Στα όρια τους βρίσκονται οι περίπου 70.000 δανειολήπτες που έλαβαν δάνεια σε ελβετικό φράγκο την περίοδο 2006-2009. Στην Ελλάδα, δεν είναι λίγα τα νοικοκυριά που δανείστηκαν σε ελβετικό φράγκο σε ένα νόμισμα σταθερό για δεκαετίες.
Το χαμηλό επιτόκιο και κατά συνέπεια η μικρότερη δόση αποτελούσαν μεταξύ άλλων το δελεαστικό επιχείρημα των Τραπεζών προς τους πολίτες ώστε να προχωρήσουν οι τελευταίοι στη σύναψη δανείων σε ελβετικό φράγκο. Πολλοί όμως βρέθηκαν υπερχρεωμένοι όταν άλλαξε η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου σε σχέση με το ευρώ.
Σήμερα το συνολικό ύψος των στεγαστικών δανείων ανέρχεται σε 72 δισ. ευρώ. Από αυτά, επισφαλή έχουν καταστεί τα 21,6 δισ. ευρώ (ή το 30% των δανείων). Τα υπόλοιπα στεγαστικά δάνεια, ύψους 50,4 δισ. ευρώ, εξυπηρετούνται κανονικά. Σε αυτά περιλαμβάνονται δάνεια σε ελβετικό φράγκο, ύψους περίπου 7 δισ. ευρώ, τα οποία, όμως, θεωρούνται και τα πλέον επίφοβα να καταστούν μη εξυπηρετούμενα.
Το οξύτατο θέμα των δανείων σε ελβετικό φράγκο αποτελεί θηλιά στο λαιμό για χιλιάδες ελληνικά νοικοκυριά. Μη λαμβάνοντας υπόψη τους συνοφειλέτες και εγγυητές, μόνο στην Ελλάδα οι συναφθείσες δανειακές συμβάσεις με ρήτρα ελβετικού φράγκου είναι περίπου 70.000, στη δε Ευρώπη φτάνουν τα 5.000.000.
Οι αλλαγές τις οποίες ανακοίνωσε πρόσφατα η Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο των εποπτικών υποχρεώσεων των τραπεζών για τη διαχείριση των καθυστερούμενων και των μη εξυπηρετούμενων δανείων αναμένεται να δώσουν «ανάσα» σε 70.000 δανειολήπτες που έλαβαν στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο.
Η πράξη της Τραπέζης της Ελλάδος για τις υποχρεώσεις των τραπεζών, στο πλαίσιο της διαχείρισης των κόκκινων δανείων, προβλέπει πως κάθε πιστωτικό ίδρυμα θα πρέπει να περιλαμβάνει ικανοποιητικό αριθμό εναλλακτικών τύπων ρύθμισης και οριστικής διευθέτησης των καθυστερούμενων και των μη εξυπηρετούμενων δανείων με σκοπό την κατά περίπτωση αξιολόγηση κάθε δανειολήπτη.
Οπως προβλέπεται στο νέο κανονιστικό πλαίσιο, οι τράπεζες μπορούν να εξετάσουν και μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις, όπως η μόνιμη μείωση του επιτοκίου ή του συμβατικού επιτοκιακού περιθωρίου, η αλλαγή τύπου επιτοκίου από κυμαινόμενο σε σταθερό ή αντιστρόφως, η παράταση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου, αλλά και ο διαχωρισμός ενός ενυπόθηκου δάνειου δανειολήπτη σε δύο τμήματα.
Η πρόβλεψη της δυνατότητας διαχωρισμού των ενυπόθηκων δανείων στα δύο είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις περιπτώσεις δανειοληπτών με δάνεια σε ελβετικό φράγκο, εκτιμούν τραπεζικές πηγές. Η ΤτΕ επιτρέπει στα πιστωτικά ιδρύματα να διαχωρίζουν ένα, π.χ., ενυπόθηκο δάνειο δανειολήπτη σε δύο τμήματα: Στο ενυπόθηκο δάνειο, το οποίο ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής αυτού.
Στο υπόλοιπο τμήμα του αρχικού δανείου, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα με ρευστοποίηση περιουσίας ή με άλλου είδους διευθέτηση, η οποία συμφωνείται εξαρχής από τα δύο μέρη.
Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαν τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο να διαχωριστούν σε «καλά» και «κακά» δάνεια. Το «καλό» δάνειο θα περιελάμβανε το ποσό οφειλής όπως αυτό διαμορφωνόταν την ημέρα που συνομολογήθηκε το δάνειο, εξαιρουμένων των τόκων που έχουν καταβληθεί στο ενδιάμεσο διάστημα. Το «κακό» δάνειο θα περιελάμβανε το «επαχθές» χρέος που προέκυψε από τη συναλλαγματική επιβάρυνση.
Ως απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει να διαχωρίσει κάποιος το δάνειό του σε «καλό» και «κακό» θα ήταν η ομαλή και συνεπής εξυπηρέτηση του «καλού» δανείου σε βάθος πενταετίας.