ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα) της 20ής Οκτωβρίου 2022

«Προδικαστική παραπομπή – Εσωτερική αγορά – Κανονισμός (ΕΕ) 910/2014 – Άρθρο 3, σημείο 12 – Έννοια της “εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής” – Άρθρο 25, παράγραφος 1 – Άρθρο 26 – Παράρτημα I – Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών υπογραφών – Απαιτήσεις που αφορούν την προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή – Διοικητική πράξη εκδοθείσα υπό μορφή ηλεκτρονικού εγγράφου που φέρει ηλεκτρονική υπογραφή η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις “εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής” – Σωρευτικές απαιτήσεις – Συνέπειες – Άρθρο 3, σημείο 15 – Απουσία “εγκεκριμένου πιστοποιητικού ηλεκτρονικής υπογραφής” – Καταχώριση εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής στο πιστοποιητικό που εκδίδει ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης – Ισχύς – Ονοματεπώνυμο του κατόχου της ηλεκτρονικής υπογραφής το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο μεταγραμματισμού στο λατινικό αλφάβητο αντί της συνήθους αναγραφής του με κυριλλικούς χαρακτήρες»

Στην υπόθεση C‑362/21,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Administrativen sad Veliko Tarnovo (διοικητικό πρωτοδικείο του Veliko Tarnovo, Βουλγαρία) με απόφαση της 14ης Μαΐου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Ιουνίου 2021, στο πλαίσιο της δίκης

«Ekofrukt» EOOD

κατά

Direktor na Direktsia «Obzhalvane i danachno-osiguritelna praktika» – Veliko Tarnovo

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis και Z. Csehi (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η «Ekofrukt» EOOD, εκπροσωπούμενη από την D. Y. Kirilova,

–        ο Direktor na Direktsia «Obzhalvane i danachno-osiguritelna praktika» – Veliko Tarnovo, εκπροσωπούμενος από τον B. Nikolov,

–        η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Georgieva και L. Zaharieva,

–        η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs και M. Van Regemorter,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Očková και τους M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. Braun, την D. Drambozova και τον P.‑J. Loewenthal,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 25, παράγραφος 1, του άρθρου 26 και του παραρτήματος I του κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 257, σ. 73).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της εδρεύουσας στη Βουλγαρία «Ekofrukt» EOOD και του Direktor na Direktsia «Obzhalvane i danachno-osiguritelna praktika» – Veliko Tarnovo (Διευθυντή της Διευθύνσεως «Προσφυγές και πρακτική στους τομείς της φορολογίας και της κοινωνικής ασφαλίσεως» του Veliko Tarnovo, Βουλγαρία, στο εξής: Διευθυντής) με αντικείμενο διορθωτική πράξη επιβολής φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) οφειλόμενου από την Ekofrukt για τις φορολογικές περιόδους των μηνών Αυγούστου έως Οκτωβρίου 2014.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 21, 23, 33 και 49 του κανονισμού 910/2014 έχουν ως εξής:

«(21)      […] Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει επίσης να καλύπτει θέματα που αφορούν τη σύναψη και την ισχύ συμβάσεων ή άλλων νομικών υποχρεώσεων, εφόσον υφίστανται απαιτήσεις ως προς τον τύπο, απορρέουσες από το εθνικό ή το ενωσιακό δίκαιο. Επίσης, δεν θα πρέπει να επηρεάζει τις εθνικές απαιτήσεις περί τύπου που αφορούν τα δημόσια μητρώα, ιδιαίτερα τα εμπορικά μητρώα και τα κτηματολόγια.

[…]

(23)      Στον βαθμό που ο παρών κανονισμός καθιστά υποχρεωτική την αναγνώριση μιας υπηρεσίας εμπιστοσύνης, παρόμοια υπηρεσία εμπιστοσύνης μπορεί να απορριφθεί μόνο εάν ο αποδέκτης της υποχρέωσης αδυνατεί να την αναγνώσει ή να την επαληθεύσει για τεχνικούς λόγους οι οποίοι εκφεύγουν του άμεσου ελέγχου του αποδέκτη. Εντούτοις, η εν λόγω υποχρέωση καθεαυτή δεν απαιτεί την απόκτηση από δημόσιο φορέα του απαιτούμενου υλικού και λογισμικού για την τεχνική αναγνωσιμότητα όλων των υφιστάμενων υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

[…]

(33)      Διατάξεις περί χρήσης ψευδωνύμων στα πιστοποιητικά δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τα κράτη μέλη να ζητούν εξακρίβωση της ταυτότητας των προσώπων σύμφωνα με το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο.

[…]

(49)      Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίζει την αρχή ότι δεν θα πρέπει να απορρίπτεται η ισχύς της ηλεκτρονικής υπογραφής με την αιτιολογία ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί τις απαιτήσεις της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής. Ωστόσο, εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία να καθορίζει το νομικό αποτέλεσμα των ηλεκτρονικών υπογραφών, εκτός από την απαίτηση που περιέχεται στον παρόντα κανονισμό και προβλέπει ότι η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή θα πρέπει να έχει νομική ισχύ ισοδύναμη με την ιδιόχειρη υπογραφή.»

4        Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 3 τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός δεν θίγει το εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο σε ό,τι αφορά τη σύναψη και την ισχύ συμβάσεων ή άλλων νομικών ή διαδικαστικών υποχρεώσεων ως προς τον τύπο.»

5        Κατά το επιγραφόμενο «Ορισμοί» άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

10)      “ηλεκτρονική υπογραφή”: δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή τα οποία είναι συνημμένα σε άλλα ηλεκτρονικά δεδομένα ή συσχετίζονται λογικά με άλλα δεδομένα σε ηλεκτρονική μορφή και τα οποία χρησιμοποιούνται από τον υπογράφοντα για να υπογράφει·

11)      “προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή”: ηλεκτρονική υπογραφή που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 26·

12)      “εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή”: προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή που δημιουργείται από εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής και η οποία βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής·

[…]

15)      “εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής”: πιστοποιητικό ηλεκτρονικών υπογραφών που εκδίδεται από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και πληροί τις οριζόμενες στο παράρτημα I απαιτήσεις·

16)      “υπηρεσία εμπιστοσύνης”: ηλεκτρονική υπηρεσία, συνήθως παρεχόμενη έναντι αμοιβής, η οποία συνίσταται:

α)      στη δημιουργία, εξακρίβωση και επικύρωση ηλεκτρονικών υπογραφών, ηλεκτρονικών σφραγίδων ή ηλεκτρονικών χρονοσφραγίδων, ηλεκτρονικών υπηρεσιών συστημένης παράδοσης και πιστοποιητικών που σχετίζονται με τις υπηρεσίες αυτές, ή

β)      στη δημιουργία, εξακρίβωση και επικύρωση πιστοποιητικών για επαλήθευση της ταυτότητας ιστοτόπων, ή

γ)      στη διαφύλαξη ηλεκτρονικών υπογραφών, σφραγίδων ή πιστοποιητικών που σχετίζονται με τις υπηρεσίες αυτές·

[…]

18)      “οργανισμός αξιολόγησης της συμμόρφωσης”: οργανισμός, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 765/2008 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 218, σ. 30)], ο οποίος έχει διαπιστευθεί σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό ως ικανός να αξιολογεί τη συμμόρφωση εγκεκριμένων παρόχων υπηρεσιών εμπιστοσύνης και των εγκεκριμένων υπηρεσιών εμπιστοσύνης που παρέχουν·

[…]

23)      “εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής”: διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής που πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος II·

[…]

35)      “ηλεκτρονικό έγγραφο”: οποιοδήποτε περιεχόμενο έχει αποθηκευτεί σε ηλεκτρονική μορφή και ειδικότερα ως κείμενο ή με ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή·

[…]».

6        Το άρθρο 17 του ίδιου κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Εποπτικός φορέας», προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι τα κράτη μέλη ορίζουν εποπτικό φορέα ο οποίος είναι υπεύθυνος, μεταξύ άλλων, να εποπτεύει τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης προκειμένου να διασφαλίζει ότι οι εν λόγω πάροχοι και οι εγκεκριμένες υπηρεσίες εμπιστοσύνης που παρέχουν πληρούν τις απαιτήσεις που θεσπίζει ο κανονισμός 910/2014, να χορηγεί έγκριση στους παρόχους υπηρεσιών εμπιστοσύνης και στις υπηρεσίες που αυτοί παρέχουν και να αποσύρει την έγκριση αυτή.

7        Το άρθρο 25 του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Νομική ισχύς των ηλεκτρονικών υπογραφών», έχει ως εξής:

«1.      Δεν απορρίπτονται η νομική ισχύς και το παραδεκτό της ηλεκτρονικής υπογραφής ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές.

2.      Η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή έχει νομική ισχύ ισοδύναμη με την ιδιόχειρη υπογραφή.

[…]»

8        Το άρθρο 26 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Απαιτήσεις για τις προηγμένες ηλεκτρονικές υπογραφές», ορίζει τα εξής:

«Μία προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)      συνδέεται κατά τρόπο μοναδικό με τον υπογράφοντα·

β)      είναι ικανή να ταυτοποιεί τον υπογράφοντα·

γ)      δημιουργείται με δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής τα οποία ο υπογράφων μπορεί, με υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης, να χρησιμοποιεί υπό τον αποκλειστικό του έλεγχο, και

δ)      συνδέεται με τα δεδομένα που έχουν υπογραφεί σε σχέση με αυτήν κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανιχνευθεί οποιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση των εν λόγω δεδομένων.»

9        Το επιγραφόμενο «Απαιτήσεις για τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής» παράρτημα I του ίδιου κανονισμού απαριθμεί τα διάφορα στοιχεία που πρέπει να περιέχουν τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής. Συγκεκριμένα, κατά τα στοιχεία βʹ έως δʹ του παραρτήματος αυτού, τα εν λόγω πιστοποιητικά πρέπει να περιέχουν ένα σύνολο δεδομένων που αντιπροσωπεύουν αναμφίσημα τον εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης ο οποίος έχει εκδώσει τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά, τουλάχιστον το όνομα του υπογράφοντος ή ένα ψευδώνυμο το οποίο πρέπει να αναφέρεται σαφώς και δεδομένα επικύρωσης της ηλεκτρονικής υπογραφής που πρέπει να αντιστοιχούν στα δεδομένα δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής.

10      Το παράρτημα II του κανονισμού 910/2014, το οποίο επιγράφεται «Απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής», προβλέπει, μεταξύ άλλων, στο σημείο 1, ότι οι εγκεκριμένες διατάξεις δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής πρέπει να διασφαλίζουν τουλάχιστον, με τα κατάλληλα τεχνικά και διαδικαστικά μέσα, μεταξύ άλλων, ότι διασφαλίζεται ευλόγως η εμπιστευτικότητα των δεδομένων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής, ότι τα δεδομένα αυτά μπορούν να προκύψουν στην πράξη μία μόνο φορά, ότι η ηλεκτρονική υπογραφή προστατεύεται με αξιόπιστο τρόπο από πλαστογραφία και ότι τα εν λόγω δεδομένα προστατεύονται με αξιόπιστο τρόπο από τον νόμιμο υπογράφοντα έναντι της χρησιμοποίησής τους από τρίτους. Επιπλέον, το σημείο 3 του παραρτήματος αυτού προβλέπει ότι η δημιουργία ή η διαχείριση δεδομένων δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής εκ μέρους του υπογράφοντος μπορεί να πραγματοποιείται μόνον από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

 Το βουλγαρικό δίκαιο

11      Κατά το άρθρο 3 του Zakon za elektronnia dokument i elektronnite udostoveritelni uslugi (νόμου για το ηλεκτρονικό έγγραφο και τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες εμπιστοσύνης, DV αριθ. 34, της 6ης Απριλίου 2001), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί ηλεκτρονικών εγγράφων), «ηλεκτρονικό έγγραφο» είναι το ηλεκτρονικό έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 35, του κανονισμού 910/2014.

12      Κατά το άρθρο 13 του νόμου περί ηλεκτρονικών εγγράφων:

«1)      Ηλεκτρονική υπογραφή είναι η ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 10, του [κανονισμού 910/2014].

2)      Προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή είναι η ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 11, του [κανονισμού 910/2014].

3)      Εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή είναι η ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του [κανονισμού 910/2014].

4)      Η νομική ισχύς της ηλεκτρονικής υπογραφής και της προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής είναι ισοδύναμη με την ισχύ της ιδιόχειρης υπογραφής, αν αυτό έχει συμφωνηθεί μεταξύ των μερών.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13      Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, Ekofrukt, είναι εμπορική εταιρία με εταιρικό σκοπό τη χονδρική και λιανική πώληση οπωροκηπευτικών σε διάφορα σημεία πώλησης. Η εταιρία αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο φορολογικού ελέγχου για τις φορολογικές χρήσεις ΦΠΑ της περιόδου από τον Αύγουστο έως τον Νοέμβριο του 2014.

14      Κατόπιν του ελέγχου αυτού, οι φορολογικές αρχές εξέδωσαν διορθωτική πράξη επιβολής φόρου στις 4 Μαΐου 2017. Ο Διευθυντής, κατόπιν ενδικοφανούς προσφυγής που άσκησε ενώπιόν του η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, ακύρωσε την πράξη αυτή με απόφαση της 4ης Αυγούστου 2017 και διέταξε τη διενέργεια νέου φορολογικού ελέγχου.

15      Στο πλαίσιο του νέου αυτού ελέγχου, οι φορολογικές αρχές εξέδωσαν, στις 8 Φεβρουαρίου 2018, διορθωτική πράξη επιβολής φόρου συνολικού ποσού 30 915,50 βουλγαρικών λέβα (BGN) (περίπου 15 800 ευρώ) για ΦΠΑ που αφορούσε τις φορολογικές χρήσεις των μηνών Αυγούστου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2014, πλέον τόκων υπερημερίας. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με απόφαση του Διευθυντή της 18ης Σεπτεμβρίου 2018.

16      Όλα τα έγγραφα της φορολογικής αρχής που εκδόθηκαν στο πλαίσιο του εν λόγω φορολογικού ελέγχου είχαν τη μορφή ηλεκτρονικών εγγράφων τα οποία έφεραν ηλεκτρονικές υπογραφές.

17      Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Administrativen sad Veliko Tarnovo (διοικητικού πρωτοδικείου του Veliko Tarnovo, Βουλγαρία), προσφυγή κατά της αποφάσεως του Διευθυντή της 18ης Σεπτεμβρίου 2018.

18      Στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής αμφισβητεί το κύρος των εκδοθέντων ηλεκτρονικών εγγράφων, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι πρόκειται για ηλεκτρονικά έγγραφα που φέρουν ηλεκτρονικές υπογραφές και, αφετέρου, ότι δεν υπάρχει «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή».

19      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προσκομίστηκαν αποσπάσματα από το μητρώο ηλεκτρονικών υπογραφών, από τα οποία προκύπτει ότι ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης είχε χαρακτηρίσει τις υπογραφές των φορολογικών αρχών ως «υπηρεσιακές ηλεκτρονικές υπογραφές». Κατά τις γνωμοδοτήσεις εμπειρογνωμόνων που προσκομίστηκαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, οι ηλεκτρονικές υπογραφές που έχουν τεθεί στα προσβαλλόμενα από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης ηλεκτρονικά έγγραφα δεν αποτελούν «εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014.

20      Το αιτούν δικαστήριο κρίνει, εντούτοις, αναγκαίο να διευκρινιστεί η έννοια αυτή. Εξάλλου, επισημαίνει ότι απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία σχετικά με την έκταση του ελέγχου όσον αφορά το κατά πόσον οι εν λόγω υπογραφές συνάδουν με τις πληροφορίες που πρέπει βάσει του νόμου να περιέχουν τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να είναι σε θέση να διαπιστώσει αν υφίσταται ή όχι τέτοια υπογραφή. Συναφώς, διερωτάται, μεταξύ άλλων, ποια είναι η αξία μιας «υπηρεσιακής ηλεκτρονικής υπογραφής», όπως αυτή την οποία χρησιμοποίησε ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης, μολονότι η έννοια αυτή δεν υφίσταται στη βουλγαρική έννομη τάξη.

21      Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, γίνεται κατ’ αρχήν δεκτό ότι το άρθρο 25 του κανονισμού 910/2014 απαγορεύει την αμφισβήτηση ηλεκτρονικών εγγράφων και, επομένως, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι ένα ηλεκτρονικό έγγραφο φέρει μη εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, το έγγραφο αυτό θεωρείται έγκυρο. Η προσέγγιση αυτή έχει ως συνέπεια τη δημιουργία ανισορροπίας μεταξύ, αφενός, ενός έντυπου εγγράφου που φέρει ιδιόχειρη υπογραφή και, αφετέρου, ενός ηλεκτρονικού εγγράφου που φέρει ηλεκτρονική υπογραφή. Σε περίπτωση αμφισβήτησης εγγράφου εκδοθέντος σε έντυπη μορφή, η οποία οδηγεί στη διαπίστωση ότι η επ’ αυτού τεθείσα υπογραφή δεν είναι η υπογραφή του φερόμενου συντάκτη του, το επίμαχο έγγραφο κηρύσσεται άκυρο ελλείψει υπογραφής. Αντιθέτως, στην περίπτωση ηλεκτρονικού εγγράφου, ακόμη και αν διαπιστωθεί ότι η ηλεκτρονική υπογραφή δεν αποτελεί «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», το έγγραφο αυτό δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ανυπόγραφο και, ως εκ τούτου, παραμένει έγκυρο.

22      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Administrativen sad Veliko Tarnovo (διοικητικό πρωτοδικείο του Veliko Tarnovo) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 25, παράγραφος 1, του [κανονισμού 910/2014] την έννοια ότι η ακύρωση διοικητικής πράξεως που εκδόθηκε υπό μορφή ηλεκτρονικού εγγράφου δεν είναι δυνατή αν το εν λόγω έγγραφο φέρει ηλεκτρονική υπογραφή που δεν αποτελεί “εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή”;

2)      Προκειμένου να διαπιστωθεί αν η ηλεκτρονική υπογραφή είναι εγκεκριμένη, αρκεί η καταχώριση “εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής” στο πιστοποιητικό που εκδίδεται από τον πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης ή εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 26 και του παραρτήματος Ι του [κανονισμού 910/2014];

3)      Σε περίπτωση όπως η περιγραφόμενη ανωτέρω, κατά την οποία ο πάροχος έχει χαρακτηρίσει την ηλεκτρονική υπογραφή ως “υπηρεσιακή”, αρκεί το γεγονός αυτό προκειμένου να διαπιστωθεί ότι δεν πρόκειται περί “εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής”, εφόσον δεν υφίσταται εγκεκριμένο πιστοποιητικό του παρόχου, ή πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσον οι υπογραφές πληρούν τις απαιτήσεις για την ύπαρξη “εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής”;

4.      Κατά τον έλεγχο συμμορφώσεως της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής με τις απαιτήσεις του παραρτήματος Ι του [κανονισμού 910/2014], συνιστά παράβαση του εν λόγω κανονισμού, η οποία έχει ως αποτέλεσμα να μην υφίσταται εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, το γεγονός ότι το ονοματεπώνυμο του υπογράφοντος δεν έχει αναγραφεί με χαρακτήρες του κυριλλικού αλφαβήτου, όπως ταυτοποιείται το εν λόγω πρόσωπο, αλλά με χαρακτήρες του λατινικού αλφαβήτου;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού

23      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι το δεύτερο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτα διότι δεν είναι λυσιτελή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, δεδομένου ότι, κατά την απόφαση περί παραπομπής, οι επίμαχες στην κύρια δίκη ηλεκτρονικές υπογραφές δεν αποτελούν «εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014.

24      Ο Διευθυντής υποστηρίζει, επίσης, ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι υποθετικά, στο μέτρο που οι εκτιμήσεις του αιτούντος δικαστηρίου στηρίζονται στην εσφαλμένη πραγματική παραδοχή ότι η προσβαλλόμενη ενώπιόν του διοικητική πράξη υπογράφηκε με άλλη υπογραφή και όχι με «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή».

25      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διαχωρισμό των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, ο εθνικός δικαστής είναι ο μόνος αρμόδιος να διαπιστώσει και εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης καθώς και να ερμηνεύσει και εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο. Ομοίως, μόνο στον εθνικό δικαστή, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί, απόκειται να εκτιμήσει, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει (απόφαση της 26ης Μαΐου 2011, Stichting Natuur en Milieu κ.λπ., C‑165/09 έως C‑167/09, EU:C:2011:348, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, το Δικαστήριο πρέπει κατ’ αρχήν να περιορίσει την εξέτασή του στα στοιχεία εκτιμήσεως που αποφάσισε να του υποβάλει το αιτούν δικαστήριο και πρέπει, συνεπώς, να εξετάσει την κατάσταση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει δεδομένη, χωρίς να δεσμεύεται από τις απόψεις που προβάλλει κάποιος από τους διαδίκους της κύριας δίκης (απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Coty Germany, C‑567/18, EU:C:2020:267, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να αποφανθεί, μεταξύ άλλων, όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, ή ακόμη όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως (απόφαση της 26ης Μαΐου 2011, Stichting Natuur en Milieu κ.λπ., C‑165/09 έως C‑167/09, EU:C:2011:348, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Ωστόσο, εν προκειμένω δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση.

29      Πράγματι, μολονότι η αιτιολογία της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως είναι, ασφαλώς, συνοπτική, παραμένει γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο δεν συνήγαγε ακριβώς οριστικά συμπεράσματα όσον αφορά το ζήτημα αν οι επίμαχες στην κύρια δίκη ηλεκτρονικές υπογραφές πρέπει να θεωρηθούν ή όχι ως «εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές». Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ρητώς ότι «χρειάζεται πρόσθετα στοιχεία σχετικά με την έκταση του ελέγχου όσον αφορά το κατά πόσον οι εν λόγω υπογραφές συνάδουν με το περιεχόμενο που επιβάλλει ο νόμος, προκειμένου να είναι σε θέση να διαπιστώσει αν υφίσταται ή όχι εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή».

30      Επομένως, δεν προκύπτει προδήλως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Επιτροπή και ο Διευθυντής, ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι το ζήτημα που τίθεται είναι υποθετικής φύσεως.

31      Κατά συνέπεια, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

32      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014 έχει την έννοια ότι η ακύρωση διοικητικής πράξης η οποία έχει εκδοθεί υπό μορφή ηλεκτρονικού εγγράφου δεν είναι δυνατή, όταν το έγγραφο αυτό φέρει ηλεκτρονική υπογραφή η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις του ως άνω κανονισμού προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού αυτού.

33      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της κατά τη συνήθη έννοιά του στην καθομιλουμένη, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Stichting Rookpreventie Jeugd κ.λπ., C‑160/20, EU:C:2022:101, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Πρώτον, επισημαίνεται ότι, κατά το ίδιο το γράμμα του άρθρου 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014, δεν απορρίπτονται η νομική ισχύς και το παραδεκτό της ηλεκτρονικής υπογραφής ως αποδεικτικού στοιχείου σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι η υπογραφή είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις για τις εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές.

35      Επομένως, η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει την ακύρωση των ηλεκτρονικών υπογραφών από τα εθνικά δικαστήρια, αλλά καθιερώνει γενική αρχή η οποία απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να μην αναγνωρίζουν τη νομική ισχύ και την αποδεικτική ισχύ των ηλεκτρονικών υπογραφών σε νομικές διαδικασίες μόνο λόγω του γεγονότος ότι οι υπογραφές αυτές είναι σε ηλεκτρονική μορφή ή ότι δεν πληρούν τις απαιτήσεις που θέτει ο κανονισμός 910/2014 προκειμένου μια ηλεκτρονική υπογραφή να μπορεί να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή».

36      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 910/2014, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 21 και 49 του κανονισμού αυτού, από το οποίο προκύπτει ότι εναπόκειται στην εθνική νομοθεσία να καθορίζει το νομικό αποτέλεσμα των ηλεκτρονικών υπογραφών. Πράγματι, δυνάμει της διατάξεως αυτής, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να αποφασίσουν αν, μεταξύ άλλων, οι ανακοινώσεις και οι πράξεις που εκδίδει η φορολογική αρχή έναντι των υποκειμένων στον φόρο μπορούν να έχουν ηλεκτρονική μορφή και να καθορίσουν, σε μια τέτοια περίπτωση, ποιος τύπος ηλεκτρονικής υπογραφής απαιτείται αναλόγως των περιστάσεων. Ο κανονισμός 910/2014 δεν προβλέπει ποιος συγκεκριμένος τύπος ηλεκτρονικής υπογραφής πρέπει να χρησιμοποιείται κατά την έκδοση συγκεκριμένης νομικής πράξης όπως, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση διοικητικής απόφασης εκδιδόμενης υπό μορφή ηλεκτρονικού εγγράφου. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν αν στην περίπτωση μιας τέτοιας διοικητικής απόφασης απαιτείται μόνον εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή και ποιες είναι, ενδεχομένως, οι συνέπειες μη τηρήσεως της απαίτησης αυτής.

37      Η μοναδική σχετική εξαίρεση έγκειται στην απαίτηση που προβλέπει το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 910/2014, κατά την οποία η νομική ισχύς της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής πρέπει να είναι ισοδύναμη με εκείνη της ιδιόχειρης υπογραφής. Ο σκοπός της διατάξεως αυτής, η οποία καθιερώνει μόνον υπέρ της εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής ένα τεκμήριο «εξομοίωσης» με ιδιόχειρη υπογραφή, θα διακυβευόταν αν μια ηλεκτρονική υπογραφή που δεν πληροί τις απαιτήσεις του κανονισμού αυτού για να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή» είχε, εντούτοις, συγκρίσιμη ή και υπέρτερη ισχύ, καθόσον μια ευρεία ερμηνεία του άρθρου 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014 θα καθιστούσε την προσβολή μιας τέτοιας υπογραφής αδύνατη ή, τουλάχιστον, δυσχερέστερη από την προσβολή ιδιόχειρης υπογραφής. Όπως ορθώς επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, μια τέτοια προσέγγιση θα είχε ως συνέπεια τη δημιουργία ανισορροπίας μεταξύ έντυπου εγγράφου φέροντος ιδιόχειρη υπογραφή και ηλεκτρονικού εγγράφου φέροντος ηλεκτρονική υπογραφή.

38      Εν προκειμένω, από το εθνικό νομικό πλαίσιο που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 4, του νόμου περί ηλεκτρονικών εγγράφων, η νομική ισχύς της ηλεκτρονικής υπογραφής και της προηγμένης ηλεκτρονικής υπογραφής είναι ισοδύναμη με τη νομική ισχύ της ιδιόχειρης υπογραφής μόνον εάν αυτό έχει συμφωνηθεί μεταξύ των μερών.

39      Τρίτον, υπογραμμίζεται ότι σκοπός του κανονισμού 910/2014 είναι να διασφαλίσει, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 3, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 49, του κανονισμού αυτού, ότι μια ηλεκτρονική υπογραφή δεν στερείται νομικής ισχύος μόνο λόγω του γεγονότος ότι είναι σε ηλεκτρονική μορφή, χωρίς ωστόσο να παρακωλύεται η επιλογή των κρατών μελών ως προς απαιτήσεις που αφορούν τον τύπο. Αντιθέτως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο του ιεραρχημένου συστήματος των διαφόρων ηλεκτρονικών υπογραφών που προβλέπει ο κανονισμός 910/2014, πρέπει να αναγνωρισθεί, σε ηλεκτρονική υπογραφή η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις του κανονισμού αυτού προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», υπέρτερη νομική ισχύς από την προσδιδόμενη σε ιδιόχειρη υπογραφή.

40      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014 δεν απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να ακυρώνουν τις ηλεκτρονικές υπογραφές που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του κανονισμού αυτού προκειμένου να θεωρούνται ως «εγκεκριμένες ηλεκτρονικές υπογραφές», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι η ακυρότητα των ως άνω υπογραφών δεν διαπιστώνεται μόνο λόγω του γεγονότος ότι αυτές είναι σε ηλεκτρονική μορφή.

41      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 910/2014 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ακύρωση διοικητικής πράξης η οποία έχει εκδοθεί υπό μορφή ηλεκτρονικού εγγράφου όταν το έγγραφο αυτό φέρει ηλεκτρονική υπογραφή η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις του ως άνω κανονισμού προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι η ακύρωση της πράξης αυτής δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι το εν λόγω έγγραφο φέρει ηλεκτρονική υπογραφή.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

42      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πριν από το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014 έχει την έννοια ότι, εφόσον δεν υφίσταται «εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού αυτού, ο χαρακτηρισμός μιας ηλεκτρονικής υπογραφής από τον πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης ως «υπηρεσιακής ηλεκτρονικής υπογραφής» αντί «εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής» αρκεί για να μην αναγνωριστεί ότι η επίμαχη υπογραφή συνιστά εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή.

43      Επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014 θέτει τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις προκειμένου μια ηλεκτρονική υπογραφή να μπορεί να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή». Πρώτον, η υπογραφή πρέπει να είναι «προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή», η οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 11, να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 26 του κανονισμού αυτού. Δεύτερον, η υπογραφή πρέπει να δημιουργείται από «εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής», η οποία πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 23, να πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού. Τρίτον, η υπογραφή πρέπει να βασίζεται σε «εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού 910/2014. Κατά τη διάταξη αυτή, το εν λόγω πιστοποιητικό πρέπει να έχει εκδοθεί από «εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης» και να πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος I του κανονισμού αυτού.

44      Επομένως, παρά το γεγονός ότι ο εγκεκριμένος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης χαρακτήρισε, στην υπόθεση της κύριας δίκης, την επίμαχη ηλεκτρονική υπογραφή ως «υπηρεσιακή ηλεκτρονική υπογραφή», έννοια η οποία δεν προβλέπεται στον κανονισμό 910/2014, επισημαίνεται ότι η ύπαρξη «εγκεκριμένου πιστοποιητικού ηλεκτρονικής υπογραφής», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού αυτού, το οποίο εκδίδεται από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης και πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού, συνιστά μία από τις τρεις σωρευτικές απαιτήσεις του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού αυτού για να μπορεί μια ηλεκτρονική υπογραφή να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή».

45      Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η ηλεκτρονική υπογραφή δεν πληροί την απαίτηση αυτή αρκεί για να μην μπορεί να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή» κατά την έννοια του κανονισμού 910/2014.

46      Κατά τα λοιπά, όπως ορθώς υπογράμμισε η Βουλγαρική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, το γεγονός ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο οικείος πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης χρησιμοποίησε τον χαρακτηρισμό «υπηρεσιακή ηλεκτρονική υπογραφή» δεν αποκλείει εξάλλου την αναγνώριση της υπογραφής αυτής ως «εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής». Πράγματι, ο χαρακτηρισμός μιας ηλεκτρονικής υπογραφής ως «υπηρεσιακής ηλεκτρονικής υπογραφής» ουδεμία επιρροή ασκεί κατά την εξέταση του ζητήματος αν η υπογραφή αυτή εμπίπτει στην έννοια της «εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής» κατά τον κανονισμό 910/2014.

47      Επομένως, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014 έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι δεν υφίσταται «εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού αυτού, αρκεί για να αποδειχθεί ότι μια ηλεκτρονική υπογραφή δεν συνιστά «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, σημείο 12, ο δε τυχόν χαρακτηρισμός της ως «υπηρεσιακής ηλεκτρονικής υπογραφής» δεν ασκεί συναφώς επιρροή.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

48      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν ο κανονισμός 910/2014 έχει την έννοια ότι η καταχώριση ηλεκτρονικής υπογραφής στο πιστοποιητικό που εκδίδει ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης αρκεί για να πληροί η υπογραφή αυτή τις απαιτήσεις που τίθενται από τον κανονισμό αυτόν προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του εν λόγω κανονισμού, ή αν είναι αναγκαίο να εξακριβώσει το εθνικό δικαστήριο αν η υπογραφή αυτή πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 26 και του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού.

49      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014 προβλέπει τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις προκειμένου μια ηλεκτρονική υπογραφή να μπορεί να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», η δε ύπαρξη «εγκεκριμένου πιστοποιητικού ηλεκτρονικής υπογραφής» αποτελεί μία από αυτές. Μεταξύ των λοιπών προϋποθέσεων περιλαμβάνονται η προϋπόθεση να πληρούνται κατά τον χρόνο υπογραφής οι απαιτήσεις του άρθρου 26 του κανονισμού αυτού και η ηλεκτρονική υπογραφή να έχει δημιουργηθεί από εγκεκριμένη διάταξη δημιουργίας ηλεκτρονικής υπογραφής.

50      Κατά συνέπεια, προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια ηλεκτρονική υπογραφή πληροί τις απαιτήσεις που τίθενται από τον κανονισμό 910/2014 προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», δεν αρκεί μόνον το γεγονός ότι βασίζεται σε εγκεκριμένο πιστοποιητικό που εκδόθηκε από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης.

51      Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι, όπως επισήμαναν η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, το σύνολο των απαιτήσεων του κανονισμού 910/2014 που ισχύουν για τους εγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών, καθώς και για την εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή και για το εγκεκριμένο πιστοποιητικό έχουν ήδη ελεγχθεί από διαπιστευμένο οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης, ο οποίος ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 18, του εν λόγω κανονισμού, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου και από τον εποπτικό φορέα που ορίζεται στο άρθρο 17 του ίδιου κανονισμού, πλην όμως, όταν ένας διάδικος σε εθνική διαδικασία αμφισβητεί το γεγονός ότι μια ηλεκτρονική υπογραφή συνιστά όντως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή» κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να ελέγξει αν πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις τις οποίες θέτει η διάταξη αυτή.

52      Τρίτον, οι εκτιμήσεις αυτές δεν κλονίζονται από τις παρατηρήσεις της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως και του Διευθυντή, κατά τις οποίες η αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 910/2014 δημιουργεί υποχρέωση αναγνωρίσεως μιας υπηρεσίας εμπιστοσύνης που πληροί τις απαιτήσεις του εν λόγω κανονισμού και ότι το καθεστώς εποπτείας και πιστοποίησης που θεσπίζει ο κανονισμός 910/2014 θα καθίστατο κενό περιεχομένου αν ο εθνικός δικαστής δεν έλεγχε μόνον αν για την επίμαχη ηλεκτρονική υπογραφή έχει εκδοθεί εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής από εγκεκριμένο πάροχο υπηρεσιών εμπιστοσύνης, εγγεγραμμένο στο εθνικό μητρώο.

53      Από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη δεν μπορεί, όμως, να συναχθεί ότι σκοπός της είναι να εξαιρέσει από κάθε δικαστικό έλεγχο τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης που καθίστανται υποχρεωτικές με τον κανονισμό 910/2014 διότι αποτέλεσαν αντικείμενο διοικητικού ελέγχου, είτε από διαπιστευμένο οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης, ο οποίος ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 18, του κανονισμού αυτού, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου, είτε από τον εποπτικό φορέα που ορίζεται στο άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού.

54      Πράγματι, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφέρει απλώς ότι ο αποδέκτης της υποχρέωσης αναγνώρισης μιας τέτοιας υπηρεσίας εμπιστοσύνης μπορεί να απορρίψει την υπηρεσία αυτή μόνον αν αδυνατεί να την αναγνώσει ή να την επαληθεύσει για τεχνικούς λόγους που εκφεύγουν του άμεσου ελέγχου του.

55      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 910/2014 έχει την έννοια ότι η καταχώριση ηλεκτρονικής υπογραφής στο πιστοποιητικό που εκδίδει ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης δεν αρκεί για να πληροί η συγκεκριμένη υπογραφή τις απαιτήσεις που τίθενται από τον κανονισμό αυτόν προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του εν λόγω κανονισμού. Όταν ο χαρακτηρισμός αυτός αμφισβητείται στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει αν πληρούνται όλες οι σωρευτικές προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου 3, σημείο 12, υποχρέωση που του επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να εξακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 26 και του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού.

 Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

56      Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, σημείο 12, και το παράρτημα I του κανονισμού 910/2014 έχουν την έννοια ότι, κατά τον έλεγχο της συμμόρφωσης μιας εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής προς τις απαιτήσεις του εν λόγω παραρτήματος, το γεγονός ότι το ονοματεπώνυμο του υπογράφοντος, ο οποίος συνήθως χρησιμοποιεί το κυριλλικό αλφάβητο για την αναγραφή του, αποτέλεσε αντικείμενο μεταγραμματισμού στο λατινικό αλφάβητο έχει ως συνέπεια ότι η υπογραφή αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, σημείο 12.

57      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται συναφώς, αφενός, ότι, για να αποτελεί «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014, μια ηλεκτρονική υπογραφή πρέπει να βασίζεται σε «εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής» το οποίο, δυνάμει του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού αυτού, πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος I του κανονισμού αυτού. Κατά το στοιχείο γʹ του εν λόγω παραρτήματος, τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά ηλεκτρονικής υπογραφής περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τουλάχιστον το όνομα του υπογράφοντος ή ένα ψευδώνυμο το οποίο πρέπει να αναφέρεται σαφώς. Όσον αφορά τις διατάξεις που αφορούν τη χρήση ψευδωνύμων, στην αιτιολογική σκέψη 33 του κανονισμού αυτού επισημαίνεται ότι οι διατάξεις αυτές δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τα κράτη μέλη να ζητούν εξακρίβωση της ταυτότητας των προσώπων σύμφωνα με το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο.

58      Αφετέρου, μία από τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014 για την αναγνώριση μιας ηλεκτρονικής υπογραφής ως «εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής» είναι να συνιστά η υπογραφή αυτή «προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του σημείου 11 του ίδιου άρθρου. Το άρθρο 26, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 910/2014 προβλέπει ότι, για να χαρακτηριστεί ως «προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή», μια ηλεκτρονική υπογραφή πρέπει να συνδέεται κατά τρόπο μοναδικό με τον υπογράφοντα και να καθιστά δυνατή την ταυτοποίησή του.

59      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, σημείο 12, και το παράρτημα I του κανονισμού 910/2014 έχουν την έννοια ότι, όταν ελέγχεται η συμμόρφωση εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής προς τις απαιτήσεις του εν λόγω παραρτήματος, το γεγονός ότι το ονοματεπώνυμο του υπογράφοντος, ο οποίος συνήθως χρησιμοποιεί το κυριλλικό αλφάβητο για την αναγραφή του, αποτέλεσε αντικείμενο μεταγραμματισμού στο λατινικό αλφάβητο δεν αποκλείει το να θεωρηθεί η ηλεκτρονική υπογραφή του ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, σημείο 12, υπό την προϋπόθεση ότι η υπογραφή αυτή συνδέεται κατά τρόπο μοναδικό με τον υπογράφοντα και καθιστά δυνατή την ταυτοποίησή του, όπερ εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην ακύρωση διοικητικής πράξης η οποία έχει εκδοθεί υπό μορφή ηλεκτρονικού εγγράφου όταν το έγγραφο αυτό φέρει ηλεκτρονική υπογραφή η οποία δεν πληροί τις απαιτήσεις του ως άνω κανονισμού προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του κανονισμού αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι η ακύρωση της πράξης αυτής δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι το εν λόγω έγγραφο φέρει ηλεκτρονική υπογραφή.

2)      Το άρθρο 3, σημείο 12, του κανονισμού 910/2014 έχει την έννοια ότι το γεγονός ότι δεν υφίσταται «εγκεκριμένο πιστοποιητικό ηλεκτρονικής υπογραφής», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 15, του κανονισμού αυτού, αρκεί για να αποδειχθεί ότι μια ηλεκτρονική υπογραφή δεν συνιστά «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, σημείο 12, ο δε τυχόν χαρακτηρισμός της ως «υπηρεσιακής ηλεκτρονικής υπογραφής» δεν ασκεί συναφώς επιρροή.

3)      Ο κανονισμός 910/2014 έχει την έννοια ότι η καταχώριση ηλεκτρονικής υπογραφής στο πιστοποιητικό που εκδίδει ο πάροχος υπηρεσιών εμπιστοσύνης δεν αρκεί για να πληροί η συγκεκριμένη υπογραφή τις απαιτήσεις που τίθενται από τον κανονισμό αυτόν προκειμένου να θεωρηθεί ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή», κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 12, του εν λόγω κανονισμού. Όταν ο χαρακτηρισμός αυτός αμφισβητείται στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει αν πληρούνται όλες οι σωρευτικές προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου 3, σημείο 12, υποχρέωση που του επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να εξακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 26 και του παραρτήματος I του ίδιου κανονισμού.

4)      Το άρθρο 3, σημείο 12, και το παράρτημα I του κανονισμού 910/2014 έχουν την έννοια ότι, όταν ελέγχεται η συμμόρφωση εγκεκριμένης ηλεκτρονικής υπογραφής προς τις απαιτήσεις του εν λόγω παραρτήματος, το γεγονός ότι το ονοματεπώνυμο του υπογράφοντος, ο οποίος συνήθως χρησιμοποιεί το κυριλλικό αλφάβητο για την αναγραφή του, αποτέλεσε αντικείμενο μεταγραμματισμού στο λατινικό αλφάβητο δεν αποκλείει το να θεωρηθεί η ηλεκτρονική υπογραφή του ως «εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή» κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, σημείο 12, υπό την προϋπόθεση ότι η υπογραφή αυτή συνδέεται κατά τρόπο μοναδικό με τον υπογράφοντα και καθιστά δυνατή την ταυτοποίησή του, όπερ εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει.

(υπογραφές)

Πηγή