Μετά τις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ για την παραγραφή των φορολογικών υποθέσεων έως το έτος 2011, μεγάλος αριθμός φορολογουμένων έχει κληθεί προς έλεγχο από τη φορολογική διοίκηση για τις χρήσεις από το 2012 και μετά. Ο έλεγχος εδράζεται συχνά σε στοιχεία τα οποία προέκυψαν από άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών και τα οποία αποτελούν ένδειξη για προσαύξηση περιουσίας από παράνομη ή αδικαιολόγητη ή άγνωστη πηγή. Η προσαύξηση αυτή φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Θυμίζουμε ότι οι χρήσεις έως τις 31/12/2011 θεωρούνται παραγεγραμμένες για σκοπούς φορολογίας εισοδήματος και δύνανται να ελεγχθούν μόνο α) εάν προκύψουν «συμπληρωματικά στοιχεία» ή β) εάν δεν έχει υποβληθεί δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή παρατείνεται για 10 και 15 έτη, αντίστοιχα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στοιχεία κινήσεων τραπεζικών καταθέσεων από ημεδαπές τράπεζες δεν θεωρούνται «συμπληρωματικά στοιχεία». Τέτοια στοιχεία αποτελούν ωστόσο όσα προέρχονται από αλλοδαπές τράπεζες.
Διευκρινίσεις για την προσαύξηση
Στην περίπτωση που ένας φορολογούμενος κληθεί προς έλεγχο από τη φορολογική διοίκηση, θα πρέπει να παράσχει πληροφορίες για τις κινήσεις των τραπεζικών του λογαριασμών, δηλ. για εισερχόμενα και εξερχόμενα εμβάσματα, καταθέσεις μετρητών κ.λπ.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στις λεγόμενες «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλ. στις καταθέσεις μετρητών, η προέλευση των οποίων θα πρέπει να τεκμηριωθεί, π.χ. από προγενέστερες αναλήψεις μετρητών, πώληση περιουσιακού στοιχείου και είσπραξη του ανταλλάγματος σε μετρητά κ.λπ. Η επίκληση από τον φορολογούμενο του επιχειρήματος ότι τα ποσά αυτά έχουν δηλωθεί στις προγενέστερες φορολογικές του δηλώσεις και αποτελούν συνεπώς διαθέσιμο κεφάλαιο (μετά την αφαίρεση των πραγματικών του δαπανών) συνήθως δεν επαρκούν.
Η διοίκηση έχει κατά καιρούς εκδώσει χρήσιμες οδηγίες για το πώς πρέπει να ελέγχονται οι υποθέσεις της αδικαιολόγητης προσαύξησης της περιουσίας των φορολογουμένων που βασίζονται σε κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών. Συγκεκριμένα, έχουν διευκρινιστεί τα εξής:
• Η μη προσκόμιση στοιχείων λογαριασμών ημεδαπής, λόγω αντικειμενικής αδυναμίας προσκόμισης των σχετικών δικαιολογητικών (π.χ. διότι έχει παρέλθει ο χρόνος υποχρέωσης διαφύλαξης των σχετικών αρχείων από το τραπεζικό ίδρυμα), συνεπάγεται την αποδοχή των ισχυρισμών του φορολογούμενου, εκτός εάν η φορολογική αρχή διαθέτει άλλα στοιχεία απόρριψης των ισχυρισμών του.
• Εφόσον η απόκτηση μιας επένδυσης (π.χ. χαρτοφυλάκιο μετοχών) έλαβε χώρα σε χρόνο εκτός των φορολογικών ετών που ελέγχονται ή το εισερχόμενο έμβασμα αλλοδαπής προέρχεται από καταθέσεις/ εισοδήματα προγενέστερων ετών, οι σχετικές πιστώσεις θεωρούνται δικαιολογημένες για το ελεγχόμενο διάστημα και δεν θεμελιώνουν επέκταση του φορολογικού ελέγχου στα προγενέστερα αυτά έτη.
• Το ποσό τραπεζικού λογαριασμού που τροφοδότησε έμβασμα, και θεωρήθηκε ως προσαύξηση περιουσίας, φορολογείται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα της διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία εισήχθη για πρώτη φορά στην περιουσία του δικαιούχου του λογαριασμού. Η μεταφορά του με έμβασμα από τραπεζικό λογαριασμό δικαιούχου σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό του (στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή) δεν αποτελεί προσαύξηση της περιουσίας του.
• Δεν συνιστά συμπληρωματικό στοιχείο η πληροφορία η οποία περιέρχεται σε γνώση της φορολογικής αρχής μέσω της επεξεργασίας του ημεδαπού τραπεζικού λογαριασμού ή από στοιχεία που προσκομίζει ο φορολογούμενος κατά την επεξεργασία του ημεδαπού τραπεζικού λογαριασμού και αφορούν τις ως άνω πληροφορίες (χρηματοοικονομικά προϊόντα κ.λπ.). Τέτοια είναι η περίπτωση ύπαρξης τραπεζικού λογαριασμού αλλοδαπής που τροφοδοτήθηκε από λογαριασμούς της ημεδαπής (εξερχόμενο έμβασμα) ή τροφοδότησε λογαριασμούς της ημεδαπής (εισερχόμενο έμβασμα).
• Πίστωση, η οποία αποδεδειγμένα προέρχεται από ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα, φορολογείται ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα και υπόκειται σε λοιπές φορολογίες (π.χ. ΦΠΑ), εφόσον δεν έχει ήδη φορολογηθεί.
• Σε περίπτωση συμμετοχής του ελεγχόμενου σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο, το ποσό που πιστώνεται σε λογαριασμό του και αποδεικνύεται ότι αφορά συναλλαγές ή εισόδημα του νομικού προσώπου δεν συνιστά προσαύξηση περιουσίας. Σε αυτή την περίπτωση το ποσό μπορεί να θεωρηθεί δάνειο ή ταμειακή διευκόλυνση.
• Το υπερβάλλον τίμημα από μεταβίβαση ακινήτου το οποίο διαπιστώνεται ως τέτοιο από τον έλεγχο δεν αποτελεί προσαύξηση περιουσίας.