωτικά ιδρύματα δεν συνάπτουν συμφωνίες που απαγορεύονται σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 16 του ν. 4514/2018.
4. Ακατάλληλη χρήση των συμφωνιών παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου (άρθρο 6 της κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγίας 2017/593/ΕΕ)
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να λαμβάνουν δεόντως υπόψη, και να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι το έχουν πράξει, τη χρήση των συμφωνιών παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου στο πλαίσιο της σχέσης μεταξύ της υποχρέωσης του πελάτη προς το πιστωτικό ίδρυμα και των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη που υπόκεινται σε συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου από το πιστωτικό ίδρυμα.
2. Κατά την εξέταση και την τεκμηρίωση της προσήκουσας χρήσης των συμφωνιών παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη όλους τους παρακάτω παράγοντες:
α) Κατά πόσον υπάρχει μικρή μόνο σύνδεση μεταξύ της υποχρέωσης του πελάτη προς το πιστωτικό ίδρυμα και της χρήσης των συμφωνιών παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον η πιθανότητα ευθύνης του πελάτη προς το πιστωτικό ίδρυμα είναι μικρή ή αμελητέα,
β) κατά πόσον το ύψος των κεφαλαίων ή των χρηματοπιστωτικών μέσων του πελάτη που υπόκειται σε διμερείς συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου υπερβαίνει κατά πολύ την υποχρέωση του πελάτη, ή είναι ακόμη και απεριόριστο, ιδίως αν ο πελάτης έχει οποιαδήποτε υποχρέωση προς το πιστωτικό ίδρυμα, και
γ) κατά πόσον όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή τα κεφάλαια των πελατών υπόκεινται σε συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ποια υποχρέωση έχει κάθε πελάτης προς το πιστωτικό ίδρυμα.
3. Όταν χρησιμοποιούνται συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου, τα πιστωτικά ιδρύματα επισημαίνουν στους επαγγελματίες πελάτες και στους επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους τους κινδύνους που απορρέουν και το αποτέλεσμα οποιασδήποτε συμφωνίας παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου που αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα κεφάλαια του πελάτη.
5. Ρυθμίσεις παρακολούθησης για την προστασία των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη (άρθρο 7 της κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγίας 2017/593/ΕΕ)
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα ορίζουν ένα μόνο στέλεχός τους με επαρκείς δεξιότητες και αρμοδιότητα, με ειδική ευθύνη για τα θέματα που αφορούν τη συμμόρφωση των πιστωτικών ιδρυμάτων προς τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά την προστασία των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων των πελατών. Τα πιστωτικά ιδρύματα αποφασίζουν, διασφαλίζοντας την πλήρη συμμόρφωση με τις διατάξεις της παρούσας Πράξης, εάν το εν λόγω στέλεχος που ορίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο απασχολείται αποκλειστικά με τα ανωτέρω καθήκοντά του ή εάν μπορεί να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά σε αυτά τα καθήκοντα ενώ έχει πρόσθετες ευθύνες.
6. Εκθέσεις εξωτερικών ορκωτών ελεγκτών (άρθρο 8 της κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγίας 2017/593/ΕΕ)
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα διασφαλίζουν ότι οι εξωτερικοί ορκωτοί ελεγκτές τους υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος ετήσια έκθεση σχετικά με την επάρκεια των ρυθμίσεων του ιδρύματος σύμφωνα με τις παρ. 8, 9, 10 του άρθρου 16 του ν. 4514/2018 και του παρόντος Κεφαλαίου. Η σχετική έκθεση θα γνωστοποιείται στο Διοικητικό Συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος και στην Τράπεζα της Ελλάδος εντός εξαμήνου από το τέλος της διαχειριστικής χρήσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
1. Υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων για πιστωτικά ιδρύματα που κατασκευάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα (άρθρο 9 της κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγίας 2017/593/ΕΕ)
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα συμμορφώνονται με την παρούσα Ενότητα όταν κατασκευάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας, της ανάπτυξης, της έκδοσης ή/και του σχεδιασμού χρηματοπιστωτικών μέσων. Τα πιστωτικά ιδρύματα που κατασκευάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα συμμορφώνονται, κατά τρόπο που να είναι κατάλληλος και αναλογικός, με τις σχετικές απαιτήσεις των παρ. 2 έως 15 της παρούσας Ενότητας, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του χρηματοπιστωτικού μέσου, την επενδυτική υπηρεσία και την αγορά-στόχο για το προϊόν.
2. Τα πιστωτικά ιδρύματα θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν διαδικασίες και μέτρα ώστε να διασφαλίζεται ότι η κατασκευή χρηματοπιστωτικών μέσων συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις για ορθή διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των αποδοχών του εμπλεκόμενου προσωπικού. Ειδικότερα, τα πιστωτικά ιδρύματα που κατασκευάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα διασφαλίζουν ότι ο σχεδιασμός του χρηματοπιστωτικού μέσου, συμπεριλαμβανομένων των χαρακτηριστικών του, δεν επηρεάζει αρνητικά τους τελικούς πελάτες ή δεν οδηγεί σε προβλήματα για την ακεραιότητα της αγοράς, επιτρέποντας στο πιστωτικό ίδρυμα να μετριάζει ή/και να μεταθέτει τους ίδιους κινδύνους ή άνοιγμα στα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία του προϊόντος, σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα ήδη κατέχει τα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία για ίδιο λογαριασμό.
3. Τα πιστωτικά ιδρύματα αναλύουν τις πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων κάθε φορά που κατασκευάζεται ένα χρηματοπιστωτικό μέσο. Ειδικότερα, τα πιστωτικά ιδρύματα αξιολογούν κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο δημιουργεί μια κατάσταση όπου οι τελικοί πελάτες μπορεί να επηρεαστούν αρνητικά αν λάβουν:
α) Ένα άνοιγμα αντίθετο προς εκείνο που κατείχε προηγουμένως το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα, ή
β) ένα άνοιγμα αντίθετο προς εκείνο που το πιστωτικό ίδρυμα επιθυμεί να κατέχει μετά την πώληση του προϊόντος.
4. Τα πιστωτικά ιδρύματα εξετάζουν κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο μπορεί να αποτελεί απειλή για την εύρυθμη λειτουργία ή τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, πριν αποφασίσουν να προχωρήσουν στην διάθεση του προϊόντος.
5. Τα πιστωτικά ιδρύματα διασφαλίζουν ότι το σχετικό προσωπικό που συμμετέχει στην κατασκευή των χρηματοπιστωτικών μέσων διαθέτει την απαραίτητη τεχνογνωσία για να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των χρηματοπιστωτικών μέσων που σκοπεύουν να κατασκευάσουν.
6. Τα πιστωτικά ιδρύματα διασφαλίζουν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο έχει πραγματικό έλεγχο επί της διαδικασίας παρακολούθησης των προϊόντων τους. Τα πιστωτικά ιδρύματα διασφαλίζουν ότι οι εκθέσεις συμμόρφωσης προς το Διοικητικό Συμβούλιο περιλαμβάνουν συστηματικά πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που κατασκευάζονται, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με τη στρατηγική της διανομής τους. Τα πιστωτικά ιδρύματα θέτουν τις εκθέσεις στη διάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, κατόπιν αιτήματός της.
7. Τα πιστωτικά ιδρύματα διασφαλίζουν ότι η λειτουργία της κανονιστικής συμμόρφωσης παρακολουθεί την ανάπτυξη και τον περιοδικό έλεγχο των ρυθμίσεων παρακολούθησης των προϊόντων, προκειμένου να εντοπίζεται κάθε κίνδυνος μη συμμόρφωσης του πιστωτικού ιδρύματος με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα Ενότητα.
8. Τα πιστωτικά ιδρύματα, όταν συνεργάζονται, μεταξύ άλλων με οντότητες που δεν έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ούτε εποπτεύονται σύμφωνα με τον ν. 4514/2018 ή την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή τον ν. 4261/2014 ή την Οδηγία 2013/36/ΕΕ (ΕΕ L 176/27.6.2013, σ. 338) ή επιχειρήσεις τρίτων χωρών με σκοπό να δημιουργούν, να αναπτύσσουν, να εκδίδουν ή/και να σχεδιάζουν ένα προϊόν, προσδιορίζουν τις αμοιβαίες ευθύνες τους σε έγγραφη συμφωνία.
9. α) Τα πιστωτικά ιδρύματα προσδιορίζουν σε επαρκώς αναλυτικό επίπεδο τη δυνητική αγορά-στόχο για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο και καθορίζουν το είδος (τα είδη) πελατών με των οποίων τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους, συμπεριλαμβανομένων τυχόν στόχων που αφορούν τη βιωσιμότητα, είναι συμβατό το χρηματοπιστωτικό μέσο. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, το πιστωτικό ίδρυμα προσδιορίζει κάθε ομάδα ή ομάδες πελατών με τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους των οποίων δεν είναι συμβατό το χρηματοπιστωτικό μέσο, εκτός εάν τα χρηματοπιστωτικά μέσα λαμβάνουν υπόψη παράγοντες βιωσιμότητας. Όταν τα πιστωτικά ιδρύματα συνεργάζονται για την κατασκευή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, αρκεί να προσδιορίζεται μόνο μία αγορά-στόχος.
β) Τα πιστωτικά ιδρύματα που κατασκευάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα που διανέμονται μέσω άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων επενδύσεων καθορίζουν τις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά των πελατών για τους οποίους το προϊόν είναι συμβατό, με βάση τις θεωρητικές τους γνώσεις και την εμπειρία τους σε σχέση με το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο ή με παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους των δυνητικών τελικών πελατών.
10. Τα πιστωτικά ιδρύματα διενεργούν ανάλυση σεναρίου των χρηματοπιστωτικών μέσων τους, με την οποία αξιολογούνται οι κίνδυνοι των χαμηλών αποδόσεων για τους τελικούς πελάτες από το προϊόν καθώς και σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να παρουσιαστούν αυτά τα αποτελέσματα. Τα πιστωτικά ιδρύματα αξιολογούν το χρηματοπιστωτικό μέσο υπό αρνητικές συνθήκες που καλύπτουν το τι θα συνέβαινε αν, για παράδειγμα:
α) Επιδεινωνόταν το περιβάλλον της αγοράς,
β) ο κατασκευαστής ή ο τρίτος που συμμετέχει στην κατασκευή ή/και τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού μέσου αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες ή αν επέλθει άλλος κίνδυνος αντισυμβαλλομένου,
γ) το χρηματοπιστωτικό μέσο δεν καταστεί εμπορικά βιώσιμο, ή
δ) η ζήτηση για το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι αναμενόταν, επιβαρύνοντας τους πόρους του πιστωτικού ιδρύματος ή/και την αγορά του υποκείμενου μέσου.
11. Τα πιστωτικά ιδρύματα καθορίζουν κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο πληροί τις προσδιοριζόμενες ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους της αγοράς-στόχου, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης των ακόλουθων στοιχείων:
α) Το προφίλ κινδύνου/απόδοσης του χρηματοπιστωτικού μέσου είναι σύμφωνο με την αγορά-στόχο,
β) οι παράγοντες βιωσιμότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου, κατά περίπτωση, είναι σύμφωνοι με την αγορά-στόχο, και
γ) ο σχεδιασμός του χρηματοπιστωτικού μέσου βασίζεται σε χαρακτηριστικά που ωφελούν τον πελάτη και όχι σε ένα επιχειρηματικό μοντέλο που βασίζεται σε χαμηλές αποδόσεις για τον πελάτη προκειμένου να είναι κερδοφόρο.
12. Τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τη δομή των χρεώσεων που προτείνεται για το χρηματοπιστωτικό μέσο, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης των ακόλουθων στοιχείων:
α) Τα κόστη και οι χρεώσεις του χρηματοπιστωτικού μέσου είναι συμβατά με τις ανάγκες, τους στόχους και τα χαρακτηριστικά της αγοράς-στόχου,
β) οι χρεώσεις δεν υπονομεύουν τις εκτιμώμενες αποδόσεις του χρηματοπιστωτικού μέσου, όπως όταν τα κόστη ή οι χρεώσεις ισούνται, υπερβαίνουν ή εξαλείφουν σχεδόν όλα τα εκτιμώμενα φορολογικά πλεονεκτήματα που συνδέονται με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, και
γ) η δομή χρέωσης του χρηματοπιστωτικού μέσου είναι κατάλληλα διαφανής για την αγορά-στόχο, ούτως ώστε να μην συγκαλύπτει χρεώσεις ή δεν είναι υπερβολικά περίπλοκη για να γίνει κατανοητή.
13. Τα πιστωτικά ιδρύματα διασφαλίζουν ότι η παροχή πληροφοριών σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο στους διανομείς:
α) περιλαμβάνει πληροφορίες αναφορικά με τα κατάλληλα κανάλια για τη διανομή του χρηματοπιστωτικού μέσου, τη διαδικασία έγκρισης του προϊόντος και την αξιολόγηση της αγοράς-στόχου, και
β) είναι επαρκής για να επιτρέπει στους διανομείς να κατανοούν και να προτείνουν ή να πωλούν ορθά το χρηματοπιστωτικό μέσο. Οι παράγοντες βιωσιμότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου παρουσιάζονται με διαφανή τρόπο και παρέχουν στους διανομείς τις σχετικές πληροφορίες ώστε να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τυχόν στόχους του πελάτη ή δυνητικού πελάτη που αφορούν τη βιωσιμότητα.
14. Τα πιστωτικά ιδρύματα επανεξετάζουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που κατασκευάζουν σε τακτική βάση, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιωδώς τον δυνητικό κίνδυνο για τη προσδιορισμένη αγορά-στόχο. Τα πιστωτικά ιδρύματα εξετάζουν κατά πόσο το χρηματοπιστωτικό μέσο παραμένει συνεπές με τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους, συμπεριλαμβανομένων τυχόν στόχων που αφορούν τη βιωσιμότητα, της αγοράς-στόχου και εάν διανέμεται στην αγορά-στόχο ή καταλήγει σε πελάτες με τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους των οποίων δεν είναι συμβατό το χρηματοπιστωτικό μέσο.
15. α) Τα πιστωτικά ιδρύματα επανεξετάζουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα πριν από οποιαδήποτε περαιτέρω έκδοση ή επαναδιάθεσή τους, εάν αντιληφθούν οποιοδήποτε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιωδώς τον δυνητικό κίνδυνο για τους επενδυτές, και εκτιμούν ανά τακτά διαστήματα κατά πόσον τα χρηματοπιστωτικά μέσα λειτουργούν σύμφωνα με τον προορισμό τους. Τα πιστωτικά ιδρύματα καθορίζουν την περιοδικότητα επανεξέτασης των χρηματοπιστωτικών μέσων τους βάσει σχετικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένων των παραγόντων που συνδέονται με την πολυπλοκότητα ή τον καινοτόμο χαρακτήρα των επενδυτικών στρατηγικών που επιδιώκονται. Τα πιστωτικά ιδρύματα προσδιορίζουν επίσης τα κρίσιμα γεγονότα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον πιθανό κίνδυνο ή τις εκτιμώμενες αποδόσεις του χρηματοπιστωτικού μέσου, όπως:
i. Η υπέρβαση ενός ορίου που θα επηρεάσει το προφίλ απόδοσης του χρηματοπιστωτικού μέσου, ή
ii. η φερεγγυότητα ορισμένων εκδοτών των οποίων οι τίτλοι ή οι εγγυήσεις μπορεί να επηρεάσουν την απόδοση του χρηματοπιστωτικού μέσου.
β) Όταν προκύπτουν τέτοια γεγονότα, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα που μπορεί να περιλαμβάνουν τα εξής:
i. Παροχή κάθε σχετικής πληροφορίας σχετικά με το γεγονός και τις συνέπειές του στο χρηματοπιστωτικό μέσο προς τους πελάτες ή τους διανομείς του χρηματοπιστωτικού μέσου, εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν προσφέρει ή πωλεί το χρηματοπιστωτικό μέσο απευθείας στους πελάτες,
ii. αλλαγή της διαδικασίας έγκρισης του προϊόντος,
iii. διακοπή της περαιτέρω έκδοσης του χρηματοπιστωτικού μέσου,
iv. αλλαγή του χρηματοπιστωτικού μέσου για την αποφυγή των καταχρηστικών ρητρών των συμβάσεων,
v. εξέταση κατά πόσον τα δίκτυα πώλησης μέσω των οποίων πωλούνται τα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι κατάλληλα, όταν τα πιστωτικά ιδρύματα αντιλαμβάνονται ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο δεν πωλείται όπως προ-βλέπεται,
vi. επικοινωνία με τον διανομέα για να συζητηθεί μια τροποποίηση της διαδικασίας διανομής,
vii. τερματισμός της σχέσης με τον διανομέα, ή
viii. ενημέρωση της Τράπεζας της Ελλάδος.
2. Υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων για τους διανομείς (άρθρο 10 της κατ’ εξουσιοδότηση Οδηγίας 2017/593/ΕΕ)
1. α) Τα πιστωτικά ιδρύματα, όταν αποφασίζουν το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από τα ίδια ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων και τις υπηρεσίες που σκοπεύουν να προσφέρουν ή να προτείνουν στους πελάτες, πληρούν, κατά τρόπο που να είναι κατάλληλος και αναλογικός, τις σχετικές απαιτήσεις που προβλέπονται στις παρ. 2 έως 10 της παρούσας Ενότητας, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του χρηματοπιστωτικού μέσου, την επενδυτική υπηρεσία και την αγορά-στόχο για το προϊόν.
β) Τα πιστωτικά ιδρύματα συμμορφώνονται επίσης με τις απαιτήσεις του ν. 4514/2018 όταν προσφέρουν ή προτείνουν χρηματοπιστωτικά μέσα που κατασκευάζονται από οντότητες που δεν υπόκεινται στις διατάξεις του ν. 4514/2018 ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για να διασφαλίζουν ότι αποκτούν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα από αυτούς τους κατασκευαστές.
γ) Τα πιστωτικά ιδρύματα προσδιορίζουν την αγορά-στόχο για το αντίστοιχο χρηματοπιστωτικό μέσο, ακόμη και αν η αγορά-στόχος δεν έχει καθοριστεί από τον κατασκευαστή του.
2. α) Τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν επαρκείς ρυθμίσεις παρακολούθησης των προϊόντων για να διασφαλίζουν ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που σκοπεύουν να προσφέρουν ή να προτείνουν είναι συμβατά με τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους, συμπεριλαμβανομένων τυχόν στόχων που αφορούν τη βιωσιμότητα, μιας προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και ότι η σχεδιαζόμενη στρατηγική διανομής είναι συμβατή με την προσδιορισμένη αγορά-στόχο. Τα πιστωτικά ιδρύματα προσδιορίζουν και αξιολογούν κατάλληλα τις περιστάσεις και τις ανάγκες των πελατών στις οποίες προτίθενται να επικεντρωθούν, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν διακυβεύονται τα συμφέροντα των πελατών, ως αποτέλεσμα εμπορικών πιέσεων ή πιέσεων χρηματοδότησης. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, τα ιδρύματα προσδιορίζουν τις ομάδες πελατών με τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους των οποίων δεν είναι συμβατό το προϊόν ή η υπηρεσία, εκτός εάν τα χρηματοπιστωτικά μέσα λαμβάνουν υπόψη παράγοντες βιωσιμότητας.
β) Τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν από κατασκευαστές που υπόκεινται στον ν. 4514/2018 ή στην Οδηγία 2014/65/ΕΕ πληροφορίες για να αποκτήσουν την απαραίτητη κατανόηση και γνώση για τα προϊόντα που προτίθενται να προτείνουν ή να διαθέσουν, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα εν λόγω προϊόντα διανέμονται σύμφωνα με τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου.
γ) Τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα για να διασφαλίζεται ότι αποκτούν επίσης επαρκείς και αξιόπιστες πληροφορίες από τους κατασκευαστές που δεν υπόκεινται στις διατάξεις του ν. 4514/2018 ή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, για να διασφαλίζεται ότι τα προϊόντα διανέμονται σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά, τους στόχους και τις ανάγκες της αγοράς-στόχου. Όταν οι σχετικές πληροφορίες δεν είναι δημόσια διαθέσιμες, ο διανομέας λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα για να αποκτά τις εν λόγω σχετικές πληροφορίες από τον κατασκευαστή ή τον αντιπρόσωπό του.
Αποδεκτές δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες είναι οι πληροφορίες που είναι σαφείς και αξιόπιστες και παράγονται σε συμμόρφωση με τις κανονιστικές απαιτήσεις, όπως οι απαιτήσεις γνωστοποίησης σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2017/1129 (ΕΕ L 168/30.6.2017, σ. 12) ή τον ν. 4706/2020 (Α’ 136) ή τον ν. 3556/2007 (Α’ 91), ή την Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2004/109/ΕΚ (ΕΕ L 390/31.12.2004, σ. 38). Αυτή η υποχρέωση αφορά τα προϊόντα που πωλούνται στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά και εφαρμόζεται με αναλογικό τρόπο, ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο μπορούν να αποκτηθούν δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες και με την πολυπλοκότητα του προϊόντος.
δ) Τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που λαμβάνονται από τους κατασκευαστές και τις πληροφορίες για τους δικούς τους πελάτες για να προσδιορίζουν τη στρατηγική αγοράς-στόχου και διανομής. Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα ενεργεί τόσο ως κατασκευαστής όσο και ως διανομέας, απαιτείται μόνο μία αξιολόγηση της αγοράς-στόχου.
3. Τα πιστωτικά ιδρύματα, όταν αποφασίζουν το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων και των υπηρεσιών που προσφέρουν ή προτείνουν και τις αντίστοιχες αγορές-στόχους, εφαρμόζουν διαδικασίες και μέτρα για να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με όλες τις ισχύουσες απαιτήσεις σύμφωνα με τον ν. 4514/2018 ή την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τη γνωστοποίηση, την αξιολόγηση της καταλληλότητας ή συμβατότητας, τις αντιπαροχές και την ορθή διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων. Στο πλαίσιο αυτό, δίνουν ιδιαίτερη προσοχή όταν οι διανομείς σκοπεύουν να προσφέρουν ή να προτείνουν νέα προϊόντα ή υπάρχουν διαφοροποιήσεις στις υπηρεσίες που παρέχουν.
4. Τα πιστωτικά ιδρύματα επανεξετάζουν και επικαιροποιούν περιοδικά τις ρυθμίσεις παρακολούθησης του προϊόντος τους, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι παραμένουν ισχυρές και κατάλληλες για τον σκοπό τους, και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, όταν είναι αναγκαίο.
5. Τα πιστωτικά ιδρύματα επανεξετάζουν τα επενδυτικά προϊόντα που προσφέρουν ή προτείνουν και τις υπηρεσίες που παρέχουν σε τακτική βάση, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιωδώς τον δυνητικό κίνδυνο για τη προσδιορισμένη αγορά-στόχο. Τα ιδρύματα αξιολογούν τουλάχιστον κατά πόσον το προϊόν ή η υπηρεσία συνεχίζει να εξυπηρετεί τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους, συμπεριλαμβανομένων τυχόν στόχων που αφορούν τη βιωσιμότητα, της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και κατά πόσον η σχεδιαζόμενη στρατηγική διανομής εξακολουθεί να είναι κατάλληλη. Τα ιδρύματα επανεξετάζουν την αγορά-στόχο ή/και επικαιροποιούν τις ρυθμίσεις παρακολούθησης του προϊόντος, εάν αντιληφθούν ότι έχουν προσδιορίσει εσφαλμένα την αγορά-στόχο για ένα συγκεκριμένο προϊόν ή υπηρεσία ή ότι το προϊόν ή η υπηρεσία δεν πληροί πλέον τις συνθήκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου, όπως όταν το προϊόν καθίσταται μη ρευστοποιήσιμο ή παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις, λόγω των αλλαγών της αγοράς.
6. Τα πιστωτικά ιδρύματα διασφαλίζουν ότι η λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης επιβλέπει την ανάπτυξη και τον περιοδικό έλεγχο των ρυθμίσεων παρακολούθησης των προϊόντων, προκειμένου να ανιχνεύουν κάθε κίνδυνο μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα Ενότητα.
7. Τα πιστωτικά ιδρύματα διασφαλίζουν ότι το σχετικό προσωπικό διαθέτει την απαραίτητη εμπειρία για να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των προϊόντων που σκοπεύουν να προσφέρουν ή να προτείνουν και τις υπηρεσίες που παρέχουν, καθώς και τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου.
8. Τα πιστωτικά ιδρύματα διασφαλίζουν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο έχει πραγματικό έλεγχο επί της διαδικασίας παρακολούθησης του προϊόντος του ιδρύματος ώστε να προσδιορίζει το εύρος των επενδυτικών προϊόντων που προσφέρουν ή προτείνουν και των υπηρεσιών που παρέχουν στις αντίστοιχες αγορές-στόχους. Τα πιστωτικά ιδρύματα διασφαλίζουν ότι οι εκθέσεις συμμόρφωσης προς το Διοικητικό Συμβούλιο περιλαμβάνουν συστηματικά πληροφορίες σχετικά με τα προϊόντα που προσφέρουν ή προτείνουν και τις υπηρεσίες που παρέχουν. Οι εκθέσεις συμμόρφωσης τίθενται στη διάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, εφόσον ζητηθούν.
9. Οι διανομείς παρέχουν στους κατασκευαστές πληροφορίες σχετικά με τις πωλήσεις και, όταν ενδείκνυται, πληροφορίες σχετικά με τις παραπάνω αξιολογήσεις για την υποστήριξη της επανεξέτασης προϊόντων που πραγματοποιείται από τους κατασκευαστές.
10. Όταν περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή επιχειρήσεις επενδύσεων συνεργάζονται στη διανομή ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, το πιστωτικό ίδρυμα με την άμεση σχέση με τον πελάτη θα έχει την τελική ευθύνη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παρακολούθησης των προϊόντων οι οποίες ορίζονται στην παρούσα Ενότητα. Ωστόσο, τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία διαμεσολαβούν:
α) Διασφαλίζουν ότι οι σχετικές πληροφορίες για τα προϊόντα καταλήγουν από τον κατασκευαστή στον τελικό διανομέα της αλυσίδας,
β) αν ο κατασκευαστής απαιτεί πληροφορίες σχετικά με τις πωλήσεις των προϊόντων, προκειμένου να συμμορφωθεί με τις δικές του υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων, του δίνουν τη δυνατότητα να τις αποκτήσει, και
γ) εφαρμόζουν τις υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων για τους κατασκευαστές, στο βαθμό που είναι απαραίτητο, σε σχέση με την υπηρεσία που παρέχουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Η παρούσα Πράξη τίθεται σε εφαρμογή από την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Από την έναρξη ισχύος της παρούσας Πράξης καταργείται το Παράρτημα 7 «Πλαίσιο φύλαξης των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων που ανήκουν στους πελάτες και τις υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων» της ΠΔ/ΤΕ 2577/09.03.2006 «Πλαίσιο αρχών λειτουργίας και κριτηρίων αξιολόγησης της οργάνωσης και των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και σχετικές αρμοδιότητες των διοικητικών τους οργάνων» (Α’ 59) και κάθε υφιστάμενη αναφορά σε αυτό νοείται ως αναφορά στην παρούσα Πράξη.
3. Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος για την παροχή οδηγιών και διευκρινίσεων για την εφαρμογή της παρούσας Πράξης.
4. Η παρούσα Πράξη να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να αναρτηθεί στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ο Πρόεδρος
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ