Το φορολογικό σύστημα της Ελλάδας σίγουρα πάσχει σε πολλούς τομείς. Λίγο οι υψηλές δημοσιονομικές ανάγκες, λίγο η υψηλότερη από το μέσο Ευρωπαϊκό όρο φοροδιαφυγή, λίγο η απίστευτη πολυνομία, καθιστούν το φορολογικό μας σύστημα προβληματικό. Πολλά προβλήματα βέβαια δεν αφορούν αποκλειστικά τη φορολογία, αλλά αντανακλούν άλλες παθογένειες της Ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η επίλυση τους να είναι επίπονη και να απαιτεί μακροχρόνια προσπάθεια.
Τα παραπάνω είναι βέβαια γνωστά, μας απασχολούν από το παρελθόν και πιθανότατα θα μας απασχολούν και στο μέλλον. Αυτό που είναι ασυγχώρητο όμως είναι στο όνομα του ότι δε μπορούμε να λύσουμε τα μεγάλα προβλήματα της οικονομίας ή της κοινωνίας, να αφήνουμε άλυτα και ζητήματα που αφορούν την καθημερινή μας ζωή, μπορούν να επιλυθούν κατά τρόπο απλό και σύντομο, αλλά παρόλα αυτά δεν επιλύονται γιατί κανείς δεν ασχολείται μαζί τους.
Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί η περίφημη υπόθεση της ιδιόχρησης ακινήτου για την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας. Αφορμή για το σημείωμα αυτό αποτελεί η απάντηση του ΣΛΟΤ σε ερώτημα ενδιαφερόμενου η οποία αναφέρει:
«ΕΡΩΤΗΜΑ: Πρέπει λογιστικά στο Ε3 να γίνει καταχώρηση της αξίας της ιδιόχρησης ή όχι. Εάν ναι, δεν θα υπάρχει συμφωνία λογιστικά με τα αποτελέσματα Β6, δεδομένου ότι έχετε γνωματεύσει ότι στα αποτελέσματα δεν καταχωρούνται τεκμαρτά έσοδα-έξοδα. Πως αντιμετωπίζεται αυτό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στο λογιστικό σύστημα της οντότητας (λογαριασμοί εσόδων και εξόδων), μπορούν να καταχωρούνται τεκμαρτά έσοδα/έξοδα, εφόσον έτσι κρίνεται από την οντότητα. Στην κατάσταση αποτελεσμάτων, δεν πρέπει να εμφανίζονται τέτοια έσοδα και έξοδα (ιδιαίτερα αν είναι σημαντικής αξίας), διότι τα σχετικά κονδύλια διογκώνονται ισόποσα με μη πραγματικά ποσά. Για παράδειγμα η επιχείρηση μπορεί να καταχωρήσει το ενοίκιο ιδιόχρησης ταυτόχρονα ως έσοδο και έξοδο στους αποτελεσματικούς λογαριασμούς στα λογιστικά της βιβλία και να συμψηφίσει τα δύο ποσά στην κατάσταση αποτελεσμάτων. Η κατάσταση αποτελεσμάτων δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τα έντυπα των δηλώσεων φόρου εισοδήματος. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχουν ελέγξιμες διαδικασίες για το πώς ενημερώνονται τα έντυπα των δηλώσεων φόρου εισοδήματος, από το λογιστικό σύστημα της οντότητας.»[2].
Βέβαια το ΣΛΟΤ είναι αναρμόδιο σε μεγάλο βαθμό να επιλύσει το συγκεκριμένο ζήτημα, δεδομένου ότι αφορά φορολογικό χειρισμό.
Λογιστικά έχει ξεκαθαριστεί και με παλαιότερη γνωμοδότηση του ΣΛΟΤ ότι τόσο το τεκμαρτό εισόδημα ιδιόχρησης, όσο και η τεκμαρτή δαπάνη δεν πρέπει να απεικονίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων.
Από την άλλη μεριά όμως ο ΚΦΕ ορίζει ότι «κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα, επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε., οι οποίες:
…….
γ) εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά».
Για να συμβιβαστούν οι δύο αυτές ανάγκες (των ΕΛΠ και του ΚΦΕ) δύο τρόποι υπάρχουν:
- Η εγγραφή στη λογιστική βάση των βιβλίων σε ειδικούς λογαριασμούς οι οποίοι δεν θα ενημερώνουν την κατάσταση αποτελεσμάτων. Στα διπλογραφικά βιβλία οι λογαριασμοί αυτοί μπορούν να κλείνουν συμψηφιστικά και με αυτό τον τρόπο να μην μεταφέρονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων. Στα απλογραφικά, εφόσον αναφερόμαστε σε εταιρείες, μπορεί επίσης να γίνει αντίστοιχος συμψηφισμός. Στα απλογραφικά όμως ατομικών επιχειρήσεων ο χειρισμός περιπλέκεται εξ αιτίας του γεγονότος ότι δεν έχουμε έσοδο (το τεκμαρτό εισόδημα ιδιόχρησης στην περίπτωση αυτή θεωρείται εισόδημα από ακίνητα και όχι εισόδημα επιχειρηματικής δραστηριότητας, άρα δεν απεικονίζεται στα βιβλία) αλλά έχουμε δαπάνη η οποία αποτελεί δαπάνη επιχειρηματικής δραστηριότητας και πρέπει να απεικονιστεί στα βιβλία.
- Η εγγραφή των σχετικών ποσών στη φορολογική βάση των βιβλίων, ώστε να εξασφαλίζεται η εκπλήρωση των προδιαγραφών τόσο των ΕΛΠ, όσο και του ΚΦΕ. Με το δεύτερο τρόπο μεταφέρονται στο Ε3 τα λογιστικά αποτελέσματα και το φορολογικό κομμάτι τακτοποιείται μέσω της διαφοράς λογιστικής – φορολογικής βάσης.
Το πρόβλημα όμως έχει να κάνει μιλώντας ειδικά για τις ατομικές επιχειρήσεις με το γεγονός ότι το Ε3 τουλάχιστον μέχρι πέρυσι περιλάμβανε στον πίνακα στ και τη δαπάνη της ιδιόχρησης παρόλο που δεν αφορά λογιστικό δεδομένο.
Το αποτέλεσμα είναι:
- Εάν υιοθετηθεί η πρώτη λύση: το ποσό των αποτελεσμάτων του κωδικού 563 επειδή συμπληρώνεται βάσει των λογιστικών δεδομένων (κατάσταση αποτελεσμάτων ΕΛΠ) δε θα περιλαμβάνει το ποσό της ιδιόχρησης. Αυτό όμως θα έχει σαν αποτέλεσμα να μη συμφωνεί με το ποσό του κωδικού 544-545-546. Μάλιστα επειδή στην πράξη αυτό που μεταφέρεται στον κωδικό 563 είναι αυτό που προκύπτει βάσει των αναγραφόμενων στο Ε3, είναι αυτό που δε θα συμφωνεί με την κατάσταση αποτελεσμάτων. Και ο λόγος που δε θα συμφωνεί είναι η αναγραφή του ποσού της ιδιόχρησης και στους κωδικούς 531/532/533.
- Εάν υιοθετηθεί η δεύτερη λύση, επίσης θα υπάρχει η ασυμφωνία αυτή, αφού ενώ στα βιβλία το ποσό της δαπάνης αυτής θα αναγραφεί μόνο στη φορολογική βάση, στο Ε3 θα απεικονίζεται στα λογιστικά ποσά.
Προφανώς το θέμα είναι απλό να επιλυθεί εφόσον το Ε3 επανασχεδιαστεί ώστε και στις ατομικές επιχειρήσεις να λειτουργεί σύμφωνα με τα ΕΛΠ και η απεικόνιση των φορολογικών προσαρμογών να πραγματοποιείται μέσω των διαφορών λογιστικής και φορολογικής βάσης, όπως γίνεται ήδη για τις εταιρείες.
Ας ελπίσουμε απλώς ότι κάποιος θα ασχοληθεί.