1. Εξόφληση συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων και ιδιωτών. Όλα όσα ισχύουν μέσα από χρηστικούς πίνακες

    Σε μια προσπάθεια να βοηθηθούν οι συνάδελφοι προκειμένου να βρίσκουν εύκολα και γρήγορα όσα ισχύουν σε κάθε περίπτωση εξόφλησης συναλλαγών που πραγματοποιούν οι επιχειρήσεις μεταξύ τους ή με ιδιώτες, αλλά και οι ίδιοι οι ιδιώτες για το «κτίσιμο» του αφορολόγητου και την παρεχόμενη έκπτωση φόρου από ιατρικές δαπάνες, η επιστημονική ομάδα του κόμβου συγκέντρωσε όλες τις περιπτώσεις που προβλέπονται καταγράφοντάς τις σε χρηστικούς πίνακες. Στους εν λόγω πίνακες υπάρχει αναφορά στους προβλεπόμενους τρόπους, στις τυχόν κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση διαφορετικού τρόπου εξόφλησης και στις σχετικές διατάξεις που ισχύουν.

  2. I. Συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ επαγγελματιών/επιχειρήσεων
Συναλλαγές μεταξύ επαγγελματιών/επιχειρήσεων
Ποσό συναλλαγής Προβλεπόμενος τρόπος εξόφλησης Κυρώσεις επί μη προβλεπόμενου τρόπου εξόφλησης Σχετικές διατάξεις
Έως 500,00€ (χωρίς Φ.Π.Α.) Με οποιονδήποτε τρόπο περ. β’ άρθ. 23 ν.4172/2013
ΠΟΛ.1216/2014
ΠΟΛ.1079/2015
ΠΟΛ.1055/2016
ΠΟΛ.1158/2016
ΔΕΑΦΒ 1068191/26.4.2016
ΔΕΑΦΒ 1069397/26.4.2016
Από 500,01€ (χωρίς Φ.Π.Α.) και μέχρι το όριο της επόμενης περίπτωσης Με τραπεζικά μέσα πληρωμής* Δεν εκπίπτει η δαπάνη
Από 3.000,00€ και πάνω (συμπ/μένου Φ.Π.Α.) Μέσω τραπεζικών λογαριασμών ή επιταγών που εξοφλούνται μέσω των ιδίων λογαριασμών Δεν εκπίπτει η δαπάνη και επιβολή προστίμου των παρ. 1 και 2α του άρθ. 5 του ν.2523/1997 ** παρ. 2 άρθ. 20 ν.3842/2010
ΠΟΛ.1091/2010

(*)

[Αυτός ο τρόπος εξόφλησης δεν ισχύει για τις δαπάνες προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος και νερού που εξοφλούνται στα ταμεία (γκισέ) των επιχειρήσεων καθώς και στα συμβεβλημένα καταστήματα που πραγματοποιούν εισπράξεις για λογαριασμό τους, εφόσον αποδεικνύονται από τα κατάλληλα δικαιολογητικά τα οποία φέρουν τα στοιχεία του πελάτη].

(**) Οι διατάξεις του άρθ. 5 εφαρμόζονται για παραβάσεις που διαπράχθηκαν στο χρονικό διάστημα μέχρι την έναρξη ισχύος των άρθρων 54 και 55 του ν. 4174/2013 και καταργήθηκαν με την παράγραφο 6 του άρθρου 7 του ν. 4337/2015, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δηλαδή, από 17.10.2015. Δεν υπάρχει μέχρι στιγμής κάποια διάταξη που να ορίζει πρόστιμο για τις περιπτώσεις αυτές μετά την κατάργηση του εν λόγω άρθρου.

 

ΙI. Πωλήσεις αγαθών ή υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από επαγγελματίες/επιχειρήσεις προς ιδιώτες

Πωλήσεις επαγγελματιών/επιχειρήσεων προς ιδιώτες από 22.12.2016
Ποσό λιανικής πώλησης Προβλεπόμενος τρόπος εξόφλησης από τους ιδιώτες Κυρώσεις επί μη προβλεπόμενου τρόπου εξόφλησης σε επαγγελματία/επιχείρηση Σχετικές διατάξεις
Πάνω από 500€ (συμπ/μένου Φ.Π.Α.) Με τραπεζικά μέσα πληρωμής Επιβολή προστίμου του άρθ. 4 του ν.2523/1997 Παρ. 3 άρθ. 20 ν.3842/2010
ΠΟΛ.1027/2011
(σ.σ. δεν έχει κοινοποιηθεί σχετική εγκύκλιος μετά την αντικατάσταση της παρ. 3 του άρθ. 20 από το ν.4446/2016)

 

ΙΙI. Δαπάνες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης από επαγγελματίες/επιχειρήσεις

Εξόφληση δαπάνης στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης των επαγγελματιών/επιχειρήσεων από 22.12.2016
Ποσό δαπάνης Προβλεπόμενος τρόπος εξόφλησης Κυρώσεις επί μη προβλεπόμενου τρόπου εξόφλησης Σχετικές διατάξεις
Ανεξαρτήτως ποσού α. Με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής
β. Μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμής
Δεν εκπίπτει η δαπάνη (σ.σ. εφαρμόζονται για δαπάνες μισθοδοσίας του μηνός Ιανουαρίου 2017 και μετά)* περ. ιδ’ άρθ. 23 ν.4172/2013
ΠΟΛ.1061/2017

 

(*)  [ σ.σ. βάσει της ΠΟΛ.1061/2017 έγινε δεκτό ότι, εξαιρετικά για τις αμοιβές που αφορούν στον μήνα Ιανουάριο 2017 και λόγω της πρώτης εφαρμογής των νέων διατάξεων, τυχόν προκαταβολές που έχουν καταβληθεί πριν τη δημοσίευση του νόμου 4446/2016 θα αναγνωρίζονται προς έκπτωση ανεξαρτήτως του τρόπου εξόφλησής τους ].

 

  1. IV. Συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών

Για τις συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών (π.χ. αγοραπωλησία αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών, κ.α.) δεν υπάρχει μέχρι στιγμής κάποιος περιορισμός ως προς τον τρόπο εξόφλησής τους. Ουσιαστικά, αυτές οι συναλλαγές μπορούν να πραγματοποιηθούν και με μετρητά, ανεξαρτήτως ποσού συναλλαγής.

 

  1. V. Δαπάνες που πραγματοποιούνται από φυσικά πρόσωπα (μισθωτούς, συνταξιούχους και αγρότες) για το «κτίσιμο» του αφορολόγητου (από 1.1.2017)
Εξόφληση δαπανών μισθωτών, συνταξιούχων και αγροτών για μείωση φόρου εισοδήματος («κτίσιμο» του αφορολόγητου) από 1.1.2017
Εισόδημα Απαιτούμενο ποσό υποχρεωτικής δαπάνης Προβλεπόμενος τρόπος εξόφλησης Κυρώσεις επί μη προβλεπόμενου τρόπου εξόφλησης Σχετικές διατάξεις
Από 1 έως 10.000,00€ 10% επί του εισοδήματος α. Με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής
β. Μέσω λογαριασμού πληρωμών Παροχών Υπηρεσιών
Στη διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπάνης, φόρος με συντελεστή 22% Άρθ. 16 ν.4172/2013
ΠΟΛ.1062/2017
ΠΟΛ.1005/2017
ΠΟΛ.1107/2016
Από 10.000,01 έως 30.000,00€ 1.000,00€ συν 15% στο τμήμα του εισοδήματος πάνω από τα 10.000,00€
Από 30.000,01€ και άνω 4.000,00€ συν 20% στο τμήμα του εισοδήματος πάνω από τα 30.000,00€ με ανώτατο όριο δαπάνης τα 30.000,00€

Δείτε και το σχετικό άρθρο του κόμβου Τα πάντα για τις αποδείξεις που «χτίζουν το αφορολόγητο».

 

VΙ. Πραγματοποιούμενες ιατρικές δαπάνες από φυσικά πρόσωπα

Εξόφληση ιατρικών δαπανών από 22.12.2016
Ποσό δαπάνης Απαιτούμενο ποσό δαπάνης για να υπάρξει όφελος Προβλεπόμενος τρόπος εξόφλησης Κυρώσεις επί μη προβλεπόμενου τρόπου εξόφλησης Σχετικές διατάξεις
Ανεξαρτήτως ποσού 5% του φορολογητέου εισοδήματος και έως 30.000,00€ Με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής Δεν παρέχεται έκπτωση φόρου 10% επί της δαπάνης άρθ. 18 ν.4172/2013
ΠΟΛ.1052/2015

(αναμένεται απόφαση Υ.Ο.)

 

 

I. Τρόποι εξόφλησης

  1. i. Τραπεζικά μέσα πληρωμής

Ως τραπεζικό μέσο πληρωμής ενδεικτικά νοείται:
α. Η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή, είτε με μετρητά είτε με μεταφορά μεταξύ λογαριασμών (έμβασμα)
β. Η χρήση χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών της εταιρείας που πραγματοποιεί την πληρωμή
γ. Η έκδοση τραπεζικής επιταγής της επιχείρησης ή η εκχώρηση επιταγών τρίτων
δ. Η χρήση συναλλαγματικών οι οποίες εξοφλούνται μέσω τραπέζης
ε. Η χρήση ταχυδρομικής επιταγής – ταχυπληρωμής
στ. Η κατάθεση σε λογαριασμό πληρωμών των Ελληνικών Ταχυδρομείων
ζ. Η καταβολή σε λογαριασμό πληρωμών του προμηθευτή, που τηρείται στο πιστωτικό ίδρυμα PayPal (Europe) S.ar.l. et Cie, S.C.A.

  1. ii. Ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής

Ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής νοείται, κάθε μέσο πληρωμής κατά την έννοια της περ. ιδ’ του άρθ. 62 του ν.4446/2016, που απαιτεί τη μεσολάβηση ενός τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού δικτύου και μπορεί να γίνει ενδεικτικά:
α. Με κάρτες και μέσα πληρωμής με κάρτες (χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες, προπληρωμένες κάρτες (prepaid card))
β. Μέσω λογαριασμού πληρωμών Παρόχων Υπηρεσιών Πληρωμών όπως π.χ.:
β1. Με μεταφορά πίστωσης
β2. Με εντολές άμεσης χρέωσης
β3. Με πάγιες εντολές
β4. Με τραπεζικές ή ταχυδρομικές επιταγές
β5. Μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking)
β6. Μέσω ηλεκτρονικού πορτοφολιού (e-wallet)
β7. Με πληρωμή σε γκισέ
β8. Με πληρωμή σε μηχανήματα τύπου «easy-pay»

iii. Πληρωμές μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμής

Η έννοια του «παρόχου υπηρεσιών πληρωμών» ορίζεται με τις διατάξεις της περ. δ’ του άρθ. 62 του ν.4446/2016 και είναι ευρύτερη από αυτή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.3862/2010. Στους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα πιστωτικά ιδρύματα, τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών και τα ιδρύματα πληρωμών, ανεξάρτητα αν έχουν την έδρα τους στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή (Ε.Ε., τρίτες χώρες). Πληρωμές μέσω παρόχου μπορούν να γίνουν ενδεικτικά:
α. Με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό είτε με μετρητά είτε με μεταφορά μεταξύ λογαριασμών (έμβασμα)
β. Με χρήση ταχυδρομικής επιταγής – ταχυπληρωμής
γ. Με κατάθεση σε λογαριασμό πληρωμών των Ελληνικών Ταχυδρομείων
δ. Με χρήση τραπεζικής επιταγής
ε. Με έκδοση επιταγής σε διαταγή του δικαιούχου

  1. Ενδικοφανής προσφυγή: διαδικασία υποβολής, δικαιολογητικά, καταβολή και αναστολή καταβολής του οφειλόμενου ποσού.

ΠΟΛ.1064/2017

αποφασίζουμε:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
Άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής κατά το άρθρο 63 ν.
4174/2013

Άρθρο 1
Ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών στο πλαίσιο της ειδικής διοικητικής διαδικασίας

1. Ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί πράξεις, ρητές ή σιωπηρές, που εκδίδονται ή συντελούνται από 1.1.2014 και εφεξής, σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (άρθρο 2 του ν. 4174/2013) οφείλει, πριν από την προσφυγή του στη Διοικητική Δικαιοσύνη, να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων με αίτημα επανεξέτασης στο πλαίσιο της ειδικής διοικητικής διαδικασίας, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο β’ εδ. της παρ. 1 του άρθρου 35 και στο στ’ εδ. της παρ. 1 του άρθρου 63 του Κ.Φ.Δ..

2. Η άσκηση οποιασδήποτε άλλης διοικητικής προσφυγής κατά των υποκειμένων στην ενδικοφανή προσφυγή πράξεων των φορολογικών αρχών, είναι απαράδεκτη.

Άρθρο 2
Προθεσμία, περιεχόμενο και διαδικασία άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής

1. Η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται κατά πράξεων των φορολογικών αρχών, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών που αρχίζει από την κοινοποίηση της πράξεως ή τη συντέλεση της παράλειψης. Η εν λόγω προθεσμία αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου. Ειδικά για τους κατοίκους εξωτερικού η σχετική προθεσμία ορίζεται σε εξήντα (60) ημέρες (άρ. 63 παρ. 1 εδ. γ’,δ’,ε’ Κ.Φ.Δ.).

2. Η ενδικοφανής προσφυγή υποβάλλεται από τον υπόχρεο στη φορολογική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή παρέλειψε την έκδοσή της και πρέπει να αναφέρει τους λόγους, τους ισχυρισμούς και τα έγγραφα στα οποία βασίζει το αίτημά του, να περιέχει τα ακριβή του στοιχεία, την προσβαλλόμενη πράξη, τη διεύθυνση στην οποία θα συντελούνται οι κοινοποιήσεις των αποφάσεων, των πράξεων και των λοιπών εγγράφων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, τη διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τα εν γένει στοιχεία επικοινωνίας του υπόχρεου. Σε κάθε περίπτωση μεταβολής των στοιχείων επικοινωνίας που επήλθε μετά την υποβολή του αιτήματος της ενδικοφανούς προσφυγής, ο υπόχρεος οφείλει να γνωστοποιεί εγγράφως αυτά στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, διαφορετικά οι κοινοποιήσεις γίνονται νομίμως βάσει των αρχικά δηλωθέντων στοιχείων.

3. Η αρμόδια Αρχή αποστέλλει την ενδικοφανή προσφυγή, συνοδευόμενη από τα σχετικά έγγραφα και τις απόψεις της, εντός επτά (7) ημερών από την υποβολή τους, στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, προκειμένου η τελευταία να αποφανθεί (άρθρο 63 παρ. 2 Κ.Φ.Δ.).

4. Ειδικότερα, η ενδικοφανής προσφυγή ασκείται, προκειμένου για σχολάζουσα κληρονομιά από τον κηδεμόνα, για επιδικία από τον προσωρινό διαχειριστή, για μεσεγγύηση από το μεσεγγυούχο, για πτωχεύσαντα από το σύνδικο, για ανήλικο από τον ασκούντα τη γονική μέριμνα ή τον επίτροπο και επί πλειόνων από τον έναν από αυτούς ή γι’ αυτόν που τελεί σε δικαστική συμπαράσταση από το δικαστικό συμπαραστάτη και προκειμένου για θανόντα φορολογούμενο από τους κληρονόμους του και εν γένει από κάθε πρόσωπο του άρθρου 64 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Για όλες τις ως άνω περιπτώσεις, υποχρεωτικώς με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής συνυποβάλλονται και τα νομιμοποιητικά έγγραφα από τα οποία προκύπτουν οι παραπάνω ιδιότητες.

5. Σε περιπτώσεις κατάργησης ή αναστολής λειτουργίας, κατά περίπτωση, της φορολογικής αρχής ή τμήματος ή γραφείου αυτής, που εξέδωσε την πράξη, η ενδικοφανής προσφυγή υποβάλλεται στην Υπηρεσία υποδοχής, η οποία και την διαβιβάζει σύμφωνα με τα ως άνω οριζόμενα, στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών.

6. Ο υπόχρεος, ταυτόχρονα με την υποβολή της ενδικοφανούς προσφυγής, συνυποβάλλει στην αρμόδια φορολογική αρχή και ηλεκτρονικό φάκελο (σε οπτικό δίσκο – CD ή USB κλπ.), στον οποίο περιλαμβάνονται σε μαγνητική μορφή και σε οποιαδήποτε αναγνώσιμη μορφή αρχείου:
α) η υποβληθείσα ενδικοφανής προσφυγή,
β) η αίτηση αναστολής σε περίπτωση αυτοτελούς υποβολής,
γ) τα έγγραφα και δικαιολογητικά που επικαλείται, συνοδευόμενα από υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 ν. 1599/1986, με την οποία δηλώνεται το ακριβές του περιεχομένου των στοιχείων του ηλεκτρονικού φακέλου.

Άρθρο 3
Διαδικασία εξέτασης ενδικοφανούς προσφυγής

1. Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ερευνά στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της τα πραγματικά και νομικά ζητήματα των υποθέσεων, λαμβάνοντας υπόψη την προσφυγή, τις πληροφορίες που έλαβε από τον υπόχρεο, τις απόψεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που σχετίζεται με την υπόθεση. Η διαδικασία διεξάγεται εγγράφως, με την επιφύλαξη των οριζόμενων στο παρόν άρθρο.

2. Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, εάν το κρίνει απαραίτητο, δύναται εντός της οριζόμενης προθεσμίας για την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής, να καλεί τον υπόχρεο, προκειμένου να εκφράσει εγγράφως, εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών το αργότερο, τις απόψεις του ως προς τα σχετικά ζητήματα και τους προβαλλόμενους με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής λόγους και ισχυρισμούς.

3. Στις περιπτώσεις που με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής προσκομισθούν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών νέα στοιχεία ή γίνει επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών, ο υπόχρεος πρέπει να καλείται σε ακρόαση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, προκειμένου να εκφράσει εγγράφως τις απόψεις του, αναπτύσσοντας τους προβαλλόμενους με την ενδικοφανή προσφυγή λόγους και τα τυχόν συνυποβαλλόμενα σε αυτήν νέα στοιχεία ή τα επικαλούμενα με το αίτημά του νέα πραγματικά περιστατικά. Στην περίπτωση αυτή, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δύναται να ζητά από την αρμόδια φορολογική αρχή τη διενέργεια πρόσθετων ελεγκτικών επαληθεύσεων, τάσσοντας ρητή προθεσμία, προκειμένου η τελευταία να της αποστείλει το σχετικό πόρισμά της. Ως νέα στοιχεία ορίζονται αυτά τα οποία δεν είχε στη διάθεσή της η φορολογική αρχή και δεν ήταν δυνατόν να τα λάβει υπ’ όψιν της κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης.

4. Προκειμένου να τύχουν εφαρμογής τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών κρίνει εάν πρόκειται για νέα στοιχεία ή όχι ή για νέα πραγματικά περιστατικά, συνεκτιμώντας τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης που έχει διαβιβασθεί από την αρμόδια φορολογική αρχή και κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο.

5. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον κατά την κρίση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών συντρέχει λόγος, η προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος ακρόαση διεξάγεται προφορικώς σε καθορισμένη ώρα και ημερομηνία εντός της Υπηρεσίας. Στην προφορική ακρόαση συμμετέχουν τρεις τουλάχιστον υπάλληλοι που ορίζονται από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας, μεταξύ των οποίων υπάλληλος που χειρίζεται την υπόθεση και ο προϊστάμενος του αρμοδίου Τμήματος, καθώς και ο υπόχρεος ο οποίος παρίσταται αυτοπροσώπως ή με εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, με ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο με θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής από την κατά νόμο αρμόδια αρχή.

6. Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, στο πλαίσιο της κατά τα ως άνω οριζόμενα ειδικής διοικητικής διαδικασίας – ενδικοφανούς προσφυγής, μπορεί να καλεί οποιονδήποτε για να παρέχει πληροφορίες και να αιτείται την προσκόμιση οποιουδήποτε εγγράφου ή άλλου στοιχείου το οποίο κρίνεται αναγκαίο στο πλαίσιο της επανεξέτασης της πράξης, τηρουμένων των σχετικών διατάξεων περί επαγγελματικού απορρήτου και προστασίας των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Επίσης, μπορεί να υποβάλλει γραπτά ερωτήματα σε άλλες καθ’ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε., οι οποίες, εφόσον κρίνουν σκόπιμο, μπορούν να προωθούν στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. την υποβολή ερωτημάτων προς έκδοση γνωμοδότησης στο Ειδικό Νομικό Γραφείο Δημοσίων Εσόδων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σύμφωνα με τις διατάξεις που το διέπουν.

7. Οι Υπηρεσίες, οι υπάλληλοι και τα όργανα της Α.Α.Δ.Ε. οφείλουν, κατά προτεραιότητα να παρέχουν κάθε πληροφορία ή σχετικό έγγραφο και να αποφαίνονται εντός των τασσομένων προθεσμιών, σύμφωνα με τις σχετικές πράξεις και αποφάσεις του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.

Άρθρο 4
Έκδοση της απόφασης

1. Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών εκδίδει απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής εντός προθεσμίας εκατόν είκοσι (120) ημερών από την ημερομηνία υποβολής της ενδικοφανούς προσφυγής στην αρμόδια φορολογική αρχή. Η εν λόγω προθεσμία αναστέλλεται κατά το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου.

2. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής περιέχει και την οριστική φορολογική υποχρέωση του υπόχρεου, το καταλογιζόμενο ποσό και την προθεσμία καταβολής αυτού.

3. Εάν με την απόφαση ακυρώνεται, μερικά ή ολικά, ή τροποποιείται η πράξη της φορολογικής αρχής, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών οφείλει να αιτιολογεί την απόφαση αυτή επαρκώς με νομικούς ή και πραγματικούς ισχυρισμούς. Σε περίπτωση που η πράξη ακυρώνεται για λόγους τυπικής πλημμέλειας, η αρμόδια φορολογική αρχή ενεργεί εκ νέου σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (άρθρο 63 παρ. 6 Κ.Φ.Δ.).

4. Αν εντός της κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενης προθεσμίας, δεν εκδοθεί απόφαση, τότε θεωρείται ότι η ενδικοφανής προσφυγή έχει απορριφθεί από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της ανωτέρω προθεσμίας. Στην περίπτωση αυτή, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ενημερώνει την αρμόδια φορολογική αρχή για τις δικές της ενέργειες.

5. Αντίγραφο της απόφασης, η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο, αποστέλλεται άμεσα και στην αρμόδια φορολογική αρχή για τις δικές της ενέργειες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
Ρύθμιση ζητημάτων καταβολής και αναστολής καταβολής του οφειλόμενου ποσού λόγω άσκησης ενδικοφανούς ή δικαστικής προσφυγής

Άρθρο 5
Άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής χωρίς αίτημα αναστολής Προϋποθέσεις και αποτελέσματα αναστολής καταβολής ποσοστού 50% του αμφισβητουμένου ποσού

1. Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή του ποσοστού 50% του αμφισβητούμενου ποσού που προέκυψε με την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, με την προϋπόθεση ότι έχει καταβληθεί το υπόλοιπο ποσοστό 50%. Η αναστολή επέρχεται από και διά της εφάπαξ καταβολής του εν λόγω ποσοστού και σε περίπτωση τμηματικής καταβολής από και διά της αποπληρωμής του. Κάθε εξοφλητική απόδειξη με την οποία καταβάλλεται ποσό που αφορά σε αυτοτελές πρόστιμο το οποίο δεν είναι παρεπόμενο κύριας οφειλής, φόρων, τελών, δικαιωμάτων, εισφορών και δασμών υπέρ του Δημοσίου, υπόκειται σε τέλη χαρτοσήμου 2%, πλέον εισφοράς ΟΓΑ 20%. Η καταβολή μπορεί να γίνει και μετά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής και, πάντως το αργότερο, μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή, σε περίπτωση μη έκδοσης απόφασης, εντός των εκατόν είκοσι (120) ημερών που προβλέπονται για την έκδοσή της. Καταβολή νοείται η εκουσίως γενομένη ή η είσπραξη του καταβλητέου 50% κατόπιν διενέργειας συμψηφισμού ή απόδοσης παρακρατηθέντος ποσού επί αποδεικτικού ενημερότητας/βεβαίωσης οφειλής και όχι στο πλαίσιο ληφθέντων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης.

2. Για το σε αναστολή υπόλοιπο 50% του αμφισβητούμενου ποσού, δεν λαμβάνονται μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης, αν δε τυχόν έχουν ληφθεί τέτοια μέτρα πριν από την καταβολή του 50%, αυτά αναστέλλονται για το διάστημα από το χρόνο της καταβολής και εφεξής, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή τη σιωπηρή απόρριψή της. Η αναστολή σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, δεν ισχύει επί του άμεσου προσδιορισμού του φόρου, καθώς και επί πράξης διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, που εκδίδεται με βάση στοιχεία που έχουν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο σε φορολογική του δήλωση (άρ. 63, παρ. 3, β’ εδάφιο).

3. Εφόσον ασκείται ενδικοφανής προσφυγή, χωρίς αίτημα αναστολής και χωρίς να έχει καταβληθεί το 50% του αμφισβητούμενου ποσού, το σύνολο του αμφισβητούμενου ποσού είναι καταβλητέο εντός της προβλεπόμενης κατά τα άρθρα 41 και 62 ΚΦΔ προθεσμίας καταβολής, ανάλογα με την περίπτωση, εκτός αν το 50% αυτού καταβληθεί αργότερα και πάντως εντός της προθεσμίας των 120 ημερών από την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, οπότε, για τα μέτρα εκτέλεσης που τυχόν έχουν ληφθεί στο μεταξύ, ισχύουν όσα αναφέρονται αμέσως παραπάνω για την αναστολή του υπόλοιπου 50%.

4. Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης επί ενδικοφανούς προσφυγής, βάσει της οποίας προκύπτει καταλογιζόμενο ποσό, ως προθεσμία καταβολής ορίζεται η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 66 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας για την άσκηση δικαστικής προσφυγής στις φορολογικές διαφορές, με αφετηρία αυτής την κοινοποίηση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής. Σε περίπτωση σιωπηρής απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, ως προθεσμία καταβολής ορίζεται η προβλεπόμενη από το προηγούμενο εδάφιο, με αφετηρία αυτής την επόμενη της λήξης της προθεσμίας έκδοσης απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής. Σε κάθε περίπτωση, δεν επιδιώκεται η είσπραξη του μη καταβληθέντος ποσού πριν από την πάροδο της προθεσμίας άσκησης δικαστικής προσφυγής.

Άρθρο 6
Προϋποθέσεις άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής με αίτημα αναστολής καταβολής ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού

1. Με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, εφόσον καταβληθεί το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%), εκτός αν υποβληθεί γι’ αυτό και γίνει αποδεκτό αίτημα αναστολής. Η αναστολή, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, δεν ισχύει επί του άμεσου προσδιορισμού του φόρου, καθώς και επί πράξης διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, που εκδίδεται με βάση στοιχεία που έχουν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο σε φορολογική του δήλωση (άρθρο 63 παρ. 3, β’ εδάφιο).

2. Εφόσον υποβληθεί από τον υπόχρεο, ταυτόχρονα με την ενδικοφανή προσφυγή και αίτημα αναστολής του καταβλητέου ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού της πράξης, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δύναται να αναστείλει την πληρωμή του εν λόγω ποσοστού μόνο στην περίπτωση κατά την οποία κρίνεται ότι αυτό θα είχε ως συνέπεια την ανεπανόρθωτη βλάβη για τον υπόχρεο. Η αναστολή αυτή ισχύει μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής στον υπόχρεο, άλλως μέχρι την άπρακτη πάροδο του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος για την έκδοσή της. Το αίτημα αναστολής υποβάλλεται με το έγγραφο της ενδικοφανούς προσφυγής ή αυτοτελώς με ιδιαίτερο έγγραφο που κατατίθεται την ίδια ημέρα με την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής.

3. Με την αίτηση αναστολής υποβάλλονται στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και τα αποδεικτικά στοιχεία με τα οποία τεκμηριώνονται οι ισχυρισμοί του αιτούντος και απαραιτήτως υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 ν. 1599/1986 στην οποία ο αιτών δηλώνει:
α) τα παγκόσμια έσοδα ή εισοδήματά του από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο και κατά το τρέχον έτος και
β) την περιουσιακή του κατάσταση στην Ελλάδα και οπουδήποτε στην αλλοδαπή κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης αναστολής.
Αν ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο, δηλώνονται επιπλέον και τα παγκόσμια έσοδα ή εισοδήματα από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο και κατά το τρέχον έτος, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση, οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή του ή της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων αυτού κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης αναστολής.
Αν ο αιτών είναι νομικό πρόσωπο ή οποιασδήποτε μορφής νομική οντότητα, δηλώνονται επιπλέον και τα παγκόσμια έσοδα ή εισοδήματα από κάθε πηγή κατά το προηγούμενο και κατά το τρέχον έτος, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης αναστολής, των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων στο κεφάλαιο των οποίων συμμετέχει ο αιτών, καθώς και των φυσικών προσώπων που σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ευθύνονται ατομικά για τις φορολογικές υποχρεώσεις του αιτούντος.
Η περιουσιακή κατάσταση περιλαμβάνει ιδίως τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε ακίνητα, τις καταθέσεις οποιουδήποτε είδους και τα συναφή τραπεζικά προϊόντα, τις επενδύσεις σε κινητές αξίες, τα μηχανοκίνητα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς, τα δάνεια και τις δωρεές, τις μετοχές, τα μερίδια, τα δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής σε κεφάλαιο σε οποιασδήποτε μορφής νομική οντότητα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του Κ.Φ.Δ. και τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε κινητά αξίας άνω των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Μαζί με την περιουσιακή κατάσταση δηλώνεται από τον αιτούντα και η εκτιμώμενη αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτήν. Για τα ακίνητα δηλώνεται και η αντικειμενική αξία αυτών.
Αν ο αιτών τηρεί λογιστικά αρχεία, σύμφωνα με τα Ε.Λ.Π. κατά τη διπλογραφική μέθοδο, με την αίτηση αναστολής συνυποβάλλονται ο τελευταίος ισολογισμός και το τελευταίο αναλυτικό ισοζύγιο γενικής λογιστικής του τρέχοντος έτους.

4. Αίτηση αναστολής για την οποία δεν προσκομίζονται τα προαναφερθέντα στοιχεία απορρίπτεται.

5. Η απόφαση επί της αιτήσεως αναστολής καταβολής εκδίδεται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία υποβολής της ενδικοφανούς προσφυγής.

Άρθρο 7
Αποτελέσματα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής με αίτημα αναστολής καταβολής ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) του αμφισβητούμενου ποσού

1. Με την υποβολή από τον υπόχρεο ταυτόχρονα με την προσφυγή, αιτήματος αναστολής της καταβολής του 50% του αμφισβητούμενου ποσού και μέχρι την έκδοση της απόφασης επί του αιτήματος, άλλως μέχρι την άπρακτη πάροδο του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος για την έκδοσή της, δεν επιδιώκεται η είσπραξη του συνόλου του αμφισβητούμενου ποσού.

2. Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης με την οποία γίνεται δεκτό το αίτημα αναστολής, αναστέλλεται η καταβολή του συνόλου του αμφισβητούμενου ποσού. Η είσπραξη του τελικώς καταλογιζόμενου ποσού, βάσει της απόφασης που θα εκδοθεί επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή της σιωπηρής απόρριψής της, μπορεί να επιδιωχθεί μετά την πάροδο της προθεσμίας που αναφέρεται ανωτέρω, στην παρ. 4 του άρθρου 5 της παρούσας απόφασης.

3. Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης με την οποία απορρίπτεται το αίτημα αναστολής, από την επόμενη της έκδοσης της απορριπτικής απόφασης ή, στην τυχόν περίπτωση που δεν έχει παρέλθει ακόμη η προθεσμία καταβολής κατά τα άρθρα 41 και 62 ΚΦΔ, από την επόμενη της λήξης της προθεσμίας αυτής, το σύνολο του αμφισβητούμενου ποσού είναι απαιτητό.

4. Αν εντός της προβλεπόμενης στην παρ. 5 του άρθρου 6 της παρούσας προθεσμίας, δεν εκδοθεί απόφαση, τότε θεωρείται ότι το αίτημα αναστολής έχει απορριφθεί από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών και ο υπόχρεος έχει λάβει γνώση αυτής της απόρριψης κατά την εκπνοή της ανωτέρω προθεσμίας. Στην περίπτωση αυτή, το σύνολο του αμφισβητούμενου ποσού είναι απαιτητό, από την επόμενη της εκπνοής της προθεσμίας έκδοσης της απόφασης ή της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής, σύμφωνα με την παρ. 3 του παρόντος.

5. Σε κάθε περίπτωση, εάν ο υπόχρεος, μετά την απόρριψη με οποιονδήποτε τρόπο του αιτήματος αναστολής, προβεί στην καταβολή του 50% του αμφισβητούμενου ποσού, αναστέλλεται από τον χρόνο της καταβολής και μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή τη σιωπηρή απόρριψή της η είσπραξη του υπολοίπου 50%.

Άρθρο 8
Άσκηση δικαστικής προσφυγής και αναστολή καταβολής του 50% του αμφισβητούμενου ποσού

1. Με την άσκηση εμπρόθεσμης δικαστικής προσφυγής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας) ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου κατά της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή κατά της σιωπηρής απόρριψης αυτής λόγω παρόδου της προθεσμίας έκδοσης της απόφασης, αναστέλλεται η καταβολή ποσοστού 50% του αμφισβητούμενου ποσού, υπό την προϋπόθεση της καταβολής του υπόλοιπου 50%, εφάπαξ ή τμηματικά, οποτεδήποτε μέχρι την έκδοση της οριστικής δικαστικής απόφασης.

2. Σε περίπτωση που η καταβολή λάβει χώρα μετά τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, αυτά αναστέλλονται από τον χρόνο της καταβολής και εφεξής και μέχρι την έκδοση απόφασης επί της δικαστικής προσφυγής. Ομοίως, αν, συνεπεία τμηματικής καταβολής του, η αποπληρωμή του ποσοστού 50% γίνεται σε μεταγενέστερο χρόνο, η αναστολή ισχύει από το χρόνο αυτό και εφεξής.

3. Ως αμφισβητούμενο ποσό θεωρείται το καταλογιζόμενο τελικά ποσό βάσει της απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή το αρχικά καταλογισθέν ποσό βάσει της πράξης κατά της οποίας ασκήθηκε η ενδικοφανής προσφυγή επί σιωπηρής απόρριψης αυτής ή το μέρος των ποσών αυτών που αμφισβητείται με την προσφυγή, επί μερικής αμφισβήτησης.

4. Η είσπραξη του 50% του αμφισβητούμενου ποσού του οποίου η καταβολή είχε ανασταλεί, μπορεί να επιδιωχθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας καταβολής του οφειλόμενου ποσού βάσει της εκδιδόμενης σχετικής οριστικής απόφασης του αρμόδιου πρωτοβάθμιου διοικητικού δικαστηρίου, κατά τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 41 του Κ.Φ.Δ..

5. Σε περίπτωση που δεν έχει καταβληθεί το προβλεπόμενο 50% του αμφισβητούμενου ποσού ή το 100% αυτού, προκειμένου για άμεσο προσδιορισμό και για πράξεις διοικητικού προσδιορισμού του φόρου, πλην όμως εκδίδεται δικαστική απόφαση αναστολής εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, αναστέλλεται η είσπραξη του συνόλου του δικαστικώς αμφισβητούμενου ποσού σύμφωνα με το διατακτικό αυτής και μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης.

Άρθρο 9
Υπολογισμός τόκων επί αναστολής και θέματα λήψης μέτρων κατά τη διάρκεια αυτής

1. Κάθε καταβολή, οποτεδήποτε αυτή πραγματοποιείται, που αφορά το αμφισβητούμενο ποσό λόγω της άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής, βαρύνεται, κατά περίπτωση, με τους αναλογούντες τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 53 του Κ.Φ.Δ..

2. Τυχόν αναστολή της πληρωμής δεν απαλλάσσει τον υπόχρεο από την υποχρέωση καταβολής των τόκων λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου.

3. Σε κάθε περίπτωση, κατά τη διάρκεια της νόμιμης προθεσμίας καταβολής των οφειλών καθώς και κατά τη διάρκεια αναστολής καταβολής αυτών, η Φορολογική Διοίκηση δύναται να λαμβάνει τα μέτρα των άρθρων 46 και 49 του ν. 4174/2013, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτών.

4. Σε περίπτωση λήψης εκ παραδρομής μέτρων αναγκαστικής είσπραξης κατά το χρονικό διάστημα της προηγούμενης παραγράφου, η Φορολογική Διοίκηση οφείλει να προβεί σε άρση αυτών, τυχόν δε ποσά που έχουν εισπραχθεί βάσει των ανωτέρω μέτρων επιστρέφονται τηρουμένων των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 48 του ν. 4174/2013 και του άρθρου 83 του ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
Καταργούμενες διατάξεις

Άρθρο 10
Παύση ισχύος της ΠΟΛ 1002/2013 απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων

Από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, παύει να ισχύει η ΠΟΛ 1002/2013 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ Β’ 55/16.1.2014).

3. Οι ασφαλιστικές εισφορές εκπίπτουν και από το εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών αλλοδαπής προέλευσης

Αριθ. πρωτ.: ΔΕΑΦ Α 1060761 ΕΞ 2017

Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 4172/2013, το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις περιλαμβάνει τα πάσης φύσεως εισοδήματα σε χρήμα ή σε είδος που αποκτώνται στο πλαίσιο υφιστάμενης, παρελθούσας ή μελλοντικής εργασιακής σχέσης, ενώ στην περιπτ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 14 ορίζεται ότι από τον υπολογισμό του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι κρατήσεις υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων, οι οποίες επιβάλλονται με νόμο.

2. Εξάλλου, το φορολογητέο εισόδημα από μισθωτή εργασία που υποβάλλεται σε φόρο με την κλίμακα του άρθρου 15 του ν. 4172/2013, είναι σύμφωνα με το άρθρο 7, αυτό που απομένει μετά την αφαίρεση των δαπανών που εκπίπτουν από το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις.

3. Ασφαλιστικές εισφορές που παρακρατούνται από τον εργοδότη της αλλοδαπής, αποτυπώνονται στη βεβαίωση αποδοχών των εισοδημάτων της αλλοδαπής προέλευσης και στην περίπτωση αυτή έχουν την ίδια φορολογική αντιμετώπιση που έχουν και τα εισοδήματα ημεδαπής, δηλαδή εκπίπτουν από ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες (ΔΕΑΦ Α 1046878 ΕΞ 2017/ 27.3.2017 έγγραφό μας).

4. Μετά από τα παραπάνω και δεδομένου ότι ο νόμος δεν προβλέπει περιοριστικά την έκπτωση από το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία μόνο των κρατήσεων των ημεδαπών ασφαλιστικών ταμείων και για λόγους ισότιμης φορολογικής μεταχείρισης, προκύπτει ότι από το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία αλλοδαπής προέλευσης, εκπίπτουν οι κρατήσεις από τους μισθούς που έχουν πραγματοποιήσει στην αλλοδαπή οι εργοδότες, όπως αυτές αναγράφονται στις βεβαιώσεις αποδοχών που προσκομίζονται για τη δήλωση του εισοδήματος αυτού στην Ελλάδα.

Επισημαίνεται ότι μετά την έκπτωση των κρατήσεων αυτών, προκύπτει το καθαρό εισόδημα πάνω στο οποίο υπολογίστηκε και η παρακράτηση φόρου μισθωτών υπηρεσιών στην αλλοδαπή, δηλαδή το εισόδημα που θεωρείται στην αλλοδαπή ως εισόδημα που υπάγεται σε φορολόγηση (φορολογητέο εισόδημα).

  1. Οι ζημιές προηγουμένων χρήσεων για να εκπέσουν στην 5ετία πρέπει να δηλωθούν και να μεταφερθούν στις επόμενες χρήσεις με τις αρχικές ή και τροποποιητικές δηλώσεις των επομένων χρήσεων.

Αριθ. πρωτ.: ΔΕΑΦ Β 1054541 ΕΞ 2017

ΣΧΕΤ : Η από ………….αίτηση της εταιρείας …………..

Απαντώντας στη σχετική αίτηση της εταιρείας ………., αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 4 του ν.2238/1994, όπως αυτές ίσχυαν πριν από την κατάργησή τους με τον ν.4172/2013, ήτοι για φορολογικά έτη που άρχισαν πριν την 1.1.2014 και εφαρμόζονταν ανάλογα με βάση την παρ.11 του άρθρου 105 του ίδιου νόμου και για τα νομικά πρόσωπα της παρ.1 του άρθρου 101 (Α.Ε., Ε.Π.Ε., κλπ.), ειδικά το αρνητικό στοιχείο (ζημία) του εισοδήματος από εμπορικές και γεωργικές επιχειρήσεις, που προκύπτει από βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.) που τηρούνται επαρκώς και ακριβώς, αν δεν καλύπτεται με συμψηφισμό θετικού στοιχείου εισοδήματος άλλης πηγής, είτε γιατί δεν υπάρχει τέτοιο στοιχείο εισοδήματος είτε γιατί αυτό που υπάρχει είναι ανεπαρκές, μεταφέρεται για να συμψηφισθεί ολόκληρο στην πρώτη περίπτωση ή κατά το υπόλοιπο αυτού στη δεύτερη, διαδοχικώς στα πέντε (5) επόμενα οικονομικά έτη κατά το υπόλοιπο που απομένει κάθε φορά, με την προϋπόθεση ότι κατά τα έτη αυτά τα βιβλία του υπόχρεου τηρούνται επαρκώς και ακριβώς.

2. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του πέμπτου εδαφίου της παρ.1 του άρθρου 61 του ν.2238/1994, οι οποίες εφαρμόζονταν ανάλογα, σύμφωνα με την παρ.3 του άρθρου 107 του ιδίου νόμου και για τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 101, ορίζεται ότι παράλειψη του υπόχρεου να επιδώσει μέχρι το τέλος του οικείου οικονομικού έτους δήλωση, στην οποία αναγράφεται η ζημία που προέκυψε στο ίδιο οικονομικό έτος, του στερεί το δικαίωμα συμψηφισμού, που ορίζεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 4.

3. Όπως είχε διευκρινισθεί με την ΠΟΛ.1052/15.3.2007 εγκύκλιό μας, οι επιχειρήσεις διατηρούν πλέον το δικαίωμα μεταφοράς της ζημίας που προέκυψε από επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία του Κ.Β.Σ. στα επόμενα έτη, εφόσον η ζημία έχει δηλωθεί μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους που προέκυψε, χωρίς να απαιτείται η δήλωση της ζημίας αυτής και με τις δηλώσεις των επόμενων οικονομικών ετών, όταν τα  αποτελέσματα είναι ζημιογόνα.

4. Εξάλλου, με την ΠΟΛ.1088/24.6.2016 εγκύκλιο με την οποία δόθηκαν οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27 του ν.4172/2013 διευκρινίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 27 περί μεταφοράς ζημιών εφαρμόζονται για φορολογικές ζημίες που προκύπτουν στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1.1.2014 και μετά. Επομένως, προκειμένου για ζημίες που προέκυψαν σε χρήσεις με έναρξη πριν την 1.1.2014, θα έχουν εφαρμογή οι προϋποθέσεις των διατάξεων εκείνων που ίσχυαν κατά τον χρόνο που γεννήθηκαν οι υπόψη ζημίες, ήτοι των άρθρων 4 και 61 του ν.2238/1994.

5. Επίσης, με τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 19 του ν.4174/2013 (Κ.Φ.Δ.) ορίζεται ότι τροποποιητική φορολογική δήλωση υποβάλλεται οποτεδήποτε μέχρι την έκδοση εντολής ελέγχου από τη Φορολογική Διοίκηση ή μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για έλεγχο της αρχικής δήλωσης με όλες τις συνέπειες περί εκπρόθεσμης δήλωσης.

6. Από τη Διοίκηση έχει γίνει δεκτό ότι ανώνυμη εταιρεία που στις φορολογικές δηλώσεις οικονομικών ετών 2010, 2011, 2012, 2013 και 2014 που υποβλήθηκαν εμπρόθεσμα, δήλωσε τις ζημίες των αντίστοιχων (τρεχουσών) χρήσεων, χωρίς ωστόσο να δηλωθούν οι ζημίες παρελθουσών χρήσεων, θα πρέπει να υποβάλει τροποποιητικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος για τα αντίστοιχα οικονομικά έτη, προκειμένου για την ορθή απεικόνιση του σωρευμένου υπολοίπου των ζημιών παρελθουσών χρήσεων στο φορολογικό έτος 2014 (κωδικός 039 του εντύπου Ν) (σχετ. το αριθ. ΔΕΑΦ Β 1135983 ΕΞ 2015/20.10.2015 έγγραφό μας).

7. Από τα στοιχεία της σχετικής αίτησης της εταιρείας ………… και από συμπληρωματικά στοιχεία που μας απεστάλησαν προκύπτει ότι η εν λόγω εταιρεία με αντικείμενο εργασιών τη διοργάνωση εκθέσεων υπέβαλε εμπρόθεσμα δήλωση για το οικονομικό έτος 2011 (πρώτη υπερδωδεκάμηνη διαχειριστική περίοδος 1.12.2009 – 30.06.2011) με ζημιογόνα αποτελέσματα (……………ευρώ). Στη συνέχεια, υπέβαλε τις φορολογικές δηλώσεις για τα οικονομικά έτη 2012 (1.07.2011 – 30.06.2012) και 2013 (1.07.2012 – 30.06.2013) με μηδενικά αποτελέσματα και μετέφερε την εν λόγω ζημία. Ωστόσο, στο οικονομικό έτος 2014 (1.07.2013 – 30.06.2014) και στο φορολογικό έτος 2014 (1.07.2014 – 30.06.2015), που η εν λόγω Ε.Π.Ε. συνέχιζε να εμφανίζει μηδενικά αποτελέσματα, δε μετέφερε την παραπάνω ζημία στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υπέβαλε για τις χρήσεις αυτές, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο συμψηφισμός της με τα κέρδη (…………. ευρώ) που εμφάνισε στο φορολογικό έτος 2015 (1.07.2015 – 30.06.2016).

8. Από όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω συνάγεται ότι η εν λόγω Ε.Π.Ε. πρέπει να υποβάλει τροποποιητικές δηλώσεις τόσο για το οικονομικό έτος 2014 όσο και για το φορολογικό έτος 2014, προκειμένου για την ορθή απεικόνιση των ζημιών παρελθουσών χρήσεων στο φορολογικό έτος 2015 (1.07.2015 – 30.06.2016) (κωδικός 039 του εντύπου Ν), κατ’ ανάλογη εφαρμογή των όσων έχουν γίνει δεκτά από τη Διοίκηση για χρήσεις με ζημιογόνα αποτελέσματα.

Τέλος, η Δ/νση Ελέγχων στην οποία κοινοποιείται το παρόν, παρακαλείται για τις τυχόν δικές της ενέργειες στα θέματα δικής της αρμοδιότητας.

  1. Η μη αναζήτηση δανείου σε εργαζόμενο συνιστά επαύξηση μισθού υποκείμενη σε εισφορές υπέρ ΙΚΑ.

Περίληψη απόφασης ΣτΕ 1818/2015

Κατά την έννοια των διατάξεων του ΑΝ 1846/1951 και του κανονισμού ασφάλισης του ΙΚΑ, εξαιρουμένων εκτάκτων παροχών κοινωνικού χαρακτήρα (ήτοι δώρων λόγω γάμου του ασφαλισμένου ή των τέκνων του, γεννήσεως τέκνων του ασφαλισμένου και βοηθημάτων στην οικογένεια θανόντος ασφαλισμένου), ως αποδοχές επί των οποίων υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές θεωρούνται οι πάσης φύσεως χρηματικές ή σε είδος παροχές του εργοδότη προς το μισθωτό έστω και αν αυτές δεν δίδονται αμέσως ως αντάλλαγμα της προσφερόμενης εργασίας, αλλά χορηγούνται στο μισθωτό οικειοθελώς από τον εργοδότη και από ελευθεριότητα, πάντως εξ αφορμής της σχέσεως εργασίας που τους συνδέει (ΣτΕ 1945/1996).
Η μη αναζήτηση από το προσωπικό υπολοίπου δανείου συνιστά επαύξηση μισθού υποκείμενη σε εισφορές υπέρ ΙΚΑ, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν πρόκειται περί παροχών κοινωνικού χαρακτήρα (λόγω γάμου, γεννήσεως ή θανάτου) και γενικότερα περί παροχών μη υποκειμένων σε εισφορές.

  1. Προθεσμίες υποβολής Ε9 λόγω κληρονομιάς ακινήτων

Της συν. Ειρήνη Ν. Λιαπάτη από το Taxheaven

 Από 1/1/2015 για κάθε μεταβολή που επέρχεται στην ακίνητη περιουσία, υπάρχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης Ε9 εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία μεταβολής, ώστε να απεικονίζεται σωστά η περιουσιακή κατάσταση του φορολογούμενου. Υπόχρεος σε φόρο είναι όποιος έχει στην κατοχή του ακίνητα την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους.

 

Θάνατος επικαρπωτή

Ο ψιλός κύριος, με τον θάνατο του επικαρπωτή, αποκτά την πλήρη κυριότητα του ακινήτου (μεταβολή εμπράγματου δικαιώματος). Σε αυτή την περίπτωση, ο ψιλός κύριος υποβάλλει Ε9 εντός 30 ημερών από την ημερομηνία θανάτου.

Παράδειγμα

Τέκνο έχει την ψιλή κυριότητα ενός διαμερίσματος. Στις 2 Φεβρουαρίου 2017 πεθαίνει ο επικαρπωτής-πατέρας. Το τέκνο υποβάλλει εμπρόθεσμα δήλωση Ε9, για να δηλώσει την μεταβολή του εμπράγματου δικαιώματος, έως την 4η Μαρτίου 2017 (30 ημερολογιακές ημέρες ξεκινώντας από την επομένη του θανάτου). Αν ο θάνατος επερχόταν στις 5 Μαρτίου 2017, η εμπρόθεσμη υποβολή θα γινόταν έως την 4η  Απριλίου 2017 (30 ημερολογιακές ημέρες).

 

Δωρεά αιτία θανάτου (Α.Κ. άρθρο 2032)

Στην περίπτωση της δωρεάς αιτία θανάτου, π.χ. στις γονικές παροχές ψιλής κυριότητας όπου υπάρχει όρος παρακράτησης της επικαρπίας εφ’ όρου ζωής για τον παρέχοντα και μετά τον θάνατό του για τον επιζώντα σύζυγο, διακρίνουμε δύο περιπτώσεις:

  •         αν ο επιζών σύζυγος δεν συμβάλλεται στο συμβόλαιο και δεν υπογράφει, τότε αυτή η παρακράτηση για τον επιζώντα σύζυγο θεωρείται πρόταση.  Σε περίπτωση που ο επιζών σύζυγος αποδεχτεί την δωρεά μετά τον θάνατο του δωρητή, θα πρέπει να συνταχθεί συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής της δωρεάς αιτία θανάτου και ο επιζών σύζυγος να υποβάλλει Ε9 εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία σύνταξης του συμβολαίου1.  Μέχρι να αποδεχτεί την δωρεά αιτία θανάτου ο επιζών σύζυγος, ο ψιλός κύριος θα πρέπει να δηλώνει πλήρη κυριότητα. Η πλειονότητα των συμβολαίων ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
  •         Σε περίπτωση που στο συμβόλαιο της μεταβίβασης της ψιλής κυριότητας προς το τέκνο, συμβάλλεται και υπογράφει και ο επιζών γονέας ως δωρεοδόχος (με την αναβλητική αίρεση να προαποβιώσει ο δωρητής), τότε το συμβόλαιο θεωρείται οριστικό (πρόταση και αποδοχή) και ο επιζών γονέας θα πρέπει να δηλώσει την επικαρπία εντός 30 ημερολογιακών ημερών από τον θάνατο.

 

Κληρονομική διαδοχή

Διαφορετική αντιμετώπιση, ως προς τον χρόνο υποβολής της δήλωσης Ε9, υπάρχει στις περιπτώσεις κληρονομικής διαδοχής. Η προθεσμία των 30 ημερολογιακών ημερών, για την εμπρόθεσμη υποβολή δήλωσης  Ε9, αρχίζει από την λήξη της προθεσμίας αποποίησης της κληρονομιάς2.

Η κληρονομική διαδοχή επέρχεται με δύο τρόπους: είτε εκ διαθήκης είτε εξ αδιαθέτου (χωρίς διαθήκη – από το νόμο).

Αν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του έτους που επήλθε ο θάνατος:

  •          έχει δημοσιευθεί διαθήκη, υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης Ε9 και κατά συνέπεια υπόχρεος σε φόρο είναι ο εκ διαθήκης κληρονόμος
  •           δεν έχει δημοσιευθεί διαθήκη, υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης  Ε9 και υπόχρεος σε φόρο είναι ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος.

Η απόκτηση ακινήτου από κληρονομιά, θα πρέπει να δηλωθεί στο Ε9 του κληρονόμου εντός 30 ημερολογιακών  ημερών από την λήξη της προθεσμίας αποποίησης της κληρονομιάς.

Η προθεσμία αποποίησης είναι:

  •          Για κατοίκους ημεδαπής 4 μήνες από την ημερομηνία θανάτου ή την δημοσίευση της διαθήκης.
  •          Για κατοίκους αλλοδαπής ή αν ο κληρονομούμενος ζούσε στο εξωτερικό, 12  μήνες από την ημερομηνία θανάτου ή την δημοσίευση της διαθήκης.

Η ύπαρξη διαθήκης ανανεώνει την τετράμηνη προθεσμία αποποίησης και για τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους που περιλαμβάνονται σ’ αυτήν.

Αν πριν την παρέλευση της ημερομηνίας αποποίησης,  συνταχθεί πράξη αποδοχής κληρονομιάς, τότε οι 30 ημέρες για την μεταβολή στο Ε9, ξεκινούν από την ημερομηνία σύνταξης της πράξης αποδοχής.

Σε περίπτωση αποποίησης κληρονομιάς, ο επόμενος στην κληρονομική διαδοχή, ο οποίος καθίσταται κληρονόμος λόγω αυτής της αποποίησης, έχει προθεσμία 4 μηνών, από την ημερομηνία αποποίησης του αρχικού κληρονόμου, για να αποποιηθεί και αυτός.

Περιπτώσεις κληρονομικής διαδοχής για κατοίκους ημεδαπής

  1. Εξ αδιαθέτου κληρονομιά

Θάνατος στις 10 Ιανουαρίου 2017. Οι κληρονόμοι έχουν δικαίωμα αποποίησης έως τις 9 Μαΐου 2017. Αν η ημερομηνία περάσει, χωρίς να αποποιηθούν ή να αποδεχτούν την κληρονομιά, θεωρείται ότι την έχουν αποδεχτεί σιωπηρά και θα πρέπει να υποβάλλουν Ε9 εμπρόθεσμα έως τις 8 Ιουνίου 2017.

  1. Αποδοχή κληρονομιάς πριν την λήξη της τετράμηνης προθεσμίας αποποίησης

Θάνατος στις 10 Ιανουαρίου 2017. Οι κληρονόμοι έχουν δικαίωμα αποποίησης έως τις 9 Μαΐου 2017. Αν στις 30 Μαρτίου 2017 συνταχθεί πράξη αποδοχής κληρονομιάς, μπορούν να δηλώσουν εμπρόθεσμα τα ακίνητα στο Ε9  έως τις 29 Απριλίου 2017.

III. Δημοσίευση διαθήκης στο ίδιο έτος που επήλθε ο θάνατος

Θάνατος στις 5 Μαρτίου 2017. Οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι έχουν προθεσμία 4 μηνών να αποποιηθούν την κληρονομιά. Στις 20 Μαΐου 2017  δημοσιεύεται διαθήκη. Οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι μπορούν να μην υποβάλλουν  Ε9, επειδή δεν έχει περάσει η 1 Ιανουαρίου 2018, ώστε να είναι υπόχρεοι σε φόρο και έχει δημοσιευθεί διαθήκη. Οι εκ διαθήκης κληρονόμοι, αν έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2017 (τετράμηνη προθεσμία) δεν κάνουν αποποίηση κληρονομιάς, δηλώνουν εμπρόθεσμα στο Ε9 τα ακίνητα έως 19 Οκτωβρίου 2017.

  1. Δημοσίευση διαθήκης στο επόμενο έτος από τον θάνατο

Θάνατος στις 20 Νοεμβρίου 2016. Η διαθήκη δημοσιεύεται στις 25 Φεβρουαρίου 2017. Επειδή μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2016 δεν έχει δημοσιευθεί  διαθήκη, υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης Ε9 (που αφορά τα ακίνητα που υπάρχουν την 1 Ιανουαρίου 2017) είναι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, οι οποίοι είναι και υπόχρεοι σε φόρο, κατά το ποσοστό που τους αναλογεί, εφόσον δεν κάνουν αποποίηση εντός της τετράμηνης προθεσμίας (19 Μαρτίου 2017). Θα μπορούν να υποβάλλουν δήλωση εμπρόθεσμα έως τις 19 Απριλίου 2017. Όταν δημοσιευθεί η διαθήκη, θα κάνουν τις απαραίτητες διορθώσεις είτε μεταβάλλοντας είτε διαγράφοντας τα ακίνητα που είχαν δηλώσει ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι. Για τη δήλωση που υποβάλλεται μετά τη δημοσίευση της διαθήκης, οι εκ διαθήκης κληρονόμοι έχουν προθεσμία 4 μηνών για να αποποιηθούν και σε περίπτωση που δεν αποποιηθούν, έχουν 30 ημέρες επιπλέον για εμπρόθεσμη υποβολή Ε9, δηλαδή στο παράδειγμά μας δυνατότητα αποποίησης έως 24 Ιουνίου 2017 και υποβολής δήλωσης Ε9, αν δεν γίνει αποποίηση, έως 24 Ιουλίου 2017.

  • Θάνατος 20 Νοεμβρίου 2016
  • Ε9 από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους, εμπρόθεσμα έως 19 Απριλίου 2017,  για να δηλωθούν τα ακίνητα που υπάρχουν 1 Ιανουαρίου 2017
  • Δημοσίευση διαθήκης 25 Φεβρουαρίου 2017
  • Τροποποιητική δήλωση Ε9 για τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους : διαγραφής ακινήτων 30 ημέρες από την δημοσίευση της διαθήκης ή μεταβολής ακινήτων εμπρόθεσμα έως 24 Ιουλίου 2017. Οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, σε περίπτωση που περιλαμβάνονται στην διαθήκη, μπορούν να αποποιηθούν την κληρονομιά εντός της τετράμηνης προθεσμίας που ξεκινά από την δημοσίευση της διαθήκης.
  • Αρχική δήλωση για τους εκ διαθήκης κληρονόμους (όσοι δεν περιλαμβάνονταν στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους) εμπρόθεσμα έως 24 Ιουλίου 2017.
  1. Επαγωγή κληρονομιάς λόγω αποποίησης του αρχικού κληρονόμου3

Με την αποποίηση του αρχικού κληρονόμου, η κληρονομιά επάγεται στον επόμενο στην κληρονομική διαδοχή, δηλαδή σε εκείνον που θα κληρονομούσε σε περίπτωση που ο αποποιηθείς δεν βρισκόταν εν ζωή όταν πέθανε ο κληρονομούμενος.

  • Θάνατος 20 Νοεμβρίου 2016
  • Ο αρχικός κληρονόμος αποποιείται στις 15 Μαρτίου 2017 (εντός της τετράμηνης προθεσμίας)
  • Ο επόμενος στην κληρονομική διαδοχή, έχει προθεσμία 4 μήνες για να αποποιηθεί, δηλαδή από τις 15 Μαρτίου που καθίσταται κληρονόμος, μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά έως τις 14 Ιουλίου 2017. Αν δεν αποποιηθεί, θα μπορεί να υποβάλλει Ε9 εμπρόθεσμα έως τις 13 Αυγούστου 2017 (4 μήνες + 30 ημέρες).

Κατά την υποβολή της δήλωσης Ε9, επειδή είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος, το σύστημα θα ζητήσει ημερομηνία θανάτου και θα θεωρήσει την δήλωση εκπρόθεσμη. Σύμφωνα με προφορικές οδηγίες του Υπουργείου, προτείνεται στην ημερομηνία θανάτου να αναγραφεί η ημερομηνία αποποίησης του αρχικού κληρονόμου και στις ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ να αναγραφεί το ιστορικό, δηλαδή η πραγματική ημερομηνία θανάτου, η ημερομηνία αποποίησης του αρχικού κληρονόμου, το όνομά του και ο αριθμός απόφασης του Πρωτοδικείου για την αποποίηση.

Περιπτώσεις κληρονομικής διαδοχής για κατοίκους αλλοδαπής

Οι κάτοικοι αλλοδαπής ή στις περιπτώσεις που ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία του κατοικία στο εξωτερικό, έχουν προθεσμία αποποίησης της κληρονομιάς ενός έτους2. Υπάρχει δηλαδή υποχρέωση υποβολής Ε9, εντός 12 μηνών και 30 ημερών από την ημερομηνία θανάτου (12 μήνες για αποποίηση + 30 ημέρες για το Ε9). Είναι η μόνη περίπτωση που κάποιο ακίνητο είναι δυνατόν να μην έχει δηλωθεί την 1η Ιανουαρίου του έτους που έπεται της ημερομηνίας θανάτου από κληρονόμους (εξ αδιαθέτου ή εκ διαθήκης).

Σε περίπτωση που γίνει αποδοχή κληρονομιάς πριν την λήξη της προθεσμίας αποποίησης, τότε οι 30 ημερολογιακές ημέρες για την υποβολή του Ε9, ξεκινούν από την ημερομηνία σύνταξης της πράξης αποδοχής κληρονομιάς. Σε περίπτωση αποποίησης, ο επόμενος στην κληρονομική διαδοχή, ανάλογα αν είναι κάτοικος ημεδαπής ή κάτοικος αλλοδαπής, έχει προθεσμία αποποίησης τέσσερις μήνες ή ένα έτος.

 

 

________________________________________________________

Γνδτ Ν.Σ.Κ. 562/2004  (Μπορείτε να την κατεβάσετε από εδώ)

2  Α.Κ. άρθρο 1847. Αποποίηση: Ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Στην επαγωγή από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης. Αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία είναι ενός έτους. Η προθεσμία αναστέλλεται από τους ίδιους λόγους που αναστέλλεται και η παραγραφή.

3  Στις περιπτώσεις της εξ αδιαθέτου κληρονομιάς, οι κληρονόμοι κατατάσσονται σε τάξεις, από την Α΄ τάξη έως την ΣΤ΄ (Δημόσιο). Πρώτα καλούνται να αποδεχτούν ή να αποποιηθούν οι κληρονόμοι που ανήκουν στην Α΄ τάξη (κατιόντες του κληρονομούμενου). Αν δεν υπάρχουν κληρονόμοι που ανήκουν στην Α΄ τάξη, τότε καλούνται οι κληρονόμοι που ανήκουν στην Β΄ τάξη (γονείς, αδερφοί κλπ.) κ.ο.κ.  Α.Κ. άρθρα 1813-1824

  1. Προθεσμίες υποβολής δήλωσης και καταβολής του φόρου ΦΠ, ΝΠ και σε περίπτωση διακοπής ή εκκαθάρισης ΝΠ

ΠΟΛ.1071/2017
ΦΠ: 30 ΙΟΥΝΙΟΥ

ΦΠ με εισόδημα από ΝΠ που τηρούν απλογραφικά: 1η ημέρα επόμενου μήνα από  την καταληκτική ημερομηνία υποβολής δήλωσης από τα ΝΠ

ΝΠ: 30 ΙΟΥΝΙΟΥ καταβολή του φόρου 31/7, 31/8, 30/9, 31/10, 30/11 και 31/12 και αντίστοιχα όσοι κλείνουν30/6 υποβάλουν δήλωση 31/12 και φόρο 31/1, 28/2, 31/3, 30/4, 31/5 και 30/6

Για τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες που έχουν τεθεί υπό εκκαθάριση, η δήλωση υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήξη της εκκαθάρισης για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν κατά την περίοδο αυτή. Σε περίπτωση παράτασης της εκκαθάρισης πέραν του έτους υποβάλλεται προσωρινή δήλωση για τα εισοδήματα κάθε έτους – μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήξη του, επιφυλασσομένης της υποβολής οριστικής δήλωσης συγχρόνως με τη λήξη της εκκαθάρισης.

Για τα διαλυόμενα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες, για τα οποία δεν επιβάλλεται από το νόμο εκκαθάριση, η δήλωση υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από τη διάλυση και σε κάθε περίπτωση πριν από τη διάθεση με οποιονδήποτε τρόπο των περιουσιακών στοιχείων τους.

Τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που έχουν λυθεί ή έχουν τεθεί υπό εκκαθάριση η καταβολή του φόρου γίνεται εφάπαξ και όχι αργότερα από την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την υποβολή της δήλωσης.

  1. Πότε επιτρέπεται η διανομή κερδών παρελθουσών χρήσεων σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και στο προσωπικό ανώνυμης εταιρείας με απόφαση έκτακτης Γενικής Συνέλευσης

Αρ. πρωτ.: ΔΕΑΦ Β 1065927 ΕΞ 2017

Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα και με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Όπως διευκρινίσθηκε με την ΠΟΛ.1223/8.10.2015 εγκύκλιό μας, για το εισόδημα από μερίσματα ημεδαπής προέλευσης, προμερίσματα, καθώς και για προσωρινές απολήψεις κερδών, χρόνος απόκτησης του δικαιώματος είσπραξης είναι ο χρόνος λήψης της απόφασης για την έγκριση της διανομής τους από το αρμόδιο όργανο του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας.

Περαιτέρω, όσον αφορά στη διανομή έκτακτων αποθεματικών που έχουν σχηματισθεί στον ισολογισμό της κλειόμενης χρήσης, με την ίδια εγκύκλιο διευκρινίστηκε ότι η έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων δεν μπορεί να αποφασίσει για την εν λόγω διανομή, καθόσον η διανομή αυτή συνεπάγεται τροποποίηση του ισολογισμού που έχει εγκριθεί από την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων.

Αντίθετα, όσον αφορά στη διανομή έκτακτων αποθεματικών προηγούμενων χρήσεων με απόφαση έκτακτης γενικής συνέλευσης, χρόνος κτήσης θεωρείται ο χρόνος λήψης της απόφασης από την έκτακτη γενική συνέλευση, δεδομένου ότι το εν λόγω όργανο μπορεί να αποφασίσει για την πιο πάνω διανομή, καθόσον στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για τροποποίηση απόφασης τακτικής γενικής συνέλευσης, η οποία αποφάσισε τη διανομή κερδών, αλλά ορίζεται τρόπος περαιτέρω διαθέσεως ήδη σχηματισθέντων αποθεματικών και μη διανεμηθέντων κερδών παρελθουσών χρήσεων (αριθ.356/1976 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Ν.Σ.Κ., αριθ.7/1993 ατομική γνωμοδότηση του γραφείου νομικού συμβούλου του Υπουργείου Εμπορίου).

2. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 112 του ν.4387/2016 αυξήθηκε από 10% σε 15% ο συντελεστής παρακράτησης φόρου για τα μερίσματα που διανέμονται από την 1.1.2017 και μετά.

3. Με τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 26 Α του κ.ν. 2190/1920 ορίζεται ότι ανώνυμες εταιρείες υποχρεούνται ”όπως μετά πάσαν Γενικήν Συνέλευσιν των μετοχών αυτών υποβάλλωσιν εις το Υπουργείον του Εμπορίου εντός είκοσιν ημερών κεκυρωμένον αντίγραφον των πρακτικών αυτής”.

4. Η Δ/νση Εταιρειών και Γ.Ε.ΜΗ. της Γενικής Δ/νσης Αγοράς του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, με το αριθ. πρωτ. 8638/23.1.2017 έγγραφό της, μας γνώρισε ότι η διανομή κερδών προηγουμένων χρήσεων με έκτακτη Γενική Συνέλευση (Γ.Σ.) στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ναι μεν δεν ρυθμίζεται από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 αλλά, εφόσον προβλέπεται στο καταστατικό, ή η σχετική απόφαση έχει ληφθεί από καθολική έκτακτη γενική συνέλευση, η εν λόγω διανομή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί.

Επίσης, η διανομή κερδών προηγουμένων χρήσεων με έκτακτη Γ.Σ. στο προσωπικό, δεν ρυθμίζεται από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, εφόσον όμως υπάρχει απόφαση διανομής, η οποία ελήφθη από καθολική έκτακτη Γ.Σ., όπου τα δικαιώματα των μετόχων δεν θίγονται, και με τη επιφύλαξη παντός δικαιώματος τρίτου, η εν λόγω απόφαση θα μπορούσε να υλοποιηθεί.

5. Από όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω συνάγεται ότι είναι δυνατή η διανομή έκτακτων αποθεματικών προηγούμενων χρήσεων σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και στο προσωπικό ανώνυμης εταιρείας με απόφαση έκτακτης Γενικής Συνέλευσης, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4 της παρούσας, με την επιφύλαξη των αναφερομένων στην ΠΟΛ.1223/8.10.2015 εγκύκλιό μας, αναφορικά με τους περιορισμούς που ισχύουν στη διανομή αποθεματικών με απόφαση έκτακτης γενικής συνέλευσης που έχουν σχηματισθεί στον ισολογισμό της κλειόμενης χρήσης.

Στην περίπτωση αυτή, ενεργείται παρακράτηση φόρου με τον συντελεστή που ισχύει κατά τον χρόνο που συγκαλείται η έκτακτη γενική συνέλευση, ο οποίος και αποδίδεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ.7 του άρθρου 64 του ν.4172/2013.

Τέλος, στην περίπτωση που μέχρι την έκδοση της παρούσας έχουν λάβει χώρα έκτακτες γενικές συνελεύσεις και υπό την προϋπόθεση ότι τα πρακτικά των οποίων έχουν κατατεθεί στην υπηρεσία του Γ.Ε.ΜΗ εντός της οριζόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 26 Α του κ.ν. 2190/1920 προθεσμίας, χωρίς να έχει αποδοθεί ο παρακρατηθείς φόρος, γίνεται δεκτό ότι αυτός μπορεί να αποδοθεί από τα υπόψη νομικά πρόσωπα εντός μηνός από την έκδοση του παρόντος, χωρίς κυρώσεις, με βάση τον ισχύοντα συντελεστή κατά τον χρόνο κτήσης του εισοδήματος αυτού.

9. Η μετατροπή ατομικής επιχείρησης σε Ι.Κ.Ε. με το ν.2166 επιτρέπεται και απαιτεί κεφάλαιο 150.000€ όπως η ΕΠΕ

Αριθ. πρωτ.: ΔΕΑΦ Β 1066057 ΕΞ 2017
Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Με το αριθ. ΔΕΑΦ Β’1084102 ΕΞ 2016/1.6.2016 έγγραφό μας διευκρινίστηκε ότι είναι δυνατή η μετατροπή ατομικής επιχείρησης και κοινωνίας αστικού δικαίου που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα σε Ι.Κ.Ε., κατ’ εφαρμογή των ευεργετικών διατάξεων των ν.δ.1297/1972 και ν.2166/1993 (εφόσον πληρούνται οι οριζόμενες στα νομοθετήματα αυτά προϋποθέσεις), κατ’ ανάλογη εφαρμογή των όσων ισχύουν για τη μετατροπή ατομικής επιχείρησης και κοινωνίας αστικού δικαίου σε Α.Ε. και Ε.Π.Ε.

2. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν.2166/1993 ορίζεται ότι το κεφάλαιο της νέας εταιρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ προκειμένου για ανώνυμη εταιρία και των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ προκειμένου για εταιρία περιορισμένης ευθύνης.

3. Επίσης, με τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 116 του ν.4072/2012 ορίζεται ότι οι εκάστοτε ισχύουσες φορολογικές διατάξεις για τις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης εφαρμόζονται αντίστοιχα και στις Ι.Κ.Ε. (σχετική και η ΠΟΛ.1262/11.12.2013 εγκύκλιός μας).

4. Μετά από όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω συνάγεται ότι σε περίπτωση μετατροπής ατομικής επιχείρησης σε Ι.Κ.Ε. κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν.2166/1993, το εταιρικό κεφάλαιο της προερχόμενης από μετατροπή Ι.Κ.Ε. δεν μπορεί να είναι μικρότερο των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των όσων ισχύουν για τις Ε.Π.Ε., δεδομένου ότι με βάση τις διατάξεις του ν.2166/1993, το εταιρικό κεφάλαιο της προερχόμενης από μετασχηματισμό Ε.Π.Ε., ο φορολογικός χειρισμός των οποίων εξομοιώνεται με αυτόν των Ι.Κ.Ε., δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ποσό αυτό.

10. Το τέλος επιτηδεύματος είναι έξοδο και όχι φόρος και στην κατάσταση αποτελεσμάτων εμφανίζεται στα «λοιπά έξοδα & ζημίες» και όχι στο «φόρο εισοδήματος»

Σ.ΛΟ.Τ. αριθ. πρωτ.: 96 ΕΞ 20.1.2017
ΕΡΩΤΗΜΑ

Σύμφωνα με την απόφαση 2014 ΕΞ 30.9.2016 πολύ μικρών οντοτήτων, το τέλος επιτηδεύματος θα βαρύνει το κονδύλι ΛΟΙΠΑ ΕΞΟΔΑ ΚΑΙ ΖΗΜΙΕΣ, και όχι να είναι ενσωματωμένο στο φόρο εισοδήματος, όπως είχε δημοσιευθεί στις καταστάσεις 2015. Επίσης δεν θα συμφωνούν με τις δαπάνες στην κατάσταση επιμερισμού των δαπανών.

Παρακαλώ για την διευκρίνηση για όλες τις οντότητες πολύ μικρές, μικρές, μεσαίες και μεγάλες.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Βάσει της αρχής του δουλευμένου, το τέλος επιτηδεύματος είναι έξοδο της χρήσεως που αφορά (κλειόμενη χρήση) και όχι της χρήσεως στην οποία πληρώνεται.

Συνεπώς αναγνωρίζεται και βαρύνει την κατάσταση αποτελεσμάτων της κλειόμενης χρήσης, στο κονδύλι «Λοιπά έξοδα και ζημίες».

  1. Το βοήθημα ανεργίας των αυτοαπασχολουμένων δεν είναι τακτική επιδοτούμενη ανεργία και δεν προσμετράτε στις χρονικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης

Αριθ. πρωτ.: Φ.10035/47467/1094

Με τις διατάξεις του άρθρου 44 του Ν.3986/2011, όπως ισχύει, συστάθηκε στον Ο.Α.Ε.Δ. Ειδικός Λογαριασμός Ανεργίας υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξαρτήτως Απασχολουμένων, ο οποίος αποτελείται από δυο κλάδους, που λειτουργούν με πλήρη οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια. Ο πρώτος κλάδος καλύπτει ασφαλισμένους στον ΟΑΕΕ και το ΕΤΑΠ-ΜΜΕ και ο δεύτερος ασφαλισμένους του ΕΤΑΑ.

Σκοπός του λογαριασμού είναι η χορήγηση βοηθήματος σε περιπτώσεις αποδεδειγμένης διακοπής του επαγγέλματος και για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών. Από 1.8.2011 θεσπίστηκε μηνιαία εισφορά ύψους δέκα (10,00) ευρώ που καταβάλλεται από τους ασφαλισμένους – αυτοτελώς και ανεξάρτητα απασχολούμενους του ΟΑΕΕ. Η εισφορά μέχρι 31.12.2016 εισπράττονταν από τον ΟΑΕΕ μαζί με τις λοιπές εισφορές και από 1.1.2017 από το ΕΦΚΑ και αποδίδεται στον Ο.Α.Ε.Δ. μέχρι το τέλος του μεθεπόμενου μήνα από το μήνα που καταβάλλεται

Ο Ειδικός Λογαριασμός που έχει συσταθεί στον ΟΑΕΔ έχει πλήρη οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, χρηματοδοτείται αποκλειστικά από την ειδική εισφορά που συνεισπράττεται με τις εισφορές των ασφαλισμένων του πρώην ΟΑΕΕ, δεν επιδοτείται, και για τους δικαιούχους του Βοηθήματος Ανεργίας δεν προβλέπεται η απόδοση κανενός είδους ασφαλιστικών εισφορών κατά τη διάρκεια της χορήγησης του. Κατά συνέπεια ο χρόνος λήψης του Βοηθήματος δεν μπορεί να θεωρηθεί συντάξιμος ή επιδοτούμενης ανεργίας και επομένως να ληφθεί υπόψη στις προϋποθέσεις που απαιτούνται για λήψη σύνταξης για οποιαδήποτε λόγο, είτε πλήρους είτε μειωμένης.