Τις περιπτώσεις εκείνες που διακόπτεται η καταβολή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης (ΚΕΑ), καθώς και τις επιπτώσεις και τις συνέπειες για όσους δηλώνουν ψευδή ή ανακριβή στοιχεία ή προσκομίζουν πλαστά δικαιολογητικά, καθορίζει το υπουργείο Εργασίας με σχετικό έγγραφό του.
Ειδικότερα:
1α. Η καταβολή της εισοδηματικής ενίσχυσης του ΚΕΑ διακόπτεται (παρ. 1 και 2 άρθρου 9), οσάκις περιέλθουν σε γνώση των αρμοδίων οργάνων των Δήμων έγγραφα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι με ευθύνη των αιτούντων κακώς κατεβλήθη το εν λόγω εισόδημα, διότι δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις.
Στις περιπτώσεις αυτές τα αρμόδια όργανα του Δήμου προχωρούν καταρχάς σε διερεύνηση της υπόθεσης, επικοινωνώντας με τυχόν αρμόδιες Υπηρεσίες ή και καλώντας τους αιτούντες να παράσχουν προφορικές ή έγγραφες διευκρινήσεις εντός εύλογης προθεσμίας (τουλάχιστον πέντε εργάσιμων ημερών), όποτε κρίνουν ότι αυτό απαιτείται. Ακολούθως, ενημερώνουν εγγράφως με σχετική εισήγηση τη Διεύθυνση Καταπολέμησης της Φτώχειας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, επισυνάπτοντας τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η καταβολή έγινε χωρίς να πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις.
Η διαδικασία ανάκλησης της πράξης έγκρισης και διακοπής καταβολής της εισοδηματικής ενίσχυσης τηρείται και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες πολίτης ή άλλο μέλος του νοικοκυριού του εμφανίζεται να συμμετέχει σε άλλη αίτηση εν αγνοία του. Ο πολίτης τεκμηριώνοντας με κάθε πρόσφορο δικαιολογητικό την πραγματική του κατάσταση, μπορεί να υποβάλει στο Δήμο αίτημα ανάκλησης της αίτησης στην οποία φαίνεται ότι συμμετέχει, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.2 περ.β. Κατόπιν διερεύνησης της υπόθεσης σύμφωνα με την ανωτέρω διαδικασία και έκδοσης πράξης ανάκλησης, ο ανωτέρω πολίτης μπορεί να υποβάλει αίτηση για ένταξη στο πρόγραμμα.
Η διαδικασία ανάκλησης Εφαρμόζεται, επίσης, στις περιπτώσεις διερεύνησης καταγγελιών που κατατίθενται απευθείας στη Δ/νση Καταπολέμησης της Φτώχειας και διαβιβάζονται προς διερεύνηση στους Δήμους, σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11 περ.ζ.
Σε περιπτώσεις πολιτών που για οποιοδήποτε λόγο επιθυμούν τη διακοπή καταβολής της εισοδηματικής ενίσχυσης (είτε έπαψαν να πληρούν τα κριτήρια ένταξης στο πρόγραμμα, είτε για προσωπικούς λόγους δεν επιθυμούν να συνεχίσουν να είναι δικαιούχοι), η διαδικασία είναι η ακόλουθη, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.2 περ.α.:
-ο πολίτης είτε προβαίνει σε ανάκληση της αίτησής του απευθείας, είτε αιτείται εγγράφως την ανάκληση στο Δήμο διαμονής του (επισυνάπτεται έντυπο αίτησης ανάκλησης). Στη δεύτερη περίπτωση, ο εξουσιοδοτημένος υπάλληλος του Δήμου, που έχει οριστεί επόπτης με δυνατότητα ανάκλησης εγκεκριμένης αίτησης, προβαίνει σε «Ανάκληση» και εκτυπώνει από την ηλεκτρονική πλατφόρμα την πράξη ανάκλησης για τον αιτούντα.
Ο εξουσιοδοτημένος υπάλληλος του Δήμου προβαίνει σε «Ανάκληση» της αίτησης και στην περίπτωση δήλωσης θανάτου του δικαιούχου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9 παρ.4 εδάφιο πρώτο.
Τέλος, θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή στις αρμόδιες Υπηρεσίες των Δήμων και των ΚΕΠ να ενημερώνουν με σαφήνεια και πληρότητα τους πολίτες ότι η υποβολή αίτησης για το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης εξομοιώνεται πλήρως με τη υπεύθυνη δήλωση του Ν.1599/1986, καθώς και για τις επιπτώσεις ψευδών δηλώσεων, ώστε να επιδεικνύεται ιδιαίτερη προσοχή κατά τη συμπλήρωση των αιτήσεων. Επισημαίνονται ιδιαιτέρως οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 10, σύμφωνα με τις οποίες «…σε περίπτωση δήλωσης από τον αιτούντα ψευδών στοιχείων ή απόκρυψης αληθινών στην αίτηση ένταξης του στο Κ.Ε.Α., με σκοπό τον προσπορισμό περιουσιακού οφέλους στον ίδιο ή σε τρίτο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 1599/1986 (Α’ 75), όπως ισχύει. Σε κάθε περίπτωση, μετά από αυτεπάγγελτη ή κατόπιν αναφοράς έρευνα, τα σχετικά στοιχεία παραπέμπονται στον αρμόδιο εισαγγελέα για την εξέταση των ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών των υπευθύνων».
Σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 22 του ν. 1599/1986 και ειδικότερα τις παρ.6 και 7:
«6. Όποιος εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθινά με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Εάν ο υπαίτιος των πράξεων αυτών σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Σε περίπτωση ανάκλησης της υπεύθυνης δήλωσης του εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2, του άρθρου 227 του Ποινικού Κώδικα.
Υπάλληλος που εν γνώσει του παραλείπει την άμεση καταμήνυση ψευδούς ή αναληθούς δήλωσης του άρθρου 8, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών».