Τον παραλογισμό ορισμένων περιπτώσεων σχετικά με τα πρόστιμα του Κ.Φ.Δ. (ν.4174/2013) έρχεται να αναδείξει μια απόφαση της Δ.Ε.Δ. (Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών) η οποία επικύρωσε πρόστιμο που είχε επιβληθεί σε φορολογούμενο μετά από έλεγχο, σε σειρά πιστωτικών δηλώσεων ΦΠΑ που κρίθηκαν ως ανακριβείς για περιόδους που έπονταν της πιστωτικής δήλωσης στην οποία δεν έπρεπε να συμπεριληφθεί ποσό τιμολογίου προς έκπτωση.
Ιστορικό
Από τον διενεργηθέντα έλεγχο διαπιστώθηκε ότι στις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. της επιχείρησης συμπεριλήφθηκε τιμολόγιο αξίας 3.414,64 ευρώ πλέον ΦΠΑ 785,36 €, το οποίο αφορούσε στην αγορά δύο μοτοποδηλάτων. Ο έλεγχος απέρριψε τη συγκεκριμένη δαπάνη ως μη εκπιπτόμενη, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4ε του άρθρου 30 του ν.2859/2000, με αποτέλεσμα το χαρακτηρισμό της περιοδικής δήλωσης του της περιόδου του 07/2015 ως ανακριβούς και την μεταβολή του πιστωτικού υπολοίπου της. Λόγω μεταφοράς του πιστωτικού υπολοίπου και στις επόμενες περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ (φορολογική περίοδος 1/8/2015 – 30-9-2016) χαρακτηρίστηκαν και αυτές ως ανακριβείς και επιβλήθηκαν πρόστιμα για όλες τις φορολογικές περιόδους που έπονται της περιοδικής δήλωσης Φ.Π.Α. του 7/2015 και στις οποίες μεταφέρθηκε το εν λόγω πιστωτικό υπόλοιπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 54 και 62 του Κ.Φ.Δ. Ν.4174/2013.
Αναλυτικά τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν:
Για το 2015 – Ποσό προστίμου : 100 Χ 6 μήνες = 600,00 €
Για το 2016 – Ποσό προστίμου : 100 Χ 9 μήνες = 600,00 €
Η επιχείρηση προσέφυγε με δύο ενδικοφανείς προσφυγές (μια για κάθε χρήση) και ζήτησε την ακύρωση των προστίμων για το λόγο ότι, όταν η δήλωση είναι πιστωτική και με βάση τον έλεγχο μειώνεται το προς συμψηφισμό ποσό που μεταφέρεται στην επόμενη φορολογική περίοδο, από μόνο του αυτό το γεγονός δεν μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ανακρίβειας και στις επόμενες φορολογικές περιόδους, με δεδομένη την αρχή της αυτοτέλειας της κάθε φορολογικής περιόδου. Η επιβολή προστίμου λόγω ανακρίβειας για τις επόμενες διαχειριστικές περιόδους, είναι έωλη και εκτός γράμματος και πνεύματος του νόμου.
Η Δ.Ε.Δ. απέρριψε τις δύο ενδικοφανείς προσφυγές και επικύρωσε τα πρόστιμα του ελέγχου με το εξής σκεπτικό:
“Επειδή, το πιστωτικό υπόλοιπο της περιοδικής δήλωσης Φ.Π.Α. του 7/2015 μεταφέρθηκε και στις επόμενες περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. των μηνών 8ος έως 12ος του έτους 2015 και των μηνών 1ος έως 9ος του έτους 2016 με συνέπεια το πιστωτικό υπόλοιπο της κάθε μίας περιοδικής δήλωσης να είναι αυξημένο κατά το ποσό του φόρου της ανωτέρω δαπάνης.
Επειδή, οι φορολογικές πράξεις που αναφέρονται σε διαφορετικές διαχειριστικές περιόδους, έστω και αν αφορούν στο ίδιο αντικείμενο φόρου, δεν είναι συναφείς και ως εκ τούτου κρίνονται αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τις άλλες χρήσεις, σύμφωνα πάντα με την αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων (Σχετ. ΣτΕ 1211/2005). Στην υπό κρίση περίπτωση, τα δεδομένα της κάθε περιοδικής δήλωσης δεν είναι τα πραγματικά, καθώς η προσθήκη του μεταφερόμενου πιστωτικού υπολοίπου αλλοιώνει τα αποτελέσματα της δήλωσης και επομένως, ορθώς ο έλεγχος της Δ.Ο.Υ. … έκρινε τις πιστωτικές αυτές περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. ως ανακριβείς επιβάλλοντας το ανωτέρω προσβαλλόμενο πρόστιμο.”.